Ένας σύγχρονος αμερικανός ιατρικός ανθρωπολόγος διηγείται:

 

Η εποχή ήταν το 1978 και ο τόπος η Άλμα Άτα στην Κεντρική Ασία. Σε αυτή την εποχή και τον τόπο, εκπρόσωποι σε ένα διεθνές συνέδριο οργανωμένο από τον ΠΟΕ συμφώνησαν σε ένα μεγαλόπνοο πρόγραμμα. Πρότειναν ούτε λίγο ούτε πολύ να μοχθήσουν από κοινού για να πετύχουν «άριστη υγεία για όλους μέχρι το έτος 2000». Ο σκοπός ήταν άκρως ουτοπικός, αλλά οι εκπρόσωποι πάσχιζαν όσο μπορούσαν να είναι ρεαλιστές, ιδίως σε ό,τι αφορούσε τη θεραπευτική ιατρική. Θα ήταν αδύνατο, αναγνώριζαν, να ανταποκριθούν στις ανάγκες υγείας προσπαθώντας να πληρώσουν δεκάδες κι εκατοντάδες χιλιάδες νεοπροσληφθέντες γιατρούς και χειρουργούς εκπαιδευμένους στην βιοϊατρική. Ωστόσο, οι ιθαγενείς θεραπευτές συνιστούσαν ένα απόθεμα ήδη διαθέσιμο σε ολόκληρο τον κόσμο. Ο ΠΟΕ μπορούσε να ελπίζει στην επίτευξη των στόχων του για το 2000 εν μέρει πιστοποιώντας, ενθαρρύνοντας, χρηματοδοτώντας κι εκσυγχρονίζοντας (με βιοϊατρικούς όρους) όσους ασκούν διάφορες εθνοϊατρικές παραδόσεις.

 

Με το διεθνές συνέδριο του ΠΟΕ, έγινε του συρμού μεταξύ των επιστημόνων τής υγείας να μεταβάλουν ένα ώς τότε σπάνιο ή αμφιλεγόμενο είδος σεβασμού σε μια νέα εκτίμηση των πλεονεκτημάτων τής παραδοσιακής θεραπείας. Οι ιατρικοί ανθρωπολόγοι συχνά έπαιξαν έναν σημαντικό ρόλο σε αυτό, διότι περισσότερο από κάθε άλλο σώμα επιστημόνων ζουν και εργάζονται σε μικρής κλίμακας κοινωνίες ή φτωχές και στερημένες αστυακές κοινότητες όπου καταγράφουν τις πρακτικές και τις πεποιθήσεις των παγκόσμιων θεραπευτικών ηθών. Ακούνε (κι ελπίζουμε ότι κατανοούν) τις φωνές των θεραπευτών και των θεραπευομένων τους. Σε πολλές περιπτώσεις μαθητεύουν σε αυτούς τους θεραπευτές και/ή δέχονται θεραπεία από αυτούς. Οι ιατρικοί ανθρωπολόγοι μπορούν έτσι να χρησιμεύσουν ως πόροι, ως επιστήμονες οι οποίοι έχουν μελετήσει την εθνοϊατρική και μπορούν να προφέρουν συμβουλές και πληροφορίες.

 

Η εποχή ήταν οι δεκαετίες τού ’60 και του ’70 και οι τόποι ήταν παντού, περιλαμβανομένου τού Haight-Ashbury στο Σαν Φραντζίσκο, του Central Park στη Νέα Υόρκη και χίππικων κοινοτήτων εδώ κι εκεί στον κόσμο όπου νεαρά άτομα δραπέτευαν από την αντιδραστική ηθική και πολιτική τού Πολέμου τού Βιετνάμ σε έναν νέο ιδεαλισμό. Διεξάγοντας επίμονες αντάρτικες επιθέσεις στις κατεστημένες αξίες και στους θεσμούς τής Δύσης, τίποτα δεν ήταν υπερβολικά ιερό για ν’ αμφισβητηθεί: επιχειρήσεις, βιομηχανία, πολιτική, οικογένεια, θρησκεία, παιδεία και, οπωσδήποτε μεταξύ αυτών, δυτική ιατρική.

Η εναλλακτική θεραπευτική με την έμφασή της σε γήινα θεραπευτικά μέσα όπως μασάζ, αφεψήματα βοτάνων και σαμανικές τελετές έβρισκαν υποστηρικτές ανάμεσα στους γιους και τις κόρες των κομφορμιστών μεσοαστών. Τότε, το 1972, η ίδια η μεσήλικη μεσαία τάξη άρχισε να στρέφεται αργά προς μια επανεκτίμηση των εναλλακτικών και παραδοσιακών ιατρικών όταν ο αρθρογράφος James Reston, ενόσω βρισκόταν με ειδική αποστολή στη Λαϊκή Δημοκρατία τής Κίνας, είδε ανακούφιση του μεταχειρουργικού πόνου με βελονισμό κι έγραψε γι’ αυτό. Η κινέζικη ιατρική και πολλές άλλες μορφές θεραπείας, κάποιες αρχαίες, άλλες πρόσφατες, μετανάστευσαν στις σύγχρονες αμερικανικές μητροπόλεις με πρωτόγνωρη αποδοχή.

 

Αυτή η εθνοϊατρική εισβολή κορυφώθηκε το 1992 όταν ένα νέο γραφείο για τη μελέτη των μη συμβατικών ιατρικών πρακτικών πήρε επισήμως μια θέση στη γραφειοκρατία των Εθνικών Ινστιτούτων Υγείας. Ο Τρίτος Κόσμος και ο κόσμος «μας» συνέκλιναν πλέον σε ορισμούς τής υγείας και της θεραπείας που υπέσκαπταν τη μέχρι τώρα σπανίως αμφισβητούμενη ηγεμονία τής δυτικής ιατρικής.1

 

Αυτό ακριβώς ήταν η κατάσταση. Ό,τι όμως επρόκειτο να γίνει χιονοστιβάδα στη δεκαετία τού ’70 ξεκίνησε σαν ψιλόβροχο στην αυγή τού αιώνα – που από δεκαετία σε δεκαετία δυνάμωνε… Για παράδειγμα, το είδος τού ορισμού τής υγείας στο οποίο συνέκλιναν τώρα «ο Τρίτος Κόσμος και ο κόσμος “μας”», που υπέσκαπτε ήδη τη «σπανίως αμφισβητούμενη ηγεμονία τής δυτικής ιατρικής», μπορούμε να το βρούμε διατυπωμένο κιόλας από την πρώτη μεταπολεμική δεκαετία σε έναν διακεκριμένο εκπρόσωπο της γαλλικής επιστημολογικής σχολής, τον Ζώρζ Κανγκιλέμ (στον οποίον ήδη αναφερθήκαμε αρκετά). Διαβάζουμε εκεί:

 

Εκείνο που χαρακτηρίζει την υγεία είναι η ικανότητα να υπερβαίνει τον κανόνα ο οποίος ορίζει το προς στιγμήν κανονικό, η δυνατότητα να ανέχεται παραβιάσεις τού συνήθους κανόνα και να εγκαθιδρύει νέους κανόνες σε νέες καταστάσεις […] Η υγεία είναι ένα περιθώριο ανοχής των ασυνεπειών τού περιβάλλοντος. Αλλά δεν είναι παράλογο να μιλάει κανείς για ασυνέπεια του περιβάλλοντος; Θα μπορούσε να ισχύει για το ανθρώπινο κοινωνικό περιβάλλον όπου οι θεσμοί είναι κατά βάθος επισφαλείς, οι συμβάσεις ανακλητές και οι μόδες περνούν σαν αστραπή. Το κοσμικό περιβάλλον όμως, το περιβάλλον του εμβίου εν γένει, δεν είναι ένα σύστημα μηχανικών, φυσικών και χημικών σταθερών, δεν είναι φτιαγμένο από αμετάβλητες; Οπωσδήποτε το περιβάλλον που ορίζει η επιστήμη είναι φτιαγμένο από νόμους, αλλά οι νόμοι αυτοί είναι θεωρητικές αφαιρέσεις. Το έμβιο δεν ζει ανάμεσα σε νόμους, αλλά ανάμεσα σε όντα και συμβάντα που διαφοροποιούν αυτούς τους νόμους. Αυτό που στηρίζει το πουλί είναι το κλαδί και όχι οι νόμοι τής ελαστικότητας. Εάν αναγάγουμε το κλαδί στους νόμους τής ελαστικότητας, δεν πρέπει να μιλάμε πλέον για πουλί αλλά για κολλοειδή διαλύματα […] Ομοίως, αυτό που τρώει η αλεπού είναι το αυγό μιας κότας, όχι η χημεία των λευκωματοειδών ή οι νόμοι τής εμβρυολογίας. Επειδή το προσδιορισμένο έμβιο ζει σε έναν κόσμο προσδιορισμένων αντικειμένων, ζει σε έναν κόσμο δυνατών ατυχημάτων […] Να με ποιον τρόπο το περιβάλλον είναι ασυνεπές. Η ασυνέπειά του είναι το ίδιο του το γίγνεσθαι, η ίδια η ιστορία του […] Ο υγιής οργανισμός αναζητεί λιγότερο να διατηρηθεί στην παροντική κατάσταση και στο παροντικό περιβάλλον και περισσότερο να πραγματώσει τη φύση του. Αλλά αυτό προϋποθέτει ότι ο οργανισμός θα αντιμετωπίσει κινδύνους και αποδέχεται το ενδεχόμενο καταστροφικών αντιδράσεων. Ο υγιής άνθρωπος δεν αποτραβιέται από τα προβλήματα που τίθενται από τις κάποτε ξαφνικές ανατροπές των συνηθειών του, ακόμη και από ψυχολογική άποψη. Προσμετρά την υγεία του με την ικανότητά του να υπερβαίνει τις οργανικές κρίσεις ώστε να εγκαθιδρύει μια καινούργια τάξη […] Σε αντίθεση με κάποιους γιατρούς, πολύ πρόθυμους να δουν τις αρρώστιες ως εγκλήματα επειδή αυτοί που τις υφίστανται κάπου πρέπει να έχουν διαπράξει υπερβολές ή παραλείψεις, εκτιμάμε ότι η ικανότητα και η τάση προς την ασθένεια συνιστούν ουσιώδες χαρακτηριστικό της φυσιολογίας τού ανθρώπου. Παραφράζοντας μία φράση τού Valéry, θα λέγαμε πως η δυνατή κατάχρηση της υγείας αποτελεί μέρος τής υγείας.2

 

Αυτή δεν είναι ασφαλώς η επικρατούσα οπτική τής «επιστημονικής» ιατρικής. Στη βιοϊατρική κουλτούρα η υγεία ορίζεται πλέον μέσω ενός συστήματος σταθμισμένων παραμέτρων που είναι οι ίδιες το αφαιρετικό προϊόν μιας τεχνικά μεσολαβημένης διαδικασίας και τις οποίες μόνον ο ειδικός μπορεί να «διαβάσει», ανεξαρτήτως ή και εις πείσμα τού πάσχοντος. Συνέπεια αυτού ήταν ο διαχωρισμός τής «νόσου» από την ανθρώπινη δυστυχία, η οποία μπορούσε να καλπάζει και να διευρύνεται σε ειρωνική συνύπαρξη με τους «θριάμβους» τής ιατρικής. Αναπόφευκτα, αυτό οδήγησε σε διαδοχικά κύματα αμφισβήτησης που άρχισαν να υψώνονται με αυξανόμενη ορμή από την αρχή κιόλας του αιώνα, τη στιγμή δηλαδή που έμοιαζαν να έχουν αποστομωθεί τελεσίδικα όλες οι βιταλιστικού τύπου αντιρρήσεις. Πρόκειται για εναλλακτικά θεραπευτικά μοντέλα που θίγουν το θεμελιώδες παράδειγμα βάσει τού οποίου σκέπτεται η δυτική ιατρική και θέτουν, ρητά ή υπόρρητα, εκ νέου τα μεγάλα ερωτήματα του τί είναι αρρώστια, τί είναι υγεία, τί είναι θεραπεία. Αξίζει να δούμε εν συντομία μερικά από τα σημαντικότερα, προσπαθώντας ν’ αποκρυπτογραφήσουμε το μήνυμά τους.

 

  1. i) Ο Ζίγκμουντ Φρόυντ και η ψυχανάλυση.

 

Το 1775, στη Βαυαρία, μια γυναίκα κάηκε ως μάγισσα. Η κοινή γνώμη διχάστηκε μ’ έναν τρόπο ουσιαστικά καινούργιο. Πρόκειται για δαιμονική καταληψία ή φρενοβλάβεια; Ο νέος, ιατρικός τρόπος αντιμετώπισης άρχιζε να κατακτά την κοινή λογική και μια ολόκληρη κατηγορία αποκλινουσών συμπεριφορών να αντιμετωπίζεται ως κάποιου είδους «αρρώστια» που απαιτεί διάγνωση και θεραπεία. Προσωρινή λύση γι’ αυτούς που ενέπιπταν στη μη αποφασίσιμη κατηγορία ήταν ο εγκλεισμός: τα πρώτα «άσυλα» εμφανίζονται στον δέκατο έβδομο αιώνα – αληθινές αποθήκες ψυχών γι’ αστέγους, αλήτες, πόρνες, μικροποινικούς, ψυχοδιανοητικά ταραγμένους ανθρώπους… Ο διαχωρισμός των τελευταίων στα λεγόμενα «φρενοκομεία» ξεκινάει από τα μέσα τού δέκατου όγδοου αιώνα, όταν τους βρίσκουμε συνωστισμένους σε βρωμερά κελιά, γυμνούς, υποσιτισμένους, συχνά δεμένους με αλυσίδες, να κοιμούνται στο πάτωμα και να κακοποιούνται από σαδιστές δεσμοφύλακες. Ο λόγος τού διαχωρισμού ήταν υποτίθεται για να προστατέψουν τους άλλους εγκλείστους από τη βία τους, αλλά και για να τους μελετήσουν ιατρικώς. Από την πρακτική αυτή, εν ολίγοις, θα γεννηθεί ο ιατρικός κλάδος που ονομάστηκε ψυχιατρική.

