*γράφει η Μαρία Παρέντη
Η πρακτική γνωστή, μαφιόζικα οργανωμένη, όπως χτυπούν πάντα τα τάγματα εφόδου των φασιστών. Πολλοί και οπλισμένοι, με καλυμμένα τα πρόσωπά τους, άλλοι με κράνη κι άλλοι με μπλούζες ή κουκούλες, εναντίον άοπλων λίγων. Η μανία τους ήταν τόση που εκείνη τη νύχτα έμοιαζε να ζητούν νεκρό. Στην πραγματικότητα από θαύμα δεν υπήρξε. Οι χρυσαυγίτες χωρισμένοι σε δύο ομάδες, φρόντισαν πρώτα να κλείσουν την κυκλοφορία στο οδόστρωμα και αφού περικύκλωσαν τα μέλη του ΚΚΕ εγλωβίζοντάς τα, τους επιτέθηκαν, αρχικά, με μεγάλες πέτρες, ώστε να μην μπορούν να αντιδράσουν και να είναι πιο ευάλωτοι στην κύρια επίθεση που επακολούθησε με στυλιάρια, ρόπαλα, λοστούς.
Να σημειώσουμε εδώ ότι όπως προκύπτει από καταθέσεις αυτοπτών μαρτύρων και των ίδιων των θυμάτων, πέτρες πετούσαν μικρά παιδιά, ενδεχομένως μαθητές, που ίσως και να λάμβαναν μέρος σε μια δοκιμασία, η κατάληξη της οποίας θα έδινε το “εισιτήριο” για την είσοδό τους στην “ομάδα”.
Η επίθεση κράτησε λιγότερο από ένα πεντάλεπτο της ώρας και έληξε με το παράγγελμα : «Τέλος, πάμε να φύγουμε, βρώμισε. Το Πέραμα εδώ». Ξαφνικά και γρήγορα όπως είχαν εμφανιστεί, έτσι εξαφανίστηκαν διασκορπισμένοι αυτή τη φορά στα γύρω στενά.
Εννέα στελέχη του ΚΚΕ μεταφέρονται σοβαρά τραυματισμένα στο νοσοκομείο. Μεταξύ αυτών ο Πρόεδρος του Συνδικάτου Μετάλλου Πειραιά, Σωτήρης Πουλικόγιαννης , του οποίου η κατάθεση στη Δίκη της Χρυσής Αυγής, αποτελεί ιστορική μαρτυρία, όπως και εκείνες των υπόλοιπων θυμάτων, αλλά και των ανθρώπων που βρέθηκαν στα σημεία και δεν δίστασαν να έρθουν να καταθέσουν, παρά τις απειλές.
Από τα μέλη του ΚΚΕ και τους μάρτυρες λοιπόν, , αναγνωρίστηκε ως επικεφαλής του τάγματος εφόδου ο Αναστάσιος Πανταζής και πώς άλλωστε να μην αναγνωριστεί, αφού είχε ο ίδιος φροντίσει να κάνει αισθητή την παρουσία του, ώστε να ξέρουν τα θύματά του, ποιος είναι. Σαν το Ζορό, πρέπει να αισθανόταν όταν την στιγμή της επίθεσης είπε :«Είμαι ο Πανταζής… τελειώσατε», μόνο που ο γνωστός ήρωας δεν ήταν με τους κακούς.
Ήταν πραγματικά θαύμα, που στις 12 Σεπτέμβρη κανένας κομμουνιστής δεν βρέθηκε νεκρός από χέρια φασίστα. Γιατί αυτός ήταν ο σκοπός. Το ΠΑΜΕ ενοχλούσε και συνεχίζει να ενοχλεί τη βρώμικη δουλειά τους στο Πέραμα, γιατί μάχεται υπέρ των εργαζομένων, χαλώντας τα σχέδια μια οργάνωσης που αποδεδειγμένα διασυνδέεται με τμήματα επιχειρηματικών συμφερόντων και τμήματα του κρατικού μηχανισμού και των δυνάμεων καταστολής.
Τέσσερις μέρες μετά την επίθεση, Κασιδιάρης και Παναγιώταρος σε διαδικτυακή εκπομπή στο επίσημο μέσο της οργάνωσης, αρνούνται οποιαδήποτε εμπλοκή της Χρυσής Αυγής με την επίθεση στο Πέραμα, αμφισβητώντας μαρτυρίες και αποδεικτικό υλικό.
Η επίθεση βέβαια περιγράφεται στο παρακάτω ηχητικό τον δικό τους Γ. Λαγο στον Σ.Δεβελεκο πρωτοπαλίκαρο του Πειραιά, με μεγάλη περηφάνεια και με έμφαση στο “Τους λιώσανε”:
Στην πρόταση του εισαγγελέα και στο παραπεμπτικό βούλευμα καταγράφεται η εξοντωτική επίθεση στους κομμουνιστές και συνδικαλιστές του ΠΑΜΕ.
Έξι μέρες μετά, δυστυχώς, το αίμα που ζητούσε η Χρυσή Αυγή ήρθε και ήταν αυτό του αντιφασίστα Παύλου Φύσσα. Η συστηματική συγκάλυψη της δράσης της εγκληματικής οργάνωσης από τις αρχές και τις δυνάμεις καταστολής, καθώς και η αδιάφορη στάση των αστυνομικών που βρέθηκαν στο Κερατσίνι την ημέρα που το όργανο της Χρυσής Αυγής, ο φυσικός αυτουργός Γεώργιος Ρουπακιάς έμπηγε το μαχαίρι στην καρδιά ενός μαχόμενου ανθρώπου, λειτούργησαν ως πραγματικοί σύμμαχοι των νεοναζί.
Στις 7 Οκτώβρη, μετά από 5,5 χρόνια στις δικαστικές αίθουσες θα ανακοινωθεί η απόφαση για τη Χρυσή Αυγή. Ξέρουμε πολύ καλά πως η μάχη με το φασισμό δίνεται στους δρόμους, στα εργοστάσια, στις γειτονιές, άλλωστε εκεί παραλίγο να σκοτώσουν τους συντρόφους μας και εκεί δολοφόνησαν εν ψυχρώ τον Παύλο. Όμως η καταδίκη τους είναι κοινωνική επιταγή! Πρέπει να είμαστε εκεί, δίπλα στην οικογένεια Φύσσα, δίπλα στα μέλη του ΠΑΜΕ, δίπλα στα ταξικά μας αδέρφια τους Αιγύπτιους αλιεργάτες, δίπλα στους μάρτυρες κατηγορίας, δίπλα στους συνηγόρους της Πολιτικής Αγωγής, δίπλα σε κάθε άνθρωπο που έπεσε πάνω του βρώμικο χέρι του φασισμού!
Δεν είναι αθώοι, είναι δολοφόνοι! Οι ναζί στη φυλακή!
*αναδημοσίευση από την Κατιούσα, με την άδεια της συντάκτριας