Εισαγωγή: Ο όρος «επιτέλεση» (performance) στις σύγχρονες «επιτελεστικές σπουδές» (performance studies)

Πρόκειται για τον βασικό όρο των λεγόμενων «επιτελεστικών σπουδών», όπως μεταφράζονται στα ελληνικά οι «performance studies». Οι τελευταίες μελετούν κατ’ αρχήν καλλιτεχνικά και αισθητικά γεγονότα με το στοιχείο της περφόρμανς, όπως λ.χ. μουσικές εκτελέσεις, θεατρικές παραστάσεις, δρώμενα στο μεθόριο πολλών διαφορετικών τεχνών, ή και θρησκευτικές τελετουργίες και θεσμικές ανακηρύξεις. Ο όρος «επιτέλεση», άλλωστε, μεταφράζει βασικά την αγγλική λέξη «performance», προκαλώντας της βέβαια ορισμένες λεπτές σημασιολογικές μετατοπίσεις. (Εναλλακτικές μεταφράσεις θα ήταν το δρώμενο, η εκτέλεση, η τέλεση, η παράσταση, η ερμηνεία, η επίδοση, η απόδοση κ.ά.). Η αιχμή, ωστόσο, των «επιτελεστικών σπουδών» είναι ακριβώς το να δείξουν ότι διαισθήσεις που έχουν αποκτηθεί από τη σπουδή των καλλιτεχνικών δρωμένων μπορούν να επεκταθούν και να εφαρμοστούν και σε άλλες σπουδές, και δη στην πολιτική, την οικονομολογία, τις σπουδές του φύλου (gender studies), την ανθρωπολογία, τη μελέτη των θεσμών κ.ά. Τα καλλιτεχνικά δρώμενα γίνονται έτσι ένα μοντέλο για μια συνολική θεώρηση της ανθρώπινης δημιουργικότητας και ιστορικότητας, όπως, αντίστοιχα, σε άλλες εποχές παρόμοιο μοντέλο είχε γίνει λ.χ. η ψυχολογία, η φιλοσοφία ή η θεολογία (ή και οι θετικές επιστήμες σε περιπτώσεις ντετερμινιστικών επιστημονιστικών θεωρήσεων της ανθρώπινης Ιστορίας). Με την έννοια αυτή, η προτεραιότητα της περφόρμανς είναι η ίδια ένα χαρακτηριστικό της εποχής μας, της μετανεωτερικότητας ή ύστερης νεωτερικότητας, ανάλογα με το πώς θέλουμε να την ονομάσουμε.

Επομένως, η έννοια της επιτέλεσης (performance) έχει ένα ευρύτερο φιλοσοφικό και θεωρητικό ενδιαφέρον και τίθεται από κοινού με τη συγγενή έννοια της «επιτελεστικότητας» (performativity), δηλαδή της δυνατότητας να έχει κάτι επιτελεστική λειτουργία. Με τη διασύνδεση επιτέλεσης και επιτελεστικότητας βρισκόμαστε λιγότερο στα νερά της τέχνης και περισσότερο στα νερά της φιλοσοφίας και της γλωσσολογίας και θα χρειαστεί να εξηγηθούμε εδώ λίγο παραπάνω για να είναι κατανοητό το πλαίσιο της μετέπειτα ανάγνωσής μας. Η επιτελεστικότητα ανήκει στη λεγόμενη «γλωσσολογική στροφή» της Φιλοσοφίας. Κάπως σχηματικά η Ιστορία της Φιλοσοφίας έχει τρεις μεγάλες περιόδους: α) Τη στροφή προς την οντολογία και  το είναι «έξω» μας (αρχαιότητα, Μεσαίωνας)• β) Τη στροφή προς την εσωτερική υποκειμενικότητα (νεωτερικότητα με ορόσημα τον Descartes και τον Kant)• γ) Τη στροφή προς τη γλώσσα και προς το πώς συγκροτούν τα γλωσσικά σημαίνοντα τον κόσμο μας (ύστερη νεωτερικότητα). H γλωσσολογική στροφή στη φιλοσοφία αρχίζει κυρίως με τον Ludwig  Wittgenstein (προδρομικά και με τον Friedrich Nietzsche) και σηματοδοτεί μία ακόμη μεγαλύτερη υποψία έναντι της οντολογίας. Αν, δηλαδή, στην αρχαία και μεσαιωνική φιλοσοφία ερευνούσαν το Είναι καθ’ εαυτό και στη νεωτερική το Είναι ως κατασκευασμένο από την ανθρώπινη υποκειμενικότητά μας, στην ύστερη νεωτερικότητα ερευνούμε όχι μόνο το Είναι αλλά και την ίδια την υποκειμενικότητά μας ως μια κατασκευή της γλώσσας που χρησιμοποιούμε. Εδώ εισέρχεται η έννοια της επιτελεστικότητας, η οποία ξεκινάει από μία διάκριση που κάνει ο John L. Austin ανάμεσα σε περιγραφικές και επιτελεστικές προτάσεις. Οι περιγραφικές προτάσεις απλά διαπιστώνουν κάτι, όπως λ.χ. ότι «βρέχει». Οι επιτελεστικές προτάσεις προκαλούν κάτι καινούργιο, το «επιτελούν», όπως όταν λ.χ. ένας αξιωματικός διατάζει «πυρ» ή ένας ιερέας ανακηρύσσει ένα ζευγάρι σε ανδρόγυνο. Οι επιτελεστικές προτάσεις αποτελούν λεκτικά ενεργήματα, είναι «γλωσσικές πράξεις» (speech acts).(1)

Αν και η διάκριση μεταξύ περιγραφικών και επιτελεστικών προτάσεων μπορεί να είναι τυπικά ορθή, ωστόσο η διαισθητική αιχμή της έγκειται στο ότι κατά βάθος όλες οι προτάσεις είναι επιτελεστικές, συμπεριλαμβανομένων και των τυπικώς θεωρούμενων ως «περιγραφικών». Οι περιγραφές δεν είναι παρά παγιωμένες επιτελέσεις, όπως, θα μπορούσαμε να πούμε με νιτσεϊκό τρόπο, ότι οι κυριολεξίες δεν είναι παρά απολιθωμένες μεταφορές. Η ίδια η υφή της γλώσσας και των σημαινόντων της είναι επιτελεστική. Όταν λ.χ. πούμε, περιγραφικά υποτίθεται, ότι κάποιος είναι «Έλληνας», κατά βάθος τον επιτελούμε ως Έλληνα. Ένα διαφορετικό σημαίνον, λ.χ. το σημαίνον «Ρωμιός» ή «Γραικός», θα επιτελούσε το ίδιο υποκείμενο με διαφορετικό τρόπο. Παρομοίως, όπως μας έμαθε ο Michel Foucault, είναι διαφορετική η επιτέλεση που συμβαίνει στη νεωτερικότητα με το σημαίνον «ομοφυλόφιλος», το οποίο κατασκευάζει μια ειδική κατηγορία ανθρώπων που έχουν, υποτίθεται, μία σταθερή ταυτότητα, από άλλα σημαίνοντα που είχαν χρησιμοποιηθεί στην αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα, τα οποία ονομάτιζαν πρακτικές χωρίς να φτάνουν στη δήλωση ολοκληρωμένης πάγιας ταυτότητας. Στην ύστερη νεωτερικότητα, άλλωστε, ολοένα και περισσότερα γλωσσικά σημαίνοντα επιτελούν το φύλο με νέους τρόπους.