 

Γενέθλια πράξη τής ψυχιατρικής μπορούμε να θεωρήσουμε τη συμβολική χειρονομία τού Philippe Pinel (1745-1826) ο οποίος τη χρονιά τού 1793, στον απόηχο της Γαλλικής Επανάστασης, αφαίρεσε τις αλυσίδες από τους εγκλείστους στο άσυλο της Σαλπετριέρ και κήρυξε την περίφημη «la traitement morale». Από τη στιγμή που ο «παράφρων» άρχισε να γίνεται αντιληπτός σαν ένας ασθενής όπως όλοι οι άλλοι, η διαγνωστική και η μεταχείρισή του εντάχθηκαν στο ίδιο πρωτόκολλο με αυτό της ραγδαία αναπτυσσόμενης —και άτεγκτα αναγωγιστικής— ιατρικής· πράγμα που, σε διάλογο με τις επίσης αναπτυσσόμενες μελέτες τής φυσιολογίας τού εγκεφάλου (απ’ όπου γεννήθηκε ο κλάδος τής νευρολογίας), οδήγησε στη διαμόρφωση ενός ειδικού ιατρικού κλάδου, της ψυχιατρικής. Και όπως κάθε νέα επιστήμη, άρχισε αυτή να διαμορφώνει την τεχνική της ιδιόλεκτο: στον Esquirol οφείλουμε την πρώτη νοσολογική ταξινόμηση – «μελαγχολία», «μανία», «άνοια», «ιδιωτεία»· ο Falret αναγνώρισε τη σύνδεση μελαγχολίας και μανίας σε αυτό που ονόμασε «κυκλική τρέλα» (αργότερα «μανιοκατάθλιψη»)· ο Morel εισήγαγε τον όρο «πρώιμη άνοια» (που αργότερα θα διακρινόταν σε σχιζοφρένεια/παράνοια) και εισηγήθηκε πρώτος τη θεωρία τού «εκφυλισμού». Στη Γερμανία, ο Wilhelm Griesinger θα υποστηρίξει την εγκεφαλική βάση των ψυχικών διαταραχών, ιδέα την οποία θα εξελίξουν οι αυστριακοί ψυχίατροι Theodor Meynart και Karl Wernicke με τη βοήθεια λεπτομερών νευρολογικών μελετών· και η νέα επιστήμη θα κατακτήσει την πλήρη της ωριμότητα στη μετάβαση ακριβώς του αιώνα με το έργο δύο θρυλικών γιατρών: του γερμανού Emil Kraepelin (1856-1926) ο οποίος συγκρότησε τον λεπτομερέστερο νοσολογικό πίνακα που είναι η βάση τής ψυχιατρικής γλώσσας μέχρι σήμερα και, αφού αποσυνέδεσε οριστικά την «ιδιωτεία» ως οργανική πάθηση, εδραίωσε τον γενικό όρο «ψύχωση» (την οποία χώριζε σε δύο μεγάλες κατηγορίες, «μανιοκατάθλιψη» και «πρώιμη άνοια», διαιρώντας την τελευταία σε «κατατονική», «ηβηφρενική» και «παρανοειδή»)· και του ελβετού Eugen Bleuler (1857-1939), ο οποίος αντικατέστησε οριστικά την «πρώιμη άνοια» με τον όρο «σχιζοφρένεια» και έδωσε τις λεπτομερέστερες έως τότε κλινικές περιγραφές.3

 

Ωστόσο την ίδια εποχή εμφανίστηκε μία άλλη, περίεργη ομάδα «ασθενειών», με μια ποικιλία φαντασμαγορικών συμπτωμάτων (παραλύσεις, αναισθησίες, αλλοιώσεις τού χαρακτήρα, αμνησίες, κ.ά.) χωρίς απώλεια της αίσθησης της πραγματικότητας και χωρίς εντοπίσιμη οργανική αιτία, οι οποίες ήταν δύσκολο να βρουν θέση στους κλινικούς χάρτες τής ψυχιατρικής. Στην αρχή θεωρήθηκαν ήπιες μορφές επιληψίας, εν συνεχεία ονομάστηκαν «νευρασθένειες». Ο Jean-Martin Charcot (1825-1893), διάσημος νευρολόγος στη Σαλπετριέρ, θα τις μελετήσει συστηματικά και θα εφαρμόσει πειραματικά σε αυτές —ελλείψει καλύτερου μέσου— τη μέθοδο της ύπνωσης, βαφτίζοντάς τες με το όνομα «υστερία». Ο Pierre Janet (1859-1947) ήταν ο πρώτος που έκανε λόγο για «υποσυνείδητες μνήμες» υπονοώντας ένα είδος συνειδησιακού διχασμού, ενταφίασε όμως τις πρώτες του διορατικές παρατηρήσεις σε μια θεωρία τής «εκφύλισης»· ήταν έτσι ο άλλος από τους μαθητές τού Σαρκώ, ένας βιεννέζος εβραίος γιατρός ονόματι Ζίγκμουντ Φρόυντ (1856-1939) εκείνος που, αντικαθιστώντας την ύπνωση με μια μη-ιατρική προσέγγιση δικής του επινοήσεως την οποία ονόμασε «ψυχοκαθαρτική μέθοδο» (και αργότερα ψυχανάλυση), θα έφερνε την πρώτη επαναστατική αμφισβήτηση της ψυχιατρικής κι έναν τρόπο ερμηνείας που θα δημιουργούσε μια ολόκληρη νέα γλώσσα για την κατανόηση των ανθρώπινων πραγμάτων.4 Ο Φρόυντ ονόμασε τελικώς αυτή την ομάδα «ασθενειών» νευρώσεις – και ο όρος έχει έκτοτε υιοθετηθεί από τη συμβατική ψυχιατρική σε ένα ευρύτερο διαγνωστικό πλαίσιο ως βασική αντιδιαστολή στις ψυχώσεις.

 

Κόβοντας αποφασιστικά τους δεσμούς με την κλινική ιατρική που ήταν ανίκανη να αντιμετωπίσει την ψυχική δυσφορία των ανθρώπων σε μια ραγδαία απανθρωποποιούμενη κοινωνική πραγματικότητα, ο Φρόυντ επινόησε υπνοβατικά σχεδόν μια νέα θεραπευτική μέθοδο, η οποία ταυτόχρονα δημιούργησε ένα ρεπερτόριο δικών της εννοιών (απώθηση, αντίσταση, παλινδρόμηση, ονειρική διεργασία, ασυνείδητο, λιβιδινική επένδυση, παιδική γενετήσια οργάνωση, άγχος ευνουχισμού, οιδιπόδειο σύμπλεγμα, πρωτογενής ναρκισσισμός, μηχανισμοί άμυνας, εγώ-αυτό-υπερεγώ, κ.ά.) για να ανασημασιοδοτήσει τα μεγάλα προβλήματα του ατόμου και της κοινωνίας – της ομαλότητας, της διαταραχής, της ατομικής και συλλογικής παθολογίας. Εκείνο που έχει σημασία να τονίσουμε εδώ είναι οι θεμελιώδεις άξονες φυγής της από το εδραιωμένο ιατρικό μοντέλο. Στο διαγνωστικό επίπεδο, πρώτον, η ψυχανάλυση έστρεψε τα νώτα στην καθιερωμένη ιατροκλινική νοσολογία κι επικεντρώθηκε στα υποκειμενικά αισθήματα δυσφορίας και στο φαντασιωσικό υλικό τού πάσχοντος, για τα οποία κατασκεύασε ειδικές ερμηνευτικές κατηγορίες υπαγορευμένες από την ίδια την άρθρωσή τους· στο θεραπευτικό επίπεδο, δεύτερον, εγκατέλειψε κάθε μορφή παρέμβασης στον οργανισμό και την αντικατέστησε με την ίδια τη διαπροσωπική σχέση θεραπευόμενου-θεραπευτή (με ειδικό τρόπο σημασιοδοτούμενη, τη λεγόμενη στην ψυχαναλυτική γλώσσα «σχέση μεταβίβασης»). Επιστημολογικά μιλώντας, προσανατολίστηκε σε μια δυναμική, ενορμητική σύλληψη του ανθρώπου ως επιθυμούντος/νοηματοδοτούντος υποκειμένου, όχι ενός πλέγματος υποτιθέμενων νευροφυσιολογικών και αντιληπτικών «μηχανισμών»· και αντίστοιχα, σε ένα εκφραστικό μοντέλο θεραπευτικής: που σημαίνει, κατανόηση των «νοσηρών» συμπτωμάτων ως μέρος τής ίδιας τής θεραπευτικής διαδικασίας, τα οποία πρέπει να ενθαρρυνθούν και να εκδηλωθούν στην πληρότητά τους, όχι να κατασταλούν ή να αντιδοτηθούν (πράγμα που με τη σειρά του σημαίνει εμπιστοσύνη σε μια ενδόμυχη αυτοθεραπευτική οικονομία, όπως τη συναντάμε στην ιπποκράτεια ιατρική και στη σύγχρονη ομοιοπαθητική). Σε ακόμη πιο θεωρητικό επίπεδο, η ψυχανάλυση κατασκεύασε ένα συγκρουσιακό μοντέλο τού ανθρώπινου ψυχισμού που αντανακλά την επίγνωση μιας ευρύτερης ανταγωνιστικής σχέσης τού πολιτισμού με τη φύση, όπως αναπαράγεται σε ατομικό επίπεδο και η οποία ευθύνεται για τεράστιο μέρος τής παθολογίας μέσα στον σύγχρονο, και κατεξοχήν τον δυτικό, πολιτισμό.

 

Στη διάρκεια της ζωής του ο Φρόυντ άλλαξε τουλάχιστον τρεις φορές το μεταψυχολογικό του μοντέλο, ακολουθώντας τις απαιτήσεις που το ίδιο το κλινικό υλικό του φαινόταν να υποβάλλει. Είχε επίσης τη σπάνια εντιμότητα να παραδέχεται τις αδυναμίες και τα ερμηνευτικά του αδιέξοδα, βέβαιος ταυτόχρονα για την κοσμοϊστορική σημασία των «ανακαλύψεών» του. Αυτό το μίγμα επιστημονικής ταπεινότητας και προφητικής αίσθησης αποστολής είναι ένα από τα πιο εντυπωσιακά χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του – οδηγώντας τον συχνά σε έναν ιδιότυπο δογματισμό που του κόστισε φιλίες, συνεργασίες και κοινωνική αποδοχή. Ένας κύκλος πιστών μαθητών που συσπειρώθηκε γύρω του, πάντως, επρόκειτο να ξεδιπλώσει τα διάφορα νήματα της σκέψης του σε πολλαπλές κατευθύνσεις κάνοντας την ψυχανάλυση ένα απέραντο, γόνιμο και από τη φύση του ανολοκλήρωτο, έργο εν προόδω.

 

Δεν σκοπεύω να κάνω εδώ μια ιστορία τής ψυχανάλυσης, που ήταν μια ιστορία εντυπωσιακών εκλεπτύνσεων και θεωρητικών διακλαδώσεων σε όλη τη διάρκεια του εικοστού αιώνα.5 Θα επιχειρήσω μονάχα ένα σχόλιο πάνω σε μία από τις κρισιμότερες επιστημολογικές αντιπαραθέσεις που γεννήθηκαν στο εσωτερικό της κατά μήκος των διαφορετικών της γραμμών ανάπτυξης: την αντιπαράθεση ανάμεσα στο «ενεργειακό» και το «γλωσσικό» μοντέλο ερμηνείας τής φροϋδικής ανακάλυψης.6 Το ενεργειακό («οικονομικό», στη γλώσσα τού Φρόυντ) μοντέλο έχει υπέρ του το επιχείρημα ότι αντανακλά πιστότερα την οπτική τού ίδιου τού Φρόυντ, για τον οποίον ο άνθρωπος «είναι» πρωτίστως επιθυμία (ή άλλως ορμή [Trieb], την οποίαν ανακατασκεύασε επίσης στον τεχνικό όρο Libido). Παρ’ όλο που η σύλληψη αυτή κατηγορήθηκε ως υπερβαλλόντως νατουραλιστική —ή ακόμα και «υδραυλική» από κάποιους που παρανόησαν τη στρατηγική των μεταφορών τού Φρόυντ—, δεν πρέπει να μας διαφύγει κατ’ αρχάς η συγγένειά της με τη βιταλιστική αρχή, την οποία επαναφέρει σε μια πιο λεπτά επεξεργασμένη εκδοχή (και συγγενεύει με πολλές ιδέες τής «ζωτικής ενέργειας» που συναντάμε σε παλαιότερα θεραπευτικά συστήματα, πράγμα που εντοπίστηκε νωρίς από κάποιους επιγόνους). Η γλωσσική μεσολάβηση/αναπαράσταση/παραμόρφωση της επιθυμίας ήταν εξ αρχής αντικείμενο προσοχής στην ψυχανάλυση, όμως το λεγόμενο γλωσσικό μοντέλο κινδυνεύει να κόψει τις σχέσεις εξάρτησης της γλώσσας από το ενορμητικό της υπόστρωμα και τον προκαθορισμένο δυναμισμό που το κατευθύνει, συρρικνώνοντας τους δεσμούς επιθυμίας σε μια επικοινωνιακή άλγεβρα που επικυρώνει την επιβολή ενός αυτονομημένου κοινωνικού/θεσμικού πάνω στην ανθρώπινη φύση: αυτή είναι ακριβώς η πηγή τής παθολογίας απέναντι στην οποία εγέρθηκε ως θεραπευτικό μέσον η ψυχανάλυση! Παρότι στη μακρά της πορεία μέσα στους εδραιωμένους θεσμούς η ψυχανάλυση δεν απέφυγε συμβιβασμούς και μια ορισμένη συμβατικοποίηση, στις καλύτερες στιγμές της μπορεί, ως θεωρία, να φωτίσει τους τρόπους με τους οποίους η κοινωνία και ο πολιτισμός εγγράφονται στην ψυχή και στο σώμα των ατόμων σαν το πουκάμισο του Ηρακλή· και σε θεραπευτικό επίπεδο, αντιστρόφως, να παρέμβει δραστικά ως συνήγορος μιας «οικολογίας τού πνεύματος»7: δηλαδή, να συμφιλιώσει τη φυσική (ορμική) με την κοινωνική (γλωσσική) διάσταση του ανθρώπου φέρνοντάς τις σε μια πιο ικανοποιητική σχέση αμοιβαιότητας, σχέση τραυματισμένη όσο και η εξωτερική φύση από τις εξουσιαστικές στρατηγικές ενός κατασταλτικού πολιτισμού.

 

  1. ii) Η βιοενεργειακή θεραπευτική τού Βίλχελμ Ράιχ.

 

Σκέπτεται κανείς τον Βίλχελμ Ράιχ (1897-1957), μαζί με τη Μέλανι Κλάιν (1882-1960) και τον Ζακ Λακάν (1901-1981), ως έναν από τους τρεις σημαντικότερους κόμβους στην ερμηνεία τής φροϋδικής σκέψης – που χάραξαν τρεις από τις ευρύτερες, κι εν πολλοίς αποκλίνουσες, λεωφόρους στην εξέλιξη της ψυχανάλυσης. Υπήρξε ταυτόχρονα μία από τις πηγές τού λεγόμενου φροϋδομαρξισμού ή «αριστερού φροϋδισμού», σύνθεσης που αξιοποίησε τις σπερματικές κοινωνιολογικές ενοράσεις στο έργο τού Φρόυντ και προσέφυγε στη μαρξιστική θεωρία για να συναρθρώσει τα θεραπευτικά ζητήματα με μια ευρύτερη κριτική τού καπιταλισμού – οδηγούμενος στην πιο ριζική επίγνωση που μας ενδιαφέρει εδώ (και πριν από τη βρετανική αντιψυχιατρική τής δεκαετίας τού ’60, η οποία το έθεσε απερίφραστα): ότι, πέραν ενός σημείου, η θεραπευτική εργασία δεν μπορεί να συνεχιστεί παρά ως έργο επαναστατικής αλλαγής τής κοινωνίας.

