Πρώτον, επιχειρείται να μετατοπιστεί το σύνολο της ευθύνης στην Τουρκία.  Είναι αλήθεια ότι ο Ερντογάν εργαλειοποιεί τους πρόσφυγες, μπορεί όμως να το κάνει μόνο χάρη στην εμμονή της ΕΕ να τους κρατήσει έξω από τα σύνορά της. Οι πρόσφυγες δεν έρχονται από την Τουρκία, οι πρόσφυγες είναι εγκλωβισμένοι στην Τουρκία και ο Ερντογάν δεν τους στέλνει αλλά σταματά να τους εμποδίζει. Υπάρχει μια διμερής συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας, με διμερείς ευθύνες για την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί. Χρήσιμο είναι να υπενθυμίσουμε ότι είναι συμφωνία που την υπέγραψε ο ΣΥΡΙΖΑ, με αποτέλεσμα τώρα να μην μπορεί να κάνει αποτελεσματική αντιπολίτευση, ως συνυπεύθυνος, παρά το ακροδεξιό κρεσέντο της κυβέρνησης της ΝΔ. Αντί γι’ αυτό, επαναλαμβάνει το επικοινωνιακό μοντέλο «θα κάναμε τα ίδια χωρίς φιέστες», που χρησιμοποίησε και για τις εκκενώσεις καταλήψεων και παλαιότερα για τα μνημόνια. Η προσχώρηση στο νεοφιλελεύθερο There Is No Alternative στο οικονομικό πεδίο, μεταφράζεται σε προσχώρηση στο TINA και σε μια σειρά άλλες πολιτικές, επιβεβαιώνοντας το αξεδιάλυτο οικονομίας και πολιτικής και τινάζοντας στον αέρα τον οικονομισμό των φύλλων συκής της σύγχρονης γραφειοκρατίας, αριστερής όπως και φιλελεύθερης. Είναι πολύ λυπηρό.

Δεύτερον, αναπτύσσεται η επιχειρηματολογία ότι δεν υπάρχει χώρος, ότι δεν υπάρχουν χρήματα, ότι δεν υπάρχουν θέσεις εργασίας, ότι η οικονομία δεν αντέχει τους πρόσφυγες. Η απάντηση δεν είναι να υπενθυμίσουμε ότι οι πρόσφυγες είναι λίγοι και να μπούμε στη διαδικασία να μετρήσουμε πόσους χωράει η οικονομία της ΕΕ. Οι διαθέσιμες θέσεις εργασίας δεν είναι ένα στατικό μέγεθος που θα πρέπει να αντιστοιχηθεί στους διαθέσιμους ανθρώπους, με σπάνη των μεν ή των δε. Ένας άνθρωπος έχει μια σειρά από ανάγκες, για στέγαση, τροφή, ένδυση, διασκέδαση κλπ, που πρέπει να καλυφθούν. Η κάλυψη όλων αυτών των αναγκών συνδέεται με αύξηση των θέσεων εργασίας. Τα δε επιδόματα, για τα οποία γίνεται συχνά συζήτηση, επιστρέφουν στο σύνολό τους στην πραγματική οικονομία, με πολύ θετικά αποτελέσματα, αν θυμηθούμε τις βασικές αρχές ενός μετριοπαθούς κεϋνσιανισμού. Βεβαίως, η υπαρκτή ΕΕ έχει μεγάλη δυσκολία να ασκήσει τέτοια πολιτική, διότι είναι ένα νεοφιλελεύθερο οικοδόμημα με εμμονή στους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς και τα πλεονάσματα. Αλλά αυτό είναι κάτι που έχουμε κάθε συμφέρον να τελειώνει έτσι κι αλλιώς. Για εμάς τους ίδιους, πρώτα και κύρια.

Από αυτή την άποψη, πέρα από τη στοιχειώδη ανθρωπιά, έχουμε κοινά συμφέροντα με τους πρόσφυγες και η πολιτική της ΕΕ είναι μια κλασική ρατσιστική πολιτική διχασμού των πολλών από τις ελίτ, με καρότο ή χωρίς. Δεν είναι παρά συνέχεια της νεοαποικιακής πολιτικής του κέντρου προς την περιφέρεια, μιας πολιτικής που δεν βασίζεται σε αντικειμενικά οικονομικά μεγέθη αλλά παράγει οικονομικά μεγέθη, με αφετηρία κλασικά εθνικά και ρατσιστικά στερεότυπα. Φτάνουμε έτσι στο τρίτο σημείο, ότι οι πρόσφυγες είναι μουσουλμάνοι και δεν ενσωματώνονται αλλά, αντιθέτως, κινδυνεύουμε να «αλλοιώσουν τον πολιτισμό μας», κινδυνεύουμε να μας ενσωματώσουν αυτοί.