Εν κατακλείδι, η επιτελεστικότητα είναι ένας όρος περισσότερο φιλοσοφικός και γλωσσολογικός που σημαίνει το πώς η γλώσσα με τα σημαίνοντά της επιτελεί πράξεις και κατασκευάζει ταυτότητες και οντότητες. Η έννοια της επιτελεστικότητας έχει μία έντονη αντιουσιοκρατική αιχμή: Επιδιώκει μια αλλαγή της συζήτησης, μια αλλαγή του «γηπέδου που παίζεται η μπάλα». Δεν μας ενδιαφέρουν πλέον οι υποτίθεται σταθερές ουσίες ή ταυτότητες, ούτε καν η βαθύτητα της υποκειμενικής ενδοσκόπησης με την οποία αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας ως ανήκοντα σε μία ταυτότητα. Μας ενδιαφέρει το γλωσσικό παίγνιο, ήτοι μας ενδιαφέρει το πώς οι θεωρούμενες ουσίες ή ταυτότητες κατασκευάζονται από επιτελεστικά γλωσσικά σημαίνοντα, αλλά και πώς μπορούν στο μέλλον να τροποποιηθούν από νέα γλωσσικά σημαίνοντα που θα αλλάξουν και πάλι τον τρόπο της συζήτησης. Ταυτοχρόνως, όμως, η επιτελεστικότητα (performativity) μέσα από τη διασύνδεσή της με την επιτέλεση (performance) οδηγεί σε μία νέα εκδοχή της σκέψης, όπου η σκέψη ομοιάζει περισσότερο με ένα δρώμενο και δη με μία καλλιτεχνική πράξη ή εκτέλεση. Όταν σκεφτόμαστε, κατά βάση μιλάμε, και όταν μιλάμε, είναι σαν να χορεύουμε, να παίζουμε θέατρο ή να κάνουμε μια θρησκευτική τελετουργία. Στις επιτελεστικές σπουδές γλωσσολογία και τέχνη συνδέονται και το αποτέλεσμα είναι ότι η σκέψη η ίδια φεύγει από την προσπάθεια να αδραχθούν ακίνητες ουσίες και γίνεται η ίδια ένα παιχνίδι, μία παντομίμα ή μία λιτανεία.

(Παρεμπιπτόντως, στα αγγλικά το γλωσσικό σημαίνον «performance» επιτελεί περισσότερο αυτή τη διασύνδεση της γλώσσας με την τέχνη. Στην ελληνική μετάφραση ως «επιτέλεση» χάνεται εν μέρει η συγκεκριμένη διασύνδεση της γλώσσας με την καλλιτεχνική περφόρμανς, πλην κερδίζεται η κατανόηση της γλώσσας ως ενεργητικής και πραξιακής σε ένα περισσότερο αφηρημένο φιλοσοφικό πλαίσιο. Εντέλει, θα λέγαμε δίκην ινσέψιο, το πώς μεταφράζει κανείς τη λέξη «performance» στα ελληνικά είναι το ίδιο μια σημαντικότατη επιτέλεση. Εναλλακτικές μεταφράσεις, όπως το δρώμενο, η εκτέλεση, η τέλεση, η παράσταση, η ερμηνεία, η και η επίδοση και η απόδοση επιτελούν καθεμία με διαφορετικό τρόπο το τι σημαίνει η περφόρμανς και η γλώσσα ως περφόρμανς. Λ.χ. ο όρος «επιτέλεση» επιτελεί ακριβώς το ότι το γλωσσικό σημαίνον δεν είναι μια «παράσταση» ή «αναπαράσταση» μιας προϋπάρχουσας ουσίας, αλλά κάτι που επιτελεί την «ουσία» αυτή για πρώτη φορά).

Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι η μεταφορά των «επιτελεστικών σπουδών» στην πολιτική υποκειμενοποίηση ως προέκταση της φιλοσοφίας και της γλωσσολογίας. Μπορούμε εδώ για χάρη συντομίας να ξεχωρίσουμε τη σκέψη του Louis Althusser, ο οποίος μιλά για το πώς το υποκείμενο συγκροτείται μέσα από την έγκλησή του (interpellation) (2) από τον κυρίαρχο λόγο. Αυτό σημαίνει ότι το υποκείμενο δεν είναι αυτοαναφορικό και αυτοκαθοριζόμενο, όπως στο καρτεσιανό κόγκιτο, αλλά ακριβώς υπο-κείμενο, με την ετυμολογική σημασία, και εν προκειμένω υπο-κείμενο ή και υπ-ήκοος σε έναν κυρίαρχο λόγο, ο οποίος απευθύνει σε αυτό μια έγκληση με τη νομική σημασία της κατηγορίας. Η οπτική του Althusser ανοίγει τον δρόμο για να θεωρηθούν τα στοιχεία της «ταυτότητάς» μας ως μέρος ενός διαλόγου ή μιας διαλεκτικής μεταξύ της εξουσίας και των υπ-ηκόων της. Λ.χ. ακόμη και σημαίνοντα που αφορούν το φύλο, τη φυλή, το έθνος, την εθνότητα κ.ο.κ. θεωρούνται ως κατηγορίες που εξαπολύονται άνωθεν από το συμβολικό σύστημα μιας κοινωνίας.

Το καίριο είναι πώς η Judith Butler προώθησε τη θεωρία του Louis Althusser στην κατεύθυνση των επιτελεστικών σπουδών. Η Butler επιμένει κατ’ εξοχήν στο πώς το υποκείμενο αφού συγκροτηθεί από τον κυρίαρχο λόγο έχει στη συνέχεια τη δυνατότητα να διαπραγματευτεί τα σημαίνοντα της έγκλησης και να τα τροποποιήσει.(3) Οπότε αφενός δεν μπορούμε να έχουμε την αφελή ψευδαίσθηση ότι αυτό-ορίζουμε τον εαυτό μας, αλλά αφετέρου δεν είμαστε και έρμαια ενός γραμμικού ντετερμινισμού που μας ορίζει άπαξ και διαπαντός. Το καίριο είναι ότι τόσο η έγκληση από τον κυρίαρχο λόγο, όσο και η διαπραγμάτευση και τροποποίηση των γλωσσικών σημαινόντων αποτελούν επιτελέσεις. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει μια ουσία λ.χ. του άνδρα, της γυναίκας, του ομοφυλόφιλου, του Έλληνα, του λευκού, του «μαύρου» κ.ο.κ. Αυτό που υπάρχει είναι αφενός μια δυναμική επιτέλεση από την εξουσία και αφετέρου μια εξίσου δυναμική επαν-επιτέλεση από το υπο-κείμενο που συγκροτείται αλλά και εν ταυτώ ανταποκρίνεται στο σημαίνον της εξουσίας. Το υποκείμενο έχει στη διάθεσή του απεριόριστους τρόπους να διαπραγματευτεί τα κυρίαρχα σημαίνοντα και να επιτελέσει μία νέα ταυτότητα. Μπορεί λ.χ. να ταυτιστεί με το κυρίαρχο σημαίνον, αλλά μπορεί και να υπερταυτιστεί, υπονομεύοντας εκ των ένδον το κυρίαρχο σημαίνον με τη γελοιοποίησή του, μπορεί να αρνηθεί διαλεκτικά την έγκληση ή μπορεί και να την αναλάβει ειρωνικά για να την υπονομεύσει και πάλι με καυστικό τρόπο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο όρος «queer», ο οποίος χρησιμοποιείτο ενάντια στην ΛΟΑΤ κοινότητα από τον κυρίαρχο ετεροκανονιστικό λόγο, τον οποίο, όμως, στη συνέχεια η ίδια η ΛΟΑΤ κοινότητα, -ένα μέρος της τουλάχιστον-, ανέλαβε και οιονεί «πανηγύρισε» πάντα με σκοπό να υπονομεύσει εκ των ένδον την πατριαρχική διπολική και διχοτομική σκέψη. Το σίγουρο είναι ότι στη σκέψη της Butler, οι σπουδές του φύλου συναντούν τις σπουδές της επιτέλεσης και κατά μία έννοια και την τέχνη εν γένει. Το υποκείμενο που διαπραγματεύεται το φύλο του κάνει μία κίνηση καλλιτεχνική, είναι σαν να μετέχει σε ένα δρώμενο, έναν μίμο με περιθώρια αυτοσχεδιασμού, μια χορογραφία ή μια τελετουργική μυσταγωγία. Αν ο υπαρξισμός παλαιότερα είχε με μια αντι-ουσιοκρατική αιχμή αναδείξει την ηθική ως καλλιτεχνική πράξη, οι επιτελεστικές σπουδές αναδεικνύουν ως καλλιτεχνική πράξη την ίδια την ταυτότητα του υποκειμένου μας, ακόμη και στις συμβατικά θεωρούμενες ως «φυσικές» ιδιότητες.