 

Η πνευματική ταραχή που σκίασε τις τελευταίες δεκαετίες τής ζωής τού Ράιχ —κατανοητή και μόνο από τις πολλαπλές διώξεις που σφραγίζουν στην κυματώδη βιογραφία του— έχει οδηγήσει σε μιαν αδικαιολόγητη απαξίωση του έργου του και κυρίως στην παραγνώριση του γεγονότος ότι υπήρξε ένας από τους ιδιοφυέστερους κλινικούς που γνώρισε ποτέ η ψυχανάλυση. Τα αποδεικνύει η έξοχη κλινική του δουλειά τής περιόδου 1922-30 όταν υπηρετούσε ως υποδιευθυντής τού Vienna Ambulatorium, μιας ψυχαναλυτικής κλινικής εξωτερικής παρακολούθησης που ίδρυσε ο ίδιος ο Φρόυντ προκειμένου να αντιμετωπίσει ανάγκες ανθρώπων οι οποίοι δεν είχαν τα μέσα για μακρόχρονη και δαπανηρή ανάλυση. Εκεί ανέπτυξε τη σπουδαία χαρακτηροαναλυτική του τεχνική και θεωρία,8 κι εκεί ήρθε σε επαφή με την αληθινή δυστυχία φτωχών κι εξαθλιωμένων στρωμάτων —ανθρώπων κουρελιασμένων από τον πόλεμο, εργατικών οικογενειών που λιμοκτονούσαν, ανύπαντρων μητέρων, βίαιων αντικοινωνικών (ψυχοπαθητικών) χαρακτήρων, παιδιών που είχαν υποστεί σεξουαλική κακοποίηση— η οποία τον οδήγησε στην κομμουνιστική στράτευση.

 

Ο Ράιχ ξεκίνησε παρατηρώντας ότι στην ψυχανάλυση μέχρι τότε είχε δοθεί πολλή σημασία στο τί απωθείται, αλλά ελάχιστα ήταν γνωστά σχετικά με το πώς. Όμως το πώς τής απώθησης είναι το κλειδί τής θεραπείας· και η πρόσβαση σε αυτό είναι οι αντιστάσεις τού αναλυομένου: η μέθοδος εργασίας πρέπει να είναι πρωτίστως «αρνητική», δηλαδή, αποδόμηση των αντιστάσεων (και μπαίνει στον πειρασμό εδώ να σκεφτεί κάποιος την παράλληλη «αρνητική» εργασία τού Ινστιτούτου Κοινωνικών Ερευνών της Φραγκφούρτης, που υπήρξε η άλλη μεγάλη συμβολή στον φροϋδομαρξισμό του μεσοπολέμου, ως αποδόμηση των ιδεολογιών στην ανάλυση της κοινωνικής πραγματικότητας). Πρώτα ερμηνεύουμε ό,τι είναι πιο κοντά στο εγώ, υποδείκνυε ο Ράιχ, και ύστερα το ενάντια σε τί στρέφεται η άμυνα: ξεκινάμε πάντα από τους φόβους του εγώ για να φτάσουμε στις εκδηλώσεις τού αυτό (id).

 

Αργά ή γρήγορα, κάθε μεταβίβαση γίνεται αντίσταση· και οι αντιστάσεις τείνουν να απαρτιώνονται σε μια ολική μορφή9, που συνιστά ό,τι ακριβώς λέμε χαρακτήρα: ο χαρακτήρας καθορίζεται όχι από το τί αποκρούει και τί αναχαιτίζει, αλλ’ από τον τρόπο με τον οποίον το κάνει κι από τις λιμπιντικές δυνάμεις που χρησιμοποιεί για τον σκοπό αυτό. Οδηγούμαστε έτσι από τα μεμονωμένα νευρωτικά συμπτώματα στην αντίληψη του νευρωτικού χαρακτήρα, που δεν είναι υποχρεωτικό να έχει νευρωτικές ενοχλήσεις ούτε επίγνωση της σοβαρής δυσλειτουργικότητάς του. Στο πλαίσιο μιας ψυχικά άρρωστης κοινωνίας στην οποία πρέπει να προσαρμοστεί μπορεί μάλιστα να εκλαμβάνεται ως «φυσιολογικός»· ωστόσο τα νευρωτικά χαρακτηρολογικά γνωρίσματα είναι ένας συμπαγής μηχανισμός άμυνας (χαρακτηρολογική θωράκιση τον αποκαλούσε ο Ράιχ) που έχει συνυφανθεί με την ψυχική δομή —το «εγώ»— κι εξωτερικεύεται στους ίδιους τούς σωματικούς τρόπους: συμπεριφορά, τρόπους ομιλίας, βαδίσματος, μορφασμούς και χειρονομίες… Όλο αυτό καταναλώνει τεράστια ποσά λιμπιντικής ενέργειας, που αποσκοπεί στη δέσμευση ενός περιρρέοντος, λιμνάζοντος άγχους.

 

Με τρόπο που θυμίζει εντυπωσιακά την ομοιοπαθητική πρακτική (και τεκμηριώνει ανάγλυφα επίσης ό,τι ονόμασα εκφραστικό μοντέλο θεραπείας), ο Ράιχ κάνει την εξής υπόδειξη για την τεχνική τής ανάλυσης των χαρακτηροαντιστάσεων:

Στον κανόνα τού Φρόυντ ότι ο ασθενής πρέπει να οδηγηθεί από την εκδραμάτιση στην ανάμνηση, από το παροντικό στο νηπιακό, πρέπει να προστεθεί ότι, προτού γίνει αυτό, εκείνο που έχει υποστεί χρόνια αδρανοποίηση πρέπει να ξαναβρεί μια νέα ζωντανή πραγματικότητα στην παρούσα μεταβιβαστική κατάσταση. Έχουμε εδώ μια διαδικασία ίδια μ’ εκείνη που παρατηρείται κατά τη θεραπεία των χρόνιων φλεγμονών – δηλαδή, πρώτα τις κάνουμε οξείες μ’ ερεθισμό, κι αυτό είναι πάντοτε αναγκαίο στην περίπτωση των χαρακτηροαντιστάσεων.10

 

Δηλαδή, τα συμπτώματα πρέπει να ενεργοποιηθούν κατ’ αντίστροφη πορεία από τη χρονική σειρά τού σχηματισμού τους. Όπως θα δείξει εν συνεχεία η κλινική πείρα, η ανάλυση του άγχους κατά κανόνα φέρνει στην επιφάνεια ένα βαθύτερο στρώμα μίσους, μια αντίδραση στο οποίο ήταν το άγχος· και η ανάλυση του μίσους θα φέρει στην επιφάνεια πρωτόγνωρες σεξουαλικές διεγέρσεις, από την καταστολή των οποίων είχε παραχθεί το μίσος. Μόνο από αυτή τη θέση είναι η δυνατή η εκ των υστέρων αναγνώριση (η ψυχαναλυτική διόραση) και ό,τι μπορεί να θεωρηθεί απαρχή μιας θεραπευτικής έκβασης. Διατυπώνοντας ρητά την πολυτιμότερη επίγνωση που χρωστάμε στη ψυχανάλυση (καθόλου μακριά, στην πραγματικότητα, από την εικόνα που φιλοτέχνησε ο Φρόυντ στη Δυσφορία μέσα στον πολιτισμό11) ο Ράιχ θα υποστηρίξει πως η χαρακτηροθωράκιση (και όλη η ψυχοπαθολογία τής οποίας αποτελεί έκφραση), διαμορφώνεται σαν χρόνιο αποτέλεσμα της σύγκρουσης ανάμεσα στις ενορμητικές απαιτήσεις και σ’ έναν εξωτερικό (κοινωνικό) κόσμο που τις ματαιώνει. Εξ αυτού καταλαβαίνουμε επίσης πώς η κάθε συγκεκριμένη κοινωνία παράγει εκείνες τις ανθρώπινες χαρακτηροδομές που χρειάζεται για την αναπαραγωγή και διαιώνισή της – το μεγάλο ερώτημα που ήταν εξ αρχής στο επίκεντρο της φροϋδομαρξιστικής κοινωνικής ψυχολογίας, και κατ’ εξοχήν της Σχολής τής Φραγκφούρτης.12 Τα βήματα σχηματισμού τής θωράκισης είναι: 1) Κάποιος ταυτίζεται με τη ματαιώνουσα πραγματικότητα δια του εκπρόσωπου της (γονέα, παιδαγωγού)· 2) στρέφει κατά τού εαυτού του την επιθετικότητα που κινητοποιήθηκε αρχικά ενάντια στον εκπρόσωπο αυτής της πραγματικότητας· 3) αναπτύσσει μηχανισμούς αντιστάθμισης απέναντι στις πρωταρχικές του ενορμήσεις – δηλαδή, χρησιμοποιεί την ενέργεια των ίδιων των ενορμήσεων για να τις αναχαιτίσει. Το ίδιο το «εγώ» σαν να λέμε, δεν παρά ένας μηχανισμός άμυνας, ένας κατ’ αντίδρασιν σχηματισμός, που είναι εγγεγραμμένος στις σωματικές θωρακίσεις. Παραφράζοντας τη διάσημη ρήση τού Λακάν για τη γλώσσα και τα ασυνείδητο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι για τον Ράιχ, κυριολεκτικά, το ασυνείδητο είναι δομημένο σαν ένα σώμα!

 

Με βάση αυτή τη δομή διάδρασης μεταξύ ενορμήσεων και κοινωνικού περιβάλλοντος, και προϋποθέτοντας σταθερά τα τρία στάδια ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης του Φρόυντ (στοματικό-φαλλικό-γενετήσιο), ο Ράιχ θα διαμορφώσει έναν χαρακτηρολογικό πίνακα που δεν χρειάζεται να δούμε λεπτομερέστερα εδώ. Γενικά, θεωρεί ότι αν κάθε στάδιο ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης συνοδεύεται από μια μορφή σαδιστικής επιθετικότητας, αυτή είναι στο κυριότερο μέρος της μια μορφή αντίδρασης του ψυχισμού στη ματαίωση της αντίστοιχης παρόρμησης – ο σαδισμός προκύπτει ως ανάμιξη της λιμπιντικής απαίτησης με την επιθετική παρόρμηση προς το πρόσωπο που ευθύνεται για τη ματαίωσή της: ο στοματικός σαδισμός πηγάζει από τη ματαίωση του θηλασμού κι εκφράζεται στην παρόρμηση για δάγκωμα· ο πρωκτικός σαδισμός πηγάζει από ματαιώσεις τής πρωκτικής ηδονής κι εκφράζεται σαν παρόρμηση για σύνθλιψη, ζούληγμα, χτύπημα· ο φαλλικός σαδισμός πηγάζει από την καταστολή τού αυνανισμού κι εκφράζεται σαν παρόρμηση για τρύπημα ή τσίμπημα, και στην οιδιπόδεια αναχαίτιση ως παρόρμηση για ταπείνωση του ανταγωνιστή… Ο σαδισμός τώρα μετατρέπεται σε μαζοχισμό όταν ο φόβος τιμωρίας στρέφει ενάντια στον ίδιο τον εαυτό, υπό μορφήν αισθήματος ενοχής, την παράγωγη επιθετική παρόρμηση – και ιδού ο μηχανισμός που βρίσκεται στη βάση τής διαμόρφωσης όλων των ψυχοπαθολογικών συμπτωμάτων! Εξηγεί επίσης την ψυχαναγκαστική επανάληψη, την αντίσταση στη θεραπεία και όλα τα φαινόμενα που οδήγησαν τον Φρόυντ να υποθέσει την ύπαρξη μιας έμφυτης ενόρμησης θανάτου.13

 

Όταν το 1932 ο Ράιχ δημοσίευσε το άρθρο «Ο μαζοχιστικός χαρακτήρας» στο Internationale Zeitschrift für Psychoanalyse 18, αυτό θεωρήθηκε κίνηση ανοιχτής ρήξης με τον Φρόυντ και κατηγορήθηκε ως «κομμουνιστικός δάκτυλος» μέσα στο ψυχαναλυτικό κίνημα. Το ζήτημα της «ενόρμησης θανάτου» που εισήγαγε ο Φρόυντ μετά το 1919 στο πλαίσιο της λεγόμενης Δεύτερης Τοπικής ήταν εξαρχής υπερβολικά ιδεολογικοποιημένο, και ακόμα ώς τις ημέρες μας γεννά φορτισμένες συζητήσεις μέσα στην ψυχαναλυτική κοινότητα. Είναι ασφαλώς μία από τις πιο εικοτολογικές και αμφισβητούμενες ιδέες τού Φρόυντ και, για λόγους ευνόητους, σημείο αποφασιστικού διαχωρισμού ανάμεσα σε μία φροϋδική «αριστερά» και μια φροϋδική «δεξιά». Με λιγότερο δογματικό τρόπο διατυπωμένη, ωστόσο, η ιδέα αυτή έχει διαστάσεις που είναι δύσκολο κάποιος ν’ αγνοήσει. Η Μέλανι Κλάιν, για παράδειγμα (η οποία παρεμπιπτόντως αναδιατύπωσε πολύ πιο ικανοποιητικά —και ίσως εξίσου «ανορθόδοξα»— τη δεύτερη πιο αμφισβητούμενη ιδέα τού Φρόυντ: την υπόθεσή του για τη γυναικεία σεξουαλικότητα), ταύτιζε την «ενόρμηση θανάτου» με το στοιχείο τού φθόνου, το οποίο είναι εμπειρικά ανιχνεύσιμο (ορίζει την ένταση των ορμών στη σχιζο-παρανοειδή θέση κι εμποδίζει τη διεργασία αποκατάστασης), έχει μιαν αδιαμφισβήτητη καταστροφική και αυτοκαταστροφική λειτουργία, και κυρίως δεν έχει εύκολα ανιχνεύσιμες πηγές στην ατομική ψυχική ιστορία: μοιάζει να συνιστά έναν δυσερμήνευτο ιδιοσυστασιακό παράγοντα που η προέλευσή του εκφεύγει των αρμοδιοτήτων τής ψυχολογίας.14 Το πρόβλημα των ορίων ανάμεσα στο ψυχολογικό (ιστορικά διαμορφωμένο και δυνητικώς ανασυγκροτήσιμο) και το ιδιοσυστασιακό («φυσικώς» δεδομένο με ανεξιχνίαστες πηγές) έχει πράγματι φέρει την ψυχανάλυση άπειρες φορές σε αμηχανία.