Δεν υπάρχει πιο τιποτένια δικαιολογία από αυτή. Ακόμη και απλοί μουσουλμάνοι ποιμένες της προηγούμενης χιλιετίας, θα μας χαρίζονταν, αν ομολογούσαμε την πίστη τους. Αλλά εδώ, δεν θέλουμε ούτε να τους βαφτίσουμε. Να επαναλάβουμε άραγε ότι δεν χωρίζονται σε χριστιανούς και μουσουλμανους τα πνιγμένα παιδιά στις ακτές της Μεσογείου; Ή μήπως ξεχωρίζει κανείς στα σύνορα τις γυναίκες που δεν φορούν μαντίλα, τις γυναίκες που φεύγουν από τις θεοκρατίες, τους ομοφυλόφιλους που κινδυνεύει η ζωή τους; Μήπως ζητούνται πιστοποιητικά αθεΐας, από ανθρώπους που μπορεί να αναζητούν άσυλο ακριβώς γι’ αυτό; Μήπως υπάρχει κάποιο ακροδεξιό αίτημα να βαφτιστούν οι πρόσφυγες πριν πατήσουν το πόδι τους στο ιερό χώμα της ευρωπαϊκής ηπείρου; Γιατί δεν ζητάει κανείς να βαφτιστούν, αν το πρόβλημα είναι ότι δεν είναι χριστιανοί; Μα γιατί δεν φταίει που είναι μουσουλμάνοι. Μουσουλμάνος είναι μια μετωνυμία. Ξύνεις κάτω από τη θρησκεία και βρίσκεις κάτι άλλο, βρίσκεις το χρώμα. Τί φταίει; Φταίει που είναι μαυριδεροί, κοντοί, με καμπουρωτές μύτες και σκοτεινά μάτια. Εβραίοι ένα πράγμα ή Παλαιστίνιοι, Φοίνικες, κάτι σαν Μεξικάνοι και μιγάδες λατινοαμερικάνοι, νότιοι, μεσογειακοί, που τους έθρεψε η θάλασσα κι ένας θερμός επικίνδυνος ήλιος. Δηλαδή είναι αδέλφια μας. Γι’ αυτό δεν τους θέλουν οι λευκοί και τους κλείνουν πάλι στα στρατόπεδα. Δεν είναι κάτι καινούριο. Κάτι θυμίζει.

Ο ίδιος ρατσισμός λοιπόν, ο οποίος έγινε όχημα για να μετατραπεί η χώρα μας σε νεοφιλελεύθερο πειραματόζωο και να τιναχτούν οι ζωές μας στον αέρα χωρίς να φαίνεται άκρη στο τούνελ, ο ίδιος ρατσισμός για τους νότιους, ανίκανους τεμπέληδες της μελαχρινής μεσογειακής φυλής, ο ρατσισμός για αυτή τη φυλή των «λαών της θάλασσας», από την Αλγερία, το Μαρόκο και την Τυνησία, από την Ισπανία και την Ιταλία, από την Τουρκία και την Ελλάδα, από την Παλαιστίνη και από τη Συρία, ο ίδιος αυτός ρατσισμός οδηγεί σήμερα το γερμανικό κοινοβούλιο να αρνείται να δεχτεί ακόμη και 5000 πρόσφυγες και οπλίζει το χέρι των Γερμανών νεοναζί, που κατεβαίνουν να κάνουν περιπολίες στον Έβρο. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ένδειξη έλλειψης αισθήματος αυτοσυντήρησης και αξιοπρέπειας, από την ενσωμάτωση αυτού του νεοαποικιακού ρατσισμού, για τον οποίον είμαστε κάτι λιγότερο από άνθρωποι κι εμείς και γι’ αυτό μας ανατίθεται να φυλακίζουμε άλλους, που είναι περίπου σαν εμάς. Η μόνη στοιχειωδώς αποδεκτή λύση είναι η παύση των βίαιων επαναπροωθήσεων και η αναλογική κατανομή των προσφύγων σε όλες τις χώρες της ΕΕ.

Έχει λοιπόν πολύ μεγάλη σημασία να αρνηθούμε τον ρατσισμό, θεσμικό και μη, καταδεικνύοντας ακριβώς ότι είναι ρατσισμός και τίποτε παραπάνω και διαλύοντας τις προσπάθειες να παρουσιαστεί σαν κάτι διαφορετικό, σαν γεωπολιτική συνθήκη, σαν κατάσταση έκτακτης ανάγκης, σαν υπεράσπιση της πατρίδας, σαν οικονομική αναγκαιότητα ή σαν πόλεμος πολιτισμών. Ο φόβος ότι δεν θα ενσωματώσουμε αλλά θα ενσωματωθούμε, δεν είναι παρά ο κλασικότερος τρόπος εμφάνισης του ρατσισμού, που τον είχε εντοπίσει ο Φραντς Φανόν («Μαμά, ο Αράπης θα με φάει!») αλλά δεν διέφυγε και πολλών Ελληνίδων γιαγιάδων: «φάε το φαγητό σου, γιατί θα έρθει ο Αράπης να στο φάει» ή και «να σε φάει». Είναι ένας παιδικός και αταβιστικός φόβος και η μάχη που έχουμε να δώσουμε είναι εν μέρει παλιά και διαρκής: η μάχη για την ενηλικίωση της ανθρωπότητας. Και ταυτόχρονα, είναι μια μάχη για μια ευρωπαϊκή ταυτότητα σε ρήξη με το αποικιακό παρελθόν, το νεοαποικιακό παρόν και το φαντασιακό της λευκής ανωτερότητας.

 

H στήλη (φιλ≠) ελευθέρως παίρνει θέση σε ζητήματα επικαιρότητας από ριζοσπαστική σκοπιά. Η σύνταξη της στήλης γίνεται συλλογικά από τη συντακτική της ομάδα και είναι ανοιχτή σε κάθε ενδιαφερόμενο. Για αποστολή προτεινόμενων κειμένων προς δημοσίευση ή και επικοινωνία με τη συντακτική ομάδα της στήλης μπορείτε να μας αποστέλλετε e-mail στο [email protected]