Στο σημείο αυτό οφείλουμε να πούμε ότι η επιτελεστικότητα είναι μεν μια έννοια- εργαλείο για να κατανοήσουμε σε βάθος ορισμένα ανθρωπολογικά φαινόμενα. Είναι, όμως, η ίδια και ένα σύμπτωμα της κοινωνίας της ύστερης νεωτερικότητας. Γεγονός που καθιστά τις «επιτελεστικές σπουδές» ένα μέσο ανα-στοχασμού της εποχής μας. Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το πώς λειτουργεί ο σύγχρονος χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός, όπου κατ’ εξοχήν οι συμβατικά θεωρούμενες ως «περιγραφικές» προτάσεις είναι εντέλει επιτελεστικές. Όταν λ.χ. οι οικονομολόγοι «περιγράφουν» την οικονομική κατάσταση μιας χώρας ή ένας οίκος αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας τη βαθμολογεί, αυτό προκαλεί τεράστιο αντίκτυπο, εξ ου και είναι σημαντικότατη η «επιτελεστική αισιοδοξία», το να προωθούμε, δηλαδή, λ.χ. ένα ανύπαρκτο «σαξές στόρι» ως μέσο για να συμβεί όντως αυτό, ενώ, αντιστρόφως, μια κακή βαθμολόγηση μπορεί να καταρρακώσει μία οικονομία κ.ο.κ. Όχι τυχαία, στην ψυχολογία υπάρχει επίσης μια έμφαση στην «επιτελεστική αισιοδοξία», όπου άνθρωποι καλούνται να «πιστέψουν» στην αξία τους, ώστε επιτελεστικά όντως να την αποκτήσουν. Η έννοια της επιτελεστικότητας είναι, φαίνεται, ένα σημείο συνάντησης του ψυχολογισμού και του οικονομισμού που χαρακτηρίζουν τον καπιταλισμό της ύστερης νεωτερικότητας. Το ερώτημα είναι αν, στην αντιουσιοκρατική αιχμή της, η επιτελεστικότητα μπορεί να είναι επίσης ένα πρόταγμα χειραφετητικής δράσης σε μια εποχή, όπως η δική μας, υποψιασμένη για την αδυνατότητα του πλήρους αυτοπροσδιορισμού, αλλά και επιθυμούσα μια μεγαλύτερη συναρμογή τέχνης και πολιτικής.

Είναι η απομόνωση το «θανάσιμο αμάρτημα» της εποχής μας;

Ύστερα από την σηματοδότηση αυτή του πλαισίου, όπου χρησιμοποιείται η έννοια της επιτέλεσης, θα θέλαμε να εξετάσουμε ένα συγκεκριμένο σημαίνον και τους τρόπους που αυτό ακριβώς επιτελείται στην εποχή μας, ήτοι το σημαίνον της απομόνωσης. Θα φέρουμε ως παράδειγμα τη χώρα που θεωρείται ως η κατ’ εξοχήν «απομονωμένη» στον κόσμο, ήτοι τη Βόρεια Κορέα. Η ανάγνωσή μας είναι ότι το σημαίνον της «απομόνωσης» είναι αυτό που κατ’ εξοχήν εκπορεύεται σήμερα από τον κυρίαρχο εξουσιαστικό λόγο, γεγονός που οδηγεί σε πολύ ιδιαίτερες επιτελέσεις αυτούς στους οποίους αποδίδεται η ταμπέλα του «απομονωμένου», επιτελέσεις που παρουσιάζουν ένα ευρύ φάσμα από αυτή της προσπάθειας απόκρουσης του χαρακτηρισμού, έως αυτή της ανάληψης ή και της υπερταύτισης. Η αρχική μας διερώτηση είναι αν αυτός ο χαρακτηρισμός του «απομονωμένου» είναι το κατ’ εξοχήν κακόσημο σημαίνον, το κατ’ εξοχήν αποτρόπαιο και βδελυκτό χαρακτηριστικό σήμερα και η απάντησή μας θα ήταν καταφατική. Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης έχουν χαθεί οι α πριόρι κάθετες ιεραρχικές διαστρωματώσεις, δίνοντας τη θέση τους σε έναν οριζόντιο κόσμο, όπου η διαφορά είναι κυρίως μεταξύ των συσπειρωμένων και των απομονωμένων. Υπάρχουν ασφαλώς πάντα οι ισχυροί και οι αδύναμοι, αλλά η διαφορά τους έγκειται ακριβώς στο ποιος έχει τη δύναμη να συσπειρώσει γύρω του τους πολλούς και να καταστήσει πρώτος μοναχικό τον άλλο.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο όρος που κατ’ εξοχήν χρησιμοποιείται από τους ισχυρούς είναι η έκφραση «διεθνής κοινότητα». Η τελευταία θα έπρεπε να σημαίνει διαπιστωτικά το σύνολο των κρατών, εντέλει, όμως, κάποια κράτη είναι περισσότερο «διεθνής κοινότητα» από άλλα κράτη, και το παίγνιο της ισχύος σήμερα έγκειται ακριβώς στο ποιος ορίζει το ποιος ανήκει στη λεγόμενη «διεθνή κοινότητα» και ποιος όχι. Εντέλει, ο όρος «διεθνής κοινότητα» έχει και μία υπόρρητη αξιολογική χροιά, όπως στην αρχαία φιλοσοφία ο όρος «ον». Αν και όλοι θα μπορούσαν να ανήκουν κατ’ αρχήν στη διεθνή κοινότητα, εντέλει φαίνεται σαν να υπάρχει μια διαβάθμιση στο πόσο «διεθνής κοινότητα» είναι κάποιος, ανάλογα με το πόσο συσπειρωμένος ή απομονωμένος είναι. Τον όρο «διεθνής κοινότητα» τον χρησιμοποιούν περισσότερο δυτικά κράτη ανήκοντα στο ΝΑΤΟ σε μια προσπάθεια να περάσουν το μήνυμα ότι ηγούνται του παγκοσμιοποιημένου κόσμου και ότι όποιος ακολουθεί τη μονοτροπία της συσπείρωσής τους επιβραβεύεται, ενώ όποιος αντιστέκεται σε αυτήν τιμωρείται. Και είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι για όποιον θέλουν να δακτυλοδείξουν ως αντίπαλο οι ηγέτιδες δυτικές δυνάμεις χρησιμοποιούν τον χαρακτηρισμό του «παρία» ή του «απομονωμένου». Παρόμοιες εκφράσεις σημαίνουν εν ταυτώ ότι κάποιος είναι αδύναμος και ότι είναι ηθικά κακός. Ο απομονωμένος είναι ο bad guy και θα λέγαμε ότι ο όρος «διεθνής κοινότητα» έχει κατ’ εξοχήν σήμερα έναν χαρακτήρα «βιοπολιτικής» βίας: Εφόσον λαμβάνει χώρα ο υπαινιγμός ότι η διεθνής κοινότητα οιονεί ταυτίζεται ή θα έπρεπε να ταυτίζεται με την παγκοσμιοποιημένη ανθρωπότητα, όποιος δεν ανήκει στη διεθνή κοινότητα είναι σαν να μην ανήκει στην ανθρωπότητα, σαν να χάνει την ανθρωπινότητά του, καθιστάμενος ένας homo sacer, κατά την έκφραση του Giorgio Agamben, που μπορεί ο οποιοσδήποτε να τον βρει και να τον σκοτώσει.(4) Είναι χαρακτηριστικό το πώς ορισμένοι ηγέτες κρατών πρώτα ανακηρύσσονται «απομονωμένοι» και στη συνέχεια προγράφονται ως στόχοι «θεμιτών» δολοφονιών έναντι χρηματικού αντιτίμου. Ο απομονωμένος δεν αξίζει να ζει πλέον, η έξοδός του από τη «διεθνή κοινότητα» μπορεί να επιφέρει και την έξοδό του από την ίδια τη ζωή.

