της Φραγκίσκας Μεγαλούδη
Στο παρόν κείμενο θα εξετάσουμε δύο πολύ διαδεδομένες απόψεις σχετικά με την μετανάστευση, τις οποίες συχνά υιοθετούν και σοβαροί αναλυτές, παρόλο που -όπως θα δούμε- δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.
Θα ξεκινήσω από την πολύ διαδεδομένη άποψη ότι ζούμε μια εποχή εντατικής μετακίνησης πληθυσμών, ότι διανύουμε τη μεγαλύτερη προσφυγική κρίση του αιώνα στην Ευρώπη, απόψεις που μπορούν εύκολα να χρησιμοποιηθούν ως ξενοφοβική ρητορική.
Η αλήθεια είναι ότι η παρούσα μεταναστευτική κρίση δεν είναι ούτε η μεγαλύτερη σε αριθμούς αλλά ούτε και η χειρότερη που έχει βιώσει η Ευρώπη. Σύμφωνα με μια μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό International Migration Review, το ποσοστό μετανάστευσης σε παγκόσμιο επίπεδο έχει παραμείνει σταθερά γύρω στο 3% απο το 1960 μέχρι σήμερα. Μπορεί ο απόλυτος αριθμός μεταναστών να έφτασε τα 244 εκατομμύρια το 2015 (σε σχέση με τα 93 εκατομμύρια το 1960) παράλληλα όμως αυξήθηκε και ο παγκόσμιος πληθυσμός από 3 σε 7 δισεκατομμύρια με αποτέλεσμα το ποσοστό μετανάστευσης να παραμένει σταθερό.
Η παγκόσμια μετανάστευση δεν έχει εντατικοποιηθεί αλλά έχουν διευρυνθεί οι προορισμοί, κάτι που μπορεί να εξηγηθεί γεωπολιτικά και οικονομικά, καθώς νέες χώρες στην Ευρώπη, την Ασία ή τον Περσικό Κόλπο προσελκύουν μετανάστευτικό εργατικό δυναμικό ενώ πρώην σοσιαλιστικές δημοκρατίες έχουν πλέον προστεθεί στη λίστα των χωρών υποδοχής.
Οι πρόσφυγες (με βάση τον ορισμό της ‘Υπατης Αρμοστείας) αποτελούν το 8% των μεταναστών ενώ η συντριπτική τους πλειοψηφία (περίπου το 90%) δεν βρίσκεται στην Ευρώπη ή τον Καναδά και τις ΗΠΑ, αλλά στις γειτονικές τους χώρες. Για παράδειγμα η πλειοψηφία των Σύριων προσφύγων εξακολουθεί να βρίσκεται στον Λίβανο, την Ιορδανία ή την Τουρκία, η πλειοψηφία των Αφγανών είναι στο Πακιστάν ή το Ιράν ενω στην αφρικανική ήπειρο η Κένυα, η Ουγκάντα, ο Νίγηρας και το Τσαντ φιλοξενούν πολύ μεγάλους αριθμούς προσφύγων εκ των οποίων ένα ελάχιστο ποσοστό θα καταφέρει κάποτε να φτάσει στην Ευρώπη.
Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία, στα μέσα της δεκαετίας του 1990 οι πρόσφυγες αποτελούσαν το 0,5% του πληθυσμού της Ευρώπης, το 2014 το ποσοστό μειώθηκε στο 0,2% για να φτάσουμε μετά τον πόλεμο της Συρίας και τα κύματα προσφύγων να έχουμε από τα 508 εκατομμύρια Ευρωπαίων το 0,4% να είναι πρόσφυγες. Πολύ μικρό ποσοστό αν αναλογιστούμε ότι στo Λίβανο το 25% του πληθυσμού είναι πλέον πρόσφυγες ενώ στην Ιορδανία ένας στους 20 κατοίκους είναι Σύριος ή Ιρακινός πρόσφυγας.
Ακούμε συχνά, απο πολιτικούς και τεχνοκράτες που θέλουν να δείξουν το ανθρωπιστικό τους ενδιαφέρον, ότι ναι μεν κλείνουν τα σύνορα αλλά παράλληλα στέλνουν αναπτυξιακή βοήθεια στις χώρες προέλευσης ώστε να χτυπήσουν τις αιτίες και να σταματήσουν τις ροές. Αυτό αποτελεί ίσως την πιο διαστρεβλωμένη -αλλά παράλληλα και την πιο διαδεδομένη- άποψη περί μετανάστευσης καθώς πρόκειται για μια εύκολη επικοινωνιακά λύση που βοηθάει να καθησυχάζονται οι συνειδήσεις μπροστά στις εικόνες των απελάσεων και των πνιγμένων.