 

Εκτός εάν έχουμε τρόπο να επεκτείνουμε πολύ πιο πίσω την ψυχολογική επικράτεια – νωρίτερα από τη γέννηση και μέχρι τουλάχιστον τις απαρχές τής κύησης, πριν από τη έναρξη δηλαδή της ατομικής ύπαρξης, με την κοινώς αντιληπτή έννοια του όρου… Ο Φρόυντ αρνήθηκε σθεναρά αυτή την ιδέα που πρώτοι από τον κύκλο των μαθητών του διατύπωσαν, δοκιμαστικά κι εξίσου εικοτολογικά, ο Όττο Ρανκ και ο Σάντορ Φερέντσι.15 Μια τέτοια δυνατότητα, ωστόσο, την οποία δεν είχε η ψυχανάλυση στο οπλοστάσιό της από το γεγονός ότι στηριζόταν αποκλειστικά στο μέσον τού λόγου, έγινε εφικτή από τη δεκαετία τού ’50 και ύστερα μέσω της πειραματικής χρήσης παραισθησιογόνων ουσιών —μεσκαλίνη, ψιλοκυβίνη, LSD-25, κ.ά.— που έδωσε τη δυνατότητα για ενεργοποιήσεις μνημονικών ιχνών τεράστιου βάθους, από την ενδομήτρια ζωή και ίσως μέχρι την αρχική εμπειρία τής ένωσης των γεννητικών κυττάρων των γονέων (που συνιστούν βίωμα με την πλήρη έννοια του όρου, είναι δηλαδή φαντασιακώς αναπαραστάσιμα και δυνητικώς εννοιοποιήσιμα, και ασφαλώς δεν ανήκουν σε ό,τι αβασάνιστα λέμε «κληρονομικότητα», γιατί ό,τι συμβαίνει μέσα στη μήτρα είναι ανταπόκριση σε ό,τι συμβαίνει έξω της)…16 Η διάλυση μεγάλου μέρους τής αδιαφάνειας των λεγόμενων «ιδιοσυστασιακών» παραγόντων, η κρίσιμη επανιστορικοποίησή τους η οποία έγινε έτσι εφικτή, μειώνει κατά πολύ την ανάγκη να προσφεύγουμε σε οιονεί οντολογικές (μεταμφιεσμένες σε «βιολογικές») εξηγήσεις… Παρ’ όλο που η συζήτηση αυτή δεν έχει λήξει, όπως είπα, και η οπτική τού Ράιχ δεν εξαντλεί τις ερμηνευτικές απορίες ιδίως των αναλυτών που εργάζονται σήμερα έξω από το πεδίο των κλασικών νευρώσεων, δύσκολα μπορεί να υποτιμήσει κανείς την πολιτική βαρύτητα της ερμηνείας του: διότι αν η αυτοκαταστροφικότητα (ανάγκη για τιμωρία) προέρχεται από μια εγγενή «ενόρμηση θανάτου», ολοφάνερα κλείνει ο δρόμος για την καταγγελία τής καταστολής και για την κατάδειξη της κοινωνικής προελεύσεως του μεγαλύτερου μέρους τής ανθρώπινης οδύνης.

 

Έχοντας φτάσει ο Ράιχ σε αυτό το σημείο, εν πάση περιπτώσει, είδε καθαρά ότι βρίσκεται σ’ ένα επιστημολογικό σταυροδρόμι. Αν η ψυχανάλυση έχει ως ιδιάζον πεδίο της το ψυχολογικό, απαιτείται να επεξεργαστεί τις διασυνδέσεις του (διότι ο «ψυχισμός» δεν είναι απομονωμένη νησίδα) από τη μία πλευρά με το κοινωνικό, από την άλλη πλευρά με αυτό που ο ίδιος ονόμαζε βαθυβιολογικό (ό,τι κοινώς λέμε ιατροβιολογικό, αλλ’ από μια ειδική —ενεργειακή και όχι μηχανική— σκοπιά ιδωμένο). Για ένα διάστημα, που εκτείνεται στο μεγαλύτερο μέρος τής δεκαετίας τού ’30, θα αναπτύξει παράλληλα τις δύο αυτές κατευθύνσεις τής δουλειάς του – αλλά εν μέρει χωριστά, διότι κατανοεί ότι κάθε κατεύθυνση απαιτεί διαφορετική εννοιολογία και μέσα. Όπως το θέτει με ευκρίνεια: «Το ερώτημα γιατί η κοινωνία απαιτεί την καταστολή και την απώθηση των ενορμήσεων δεν μπορεί να πάρει απάντηση από την ψυχολογία».17 Εδώ χρειάζεται μια ιστορική-κοινωνιολογική ανάλυση, και ο Ράιχ θα την επιδιώξει δανειζόμενος έννοιες από τον μαρξισμό και από την κοινωνική ανθρωπολογία (ιδίως από το έργο τού Μαλινόβσκι), για να φωτίσει τη συμπλοκή τής σεξουαλικής καταστολής με την ανάπτυξη των πατριαρχικών θεσμών και με τη εδραίωση της ιδιοκτησίας, με την ταξική διαστρωμάτωση και τους μηχανισμούς κοινωνικού ελέγχου που μεσολαβούνται από τον ρόλο τής αστικής μονογαμικής οικογένειας ως μοχλού τής κοινωνικής αναπαραγωγής:

 

Η καταστολή τής σεξουαλικότητας, της οποίας εκτελεστικό όργανο είναι η αστική οικογένεια, είναι η πηγή όλης τής εξουσιαστικής υποβολής που διασφαλίζει τις σχέσεις εκμετάλλευσης και κυριαρχίας σε μια ταξική κοινωνία. Η σεξουαλική καταστολή έχει σαν σκοπό να κάνει το άτομο δεκτικό σε κάθε μορφή εξουσίας – όπως ακριβώς ο ευνουχισμός των ταύρων και των αλόγων έχει σαν έργο την παραγωγή πρόθυμων υποζυγίων.18

 

Στην προέκταση αυτών του των αναλύσεων ο Ράιχ θα δώσει μια διεισδυτική κοινωνιοψυχολογική ερμηνεία τού ναζιστικού φαινομένου, παράλληλη και πολύ συγγενική μ’ εκείνες που έδωσε το φροϋδομαρξιστικό Ινστιτούτο τής Φραγκφούρτης.19 Στην επανέκδοση του έργου του για τη Μαζική ψυχολογία τού φασισμού στη δεκαετία τού ’40, ωστόσο, θα προσθέσει ένα δεύτερο μέρος που αφορά τη Σοβιετική Ένωση: η αποκαρδίωσή του από τις σοβιετικές εξελίξεις, σε συνδυασμό με την εχθρότητα που συνάντησε από το Κομμουνιστικό Κόμμα —ταυτόχρονα με την εχθρότητα του «συντηρητικού» ψυχαναλυτικού κατεστημένου, που τον απέβαλε επισήμως από τους κόλπους του το 1934 στο Συνέδριο της Λουκέρνης— θα τον ωθήσει να μιλάει για «ερυθρό φασισμό» και να εγκαταλείψει οριστικά κάθε πολιτική στράτευση.

 

Παράλληλα, στη δεκαετία τού ’30 ο Ράιχ ανέπτυσσε την ιατροκλινική κατεύθυνση της δουλειάς του, με τους όρους αυτού που διατύπωνε ως μια θεωρία τού οργασμού. Όπως και πάλι αποσαφηνίζει: «Ο οργασμός δεν είναι ψυχικό φαινόμενο. Είναι απεναντίας ένα φαινόμενο που προκαλείται από την αναγωγή κάθε ψυχικής δραστηριότητας στην πρωτογενή νευροφυτική λειτουργία […] Ωστόσο αποτελεί το κεντρικό πρόβλημα της ψυχικής οικονομίας».20 Αυτή η «πρωτογενής νευροφυτική λειτουργία» δεν είναι άλλη από τον ενεργειακό παλμό που χαρακτηρίζει το φαινόμενο της ζωής, και μεταφράζει ένα ποσοτικό στοιχείο (ενεργειακά φορτία) σε ποιοτικό (συγκινήσεις, δηλαδή, ψυχικές ποιότητες). Συν-κίνηση, e-motion: οι όροι που χρησιμοποιούμε για τις ψυχικές ποιότητες έχουν καταγωγικά μέσα τους την ιδέα τής κίνησης, την οποία πρέπει να εννοούμε ως ρυθμικό παλμό – όπως η αμοιβάδα που συστέλλεται και διαστέλλεται, όπως η κάμπια που περπατάει, ο αρχέγονος ρυθμός τού φυτικού νευρικού συστήματος, των εντέρων και του πρωτοπλάσματος (ανεξάρτητος από τον εγκέφαλο, ο οποίος είναι φυλογενετικά πολύ μεταγενέστερος: «το σκουλήκι μέσα στον άνθρωπο», θα πει ο Ράιχ…). Ως ελεύθερη έκφραση αυτού του παλμού, που αίρει στιγμιαία το φράγμα ανάμεσα στο «μέσα» και το «έξω», το Εγώ και το/ν άλλο/ν, ο οργασμός είναι η κορυφαία εκδήλωση της ζωής: «Στον οργασμό, το έμβιο ον δεν είναι τίποτε άλλο από ένα κομμάτι παλλόμενης φύσης».21

 

Από αυτή τη σκοπιά, η νεύρωση ερμηνεύεται ως οργασμική ανικανότητα: απουσία εκφόρτισης, που σημαίνει λιμνάζον άγχος, το οποίο δεσμεύεται στις μυικές θωρακίσεις, όπως το παρελθόν στην καρδιά τού παρόντος. Όλα τα πρότυπα θωράκισης συνδέονται με συγκράτηση των ορμών: σφίξιμο των μυών τού στόματος και σπασμός των μυών τού λαιμού και του στήθους· μυική συγκράτηση των περιττωμάτων· ακαμψία των μυών της λεκάνης, σφίξιμο των μυών τής κοιλιάς και αναστολή των εκούσιων παλμικών δονήσεων του οργασμού. Ο Ράιχ θα κάνει την εξής εκπληκτική παρατήρηση:

 

Οι θωρακίσεις έχουν μια τμηματική, κυκλική δομή, κάθετη προς την σπονδυλική στήλη. Τα πλασματικά ρεύματα και οι συγκινησιακές διεγέρσεις που αναζωογονούνται ρέουν παράλληλα προς τον άξονα του κορμιού. Έτσι η αναστολή τής συγκινησιακής γλώσσας τής έκφρασης λειτουργεί σε ορθές γωνίες ως προς την διεύθυνση των βιοενεργειακών ρευμάτων.22

 

Γιατί είναι εκπληκτική αυτή η παρατήρηση; Διότι, σε όποιον είναι εξοικειωμένος με τη σχετική φιλολογία, μια τέτοια περιγραφή τής ενεργειακής ροής στο ανθρώπινο σώμα και των ενεργειακών «κόμπων» θυμίζει σκανδαλωδώς το φυσιολογικό μοντέλο τής γιόγκα – τα κανάλια ροής τής κουνταλίνι (= βιοενέργεια, με ειδικό επιτονισμό τού «σεξουαλικού» της χαρακτήρα ιδίως στην ταντρική παράδοση) κατά μήκος τής σπονδυλικής στήλης, και τη διάταξη των λεγόμενων τσάκρα (= «δίσκοι» ή ενεργειακά κέντρα).23 Η γιόγκα είναι μια παράδοση ηλικίας τουλάχιστον εικοσιπέντε αιώνων που δεν ξεκίνησε σαν «θεραπευτική» με τη στενή έννοια του όρου: ήταν μια αυστηρά ασκητική πρακτική επινοημένη από θρησκευτικούς αναχωρητές στην ινδική υποήπειρο για την επίτευξη της έκστασης —μια τεχνολογία τού ιερού, για να το πω έτσι— που συνδέθηκε με πολλούς κλάδους τού Ινδουισμού και διακλαδώθηκε η ίδια σε πολλές κατευθύνσεις. Η αναβίωσή της στον εικοστό αιώνα συνδέθηκε κυρίως με τη ζωή και τη δράση ενός ανθρώπου: του Μπελούρ Κρισναμάτσαρ Σουνταραράτζα Αϊγένγκαρ (1918-2014), οποίος την «εκκοσμίκευσε» κατά κάποιον τρόπο και της έδωσε μια ιδιαζόντως θεραπευτική χροιά. Σε αυτή τη μορφή, στα τέλη τού εικοστού αιώνα, η γιόγκα μετανάστευσε στη Δύση για να πάρει θέση ανάμεσα σε αυτές που αποκαλούνται σήμερα «εναλλακτικές θεραπείες». Ο τρόπος που περιγράφει ο Ράιχ τις μυικές θωρακίσεις (αγνοώντας καταφανώς τη γιόγκα) αντιστοιχεί πλήρως σε αυτό που στη γιογκική γλώσσα περιγράφεται ως «απόφραξη των τσάκρα»· και, από αυτή την άποψη, το έργο τού Ράιχ μπορεί να ιδωθεί ως ένας σημαντικός κρίκος ανάμεσα στην ψυχανάλυση και την ομάδα των ενεργειακών ή ολιστικών εν γένει θεραπειών για τις οποίες θα μιλήσουμε σε λίγο.

 

Οι ενοράσεις αυτές, όπως είναι αναμενόμενο, οδηγούν τον Ράιχ στην αναδιατύπωση πολλών ψυχιατρικών και ψυχαναλυτικών εννοιών. Η φόρμουλα του οργασμού γίνεται το κλειδί για μια ενοποιημένη, απλή και περιεκτική ερμηνεία όλης τής ψυχοσωματικής προβληματικής (που την ίδια εποχή έχει αρχίσει ν’ απασχολεί όλο και περισσότερο κλινικούς προερχόμενους τόσο από την πλευρά τής βιοϊατρικής όσο και της ψυχανάλυσης· η ανώμαλη στασιμότητα μια ποσότητας ενέργειας σε ένα όργανο ή σε ένα σύστημα —η λεγόμενη «νεύρωση οργάνου»— είναι μια ιδέα ρητά αναγνωρισμένη σήμερα από κάποιου πρωτοπόρους τής ψυχαναλυτικής ψυχοσωματικής), βασισμένη σε ένα ενεργειακό μοντέλο. Ολόκληρο το ψυχοπαθολογικό φάσμα διαβάζεται πλέον με όρους βιοπάθειας, που υπονοεί μια πρωταρχική ανάσχεση των ζωτικών ενεργειακών κυμάτων: ο νευρωτικός καταστέλλει τη βιοενεργειακή ροή· ο ψυχωτικός την αντιλαμβάνεται σαν ξένη – απειλητική, καταδιωκτική, «ο διάβολος», κτλ. Επιπλέον, αυτή η ψυχοπαθολογία μπορεί υπό όρους να πάρει συλλογικά οργανωμένη μορφή, σαν μια μαζική παράνοια, τη οποία ο Ράιχ βαφτίζει «συγκινησιακή πανούκλα»: εκρήξεις μιας κοινωνικής παθολογίας που χαρακτηρίζονται από μίσος για τη ζωή – όλα τα φαινόμενα θρησκευτικής μισαλλοδοξίας και διώξεων, όλες οι μορφές μανιασμένης πολιτικής αντίδρασης, ο ρατσισμός, ο φασισμός, η σταλινική διωκτική παράκρουση, κ.ο.κ. είναι εκδηλώσεις της. Αυτό παρεμπιπτόντως του επιτρέπει να κατανοήσει μία βαθιά ανορθολογική, προ-πολιτική και κυριολεκτικά ψυχοπαθολογική διάσταση του φασισμού/ναζισμού, που διέφευγε μοιραία από τις αναλύσεις τής μαρξιστικής αριστεράς.