Το ενδιαφέρον είναι ότι ειδικά το καθεστώς της Βόρειας Κορέας έχει αναλάβει τον χαρακτήρα του «απομονωμένου» που του έχει αποδοθεί. Έχει σπάσει τους δεσμούς του με τα οράματα ενός κομμουνιστικού διεθνισμού και έχει στηριχθεί σε ένα τριπλό δόγμα που περιλαμβάνει τη Juche, δηλαδή την πολιτική της αυτάρκειας, τη Songun, δηλαδή τη στρατιωτική προτεραιότητα, και την Byungjin, δηλαδή την πυρηνική και οικονομική ανάπτυξη. Τα τρία είναι αλληλένδετα: Η αυτάρκεια (Juche) είναι η πρώτη προτεραιότητα ενός καθεστώτος, που το χαρακτηρίζει η δυσπιστία ακόμη και προς τη Ρωσία και την Κίνα που θα μπορούσαν να είναι δυνητικοί του σύμμαχοι. Ο μιλιταριστικός χαρακτήρας (Songun) μιας χώρας, όπου η στρατιωτική θητεία διαρκεί δέκα χρόνια και επηρεάζει δραματικά τη ζωή του πληθυσμού, λ.χ. το πώς οι Βορειοκορεάτες περνάνε τη νεότητά τους, πώς παντρεύονται κ.ο.κ., έχει ως σκοπό ακριβώς να προστατεύσει την αυτάρκεια, καθιστώντας υπερβολικά οδυνηρή για τον αντίπαλο οποιαδήποτε επέμβαση, λόγω δυνατότητας αντισταθμιστικών ενεργειών. Και η ανάπτυξη πυρηνικών όπλων αποσκοπεί στη διαιώνιση αυτής της απομόνωσης, στο απόλυτο και διηνεκές μπετονάρισμα του καθεστώτος. Η δυνατότητα που ενδεχομένως μπορεί να παράσχει η απόκτηση πυρηνικών όπλων για την αποτροπή εχθρικών επιθέσεων θα μπορούσε να μετατρέψει τη Βόρεια Κορέα σε ένα αιώνιο μουσείο μιας κοινωνίας με διαφορετικά χαρακτηριστικά από τη μονοτροπία του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Πρόκειται για μια παράξενη εξέλιξη που προκαλεί η πυρηνική τεχνολογία, να έχουμε πλέον ζωντανά μουσεία διαφορετικών περιόδων της Ιστορίας που διατηρούνται χάρη στη δύναμη που τους παρέχει ο πυρηνικός οπλισμός να αποτρέπουν εχθρικά χτυπήματα και να διασώζονται στην απομόνωσή τους. Το παράδειγμα της Βόρειας Κορέας είναι βεβαίως ενδιαφέρον και για έναν άλλο λόγο: Ο αρκετά τεχνητός τρόπος με τον οποίο ορίστηκε μεταπολεμικώς ότι από έναν γεωγραφικό παράλληλο και πάνω ο λίγο πολύ ίδιος λαός θα είναι κομμουνιστές, ενώ από το ίδιο σημείο και κάτω θα είναι καπιταλιστές, δεν αποτελεί ένα έξοχο παράδειγμα της επιτελεστικής κατασκευασιοκρατίας που χαρακτηρίζει την ύστερη νεωτερικότητα;

Η παρούσα κατάσταση βεβαίως της Βόρειας Κορέας αποτελεί συνέπεια συνθηκών που αρχίζουν με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, καθώς ήταν από την τελευταία που η Βόρεια Κορέα αντλούσε το μεγαλύτερο μέρος των σιτηρών και των καυσίμων της. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τον αποκλεισμό της από τις διεθνείς χρηματαγορές είχε ως αποτέλεσμα η Βόρεια Κορέα να γνωρίσει έναν τραγικό λιμό κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 με εκατοντάδες χιλιάδες θύματα. Οι δυτικές χώρες επέλεξαν να χρησιμοποιήσουν τη σιτοδεία ως μέσο πολιτικής πίεσης για την ανατροπή του καθεστώτος. Το τέλος του φριχτού λιμού προς τα τέλη της δεκαετίας του 1990 βρήκε το καθεστώς να επιζεί, αντίθετα προς τις προσδοκίες των δυτικών, και να μπετοναρίζεται ακόμη περισσότερο, αν και η εμπειρία των χιλιάδων θανάτων έπληξε καίρια την εμπιστοσύνη των πολιτών προς αυτό και τους ώθησε στην αναζήτηση εναλλακτικών τακτικών επιβίωσης, συχνά με την ανοχή του ίδιου του καθεστώτος. Παρόμοιες οδυνηρές συνέπειες από την κατάρρευση του σοβιετικού μπλοκ, αλλά και η υπέρβαση των πιο θανάσιμων από αυτές, οδήγησαν τη Βόρεια Κορέα σε μια μοναχική πορεία, όπου μπορεί να στραφούν προς συνεργασία στη Ρωσία, και, ιδίως, την Κίνα, κρατώντας, όμως, αμοιβαία αποστάσεις. Πάνω από όλα σήμαναν το τέλος του όποιου διεθνιστικού χαρακτήρα του κομμουνιστικού οράματος, τον οποίο αντικατέστησε ο γυμνός αγώνας για επιβίωση, επενδύοντας στον μιλιταρισμό. Ορισμένες συνεργασίες, με χώρες, όπως η Συρία, το Ιράν, η Λιβύη, αλλά προς στιγμήν και το Ισραήλ, κινούνταν περισσότερο στη σφαίρα των τακτικών κινήσεων. Σε κάθε περίπτωση, η ένταξη της Βόρειας Κορέας στον «Άξονα του Κακού» από τον George Bush το 2003 έδωσε τον τόνο για τη μετέπειτα πορεία της χώρας.

