του Θάνου Καμήλαλη
Σε συνέντευξή του την Πέμπτη στο «Κόκκινο», ο υπουργός Οικονομικών αναφέρθηκε στο θέμα της μείωση των συντάξεων, που η κυβέρνηση έχει ψηφίσει «προληπτικά» (και κατά τον ίδιο «αντιδημοκρατικά») από το 2017.
«Να δώσω και ένα δίκιο στο ΔΝΤ, ότι στην αρχή τους έλεγα ότι δεν μπορεί να κόψετε τις συντάξεις γιατί η θεία ή η γιαγιά βοηθάει από τη σύνταξή της το εγγόνι και το ανίψι, και το ΔΝΤ είπε πως πρέπει να φτιάξετε και ένα κοινωνικό κράτος, να είναι η σύνταξη της γιαγιάς και όχι να πληρώνει το ενοίκιο του παιδιού. Η γραμμή μας ήταν να μην κόψουμε τις συντάξεις, αλλά σταδιακά προσπαθήσαμε να κτίσουμε ένα κοινωνικό κράτος, επίδομα παιδιών κλπ, άρα πρέπει να κοιτάξουμε όλη την εικόνα. Βεβαίως έχουν κοπεί και πολύ παραπάνω από ό,τι πρέπει, αλλά δεν μπορούμε να ξοδεύουμε όσο άλλες χώρες πιο πλούσιες από εμάς…»
Έχει δίκιο λοιπόν το ΔΝΤ κι άδικο, κατά συνέπεια, ακόμα και ο ΣΥΡΙΖΑ του 2017, που όψιμα ή όχι «έδινε μάχη» και διατράνωνε ότι δεν θα υπάρξει καμία νέα μείωση συντάξεων, κανένα νέο μέτρο λιτότητας. Η δήλωση αυτή του υπουργού Οικονομικών προδίδει την πλήρη αποδοχή του νεοφιλελεύθερου αφηγήματος, που εδώ και οχτώ χρόνια πρεσβεύει πρωτίστως το ΔΝΤ και εν συνεχεία τα όργανα της Ευρωζώνης. Της γραμμής δηλαδή που ο ΣΥΡΙΖΑ ξόρκιζε μετ' επιτάσεως, όχι «παλιά», το 2015, αλλά μέχρι πριν από μερικούς μήνες. Τότε που το ΔΝΤ ήταν «ιδεοληπτικό», τότε που είχε «απομονωθεί» στις διαπραγματεύσεις, τότε που το Μέγαρο Μαξίμου κυκλοφορούσε non paper με όλες τις λανθασμένες προβλέψεις του Ταμείου και τότε που η ελληνική κυβέρνηση ζητούσε την έξοδο του από το τρίτο μνημόνιο.
Πρόκειται για την ίδια ιδεοληψία που θεωρεί τη σύνταξη επίδομα, που δίνεται «χαριστικά» στους ηλικιωμένους και ζητεί μονίμως την περικοπή της, βασιζόμενη στον κοινωνικό αυτοματισμό και τη μονομερή παρουσίαση στατιστικών στοιχείων. Η λιτότητα άλλωστε, στηρίζεται σε φαύλο κύκλο. Ο λόγος για παράδειγμα, που οι συντάξεις πρέπει να περικοπούν, κατά ΔΝΤ και Τσακαλώτο πλέον, είναι ότι η Ελλάδα δαπανά μεγάλο ποσοστό του ΑΕΠ της για την καταβολή τους σε σχέση με άλλες πιο πλούσιες χώρες. Το ότι το ΑΕΠ συρρικνώθηκε βάναυσα, μειώνοντας την «πίτα» και επομένως αυξάνοντας ξανά το κομμάτι των συντάξεων, που φαντάζει ξανά μεγάλο, ουδόλως τους ενοχλεί. Κι ας πληροφορήσει στην τελική κάποιος τον Τσακαλώτο ότι η σύνταξη δεν είναι επίδομα. Είναι χρήματα που ο εργαζόμενος τα έχει καταβάλει, επί δεκαετίες και μετά τις διαδοχικές περικοπές της δικής του και όλων των προηγούμενων μνημονιακών κυβερνήσεων, είναι βέβαιο ότι θα λάβει πίσω ένα πολύ μικρό μέρος τους. Μοιάζει αυτονόητο. Κι όμως, στους καιρούς που ζούμε τίποτα πλέον, κανένα δικαίωμα δεν είναι τέτοιο.
Παράλληλα, η επίκληση των απόψεων του ΔΝΤ για την οικοδόμηση του «κοινωνικού κράτους», από τον υπουργό Οικονομικών της χώρας που καταστράφηκε όσο καμία στην πρόσφατη ιστορία από τις συνταγές του, είναι κωμικοτραγική και κατά έναν τρόπο χυδαία. Χρειάζεται να θυμίσει κάποιος στον υπουργό Οικονομικών ότι οι εντολές της τρόικας έφεραν κατάρρευση κατά 25% του ΑΕΠ της χώρας, διέλυσαν την αγορά εργασίας και μετέτρεψαν τον μισθό σε επίδομα. Κι αλήθεια, με τα αναπόφευκτα νέα μέτρα λιτότητας, του 2019-2020, θα χρηματοδοτηθεί το «κοινωνικό κράτος» της εποχής με μνημόνια, «μετά τα μνημόνια»; Το ερώτημα βεβαίως είναι ρητορικό. Η «ιδιοκτησία του προγράμματος και των μεταρρυθμίσεων» πάντως, που ζητούν αυτήν την περίοδο οι δανειστές να αναληφθεί πλήρως από την ελληνική κυβέρνηση, είναι σε πολύ καλά χέρια.
Τέτοιες δηλώσεις και ωμές παραδοχές από στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, ιδίως τους πρωταγωνιστές μιας μαύρης εποχής, δεν πρέπει να σοκάρουν κανέναν. Ας μην είμαστε όμως εντελώς αρνητικοί: Ανάμεσα στη συνήθη διγλωσσία και φρούδα αισιοδοξία της κυβέρνησης, τέτοιες δηλώσεις είναι και διδακτικές, για το τι έρχεται. Η περικοπή των συντάξεων και του αφορολογήτου για παράδειγμα, μήνες μετά την «έξοδο» από τα μνημόνια, είναι δεδομένη (συμπεριλήφθηκε, συν τοις άλλοις στην πρόσφατη έκθεση της Κομισιόν για την ελληνική οικονομία) και το μόνο που παίζεται ή θα παιχθεί, είναι το πότε, με ξεκάθαρα ψηφοθηρικούς από την κυβέρνηση σκοπούς
Ανάμεσα στην καθημερινή μυθοπλασία περί «καθαρής εξόδου», τους επίπλαστους οικονομικούς δείκτες, την επιτήρηση που δεν θα είναι επιτροπεία, τις επισκέψεις της τροίκας που δεν θα είναι αξιολογήσεις, τις λέξεις που αλλάζουν κατά το δοκούν σημασία, είναι πάντα χρήσιμη η επαφή με την πραγματικότητα, για όλους μας. Γιατί η πραγματικότητα, ήταν, είναι και θα είναι, αμείλικτη.