 

Όλο αυτό αναπόφευκτα απομάκρυνε τον Ράιχ από την ψυχανάλυση. Η χαρακτηροαναλυτική του τεχνική είχε ακόμα ψυχαναλυτικές βάσεις· σταδιακά θα τη μετασχηματίσει σε αυτό που αποκαλούσε «νευροφυτοθεραπεία», η οποία προϋπέθετε παράλληλη εργασία με το σώμα για τη λύση των μυικών θωρακίσεων – κι από εκεί σε ό,τι επρόκειτο να ονομάσει «οργονοθεραπεία» (οργόνη είναι ένας όρος δικής του κοπής για τη ζωτική ενέργεια, και είχε ήδη αντιληφθεί πως μιλούσε για το ίδιο πράγμα που αναφέρουν με διάφορα ονόματα πολλές ασιατικές παραδόσεις). Καθώς όμως βρίσκεται σε συνθήκες λαχανιασμένης φυγής από μια φλεγόμενη Ευρώπη —θα περάσει διαδοχικά στην Αγγλία, στη Νορβηγία, στη Σουηδία, για να καταλήξει το 1939 στις ΗΠΑ— ενώ ταυτόχρονα όλοι του οι παλιοί συνομιλητές μετατρέπονται σε πολέμιους, η γλώσσα των επιστημονικών του ενασχολήσεων γίνεται όλο και πιο εκκεντρική, συγχυσμένη ίσως, πράγμα που τον απομονώνει δραματικά. Στο επόμενο κύμα πολιτικής παράνοιας που πλήττει τη νέα του πατρίδα, τη «μαύρη» περίοδο των μακαρθικών διώξεων, θα συλληφθεί από την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων για ύποπτες δραστηριότητες και θα πεθάνει το 1957 από καρδιακή ανακοπή σε μια φυλακή τού Μαίην. Τα κείμενά του για τον καρκίνο πάντως μαρτυρούν ότι ο Ράιχ είδε καθαρά τουλάχιστον ένα πράγμα: το βαθύ ενεργειακό πεδίο τής διαταραχής, απ’ όπου αυτή εξακτινώνεται παράλληλα στη σωματικό και στο ψυχικό επίπεδο, με κυμαινόμενο συμπτωματικό εστιασμό ασφαλώς, αλλά σε άρρηκτη συνέχεια μεταξύ τους.

 

iii) Φαινομενολογικές/υπαρξιακές προσεγγίσεις στην ψυχοθεραπεία.

Μέσα στο ευρύ φάσμα των «ψυχοθεραπειών» που ακολούθησαν την ψυχαναλυτική επανάσταση, οι λεγόμενες φαινομενολογικές/υπαρξιακές προσεγγίσεις παρουσιάζονται ως η κυριότερη εναλλαγή στην φροϋδική παράδοση· εμφανίζουν επίσης μιαν αυξανόμενη όσμωση με προσεγγίσεις που έγιναν αρκετά δημοφιλείς μετά τον πόλεμο, όπως η Gestalt και οι συστημικές-επικοινωνιακές ψυχοθεραπείες, τείνοντας ώς ένα βαθμό να δημιουργήσουν μια κοινή γλώσσα. Οι φαινομενολογικές/υπαρξιακές οπτικές αρθρώνουν την πιο απερίφραστη αντίθεση στην αντικειμενοποιητική λογική τής διάγνωσης και στη βία τής επιστημονικής αφαίρεσης, που πρυτανεύει —μεταξύ άλλων— στην κλινική ιατρική. Πήγασαν από μια μεγάλη φιλοσοφική παράδοση των αρχών τού εικοστού αιώνα, η οποία είχε ως έναν από τους κύριους στόχους της την άρση τού καρτεσιανού δυισμού: τη φαινομενολογία τού Edmund Husserl (1859-1938). Δεν μπορεί βέβαια να παρουσιαστεί εδώ σε όλο της το φάσμα μια φιλοσοφία τόσο απαιτητική και πολυσχιδής όσο η χουσερλιανή φαινομενολογία·24 ας πούμε μόνο πως ήταν μια προσπάθεια να διερευνηθεί εξονυχιστικά η συνειδησιακή σφαίρα και οι τρόποι με τους οποίους συνάπτεται με τον κόσμο. Το πρόγραμμα αυτό απαιτούσε να μεσολαβηθούν (= διαλεκτικοποιηθούν) δύο σχίσματα ενδημικά στη δυτική φιλοσοφική σκέψη: το αρχαίο (παρμενίδειο) σχίσμα ουσίας/φαινομένου, και το νεοτερικό (καρτεσιανό) σχίσμα υποκειμένου/αντικειμένου. Για τον Χούσερλ, εν πρώτοις, το «φαινόμενο» δεν είναι κάτι που αποκρύπτει την ουσία και πρέπει να παρακαμφθεί αλλά μάλλον εκείνο που φανερώνει την ουσία, άρα ο μόνος έγκυρος γνωσιολογικός δρόμος περνάει μέσω του φαινομένου. Για να συλλάβουμε όμως το φαινομενολογικό «φαινόμενο» πρέπει να θέσουμε εν παρενθέσει όλες τις επιστημονικές έννοιες και τους ορισμούς και να στραφούμε σε μία όσο το δυνατόν πιο πρωταρχική «φανέρωση» του πράγματος μέσα στη συνείδηση, η οποία πετυχαίνεται με εξαντλητικές περιγραφές αυτοαναστοχαστικού τύπου (όχι δηλαδή με αναγωγή σε «αισθητηριακά δεδομένα» διότι, όπως μας έχει ήδη διδάξει η ανθρωπολογία, τα ίδια αισθητηριακά ερεθίσματα μπορεί να βιώνονται διαφορετικά από άτομο σε άτομο ή από κουλτούρα σε κουλτούρα). Αυτή η πρωταρχική σφαίρα τού βιώματος (Erlebnis) είναι η μεγάλη «ανακάλυψη» και το μόνιμο ενδιαφέρον τής φαινομενολογίας. Είναι, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, το βαθύτερο στρώμα τής συνείδησης, πριν από τη διάκριση υποκειμένου-αντικειμένου· διότι, αν το λεγόμενο «αντικείμενο» είναι προϊόν ενός αποβλεπτικού ενεργήματος της συνείδησης μέσα στη σφαίρα τού βιώματος (δεν ξέρουμε ποτέ αν και πώς υπάρχει εκτός αυτής), η άλλη όψη τού ίδιου ενεργήματος είναι η σύσταση του «υποκειμένου» ως αναφορικού συστοίχου του. Υφίσταται δηλαδή μια διπλή αναφορικότητα του συνειδέναι η οποία γεννάει από τη μία πλευρά ένα πράγμα-για-τη-συνείδηση («αντικειμενικό σύστοιχο»), από την άλλη πλευρά μια συνείδηση-του-πράγματος («υποκειμενικό σύστοιχο»). Αυτό σημαίνει επίσης πως ο κόσμος και η συνείδηση συνιστούν ένα άρρηκτο συνεχές, και πως ό,τι καλούμε «ουσία» (στη γλώσσα τής μεταφυσικής) ή «αντικείμενο» (στη γλώσσα τής εμπειρικής επιστήμης) έχει πραγματική έννοια ως νόημα (ενός πράγματος για μια συνείδηση). Η ίδια στρατηγική θα επεκταθεί εν συνεχεία στη σχέση μεταξύ υποκειμένων, απ’ όπου παράγεται η κρίσιμη έννοια της διυποκειμενικότητας. Μπορούμε να πούμε λοιπόν σχηματικά ότι, με την ανάδειξη του «βιώματος» και της «διυποκειμενικότητας», ο Χούσερλ είχε κατά κάποιον τρόπο θεραπεύσει το χάσμα που δημιούργησε η καρτεσιανή γνωσιοθεωρία και οντολογία· και, με τον ίδιον τρόπο, είχε καταφέρει ένα ισχυρό πλήγμα στο κύρος των επιστημονικών αφαιρέσεων, εφόσον δεν μπορούν να ιχνηλατήσουν όλη τη διαδρομή τους πίσω μέχρι τη συλλογικά βιωμένη ανθρώπινη πραγματικότητα.25

 

Οι πρώτοι κραδασμοί αυτής της νέας φιλοσοφικής στάσης έγιναν αισθητοί στο ψυχιατρικό πεδίο – εκεί ακριβώς που η ανεπάρκεια της «επιστημονικής» ιατρικής είχε γίνει πιο πρόδηλη. Ο Karl Jaspers (1883-1969), γερμανός ψυχίατρος και φιλόσοφος που συνήθως εντάσσεται στους λεγόμενους υπαρξιστές (ο «υπαρξισμός» ήταν ένα φιλοσοφικό ύφος που απέρρευσε από την οντολογική επανερμηνεία τής χουσερλιανής φαινομενολογίας την οποία επιχείρησε ο Martin Heidegger), ήταν ο πρώτος που αμφισβήτησε την εγκυρότητα των διαγνωστικών κατηγοριών οι οποίες αγνοούν και ισοπεδώνουν την ιδιοπροσωπία τού πάσχοντος, τον καταδικάζουν σε σιωπή και τον αντικειμενοποιούν συρρικνώνοντάς τον σε κλινική «περίπτωση». Το 1919 δημοσίευσε το έργο Ψυχολογία των κοσμοαντιλήψεων26 όπου επιχειρούσε να εδραιώσει μια συνέχεια ανάμεσα σε εμπειρίες οι οποίες συνήθως ταξινομούνταν ως «ψυχωσικές», από τη μία πλευρά, και έγκυρες κοσμοαντιλήψεις των φιλοσόφων (με προεξάρχοντα παραδείγματα τον Κίρκεγκωρ και τον Νίτσε) από την άλλη – όχι προφανώς για να υποτιμήσει τις δεύτερες αλλά για να ανατιμήσει τις πρώτες… Γινόταν συνείδηση, εν ολίγοις, πως η ψυχιατρική διάγνωση ήταν ακατάλληλη για να περιγράψει το βίωμα του προσώπου που είχε χαρακτηρισθεί ως ψυχωτικό και ότι, αν κάποιος επιχειρούσε να το ανασυστήσει σε όλο του τον βιωματικό πλούτο και στο πλαίσιο μιας κατανοητικής διαπροσωπικής σχέσης, γινόταν ενδεχομένως μεστό νοήματος. Ψυχίατροι όπως ο Ludwig Biswanger (1881-1966) στην Ελβετία, ο Eugène Minkowski (1885-1972) στη Γαλλία, ο Medard Boss (1903-1990) επίσης στην Ελβετία,27 θα συνέχιζαν αυτή την προσπάθεια αναδόμησης του ψυχιατρικού βλέμματος, η οποία στη δεκαετία τού 1960 θα οδηγούνταν στην πιο ριζοσπαστική της απόληξη – την ολοσχερή άρνηση της ψυχιατρικής από τους βρετανούς λεγόμενους αντιψυχιάτρους Ronald Laing (1927-1989) και David Cooper (1931-1986) που βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή των αγώνων εκείνης της εποχής για την κατάργηση του ψυχιατρείου.28

 

Στις ΗΠΑ μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο εμφανίστηκε μια πιο εκλαϊκευμένη εκδοχή «υπαρξιακής ψυχοθεραπείας» με προεξάρχουσες φυσιογνωμίες τον Carl Rogers (1902-1987) και τον Rollo May (1909-1994).29 Οι φαινομενολογικές-υπαρξιακές τους προσεγγίσεις ήταν περισσότερο επηρεασμένες από το συγγενικό φιλοσοφικό ύφος που ονομάστηκε περσοναλισμός, το οποίο απέρρεε ειδικότερα από την προβληματική τής «διυποκειμενικότητας» του Χούσερλ. Προδρομικό του έργο μπορεί να θεωρηθεί το βιβλίο τού γερμανοεβραίου στοχαστή Martin Buber (1978-1965) Εγώ και Συ.30 Το περσοναλιστικό μάθημα οδήγησε σε μια ψυχοθεραπευτική στάση επικεντρωμένη στη διαπροσωπική σχέση και αμοιβαιότητα πολύ περισσότερο απ’ όσο η ψυχανάλυση του Φρόυντ – και ασφαλώς στον αντίποδα της κλινικής ιατρικής. Όπως κάθε συστημική οπτική, αρνείται να δει το πρόβλημα ως κάτι που συμβαίνει «εντός» τού προσώπου αλλά μάλλον ως μια κρίση μεταξύ τού προσώπου και του περιβάλλοντός του – εντοπίζοντας το «περιβάλλον» αυτό κυρίως, με κάποια μονομέρεια ίσως, σε δίκτυα διαπροσωπικών σχέσεων. Αποποιείται πολύ πιο κατηγορηματικά τις διαγνωστικές ταξινομήσεις και δίνει απεριόριστη έμφαση στις ιδέες τής αυτοέκφρασης και αυτοπραγμάτωσης, που έχουν γίνει περίπου σήμα κατατεθέν αυτής της προσέγγισης. Ακόμη και αν κάποιος είναι σκεπτικός απέναντι στην ασκίαστη αισιοδοξία της —ακριβέστερα: κάποιου είδους πολιτική αφέλεια που παραβλέπει τα κοινωνικώς θεσμοποιημένα εμπόδια σ’ ένα τέτοιο πρόγραμμα—, εκείνο που έχει σημασία για τη συζήτησή μας είναι ότι αντιπροσωπεύει μια εξόχως εκφραστική και σχεσιακή μορφή θεραπευτικής (όχι πολύ διαφορετική σε αυτό από την ψυχανάλυση, παρά τις ολοφάνερες διαφορές τους, και ασφαλώς συγγενέστερη με τα προ-νεωτερικά θεραπευτικά συστήματα), δομικώς ασύμβατη πάντως με το τρέχον βιοϊατρικό μοντέλο.

Ούτε η ψυχανάλυση (εξαιρουμένου τού Ράιχ) ούτε οι φαινομενολογικές/υπαρξιακές ψυχοθεραπείες αξίωσαν ποτέ να αντικαταστήσουν την κλινική ιατρική. Οριοθέτησαν το πεδίο τους στη λεγόμενη σφαίρα «ψ» αναγνωρίζοντας τη δικαιοδοσία τής βιοϊατρικής στις σωματικές εκδηλώσεις τής αρρώστιας. Αποδέχθηκαν ένα είδος «ειρηνικής συνύπαρξης» ακόμη και με τον βασικό ανταγωνιστή τους, την ψυχιατρική, δυνάμει ενός συμβατικού καταμερισμού εργασίας όπου η ψυχιατρική καλύπτει κυρίως τον δημόσιο τομέα και η ψυχανάλυση ένα μεγάλο μέρος τού ιδιωτικού (οι περισσότεροι ψυχοθεραπευτές όλων των σχολών άλλωστε είναι μετεκπαιδευμένοι ψυχίατροι). Τέτοιες θεσμικές διευθετήσεις δεν εκπλήσσουν εάν λάβει κανείς υπόψιν την πολυπλοκότητα του συστήματος των θεραπευτικών επαγγελμάτων, τον κρατικό έλεγχο στην αγορά εργασίας και τις ποικίλες εκβάσεις των κοινωνικών διαπραγματεύσεων. Εκείνο που πρέπει προς ώρας να κρατήσουμε είναι οι διιστάμενες λογικές που διέπουν τα εξηγητικά τους μοντέλα, οι οποίες ακόμη και αν δεν ανησυχούν το μεγαλύτερο μέρος των επαγγελματιών τής ρουτίνας, απασχολούν όλο και περισσότερο εκείνους που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή τού θεωρητικού προβληματισμού και της έρευνας.