Επόμενη σημαντική στιγμή είναι ο τρόπος με τον οποίο δολοφονήθηκε ο Muammar Gaddafi, ο ηγέτης που είχε εγκαταλείψει τις όποιες φιλοδοξίες απόκτησης πυρηνικών όπλων και είχε δεχτεί να καταστήσει διαθέσιμο το οπλοστάσιό του. Σε συνδυασμό με αντίστοιχους θανάτους, όπως του Saddam Hussein και του Slobodan Milošević, το δίδαγμα ήταν σαφές ότι ο δρόμος της διαλλαγής δεν οδηγεί πουθενά αλλού από τη φυσική εξόντωση του ηγέτη ενός «απομονωμένου» καθεστώτος.(5) Η πράξη της απομόνωσης που οδηγεί στο να καταστεί ένας ηγέτης εξοντώσιμος «homo sacer», λειτουργεί επιτελεστικά ώστε ένας άλλος ηγέτης να προσπαθήσει να γίνει ακόμη πιο απομονωμένος, ώστε να αποφύγει την εξόντωση. Ο κυρίαρχος λόγος επιδεικνύει τότε αυτάρεσκα πόσο ακόμη πιο απομονωμένος έχει καταστεί ο δεύτερος ηγέτης, με συνέπεια έναν επιτελεστικό κύκλο, όπου ο τελευταίος απαντά με την ανάληψη ακόμη μεγαλύτερης απομόνωσης, εν προκειμένω με την καθοριστική συμβολή της πυρηνικής τεχνολογίας. Στην περίπτωση της Βόρειας Κορέας το ενδιαφέρον είναι ότι ακόμη και ο λαός απανθρωποποίειται από τον κυρίαρχο δυτικό λόγο με μια παρουσίαση των Βορειοκορεατών ως αυτομάτων χωρίς εύλογο συνειρμό συναισθημάτων. Με την παρουσίαση αυτή γίνεται μια προσπάθεια να εμπεδωθεί ένα αίσθημα συλλογικής ευθύνης του βορειοκορεατικού λαού.

Το ενδιαφέρον είναι η συμμετοχή του λαού στη διπλή επιτέλεση. Σε όλες τις περιπτώσεις κυρώσεων της «διεθνούς κοινότητας» έναντι μιας απομονωμένης χώρας, ο λαός συσπειρώνεται γύρω από το απομονωμένο καθεστώς. Οι λόγοι είναι εύκολα προβλέψιμοι και τους περιγράφει γλαφυρά η αυτόπτης Φραγκίσκα Μεγαλούδη: «Κάθε επίσκεψη σε ένα ντόπιο νοσοκομείο ή ορφανοτροφείο έκανε την καρδιά σου να σφίγγεται. Και, παρ’ όλες τις κυρώσεις, δεν είδα ποτέ να λείπουν πολυτελή προϊόντα από τα ακριβά μαγαζιά της πρωτεύουσας. Τα προϊόντα Σανέλ, τα ιταλικά κρασιά, τα εισαγόμενα τσιγάρα, τα ελβετικά ρολόγια γέμιζαν τα ράφια, ενώ τα ακριβά αυτοκίνητα αυξάνονταν καθημερινά στους δρόμους της Πιονγκ Γιανγκ. Η Κίνα, παρ’ όλες τις απειλές της και τους πάντα επιλεκτικούς ελέγχους της, ποτέ δεν εφάρμοζε πλήρως τις απαγορεύσεις της Δύσης. Και έτσι η ελίτ, που υποτίθεται ότι θα ένιωθε τον αντίκτυπο των κυρώσεων αυτών, δεν στερήθηκε ποτέ τίποτα. Και το βορειοκορεατικό πυρηνικό πρόγραμμα συνεχιζόταν χωρίς καμία διακοπή. Οι μόνοι που τελικά πλήρωναν το τίμημα ήταν για άλλη μια φορά οι απλοί πολίτες».(6) Ακόμη και η πιο σκληρή απομόνωση πάντα διαβρώνεται για τις ελίτ, ενώ ο λαός είναι αυτός που υποφέρει από την έλλειψη τροφίμων, καυσίμων και φαρμάκων.

Το τελευταίο είναι και το πιο σημαντικό, καθώς στη Βόρεια Κορέα η έλλειψη φαρμάκων και διαγνωστικών μέσων λόγω των κυρώσεων οδηγούν στην κατακόρυφη αύξηση της μητρικής θνησιμότητας και στην επανεμφάνιση ασθενειών όπως η πνευμονία, η ελονοσία και η φυματίωση, όλα αυτά ενώ μέχρι το 1990 η χώρα είχε ένα λειτουργικό δωρεάν σύστημα υγείας για όλους. Ο αποκλεισμός, όμως, του βορειοκορεατικού λαού οδηγεί σε μία έντονη σύσφιξη των σχέσεων ανάμεσα στους γιατρούς και τους ασθενείς. Σύμφωνα πάλι με τη μαρτυρία της Φραγκίσκας Μεγαλούδη: «Η αφοσίωση των γιατρών της Βόρειας Κορέας έχει πάρει διαστάσεις μύθου στη χώρα. Η εφημερίδα Rodong συχνά εξαίρει την αυταπάρνησή τους, αναφέροντας περιπτώσεις όπου οι γιατροί έδωσαν το αίμα τους οι ίδιοι για τους ασθενείς τους ή ακόμα και μοσχεύματα από το δέρμα τους, όταν χρειάστηκε να κάνουν μεταμόσχευση σε στρατιώτες που είχαν καεί. Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω αν αυτές οι ιστορίες αληθεύουν, όμως, ήδη από τα μέσα του 1940 το Εργατικό Κόμμα της Κορέας και ο KimIl-sung προσωπικά είχε δώσει έμφαση στην ιδέα της αυταπάρνησης και απόλυτης αφοσίωσης στον ασθενή. Στις αρχές του 1960 η ιδέα αυτή απόκτησε και νομική υπόσταση με το «Κίνημα της Αφοσίωσης» στους ασθενείς, όπως αυτό ορίστηκε στο άρθρο 42 του κώδικα της δημόσιας υγείας της χώρας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι Βορειοκορεάτες γιατροί και οι νοσοκόμες, στην κονκάρδα τους, εκτός από το όνομα και τη θέση τους, φέρουν τη λέξη «αφοσίωση» και ένα μικρό κόκκινο σταυρό. Και μπορεί να ακούγεται λίγο θεωρητικό, αλλά καθώς αυτή είναι η φιλοσοφία με την οποία έχουν γαλουχηθεί γενιές γιατρών και νοσοκόμων, και με δεδομένη την πειθαρχία που δείχνουν γενικά οι Βορειοκορεάτες, με ό,τι κι αν καταπιαστούν, πιστεύω ότι υπάρχει μια ιδιαίτερη σχέση μεταξύ των εργαζομένων στον χώρο της υγείας και των ασθενών τους. Και αυτή η ιδιαίτερη σχέση και η αυταπάρνηση βοηθάει ώστε το σύστημα υγείας να προσφέρει ακόμη υπηρεσίες, παρ’ όλη την καταστροφή που έχει υποστεί». (7)