Η πραγματικότητα όμως είναι πολύ πιο περίπλοκη και αυτή η άποψη δεν είναι παρά η μισή αλήθεια. Έρευνες στην Ασία και την Λατινική Αμερική έχουν δείξει ότι από το 1990 η οικονομική ανάκαμψη οδήγησε σε μεγαλύτερα ποσοστά μετανάστευσης. Την ίδια τάση πιστοποιεί και το ερευνητικό πρόγραμμα Μετανάστευση ως Ανάπτυξη του Πανεπιστημίου του Άμστερνταμ αλλά και του Ινστιτούτου Μεταναστευτικής Πολιτικής του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, όπου η σχέση μεταξύ οικονομικής ανάπτυξης και μετανάστευσης είναι άμεση: όσο πιο θετική είναι η ανάπτυξη μιας χώρας και μεγαλύτερη η πρόσβαση στην εκπαίδευση για τον πληθυσμό, τόσο μεγαλύτερα είναι και τα ποσοστά που μεταναστεύουν.
Η απόλυτη φτώχεια παγιδεύει τους ανθρώπους. Δεν μπορούν να συγκεντρώσουν τα χρήματα που απαιτώνται, δεν έχουν πρόσβαση στην πληροφορία αλλά ούτε και δυνατότητα μετακίνησης. Σε κάποιες περιπτώσεις θα καταφύγουν ίσως σε γειτονικές χώρες (όπως για παράδειγμα συμβαίνει με την κρίση της Μπόκο Χαραμ στην περιοχή της λεκάνης της λίμνης του Τσαντ), θα πέσουν θύματα εμπορίας σε ντόπια κυκλώματα αλλά ελάχιστοι θα επιχειρήσουν μακρινό ταξίδι.
Τα μεγαλύτερα ποσοστά μεταναστών αυτή τη στιγμή προέρχονται από χώρες μεσαίου εισοδήματος, όπως η Τουρκία, οι Φιλιππίνες, το Μεξικό, το Μαρόκο. Όσο αναπτύσσεται η μεσαία τάξη σε μια χώρα, τόσο αυξάνεται και η δυνατότητα, η γνώση αλλά και η επιθυμία για μετανάστευση. Αυτό δεν αλλάζει βέβαια το γεγονός ότι ένας μετανάστης μπορεί να διώκεται στη χώρα του, μπορεί να χρήζει διεθνούς προστασίας, μπορεί να μην έχει τη δυνατότητα να βρεί δουλειά και να μην μπορεί να προσφέρει τα βασικά στην οικογένειά του. Οπότε και η μοναδική του επιλογή, παραμένει το να φύγει.
Οι λόγοι για τους οποίους κάποιος μεταναστεύει είναι πολύπλοκοι και διαφορετικοι, και δεν υπάρχει μια μαγική συνταγή για να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο. Σύμφωνα με έρευνα του οικονομολόγου Michael Clemens η μετανάστευση φαίνεται να μειώνεται μόνο όταν το κατά κεφαλήν εισόδημα φτάσει τα 8.000 δολάρια το χρόνο (πάντα ανάλογα με τις ειδικές κοινωνικοπολιτικές συνθήκες), κάτι όμως που δεν ισχύει για τις περισσότερες «χώρες του τρίτου κόσμου».
Οι κυβερνήσεις των δυτικών χωρών επιθυμούν από τη μια μεριά να μειώσουν την μετανάστευση αλλά παράλληλα συμμετέχουν έμμεσα ή άμεσα σε εμπόλεμες διαμάχες σε τρίτες χώρες. Την ίδια στιγμή οι εφαρμοζόμενες πολιτικές στις ίδιες τους τις χώρες έχουν ως αποτέλεσμα να χάνονται σταδιακά τα εργατικά δικαιώματα και οι κατακτήσεις χρόνων, η «ευέλικτη εργασία» να γίνεται καθεστώς, να γίνονται περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις και η οικονομική ανάπτυξη να γίνεται εις βάρος των πιο αδύναμων κοινωνικών στρωμάτων. Όταν οι πολιτικές αυτές γίνονται πράξη είναι υποκριτικό να ζητάμε μείωση της μετανάστευσης καθώς αυξάνουν την ανάγκη για εισαγόμενο εργατικό δυναμικό που θα προσαρμοστεί πιο «εύκολα» και αδιαμαρτύρητα στις νέες συνθήκες.
Η μετανάστευση δεν μειώνεται με κλείσιμο συνόρων (αυτό απλά αυξάνει τους κινδύνους για τους ανθρώπους και ευνοεί τα κυκλώματα) ούτε με αναπτυξιακή βοήθεια στις χώρες προέλευσης χωρίς καμία άλλη μέριμνα. Εύκολες και γρήγορες λύσεις δεν υπάρχουν. Χρειάζεται μια σοβαρή στρατηγική σε βάθος χρόνου όπου η μεταναστευση θα αποτελεί μέρος της και παράλληλα η γενναία παραδοχή των νομοθετών και των πολιτικών ότι ζούμε σε έναν κόσμο αυξημένης κινητικότητας, για οποιοδήποτε λόγο και αν συμβαίνει αυτό.
Η μεταναστευση αποτελεί μέρος της συνεχούς εξέλιξης και ανάπτυξης μιας κοινωνίας τόσο στις χωρες προέλευσης όσο και υποδοχής. Οφείλουμε να την δούμε όχι ως απόκλιση απο την κανονικότητα αλλά ως ίδιον της ανθρώπινης φύσης.