Τη ζωή τους έχασαν 98 άτομα από μεγάλο σεισμό 6,9 βαθμών στην Ινδονησία, ενώ συνεχίζονται οι έρευνες από τις σωστικές αρχές για νεκρούς και τραυματίες. Μέχρι τώρα έχουν τραυματιστεί 236 άτομα, ενώ ο αριθμός των κατοίκων που απομακρύνονται από την περιοχή μπορεί να φθάσει τουλάχιστον τους 20.000. Πρόκειται για τον δεύτερο σεισμό που πλήττει την περιοχή Λομπόκ καθώς στις 29 Ιουλίου είχε προηγηθεί σεισμός 6,4 βαθμών ο οποίος είχε 17 νεκρούς.
Τουλάχιστον 98 άτομα έχασαν τη ζωή τους μετά από ισχυρό σεισμό την Κυριακή το βράδυ στην Ινδονησία. Ο σεισμός 6,9 βαθμών με μικρό εστιακό βάθος μόλις 10 χιλιομέτρων και προκάλεσε ζημιές σε χιλιάδες κτίρια, μία εβδομάδα μετά από μια άλλη σεισμική δόνηση που στοίχισε τη ζωή σε τουλάχιστον 17 άτομα, όπου το Λομπόκ στις 29 Ιουλίου είχε χτυπηθεί από σεισμό 6,4 βαθμών.
Σύμφωνα με το Reuters, οι νεκροί είναι μόνο ντόπιοι ενώ επιπλέον 236 άτομα έχουν τραυματιστεί. Λόγω του σεισμού τα σωστικά συνεργεία της χώρας απομάκρυναν περισσότερους από 2.000 τουρίστες από μικρά τουριστικά νησιά κοντά στο Λομπόκ, με τους διασώστες να συνεχίζουν τις έρευνες ανάμεσα στα χαλάσματα για νεκρούς και τραυματίες.
«Επτά Ινδονήσιοι τουρίστες έχασαν τη ζωή τους στο Γκίλι Τραγουανγκάν εξαιτίας του σεισμού, οι οποίοι ανεβάζουν τον συνολικό αριθμό σε 98» νεκρούς, δήλωσε σήμερα ο εκπρόσωπος της υπηρεσίας αντιμετώπισης καταστροφών Σουτόπο Πούρβο Νουγκρόχο, προσθέτοντας ότι εκτιμάται πως ο απολογισμός θα αυξηθεί.
Επιπλέον, υποστήριξε ότι «οι δρόμοι έχουν υποστεί ζημιές, τρεις γέφυρες έχουν υποστεί ζημιές, ορισμένα σημεία είναι δύσκολο να τα προσεγγίσει κανείς και δεν έχουμε επαρκές προσωπικό».
Ο αριθμός των κατοίκων που απομακρύνονται μπορεί να φθάσει τουλάχιστον τους 20.000 στο Λομπόκ, δήλωσε ο Σουτόπο, προσθέτοντας ότι υπάρχει μεγάλη ανάγκη για φάρμακα και τρόφιμα.
«Οι ομάδες έρευνας και διάσωσης κατάφεραν να διασώσουν 2.000 -2.700 τουρίστες στο Γκίλι, Ινδονήσιους και ξένους, οι οποίοι απομακρύνθηκαν και μεταφέρθηκαν σε ένα λιμάνι στο βόρειο Λομπόκ προκειμένου στη συνέχεια να μεταβούν στο αεροδρόμιο», πρόσθεσε και κατέληξε ότι «ορισμένοι αποφάσισαν να παραμείνουν, αλλά η πλειονότητα θέλησε να αποχωρήσει».