Η αυταπάρνηση των γιατρών συνεχίζεται στην ευρύτερη σχέση τους με τους ασθενείς: «Ακριβώς επειδή τα φάρμακα δεν υπάρχουν, συχνά οι ασθενείς πρέπει να τα προμηθευτούν οι ίδιοι στη μαύρη αγορά- χωρίς ποτέ να είναι σίγουροι ότι αυτό που αγοράζουν είναι όντως κανονικό φάρμακο και όχι κάποια φθηνή απομίμηση από την Κίνα. Σε άλλες περιπτώσεις θα πρέπει να πληρώσουν τον γιατρό, ώστε να τα βρει ο ίδιος μέσω των δικών του επαφών. Αν και κανονικά η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη είναι δωρεάν, συχνά ο μόνος τρόπος για να επιβιώσει ο γιατρός – κυρίως όταν εργάζεται σε κάποια απομακρυσμένη επαρχία- αλλά και για να κρατήσει ανοιχτή την κλινική ή το νοσοκομείο του, είναι να πάρει κάποια αμοιβή από τον ασθενή. Αυτό σε καμιά περίπτωση δεν είναι χρηματισμός ή ανεπίσημη αμοιβή. Συχνά μάλιστα η αμοιβή αυτή δεν είναι καν χρηματική, αλλά έχει τη μορφή ανταλλαγής. Ο γιατρός προσφέρει τις υπηρεσίες του και εξασφαλίζει τα φάρμακα και ο ασθενής θα του δώσει δημητριακά, πουλερικά, τσιγάρα ή ακόμα και ποτά. Είναι ένας τρόπος να μπορέσει να συνεχίσει ο γιατρός το έργο του, όταν το σύστημα διανομής δεν επαρκεί. Πολλοί γιατροί δεν ζητούν προσωπικά ανταλλάγματα, αλλά καλούν τους συγγενείς των νοσηλευομένων να συνεισφέρουν στο φαγητό όλων των ασθενών, όταν τα νοσοκομεία αδυνατούν να το εξασφαλίσουν. Πολλές φορές πάλι οι γιατροί ζητάνε από τους ασθενείς να πληρώσουν τη νοσηλεία ή τα φάρμακα, και με τα χρήματα αυτά εξασφαλίζουν τη λειτουργία του νοσοκομείου, αγοράζουν σώματα θέρμανσης και γεννήτριες και συντηρούν τις εγκαταστάσεις». (8) Η απομόνωση της Βόρειας Κορέας έχει εντέλει ως αποτέλεσμα μια βαθιά αλληλεγγύη γιατρών και ασθενών που ναι μεν παλινδρομούν κατ’ ανάγκην σε αρχαϊκές μορφές ανταλλακτικής οικονομίας, αλλά και γίνονται ένα σώμα αντιμέτωποι με τον θάνατο που παραμονεύει. Γενικότερα οι αρετές των Βορειοκορεατών είναι οι αρετές που περιμένει κανείς από τον απομονωμένο: περηφάνια, αίσθηση αξιοπρέπειας, φιλότιμο, παρέα με στοιχεία, όπως ο συντηρητισμός και ο κοινωνικός πραγματισμός της ανάγκης για επιβίωση.

Το χαρακτηριστικό είναι η διαφορά στους δύο πόλους της απομόνωσης. Οι ισχυροί απομονωτές θεωρούν ότι οι κυρώσεις θα στρέψουν τον λαό εναντίον του καθεστώτος, γιατί θα θεωρηθεί ότι ο ηθικά υπεύθυνος είναι το καθεστώς. Δεν είναι, όμως, οι κυρίαρχοι του blame game (παιχνίδι επίρριψης της ενοχής). Στο εσωτερικό της απομονωμένης χώρας, η ευθύνη για τις κυρώσεις αποδίδεται στις ξένες δυνάμεις και με αυτόν τον τρόπο ένα δικτατορικό καθεστώς έχει τη δυνατότητα να επιρρίψει στον εξωτερικό παράγοντα ακόμη και την κακοδαιμονία που είναι αποτέλεσμα των δικών του εγκληματικών ενεργειών, αποκτώντας άλλοθι για αυτές. Ειδικά οι ακραίες εμπειρίες, όπως των μαζικών θανάτων από λιμό και από έλλειψη φαρμάκων, οδηγούν σε μια αγανάκτηση γενικευμένη προς τον ξένο παράγοντα και σε μια αγέρωχη ανάληψη της απομόνωσης, εν ανάγκη και σε συστοιχία με τον εγχώριο αυταρχικό ηγέτη. Έχοντας ως υπόβαθρο την εμπειρία της πείνας και της αρρώστιας από έλλειψη φαρμάκων, μπορούμε να καταλάβουμε την αντίδραση των Βορειοκορεατών στη γελοιοποίηση του ηγέτη τους από τα δυτικά μήντια. Είναι πολύ ενδιαφέρον ότι τα βορειοκορεατικά μέσα ενημέρωσης δεν κρύβουν αλλά αντιθέτως προβάλλουν τις γελοιοποιήσεις του KimJong-un από τα δυτικά μήντια, ώστε να συσπειρώσουν τον λαό γύρω από το πρόσωπο του χλευαζόμενου ηγέτη. Αυτό γίνεται σε τέτοια έκταση, ώστε να διερωτάται κανείς μήπως κάποιες από τις γελοίες ειδήσεις με θέμα τον KimJong-un έχουν το βορειοκορεατικό επιτελείο από πίσω τους . (9) Θα μπορούσε, δηλαδή, το βορειοκορεατικό καθεστώς να επιστρέφει ασμένως το οριενταλιστικό βλέμμα της Δύσης πάνω του με το να διαχέει φήμες που επιβεβαιώνουν τη γελοία εικόνα του βορειοκορεάτη ηγέτη, ώστε αφού αυτές γίνουν βάιραλ στα δυτικά μήντια, μετά να επιδεικνύονται και πάλι στον βορειοκορεατικό λαό, με σκοπό η πληγωμένη αξιοπρέπεια του τελευταίου να τον ενώνει γύρω από τον ηγέτη.