 

Υπάρχει εδώ μια ασυμμετρία που εν πρώτοις μπορεί να διατυπωθεί ως εξής. Ο ίδιος ο διαχωρισμός δικαιοδοσίας ανάμεσα στα «ψ» επαγγέλματα και τη θεσμοποιημένη βιοϊατρική αντανακλά —και αναπαράγει— το παλιό καλό θεωρητικό σχίσμα ανάμεσα στην «ψυχή» και το «σώμα» τής καρτεσιανής παράδοσης. Αυτό συνιστά πολύ μικρότερη εσωτερική πρόκληση στο βιοϊατρικό μοντέλο από τη στιγμή που ο δυισμός ήταν δεδομένος στις μεθοδολογικές του αφετηρίες – παρότι ενοχλεί όλο και περισσότερο τους υποστηρικτές ενός σκληρού αναγωγιστικού προγράμματος που από τη σκοπιά τους ζητούν μια ενοποίηση με φυσικαλιστικούς όρους. Αντιφάσκει ωστόσο με κρίσιμες παραμέτρους τού μοντέλου που υπορρέει τις κυριότερες ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις, οι οποίες μοχθούν για μια ολική κατανόηση του ανθρώπου με ποιοτικούς-βιωματικούς και όχι ποσοτικοποιήσιμους όρους και αντιμετωπίζουν με δικαιολογημένο σκεπτικισμό τις ιατροκλινικές διαγνωστικές κατηγορίες. Από τη δική τους σκοπιά θα ήταν απαίτηση μια ολιστική θεραπευτική, την οποία ωστόσο δεν είναι σε θέση —ακόμα;— να παράσχουν. Και κατεξοχήν πεδίο συνάντησης, συμβιβασμού είτε σύγκρουσης, των αντιτιθέμενων αυτών λογικών έχει γίνει, θεωρώ, εκείνο που εδώ και λίγες δεκαετίες έχει κοινή συναινέσει αποκληθεί «ψυχοσωματικές αρρώστιες».31

 

Ενόψει των δεδομένων που και η τρέχουσα ιατρική αναγνωρίζει σήμερα, ο όρος ακούγεται ήδη σαν αμήχανος συμβιβασμός. Σύμφωνα με τον πιο κοινό ορισμό, ψυχοσωματική λέμε μια διαταραχή που συνδέει άμεσα τον ψυχισμό με το σώμα, έτσι ώστε οι φυσιολογικές λειτουργίες τού σώματος να επηρεάζονται από ψυχικές εντάσεις οι οποίες είτε προκαλούν με τον τρόπο αυτό μιαν ασθένεια είτε επιδεινώνουν μία προϋπάρχουσα. Ο ψυχισμός όμως ήταν πάντα συνδεδεμένος με το σώμα, και αν το να μιλάμε για «σύνδεση» έχει κάποιο νόημα, αυτό είναι μόνον ότι αμφισβητούμε το δυιστικό μοντέλο που κληρονόμησε η δυτική επιστήμη από τη χριστιανική θεολογία. Η ερμηνεία αυτής της «σύνδεσης», ωστόσο, εξακολουθεί να γίνεται σε διαφορετική γλώσσα αναλόγως τού αν κάποιος ξεκινάει από μια ψυχολογική ή από μια οργανιστική σκοπιά – πράγμα που δείχνει πόσο βαθιά εδραιωμένη είναι η δυιστική προκατάληψη και πόσο δύσκολο είναι ν’ απαλλαγούμε από αυτήν. Ο κλινικός γιατρός θα έλεγε ότι ένας υπερβάλλων ή «αντικανονικός» ερεθισμός τού αυτόνομου νευρικού συστήματος που ρυθμίζει τις λειτουργίες των εσωτερικών οργάνων έχει ρόλο αιτιώδους παράγοντα στην ανάπτυξη μιας διαταραχής, πιθανώς προκαλώντας μια υπερέκκριση αδρεναλίνης στο αίμα η οποία οδηγεί σε αγχώδη συναγερμό, πράγμα που μπορεί να οδηγήσει εντέλει σε βλάβη ζωτικών οργάνων. Ο «υπερβάλλων ερεθισμός» είναι μια ουδέτερη, ποσοτικοποιημένη και νοηματικώς απροσδιόριστη έννοια που μπορεί να κρύβει μια πλειάδα περιβαλλοντικών, διαπροσωπικών, πολιτισμικών, κοινωνικοοικονομικών ή πολιτικών παραγόντων οι οποίοι είναι απλώς αόρατοι στο ιατρικά εκπαιδευμένο μάτι. Γιατί να μην αποδώσουμε σε κάποιον από αυτούς τον ρόλο τού «αιτιώδους παράγοντα»; Αυτό δεν είναι ιατρικό ερώτημα, και ασφαλώς δεν έχει απάντηση η ιατρική.

 

Στην υπάρχουσα βιβλιογραφία σήμερα, οι «ψυχοσωματικές ασθένειες» κατατάσσονται συνήθως σε τρεις κατηγορίες. Η πρώτη αφορά πρόσωπα τα οποία έχουν ταυτόχρονα μία ψυχική και μία οργανική «ασθένεια» (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό) όπου τα συμπτώματα και η διαχείρισή τους επιδεινώνονται αμοιβαία· η δεύτερη κατηγορία αφορά πρόσωπα των οποίων η ψυχική κατάσταση επιδεινώνεται επειδή πάσχουν από κάποια οργανική ασθένεια και ως παράπλευρη συνέπεια της αγωγής που ακολουθούν (π.χ. ασθενείς που αναπτύσσουν κατάθλιψη επειδή πάσχουν από καρκίνο και ακολουθούν θεραπεία γι’ αυτόν)· η τρίτη κατηγορία αφορά τις λεγόμενες «σωματομορφικές διαταραχές»: μορφές ψυχικής δυσφορίας που εκδηλώνονται με ένα μεγάλο φάσμα σωματικών συμπτωμάτων τα οποία ωστόσο δεν πιστοποιούνται κλινικώς. Να μη μας διαφύγει εδώ ότι η τελευταία κατηγορία ταυτίζεται ουσιαστικά με ό,τι στα τέλη τού δέκατου ένατου αιώνα ονόμαζαν υστερία μετατροπής και ήταν το «αντικείμενο» που γέννησε την ψυχανάλυση: κατανοήθηκε, κι εξακολουθεί να κατανοείται, σαν μια χρήση τού σώματος ως μεταφορικής γλώσσας προκειμένου να εκφραστούν μορφές ψυχικής διαμαρτυρίας οι οποίες είναι κοινωνικώς είτε πολιτισμικώς απαράδεκτες.32 Στην πιο πρόσφατη ψυχαναλυτική φιλολογία έχει γίνει απόπειρα να διακριθούν τέτοιες περιπτώσεις από ισχυρότερες και αντιστεκόμενες στον μεταβιβαστικό χειρισμό ψυχοσωματικές διαταραχές, και οι τελευταίες να ερμηνευθούν ως μία ειδική μορφή εκδραμάτισης (acting out) που χαρακτηρίζει οριακές (borderline) λεγόμενες προσωπικότητες, σε μια ενδιαφέρουσα διάζευξη με την απειλή ψυχωτικής αποδιοργάνωσης (όπως έχει παρατηρηθεί, πάντως, πολλές περιπτώσεις που στον καιρό τού Φρόυντ χαρακτηρίζονταν νευρωτικές σήμερα θα γίνονταν αντιληπτές ως οριακές παθολογίες).33 Το ζήτημα βέβαια δεν είναι να αντικαταστήσουμε την ιατροκλινική διαγνωστική με μία ψυχαναλυτική αντίστοιχη· εκείνο που έχει σημασία, το οποίο κυρίως μαρτυρεί η προϊούσα διαφοροδιάγνωση των οριακών παθολογιών και η ανερχόμενη έμφαση που τους δίνεται στην ψυχαναλυτική φιλολογία μετά τον πόλεμο, είναι ακριβώς η ιστορικότητα των παθολογιών για την οποία κάναμε λόγο νωρίτερα, που δεν έχει έννοιες για να την κατανοήσει το βιοϊατρικό (καταγωγικώς φυσικαλιστικό) μοντέλο.34

 

Υπάρχει μια εμφανής διαφορά ανάμεσα στα δύο αυτά είδη «σωματοποίησης», σωματομετατροπές οι οποίες δεν συνεπάγονται μη αναστρέψιμες φυσικές βλάβες και παθήσεις ανιχνευόμενες ανεξάρτητα με ιατροκλινικές μεθόδους· πού ακριβώς έγκειται η οριακή γραμμή όμως είναι δύσκολο να πούμε. Ακόμη και η υπόθεση πως η «οργανική» ασθένεια προηγείται, και πως η ψυχική δυσφορία ακολουθεί ως συνέπεια της πρώτης, δύσκολα αντέχει σε εμπειρική επαλήθευση. Είναι η υπέρταση, η αρτηριοσκλήρυνση, τα εμφράγματα, ο διαβήτης τύπου 2, τα αναπνευστικά ή τα γαστρεντερικά προβλήματα, ακόμη και ο καρκίνος, ασθένειες καθαρά οργανικές που μπορούν να κατανοηθούν ανεξαρτήτως του βαθιού, παρατεταμένου και μακρόχρονου άγχους το οποίο κατά κανόνα έχει προηγηθεί της κλινικής τους εμφάνισης (αν βέβαια ο γιατρός θελήσει να το αναζητήσει); Υπάρχει μήπως ευθύς και αμφίδρομος συσχετισμός ανάμεσα σε κλινικά αναγνωρισμένους νοσογόνους παράγοντες και την βεβαιωμένη ασθένεια; Το ελικοβακτήριο του πυλωρού, για να πάρω ένα παράδειγμα ρουτίνας, λέγεται ότι προκαλεί το 80% των πεπτικών ελκών· όμως οι περισσότεροι άνθρωποι που ζουν με το ελικοβακτήριο δεν αναπτύσσουν καθόλου έλκη, ενώ ένα 20% των ελκών εμφανίζονται χωρίς μόλυνση από ελικοβακτήριο. Μπορεί να πολλαπλασιάσει κανείς το παράδειγμα επί αναρίθμητες περιπτώσεις «οργανικών» ασθενειών με υποτιθέμενα διαγνωσμένη αιτιολογία.

 

Από την ιατροκλινική σκοπιά, η αυξανόμενη επίγνωση τέτοιων αλληλεπιδράσεων έχει οδηγήσει σε όλο και μεγαλύτερη επικέντρωση της προσοχής στις λειτουργίες τού ανοσοποιητικού συστήματος και στις διασυνδέσεις του με το ενδοκρινικό, το νευρικό, και δι’ αυτών με όλα τα επιμέρους συστήματα του οργανισμού. Καρπός αυτού τού ενδιαφέροντος ήταν η εμφάνιση μιας νέας και κάπως μυστηριώδους διαγνωστικής κατηγορίας: των λεγόμενων αυτοάνοσων νοσημάτων. Τί σημαίνει αυτός ο όρος; Το ανοσοποιητικό σύστημα είναι ένας ομοιοστατικός μηχανισμός που διασφαλίζει τη δυναμική ισορροπία τού οργανισμού και τον προστατεύει από την εισβολή διαταρακτικών παραγόντων όπως μικρόβια και ιοί. Είναι, θα μπορούσε να πει κάποιος όχι και όσο μεταφορικά, ένας βιοκυβερνητικός «εγκέφαλος» που δεν εντοπίζεται σε κανένα ειδικό όργανο αλλά συντίθεται από μυριάδες συντονισμένες δράσεις στο εσωτερικό τού οργανισμού και στη διάδρασή του με το περιβάλλον. Τις δράσεις αυτές αναλαμβάνει ένα δίκτυο από εξειδικευμένα κύτταρα (λευκά αιμοσφαίρια και Τ-λεμφοκύτταρα) τα οποία, από τη στιγμή που αντιληφθούν ξένους εισβολείς, ενεργούν γρήγορα και αποτελεσματικά ώστε να τους εξουδετερώσουν. Προφανώς, στον πυρήνα τής ανοσοποιητικής λειτουργίας βρίσκεται η ικανότητα των εν λόγω κυττάρων να διακρίνουν τον «εαυτό» από τον «μη-εαυτό»· και την κατάρρευση αυτής ακριβώς της ικανότητας είναι που καλούμε αυτοανοσοποίηση. Όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο, το σώμα δημιουργεί αντισώματα που επιτίθενται στα ίδια του τα υγιή κύτταρα, και κατ’ επέκτασιν στα όργανα, «κατά λάθος». Τα μέρη τού σώματος που προσβάλλονται εξαρτώνται από τον τύπο τής αυτοανοσοποίησης η οποία κάθε φορά προκαλείται – η καρδιά, ο εγκέφαλος, τα νεύρα, οι μύες, το δέρμα, τα μάτια, οι αρθρώσεις, οι πνεύμονες, οι αδένες, τα αγγεία, είναι όλα υποψήφια θύματα μιας τέτοιας εσωτερικής απορρύθμισης του ανοσοποιητικού (το πρόβλημα της «επιλογής οργάνου» παραμένει ανεξιχνίαστο και διάφορες θεωρίες έχουν κατά καιρούς προταθεί). Ένας μακρύς κατάλογος ασθενειών, πολλές από τις ήδη γνωστές και κάποιες καινούργιες —ρευματοειδής αρθρίτιδα, ψωρίαση, διαβήτης τύπου 1, φλεγμονές, πολλαπλές σκληρύνσεις, ερυθηματώδης λύκος, κακοήθης αναιμία, νόσος Χασιμότο, κ.ά.—, κατατάσσονται τυπικά πλέον σήμερα στα «αυτοάνοσα νοήματα». Τί προκαλεί όμως αυτή την «τρελή» αντίδραση του οργανισμού;

 

Η ιατρική δεν μπορεί να πει. Η περιγραφή που μόλις συνόψισα είναι μια εξαιρετικά γλαφυρή ιατροκλινική εικόνα τού τί συμβαίνει όταν ένας οργανισμός «αρρωσταίνει», αλλά δεν μας λέει σχεδόν τίποτα περισσότερο απ’ όσα ώς τώρα γνωρίζαμε εμπειρικά. Από αρχαιοτάτων χρόνων ήταν γνωστό ότι πρώτα υποφέρουμε και μετά αρρωσταίνουμε, ότι ανεξαρτήτως εξωτερικών προσβολών είναι η άμυνα του οργανισμού εκείνη που καθορίζει την υγεία ή την αρρώστια, ότι «υποκειμενική» οδύνη και «αντικειμενική» δυσλειτουργία είναι απλώς δύο διαφορετικές γλώσσες για να περιγράψουμε το ίδιο πραγματικό συμβάν… Εκείνο που βλέπουμε να συμβαίνει είναι ότι πολλές ήδη ταξινομημένες «οργανικές» παθήσεις απλώς μεταφέρονται τώρα κάτω από τη στήλη με τίτλο «αυτοάνοσα» – και υποψιάζεται κανείς ότι ο ίδιος ο όρος «αυτοάνοσα νοσήματα» είναι μια επιστημονικοφανέστερη αντικατάσταση του προγενέστερου, και ήδη ρητορικά εξαντλημένου, όρου «ψυχοσωματικά». Τί πραγματικά δηλώνουν οι όροι αυτοί παραμένει αίνιγμα. Αξίζει να προσεχθεί όμως ότι αυτό το μοντέλο εσωτερικού διχασμού και σύγκρουσης, φιλοτεχνημένο εδώ στο επίπεδο του οργανισμού, ταιριάζει εντυπωσιακά με το συγκρουσιακό μοντέλο τού ψυχισμού που από τις πρώτες δεκαετίες τού εικοστού αιώνα φιλοτέχνησε η ψυχανάλυση.

 

Σε ένα μέρος τής ιατρικής κοινότητας, εν πάση περιπτώσει, κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος η άποψη ότι κάθε απόπειρα διαχωρισμού μεταξύ καθαρά σωματικών και/ή «μικτών» διαταραχών ψυχοσωματικού τύπου είναι άχρηστη αφού σε όλες σχεδόν τις σωματικές παθήσεις υπάρχουν αδιαμφισβήτητοι ψυχοδιανοητικοί παράγοντες που καθορίζουν την έναρξη, την εκδήλωση, την εμμονή τους, την ανθεκτικότητά τους στη θεραπεία και την ενδεχόμενη λύση τους. Γίνεται όλο και καθαρότερα αντιληπτό ότι ακόμη και η πορεία βαρύτατων ασθενειών όπως ο καρκίνος ορίζεται δυνητικά από τις σκέψεις, τα αισθήματα, τη γενική ψυχοδιανοητική κατάσταση και τους όρους ζωής (μη εξαιρουμένων των οικολογικών και φαρμακολογικών επιβαρύνσεων) του πάσχοντος.35 Σε αυτή την προοπτική, ακούμε να προτείνεται όλο και συχνότερα μια συνδυαστική διεπιστημονική προσέγγιση που (πρέπει να) περιλαμβάνει όσο το δυνατόν περισσότερες ειδικότητες – ψυχιατρική, ψυχολογία, νευρολογία, παθολογία, παιδιατρική, χειρουργική, αλλεργιολογία, δερματολογία, ψυχονευροανοσολογία, κ.ο.κ. Η «διεπιστημονικότητα» είναι μια καλή ιδέα, που έχει νόημα και αξία σε πολλά πλαίσια έρευνας, και πέρ’ από την ιατρική. Εκείνο που πρέπει όμως πρωτίστως να μας απασχολεί είναι η συμβατότητα των μοντέλων τα οποία καλούνται να συμβάλουν σε τέτοιες συνδυασμένες προσεγγίσεις· και κατά δεύτερον, η στρατηγική τής συνάρθρωσής τους που δεν μπορεί να είναι απλή αθροιστική συμπαράθεση. Πολλές πρακτικές τής τρέχουσας ιατρικής είναι χρήσιμες και πιθανώς αναντικατάστατες αν μπορούν να ενταχθούν επικουρικά στο πλαίσιο μιας ευρύτερης, ολικής προσέγγισης – που δεν θα είναι ωστόσο η προσέγγιση της κυρίαρχης ιατρικής με τα προβληματικά επιστημολογικά της θεμέλια. Πρέπει δηλαδή να αναπλαισιωθούν σε ένα διαφορετικό μοντέλο σκέψης και σε μια διαφορετική θεραπευτική μεθοδολογία που θ’ απορρέει από αυτό. Η ψυχανάλυση και ορισμένες μορφές μη-ιατρικής ψυχοθεραπείας άρχισαν να δείχνουν, έστω περιορισμένα, προς ένα τέτοιο μοντέλο· μια πιο επεξεργασμένη εκδοχή του έχουν να παρουσιάσουν, υποστηρίζω, κάποια εναλλακτικά θεραπευτικά συστήματα που κερδίζουν δημοτικότητα στις δυτικές κοινωνίες προσφάτως, τα οποία συχνά περιγράφουμε ως ολιστικές ή ενεργειακές θεραπείες. Αυτές θα επιχειρήσουμε εν συνεχεία να δούμε από πιο κοντά.

 

 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

 

  1. Robert Anderson, Magic, Science and Health. The Aims and the Achievements of Medical Anthropology (Harcourt Brace College & Co: Φλόριντα 1996), σελ. 416-7.
  1. Georges Canguilhem, Το κανονικό και το παθολογικό, πρόλ. Michel Foucault, μετ.-επιμ.-επίμετρο: Γιώργος Φουρτούνης (Νήσος: Αθήνα 2007), σελ. 243-4 (υπογραμμίσεις δικές μου).
  2. Για την ανασύσταση αυτής της ιστορίας, με έμφαση στις εξακολουθητικές μορφές ψυχιατρικής βίας, βλ. Michel Foucault, Η ιστορία τής τρέλας κατά την κλασική εποχή, μετ. Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου (Ηριδανός: Αθήνα 2004 [1961])· Thomas Szasz, Η βιομηχανία τής τρέλας. Μια συγκριτική μελέτη τής Ιεράς Εξέτασης και της Κίνησης Ψυχικής Υγείας, μετ. Κλεάνθης Γρίβας (Εκδοτική Θεσσαλονίκης: Θεσ/νίκη 2006 [1970])· Κλεάνθης Γρίβας, Ψυχιατρικός ολοκληρωτισμός. Ιστορική και κοινωνική θεώρηση της ψυχιατρικής (Ιανός: Θεσσαλονίκη 1985)· Βάσια Λέκκα, Ιστορία και θεωρία τής ψυχιατρικής, πρόλ. Δ.Ν. Πλουμπίδη (futura: Αθήνα 2012).

 

  1. Για τα πρώτα διαμορφωτικά βήματα στη σκέψη τού Φρόυντ, βλ. Sigmund Freud & Wilhelm Breuer, Μελέτες για την υστερία, μετ. Δανάη Παναγιωτοπούλου, επιμ. Βασίλης Πατσογιάννης (Πλέθρον: Αθήνα 2018)· και Sigmund Freud, Αυτοβιογραφία / Για την ιστορία τού ψυχαναλυτικού κινήματος, μετ. Λευτέρης Αναγνώστου ((Επίκουρος: Αθήνα 1994).

 

  1. Για δύο εύχρηστες τέτοιες συνόψεις, με διαφορετικά σημεία έμφασης, βλ. Silvia Vegetti-Finzi, Ιστορία τής ψυχανάλυσης, πρόλ. Antonino Ferro, μετ. Γιώργος Καπράλος, επιμ. Δημήτρης Μαλιδέλης (Νοόγραμμα Εκδοτική: Αθήνα 2006)· και Dominique Bourdin, Η ψυχανάλυση, από τον Φρόυντ ώς τις ημέρες μας, μετ. Αναστασία Καραστάθη, πρόλ.-επιμ. Θανάσης Τζαβάρας (Κριτική: Αθήνα 2005). Για μια διδακτική έκθεση της φροϋδικής σκέψης —με όλες τις αναγκαίες περαιτέρω παραπομπές— βλ. Μιμίκα Κρανάκη, Διαβάζοντας τον Φρόυντ. Δέκα μαθήματα για την ψυχανάλυση (Εστία: Αθήνα 1988)· και Γιώργος Βαμβαλής, Ξαναδιαβάζοντας τον Φρόυντ. Μια επανάληψη σε 30 απλά μαθήματα ((Επίκουρος: Αθήνα 2000). Βλ. επίσης Λευτέρης Αναγνώστου & Γιώργος Βαμβαλής, Τετράγλωσσο λεξικό τής ψυχανάλυσης (Επίκουρος: Αθήνα 2004), καθώς και το «κλασικό» Jean Laplanche & J.B. Pontalis, Λεξιλόγιο της Ψυχανάλυσης, μετ. Β. Καψαμπέλης, Λ. Χαλκούση, Α. Σκουλίκα και Π. Αλούπης (Κέδρος: Αθήνα 2008 [1981]).

 

  1. Οι οριακά καθαρότερες εκφράσεις των δύο μοντέλων στην ψυχαναλυτική φιλολογία αποτυπώνονται στο έργο τού Βίλχελμ Ράιχ, από τη μία πλευρά, και του Ζακ Λακάν, από την άλλη. Για τον πρώτο θα μιλήσουμε αμέσως παρακάτω. Για τον δεύτερο, βλ. αντιπροσωπευτικότερα Jacques Lacan, Λειτουργία και πεδίο τής ομιλίας και της γλώσσας στην ψυχανάλυση, εισαγ. Jacques Alain-Miller, μετ. Νάσια Λινάρδου-Μπλανσέ & Ρεζινάλντ Μπλανσέ, επίμετρο: Ρεζινάλντ Μπλανσέ (Εκκρεμές: Αθήνα 2005 [1966])· και συμπληρωματικά, Jacques Lacan, Η διδασκαλία μου, εισαγ. Jacques Alain-Miller, μετ. Νάσια Λινάρδου-Μπλανσέ & Ρεζινάλντ Μπλανσέ (Εκκρεμές: Αθήνα 2009 [2005]). .

 

  1. «Οικολογία τού πνεύματος» είναι ο τίτλος ενός από τα σημαντικότερα βιβλία τού θεωρητικού των (οικο)συστημάτων Gregory Bateson (1904-1980) που εμφανίστηκε το 1972 (ελλ. έκδ. Βήματα σε μια οικολογία τού νου, University Studio Press: Θεσσαλονίκη 2017, μετ. Ελένη Σαμαρά, επιμ. Βιολέτα Καφταντζή). Έχοντας επιτελέσει πρωτοποριακό έργο στην κοινωνική ανθρωπολογία, στην ψυχοθεραπεία και στη βιολογία, ο Μπαίητσον ήταν από τους πρώτους που πρότειναν τη χρήση εννοιών από την κυβερνητική και την επιστημολογία των συστημάτων για μια ολιστική κατανόηση των φαινομένων της ζωής, της ψυχοδιανοητικής σφαίρας και της κοινωνίας. Στην έκφραση του τίτλου χρησιμοποιεί τον πολύσημο αγγλοσαξωνικό όρο mind, για τον οποίον η απόδοση «νους» είναι μάλλον συσταλτική (καλύπτει στην πραγματικότητα όλα όσα εντάσσονται σε αυτό που λέμε γενικά, ελλείψει ακριβέστερου όρου, «ψυχοδιανοητική σφαίρα»). Για μια συζήτηση αυτού του μοντέλου και πολλών από τα περεμπίπτοντα θεωρητικά και μεθοδολογικά ζητήματα, βλ. το δοκίμιό μου «Το ψηφιακό και το αναλογικό» στο Φώτης Τερζάκης, Αντι-επιστημολογικά (Πανοπτικόν: Θεσσαλονίκη 2012). Για ένα ευρύτερο φάσμα συστημικών —μη ψυχαναλυτικών— προσεγγίσεων στην ψυχοθεραπεία που απέρρευσαν από το έργο τού Μπαίητσον, βλ. Paul Watzlawick, Janet Beavin Bavelas & Don D. Jackson, Ανθρώπινη επικοινωνία, και οι επιδράσεις της στη συμπεριφορά, μετ. Άσπα Γολέμη, επιμ. Κάτια Χαραλαμπάκη (Ελληνικά Γράμματα: Αθήνα 2005).

 

  1. Βλ. Wilhelm Reich, Η λειτουργία τού οργασμού, μετ. Ελένη Ταμβάκη (Δίδυμοι: Αθήνα 1979 [1927])· και ιδίως Η ανάλυση του χαρακτήρα, 3 τόμοι, μετ. Νίκος Σιδέρης (Καστανιώτη: Αθήνα 1987-89 [1933-35]). Για την κοινωνιoλογική και πολιτική πλευρά τού έργου του, βλ. κυρίως W. Reich, Η εισβολή τής σεξουαλικής ηθικής, μετ.-πρόλ. Μάκης Γαζής (Πύλη: Αθήνα 1977 [1932])· και Η μαζική ψυχολογία τού φασισμού, μετ. Ηρώ Λάμπρου (Μπουκουμάνη: Αθήνα 1974 [1933]). Στα αμφισβητούμενα έργα τής τελευταίας του περιόδου, με κατά τόπους ενοράσεις που είναι αληθινά ψήγματα χρυσού πάντως, ανήκει Η βιοπάθεια του καρκίνου, μετ. Κωστής Θοδωρήμπασης (Άκμων: Αθήνα 1977 [1947]).

 

  1. Το μάθημα αυτό υπήρξε διαμορφωτικό για τη σκέψη τού Fritz Perls (1893-1970), που ήταν τότε βοηθός τού Ράιχ, ο οποίος μετά τον πόλεμο ανέπτυξε το δημοφιλές μοντέλο τής λεγόμενης Gestalt ψυχοθεραπείας. Για το ρεύμα αυτό, βλ. Fritz Perls, Η προσέγγιση Γκεστάλτ, μετ. Γιώργος Δίπλας (Γλάρος: Αθήνα 1989 [1973]).

 

  1. Reich, Η ανάλυση του χαρακτήρα Ι, ό.π., σελ. 134 (ελαφρώς τροποποιημένη μετάφραση).

 

  1. Ελλ. έκδ. Πλέθρον (Αθήνα 2013) μετ. Βασίλης Πατσογιάννης.

 

  1. Ο Erich Fromm (1900-1980), που τα χρόνια εκείνα συνεργαζόταν ως ψυχαναλυτής με το Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών τής Φραγκφούρτης, δημοσίευσε το 1932 στο δεύτερο τεύχος τού περιοδικού τού Ινστιτούτου ένα άρθρο με τίτλο «Η ψυχαναλυτική χαρακτηρολογία και η σημασία της για την κοινωνική ψυχολογία» (“Die psychoanalytische Charakterologie und ihre Bedeutung für die Sozialpsychologie”,Zeitschrift für Sozialforschung 2: 253–277). Μολονότι είναι αρκετά πιο απλουστευμένη από του Ράιχ, κινείται στην ίδια κατεύθυνση και κατανοεί με παρόμοιους όρους το ζήτημα – δίνοντας ωστόσο μεγαλύτερη έμφαση στην κοινωνιοϊστορική διάσταση απ’ ό,τι στην κλινική.

 

  1. Βλ. ιδίως Sigmund Freud, Πέρα από την αρχή τής ευχαρίστησης, πρόλ. Jean Laplanche, μετ. Βασίλειος Πατσογιάννης (Πλέθρον: Αθήνα 2014 [1920]).

 

  1. Βλ. ιδίως Melanie Klein, Φθόνος και ευγνωμοσύνη, και άλλα δοκίμια, εισαγ. Hanna Segal, μετ. Ελεάννα Πανάγου, επιμ. Θανάσης Χατζόπουλος, Μεταίχμιο: Αθήνα 2009 [1946-63]).

 

  1. Εισάγοντας έννοιες όπως το «τραύμα τής γέννησης» και η «παλινδρόμηση στη μήτρα»: βλ. Otto Rank, Das Trauma der Geburt: und seine Bedeutung für die Psychoanalyse (Psychosozial Verlag GbR: Γκίσεν 2007 [1924])· και Sándor Ferenczi, Θάλασσα. Δοκίμια για μια θεωρία τής γενετήσιας ζωής, μετ. Αφροδίτη Κουρία, επιμ. Δημήτρης Λυμπερόπουλος (Γαβριηλίδης: Αθήνα 2015 [1924]).

 

  1. Για μία πολύ διαφωτιστική έκθεση των διοράσεων που κερδήθηκαν από αυτό τον εκτεταμένο πειραματισμό, βλ. Stanislav Grof, Η ψυχολογία τού μέλλοντος. Μελέτες και πειράματα από τη σύγχρονη έρευνα για τη διεύρυνση της συνείδησης, μετ. Φώτης Τερζάκης (Αρχέτυπο: Θεσσαλονίκη 2002).

 

  1. Reich, Η ανάλυση του χαρακτήρα ΙΙΙ, ό.π., σελ. 14.

 

  1. Reich, Η λειτουργία τού οργασμού, ό.π., σελ. 249-50.

 

  1. Πρβλ. M. Horkheimer, E. Fromm & H. Marcuse, Αυθεντία και οικογένεια, μετ. Λευτέρης Αναγνώστου (Νήσος: Αθήνα 1996)· και «Στοιχεία για τον αντισημιτισμό», στο M. Horkheimer & T.W. Adorno, Η διαλεκτική τού διαφωτισμού, μετ. Λευτέρης Αναγνώστου, επίμετρο: Κοσμάς Ψυχοπαίδης (Νήσος: Αθήνα 1996).