Θα λέγαμε ότι η επιτέλεση που κάνει η Βόρεια Κορέα έναντι του κυρίαρχου δυτικού λόγου είναι αυτή της υπερταύτισης. H υπερταύτιση (over-identification) είναι μια από τις μορφές επιτέλεσης που χαρακτηρίζονται ως «ανατρεπτική κατάφαση» (subversive affirmation). (10) Σημαίνει ότι ο υποτελής ταυτίζεται καθ’ υπερβολήν με τον ρόλο που του δίνει ο κυρίαρχος, έτσι ώστε τα σημαίνοντα της κυριαρχίας να υπονομεύονται εκ των ένδον. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι έργα τέχνης του λεγόμενου «σοσιαλιστικού ρεαλισμού», όπου οι καλλιτέχνες αναπαρήγαγαν τόσο εμφατικά την κυρίαρχη ολοκληρωτική ιδεολογία, ώστε εντέλει να την υπονομεύουν. Η Βόρεια Κορέα σήμερα επιβεβαιώνει παρομοίως εμφατικά την εικόνα του απομονωμένου και γελοίου ηγέτη που της αποδίδουν οι δυτικοί, έτσι ώστε όχι μόνο να αίρεται η αληθοφάνεια και ο ρεαλισμός αυτής της εικόνας, αλλά, κυρίως, όταν αυτή η εικόνα διαρρέει και στη Βόρεια Κορέα ο λαός να αναλαμβάνει περήφανα την απομόνωση, ή, σε μια πιο ακραία περίπτωση, να αναλαμβάνει ακόμη και τη γελοιότητα. Ο άλλος πόλος της ίδιας νοοτροπίας είναι πάντως, η σαγήνη που ασκεί η Δύση στη Βόρεια Κορέα: Όποιο σημείο της δυτικής ποπ κουλτούρας μπορεί να περάσει μέσα από το φίλτρο των καθεστωτικών μέσων γίνεται συχνά έμμονη ιδέα, σε μια χώρα όπου το να κάθεσαι σε φαστφουντ και να πίνεις αναψυκτικό τύπου κόλα μπορεί να θεωρηθεί (ακόμη!) ως νεωτερισμός και ως αμφισβήτηση της πατριαρχικής κοινωνίας.(11)

Αντί συμπεράσματος

Προσπαθήσαμε να δείξουμε στο κείμενό μας τρόπους με τους οποίους η απομόνωση αποτελεί μία από τις κυρίαρχες επιτελέσεις του παγκοσμιοποιημένου κόσμου μας, τόσο ως ένα σημαίνον του κυρίαρχου λόγου που επιβάλλεται σε λαούς και ανθρώπους, οι οποίοι προγράφονται ως εκτός διεθνούς κοινότητας αναλώσιμοι, είτε ως μια ανάληψη του ίδιου ρόλου από τους απομονωμένους. Μετά από την εγκατάλειψη ενός πολυπολικού κόσμου πολλών Μεγάλων Δυνάμεων σε δυναμική ισορροπία μεταξύ τους, η λεγόμενη «διεθνής κοινότητα» έχει καταστεί στην εποχή μας ένας πλανητικός χρυσαυγίτης, καθώς μια πολυάριθμη ομάδα ισχυρών κρατών την πέφτουν πάντα σε έναν μόνο απομονωμένο αδύναμο, θυμίζοντας τους χρυσαυγίτες που ως μεγάλα μπουλούκια επιτίθενται σε έναν μόνο αδύναμο μετανάστη ή πρόσφυγα. Θα λέγαμε ότι ορισμένα χαρακτηριστικά που προσδιορίζουν τη βορειοκορεατική επιτέλεση είναι τα ακόλουθα:

α) Η επαμφοτερίζουσα σχέση με την Κίνα: Η γειτνίαση με τον μεγάλο ασιατικό γίγαντα κατέστησε δύσκολη μια αμερικανική επέμβαση και έτσι έδωσε χρόνο στη Βόρεια Κορέα να αναπτύξει τον πυρηνικό εξοπλισμό της. Από την άλλη, οι σχέσεις Κίνας και Βόρειας Κορέας χαρακτηρίζονται από αμοιβαία δυσπιστία.

β) Συναφώς, η Βόρεια Κορέα δεν επιχειρεί να ενταχθεί σε μια ευρύτερη ομάδα κρατών με πλατύτερο αξιακό ορίζοντα. Δεν τη δένει λ.χ. ένα κοινό αξιακό σύστημα με τη Ρωσία ή την Κίνα, δύο χώρες που θα μπορούσαν να είναι αντικείμενα αναφοράς της. Δεν διαθέτει πλέον ένα διεθνιστικό κομμουνιστικό αφήγημα. Δεν διαθέτει καν στοιχεία παρόμοια με αυτό που στη Μέση Ανατολή υπήρξε η ιδεολογία του εκκοσμικευμένου σοσιαλιστικού παναραβισμού που έδενε χώρες, όπως λ.χ. το Ιράκ, η Λιβύη και η Συρία. Η Βόρεια Κορέα παρουσιάζει ένα ιδιότυπο αμάγαλμα «σοσιαλιστικού» κρατισμού και εγχώριας ασιατικής θρησκευτικότητας, κομφουκιανικής ή άλλης, με στοιχεία μοιρολατρίας. Συναφώς, η Βόρεια Κορέα είναι μια σπάνια χώρα που δεν προσπαθεί να αποταχθεί τη ρετσινιά του «απομονωμένου», αλλά την αναλαμβάνει αγέρωχα με ένα είδος υπερταύτισης, που προσφέρει στη δυτική οριενταλιστική ματιά τη γελοιότητα που αυτή θέλει να δει, αλλά και τη μορφή του εσωστρεφούς.

δ) Η προσπάθεια της Βόρειας Κορέας για απόκτηση πυρηνικών όπλων κινδυνεύει να την καταστήσει ένα αιώνιο μουσείο, ή, μια αιώνια «κόλαση», δίπλα στον αιώνιο «παράδεισο» της παγκοσμιοποίησης. Ας θυμηθούμε εδώ ότι μια από τις μεσαιωνικές εκδοχές για τη σχέση παράδεισου και κόλασης προβλέπει τα εξής: Οι κολασμένοι είναι αυτοί που «βλέπουν» τους σωσμένους και το βασανιστήριό τους έγκειται ακριβώς στην «άνευ μεθέξεως επίγνωσιν» (κατά την έκφραση του Μαξίμου του Ομολογητού), στο γεγονός δηλαδή ότι επιγιγνώσκουν τα αγαθά των σωσμένων, χωρίς να μπορούν να μετάσχουν σε αυτά. Αντιθέτως, το χαρακτηριστικό των σωσμένων είναι ότι αν και συμβιώνουν με τους κολασμένους σε έναν ενιαίο χώρο, δεν τους βλέπουν, οι κολασμένοι τους είναι αόρατοι ακριβώς για να μην καταστρέψουν τη μακαριότητά τους. Μήπως δεν συμβαίνει το ίδιο με την απομόνωση στην εποχή της παγκοσμιοποίησης; Οι απομονωμένοι είναι αυτοί που «βλέπουν» με κάποιο τρόπο, έστω και τεθλασμένο, τα αγαθά της σωσμένης καπιταλιστικής «διεθνούς κοινότητας» και υποφέρουν από έναν συνδυασμό συναρπαγής αλλά και μνησικακίας για την απομόνωσή τους που τους οδηγεί στην πείσμονα ανάληψη της τελευταίας. Η «κόλαση» σήμερα είναι το fomo (=Fear Of Missing Out), δηλαδή ο βασανισμός και το άγχος ότι θα χάσεις ένα «πάρτι» που συμβαίνει κάπου αλλού και από το οποίο είσαι αποκλεισμένος, όπως για τους μεσαιωνικούς ανθρώπους ήταν ο φόβος ότι θα χάσουν μια μετοχή στον Θεό την οποία γεύονται άλλοι συνάνθρωποί τους. Οι «σωσμένοι», αντιθέτως, της «διεθνούς κοινότητας» γνωρίζουν την ύπαρξη της απομονωμένης Βόρειας Κορέας αλλά δεν τη βλέπουν.