 

  1. Reich, Η ανάλυση του χαρακτήρα ΙΙΙ, ό.π., σελ. 22.

 

  1. Reich, Η ανάλυση του χαρακτήρα ΙΙΙ, ό.π., σελ. 152.

 

  1. Reich, Η ανάλυση του χαρακτήρα ΙΙΙ, ό.π., σελ. 123.

 

  1. Για τη φυσιολογία τής γιόγκα, την ιστορία της και τη σχετική ινδουιστική φιλολογία, βλ. Η φιλοσοφία τής γιόγκα: τα αποφθέγματα του Πατάντζαλι, μετ.-σχόλια: Ανδρέ Περίν, επιμ. Έφη Ριζά-Σκίφα (Έναστρον: Αθήνα 2017)· Mircea Eliade, Γιόγκα, μετ. Έλση Τσούτη, πρόλ. Δημ. Σταθόπουλος (Χατζηνικολή: Αθήνα 1980 [1936/1958])· Ajit Mookerjee & Madhu Khanna, The Tantric Way (Thames & Hudson: Λονδίνο 1977)· Indra Sinha, Tantra, the Search for Ecstasy (Hamlyn: Λονδίνο 1993)·και B.K.S. Iyengar, Φως στη γιόγκα, πρόλ. Yehudi Menuhin, μετ. Χ. Λυρώνη, Παρ. Μπόλου, Χρ. Παύλου και Αλκ. Σπηλιόπουλος, επιμ. Ουρανία Καϊάφα (Nāga: Αθήνα 2020 [1966]).

 

  1. Για μια όσο το δυνατόν πιο εύληπτη παρουσίαση της σκέψης τού Χούσερλ, βλ. Robert Sokolowski, Εισαγωγή στη φαινομενολογία, μετ. Παύλος Κόντος (Εκδόσεις τού Πανεπιστημίου Πατρών 2003). Για μια κριτική ιστορία των φαινομενολογικών ιδεών στον εικοστό αιώνα, σε όλο το φάσμα της ανάπτυξης και των επιδράσεών τους, βλ. Φώτης Τερζάκης, Η πολιορκημένη υποκειμενικότητα. Φαινομενολογία και υπαρξισμοί στον εικοστό αιώνα (Αλεξάνδρεια: Αθήνα 2021).

 

  1. Γι’ αυτή τη συλλογικά βιωμένη ανθρώπινη πραγματικότητα, ο Χούσερλ επινόησε τον όρο κόσμος-τής-ζωής (Lebenswelt). Για τον τρόπο που χειρίζεται φιλοσοφικά την έννοια, ιδίως σε μια κριτική τού τεχνοεπιστημονικού πνεύματος, βλ. Edmund Husserl, Η κρίση τής ευρωπαϊκής ανθρωπότητας και η φιλοσοφία, εισαγ.-μετ.-σχόλια: Παύλος Κόντος (Εκκρεμές 2011).

 

  1. Psychologie der Weltanschauungen(Springer Verlag: Βερολίνο 1990 [1919]). Συμπληρωματικά, βλ. Karl Jaspers, General Psychopathology, αγγλ. μετ. J. Hoenig και Marian W. Hamilton (Manchester University Press 1963 [1923]).

 

  1. Μια εκ των έσω εικόνα τής φιλοσοφικά εμποτισμένης υπαρξιακής ψυχοθεραπείας (ή «ψυχανάλυσης») δίνουν τα σεμινάρια για ψυχιάτρους και ψυχοθεραπευτές που διηύθυνε ο Χάιντεγκερ στις αρχές τής δεκαετίας τού ’60 στο σπίτι τού Medard Boss στο Τσόλικον της Ελβετίας. Τα πρωτόκολλα αυτών των σεμιναρίων, μαζί με την αλληλογραφία Χάιντεγκερ-Μπος, εκδόθηκαν για πρώτη φορά στη Γερμανία το 1987 ως Martin Heidegger, Zollikoner Seminare, Protokolle – Gersprache – Briefe, Herausgegeben von Medard Boss (Vittorio Klostermann: Φραγκφούρτη επί του Μάιν)· στα αγγλικά εμφανίστηκαν το 2001, σε μετάφραση R. Askay & F. Mayr, ως Zollikon Seminars. Protocols-Conversations-Letters ed. by M. Boss (Northwestern University Press: Ήβανστον, Ιλλινόις).

 

  1. Για τη σκέψη των πρωταγωνιστών του κινήματος, Βλ. Ronald D. Laing, Ο διχασμένος εαυτός. Υπαρξιακή μελέτη της ψυχοδιανοητικής υγείας και αρρώστιας, μετ. Θεόδωρος Παραδέλλης (Καστανιώτης: Αθήνα 1977)· Ronald D. Laing, Ο εαυτός και οι άλλοι, μετ. Νίκος Μπαλής (Καστανιώτη: Αθήνα 1977)· David G. Cooper, Ψυχιατρική και αντιψυχιατρική, μετ. Καίτη Χατζηδήμου – Ιουλιέττα Ράλλη (Ράππα: Αθήνα 1975)· και Thomas Szasz, Ο μύθος τής ψυχικής αρρώστιας, μετ. Μιράντα Βολίδου (Κασόλου: Αθήνα 1976). Βλ. επίσης το δοκίμιό μου «Η εποχή τής αντιψυχιατρικής» στο Φώτης Τερζάκης, Τα ονόματα του Διονύσου. Προαναγγελίες μιας διαρκώς ματαιούμενης έλευσης (β΄ έκδ. Πανοπτικόν: Θεσσαλονίκη 2020), καθώς και το Παράρτημα ΙΙΙ τού ανα χείρας τόμου, «Επιλεγόμενα στην “Εποχή τής αντιψυχιατρικής”».

 

  1. Για ένα απάνθισμα αυτού του φάσματος των προσεγγίσεων, σαν μια πρώτη γενική γνωριμία με τη γλώσσα τους, βλ. Rollo May [επιμ.], Υπαρξιακή ψυχολογία, μετ. Τζένη Μαστοράκη (Επίκουρος: Αθήνα 1979). Για μια εισαγωγική έκθεση του ροτζεριανού έργου, βλ. Αλέξανδρος Κοσμόπουλος & Γρηγόρης Μουλαδούδης, Ο Carl Rogers και η προσωποκεντρική του θεωρία για την ψυχοθεραπεία και την εκπαίδευση (Ελληνικά Γράμματα: Αθήνα 2003). Βλ. επίσης, Mick Cooper, Ο υπαρξισμός στην ψυχοθεραπεία, μετ. Μεσένια Δημοπούλου (Άσπρη Λέξη: Αθήνα 2008)· και Ernesto Spinelli, Ερμηνεύοντας τον κόσμο. Η φαινομενολογία στον υπαρξισμό και στην ψυχοθεραπεία, μετ. Δήμητρα Παπαβασιλείου (Άσπρη Λέξη: Αθήνα 2009).

 

  1. Ich und Du (Gütersloher Verlagshaus: Μόναχο 1999 [1923]). Βλ. επίσης, Martin Buber, Το πρόβλημα του ανθρώπου, μετ. Χαράλαμπος Αποστολόπουλος (Γνώση: Αθήνα 1987 [1948])· και για την πολιτική πλευρά τής σκέψης του, Μονοπάτια στην ουτοπία, μετ. Βασίλη Τομανάς: Νησίδες: Σκόπελος 2000 [1952]).

 

  1. Η «ψυχοσωματική» ιατρική (αν δεν αναχθούμε πίσω στο 1818 όταν ο J.C.H. Heinroth επινόησε τον όρο) είναι συνομήλικη με την ψυχανάλυση, κι ένας από τους πρωτοπόρους της ήταν ο Georg Groddek (1866-1934), προσωπικός φίλος και συνομιλητής τού Φρόυντ. Από την τέταρτη δεκαετία τού εικοστού αιώνα υπάρχουν τρία τουλάχιστον αγγλόφωνα περιοδικά (Psychosomatic Medicine από το 1939, Psychosomatics από το 1953, και Journal of Psychosomatic Research από το 1956), στα οποία από το 1959 ήρθε να προστεθεί ένα γαλλικό, το Revue de Médecine de Psychosomatique που εξέδιδε ο Michel Sapir, ενώ το 1942 ιδρύθηκε η Αμερικανική Ψυχοσωματική Εταιρεία από τη Helen Flander Dunbar (1902-1959). Ο Franz Alexander (1891-1964), ούγγρος αναλυτής και γιατρός προερχόμενος από τον ιστορικό πυρήνα τού ψυχαναλυτικού κινήματος, μετά την εγκατάστασή του στις ΗΠΑ επεξεργάστηκε μια ψυχοδυναμική γέφυρα ανάμεσα στην κλασική ψυχανάλυση και την αναπτυσσόμενη ψυχοσωματική θέτοντας κάποια ορόσημα για όλες τις μεταγενέστερες ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις. Στη Γαλλία, ένα διαφορετικό ψυχαναλυτικό ρεύμα δραστηριοποιείται από τη δεκαετία του’50 στο πεδίο, που οδήγησε στην ίδρυση, το 1972 από τους Pierre Marty και Michel de M’Uzan, της Εταιρείας Ψυχοσωματικής τού Παρισιού· ενώ στη Γερμανία ο άνθρωπος που ανανέωσε την παράδοση ήταν προπαντός ο βαρώνος Thure Freiherr von Uexküll (1908-2004) που, ως ερευνητής και διευθυντής πανεπιστημιακών ιατρικών τμημάτων, συνέχισε το θεωρητικό έργο τού πατέρα του Johann Freiherr von Uexküll (1864-1944), βιολόγου ο οποίος εργάστηκε στο πεδίο τής μυικής φυσιολογίας, της συμπεριφοράς των ζώων, της κυβερνητικής τού εμβίου και καθιέρωσε τον όρο βιοσημειωτική (πιθανότατα μάλιστα ήταν εκείνος που εισήγαγε τον όρο Umwelt [«επίκοινος κόσμος»] τον οποίον δανείστηκε ο Χάιντεγκερ για την υπαρξιακή αναλυτική τού Είναι και χρόνος). Για μερικά ορόσημα του πεδίου, βλ. H.F. Dunbar, Mind and Body. Psychosomatic Medicine (Random House: Νέα Υόρκη 1947)· Franz Alexander, Psychosomatic Medicine: Its Principles and Applications (W.W. Norton & Company, Inc.: Νέα Υόρκη 1950)· Jean-Paul Valebrega, Les Théories psychosomatiques, εισαγ. Henri Ey (P.U.F.: Παρίσι 1954)· Pierre Marty, Michel de M’Uzan & Christian David, L’investigation psychosomatiques. Sept observations cliniques (P.U.F.: Παρίσι 1963)· Hannah Kamieniecki, Histoire de la psychosomatique (P.U.F.: Παρίσι 1994)· T.F. von Uexküll [επιμ.], Psychosomatische Medizin (Urban & Schwarzenberg: Μόναχο 1997)· Mahmoud Sami-Ali et al., Manuel de thérapies psychosomatiques (Dunod: Παρίσι 2001)· και Wolf Langewitz, “A theory of psychosomatic medicine: An attempt at an explanatory summary”, Semiotica 173 (Φεβρουάριος 2009):431-452.

 

  1. Πολυσυζητημένο στην ιατροανθρωπολογική βιβλιογραφία είναι το παράδειγμα των κινέζων ασθενών. Ο Arthur Kleinman, έχοντας εξετάσει εκατοντάδες ψυχιατρικούς ασθενείς στις ΗΠΑ και στην Ταϊβάν, παρατηρεί ότι στην κινέζικη κουλτούρα η ψυχική ασθένεια είναι στίγμα: η διάγνωση μπορεί να εμποδίσει κάποιον να βρει δουλειά ή σύζυγο και μειώνει γενικά την υπόληψή του στην κοινότητα. Δεν στιγματίζεται ωστόσο αν υποφέρει από χρόνιους πόνους, πεπτικά προβλήματα ή αϋπνία. Δεν εκπλήσσει λοιπόν το ότι οι περισσότεροι κινέζοι ασθενείς σωματοποιούν, συγκαλύπτοντας ασυνείδητα την απελπισία τους πίσω από σωματικές ενοχλήσεις. Στις δύο γλώσσες που μιλιούνται στην Ταϊβάν, τα κινέζικα και τα χόκκιεν, σχεδόν απουσιάζουν οι λέξεις που δηλώνουν συγκινησιακές καταστάσεις και οι έννοιες της «οδύνης» ή του «άγχους» αποδίδονται κατά κανόνα με σωματικές μεταφορές. Βλ. A. Kleinman & B. Good [επιμ.], Culture and Depression (University of California Press: Μπέρκλεϋ 1985)· και Arthur Kleinman, Rethinking Psychiatry. From cultural category to personal experience (The Free Press: Νέα Υόρκη 1988). Οι κινέζοι ασθενείς δεν λειτουργούσαν πολύ διαφορετικά, σκέπτεται κανείς, από τις σεξουαλικά κατεσταλμένες βικτωριανές «ασθενείς» που αντιμετώπιζαν ο Σαρκώ και ο Φρόυντ.

 

  1. Για μια πυκνή και διεξοδική παρουσίαση αυτής της ψυχαναλυτικής προβληματικής, που ενσωματώνει άλλωστε πολλές προηγούμενες θεωρητικές συζητήσεις, βλ. Otto Kernberg, Οριακές καταστάσεις και παθολογικός ναρκισσισμός, μετ. Κώστας Ζερβός και Δροσούλα Τσαρμακλή (Καστανιώτη: Αθήνα 2007 [1975]). Ειδικότερα σε σχέση με τo αίνιγμα της σωματοποίησης, βλ. Joyce McDougall, Theaters of the Body. A Psychoanalytic Approach to Psychosomatic Illness (Free Association Books: Λονδίνο 1989).

 

  1. Κι εδώ απαιτείται ασφαλώς μια συμπληρωματική κοινωνιολογική ανάλυση. Μία από τις καλύτερες κοινωνιοψυχολογικές μελέτες που ερμηνεύουν την άνοδο των οριακών παθολογιών στο φως των κοινωνιοϊστορικών αλλαγών οι οποίες σημάδεψαν τις δυτικές κοινωνίες από τη δεκαετία τού ’60 κι εντεύθεν —αλλά είχαν οπωσδήποτε δρομολογηθεί νωρίτερα— είναι το Christopher Lash, Η κουλτούρα τού ναρκισισμού, μετ. Βασίλης Τομανάς (Νησίδες: Σκόπελος 2008 [1979]).

 

  1. Για μία διαφωτιστική συζήτηση του καρκίνου από μια τέτοια ολιστική σκοπιά, βλ. Brian Goodwin, Nature’s Due. Healing of Fragmented Culture (Floris Books: Εδιμβούργο 2007), Κεφάλαιο 2: «Health: Coherence with Meaning». Για μιαν αντίστοιχη συζήτηση του AIDS, βλ. George Vithoulkas, A New Model for Health and Disease (North Atlantic Books: Μπέρκλεϋ 1991), Κεφάλαιο 18: «The hypothesis about AIDS».