Όντως, αν κάτι εντυπωσιάζει στην περίπτωση της Βόρειας Κορέας είναι ότι δεν υπάρχει γνωστική πρόσβαση σε αυτήν. Οι μαρτυρίες που έχουμε είναι δύο ειδών: Είτε είναι μαρτυρίες αντιφρονούντων που έχουν διαφύγει στη Δύση και παρουσιάζουν μία γκροτέσκα φριχτή εικόνα της πληρωνόμενοι αδρά για αυτό από τα δυτικά Μ.Μ.Ε. Είτε είναι αυτόπτες που έχουν δει μόνο όσα το καθεστώς τους επέτρεψε να δουν, αποκρύπτοντας επιμελώς λ.χ. την ύπαρξη στρατοπέδων συγκέντρωσης για εχθρούς του καθεστώτος ή αποτρόπαιων ειδικών ασύλων για άτομα με ειδικές ανάγκες. Και στις δύο περιπτώσεις η διαμεσολάβηση είτε της καθεστωτικής προπαγάνδας, είτε των δυτικών Μ.Μ.Ε., που εργαλειοποιούν ειδικούς αντιφρονούντες, καθιστά εκ των προτέρων διαμορφωμένο και άρα πλήρως αναξιόπιστο το περιεχόμενο της περιγραφής. Η Βόρεια Κορέα είναι σαν το Πράγμα καθ’ εαυτό του Immanuel Kant που δεν μπορούμε ποτέ να το προσεγγίσουμε παρά μόνο ως εξαρχής διαμεσολαβημένο από τις κατηγορίες μας. Και ορισμένες φορές διερωτάται κανείς τι θα γινόταν αν επαναλαμβάναμε τη φιλοσοφική χειρονομία του Fichte για τον οποίο το Πράγμα ως εξ ορισμού άγνωστο απλά δεν χρειάζεται να υπάρχει, και αν λέγαμε παρομοίως ότι δεν χρειαζόμαστε τη Βόρεια Κορέα ως πραγματικό αντικείμενο αναφοράς, αλλά μπορούμε απλώς να επαναπαυτούμε στις δικές μας α πριόρι κατηγορίες για αυτήν. Με αυτήν την έννοια είναι που η Βόρεια Κορέα μας είναι εξ ορισμού άγνωστη σαν μια λακανική «συστατική εξαίρεση» που στοιχειώνει το συμβολικό της διεθνούς κοινότητας, όπως η κόλαση είναι το αιωνιοποιημένο «μη είναι» που στοιχειώνει ως αόρατο το «αεί είναι» του παραδείσου. Το ενδιαφέρον με τα πυρηνικά όπλα είναι ότι καθιστούν αιώνια αυτήν την κόλαση της απομόνωσης, τον τρόπο υπάρξεως μεταξύ του «είναι» της διεθνούς κοινότητας και του «μη είναι» του hominis sacri.

Το ευρύτερο ερώτημα που τίθεται πέρα από το συγκεκριμένο παράδειγμα της Βόρειας Κορέας είναι ποια θα μπορούσε να είναι μία υπονομευτική επιτέλεση της απομόνωσης γενικότερα, ακόμη και στον δυτικό κόσμο. Αυτό που θα θέλαμε να πούμε είναι ότι η απομόνωση είναι ένα σημαίνον που ένας αντιστασιακός προς την παγκοσμιοποιημένη νεοφιλελεύθερη μονοτροπία της ΤΙΝΑ (There Is No Alternative= Δεν Υπάρχει Εναλλακτική) μπορεί και ίσως θα έπρεπε να αναλάβει. Κάθε πράξη αντίστασης θα έπρεπε να αρχίζει από έναν αντίστροφο «ζεσουισμό» όπου κάποιος θα έλεγε: «δεν είμαι διεθνής κοινότητα». Ειδικά εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κάθε εγχείρημα είτε δημοκρατικής διεκδίκησης είτε ανθρωπιστικής και δίκαιης αντιμετώπισης των προσφύγων κ.ο.κ. δεν μπορεί παρά να αρχίσει από την απομόνωση. Ωστόσο, το ζητούμενο είναι μία επιτέλεση διαφορετική από αυτήν που συμβαίνει στη Βόρεια Κορέα, την οποία περιγράψαμε ως αγέρωχη ανάληψη της απομόνωσης, υπερταύτιση και πανηγυρισμό της, με μέσο τη γειτνίαση με την Κίνα και τον πυρηνικό εξοπλισμό που μπορεί να απολιθώσει εσαεί μία δεδομένη κατάσταση. Το ζητούμενο είναι η επιτέλεση της απομόνωσης να είναι απλώς μία στιγμή στον δρόμο για μια νέα καθολικότητα. Το ζητούμενο είναι, εντέλει, πώς μια νέα καθολικότητα δεν θα είναι η δεδομένη αφηρημένη μονοτροπία της ΤΙΝΑ της διεθνούς κοινότητας, αλλά μία νέα κοινότητα, η οποία θα προκύπτει αφετηριακά από την ανάληψη του σημαίνοντος της απομόνωσης που προβάλλει ο κυρίαρχος λόγος, αλλά στη συνέχεια θα το αφήνει πίσω της, για χάρη ενός νέου κοινού ορίζοντα της ανθρωπότητας. Αλλά εδώ αρχίζει μία νέα μεγάλη συζήτηση.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Βλ. JohnL. Austin, Πώς να κάνουμε πράγματα με τις λέξεις, εκδ. Εστία, Αθήνα 2003, μτφρ. Αλέξανδρος Μπίστης (τίτλος πρωτοτύπου: How to do things with words, Oxford University Press, Oxford 1962).

2. Βλ., λ.χ., Louis Althusser, «Idéologie et appareils idéologiques d’État (Notes pour une recherche)», La Pensée 151 (1970).

3. Βλ. λ.χ. Judith Butler, Η ψυχική ζωή της εξουσίας. Θεωρίες καθυπόταξης, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 2009,μτφρ. Τάσος Μπέτζελος,σ. 13 (τίτλος πρωτοτύπου: The psychic life of power: Theories in subjection, Stanford University Press, Stanford, California 1997).

4. Βλ., λ.χ., Giorgio Agamben, Homo sacer. Κυρίαρχη εξουσία και γυμνή ζωή, εκδ. Εξάρχεια, Αθήνα 2016, μτφρ. Παναγιώτης Τσιαμούρας (τίτλος πρωτοτύπου: Il potere sovrano e la nuda vita, Giulio Einaudi editore, Τορίνο 1995).

5. Βλ., λ.χ., https://theintercept.com/2017/07/29/dan-coats-north-korea-nukes-nuclear-libya-regime-change/

6. Φραγκίσκα Μεγαλούδη, Στη χώρα των Κιμ. Δύο χρόνια στη Βόρεια Κορέα, εκδ. Εντύποις, Αθήνα 2016, σ. 306-307.

7. Ο.π., σ. 287-288.

8. Ό.π., σ. 292-293.

9. Ό.π., σ. 248.

10. Βλ. λ.χ. Slavoj Žižek, «Why Are Laibach and Neue Slowenische Kunst Not Fascists?», στο: The Universal Exception: Selected Writings, τόμος ΙΙ, εκδ. Continuum, Λονδίνο 1993, σ. 63-66.

11. Φραγκίσκα Μεγαλούδη, Στη χώρα των Κιμ, σ. 270.