Προφανής επιδίωξή του είναι η ποινικοποίηση των συλλογικών δράσεων αντίστασης στη νεοφιλελεύθερη λαίλαπα που εξυφαίνει για τον τόπο όταν και αν επανέλθει στην εξουσία το σαπισμένο ακροδεξιό καθεστώς που ευαγγελίζεται. Γι’αυτό επιθυμεί διακαώς την ενεργοποίηση κάθε κατασταλτικού μηχανισμού που περιορίζει τη θεμελιακά κατοχυρωμένη δημοκρατική λαϊκή ελευθερία. Ξεπερνώντας όμως τον εαυτό του στη συνέντευξη που παραχώρησε στον ΣΚΑΙ, έφτασε να αναρωτηθεί: «Πείτε τι ενδιαφέρει ένα παιδί 17 χρονών τι έγινε το 1963».
Του Γιώργου Μουργή
Αντιλαμβάνεται κανείς πως στο δρόμο προς τη δικιά του αριστεία μπορεί να κρύβεται η άρνηση για τη μελέτη της σύγχρονης ιστορίας ή μια περίεργη απέχθεια προς τη γνώση, αλλά η ζωτική ανάγκη διατήρησης της ιστορικής μνήμης αποτελεί βασική παρακαταθήκη για τη σημερινή γενιά και όλες τις επόμενες, απαραίτητη για το μέλλον μας. Το ίδιο είναι απαραίτητη ως μέρος της ιστορικής λαϊκής συνείδησης, με όλα τα χαρακτηριστικά αντίστασης και πάλης, λειτουργώντας κατά ένα τρόπο ανασταλτικά και στις σημερινές συνθήκες παγκοσμιοποίησης.
Αλλά γιατί το 1963, κύριε Μητσοτάκη, και όχι το 1943 ή το 1973; Ίσως η απάντηση να κρύβεται στον ιστορικό ρόλο που διαδραμάτισε ο πατέρας Μητσοτάκης με την αποστασία που ακολούθησε λίγο μετά και το γεγονός πως επιθυμεί να ξεχάσουμε.
Ίσως πάλι γιατί θέλει να σβήσει από την ιστορική μνήμη τον ρόλο του παρακράτους και τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη από τους παρακρατικούς μηχανισμούς οι οποίοι προσομοιάζουν με το σημερινό φαινόμενο του χρυσαυγίτικου νεοναζιστικού μορφώματος, αλλά και τις μεθόδους που χρησιμοποιούν οι σημερινοί κατασταλτικοί μηχανισμοί σε αγαστή συνεργασία με τους χρυσαυγίτικους θύλακες εντός τους.
Επιθυμεί να ξεχάσουμε την ημέρα της κηδείας του Γρηγόρη Λαμπράκη, όπου το πλήθος των πεντακοσίων χιλιάδων ανθρώπων που συγκεντρώθηκε στο Α΄ Νεκροταφείο για το ύστατο χαίρε, γρήγορα μετατράπηκε σε διαδήλωση καταδίκης της δεξιάς κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Καραμανλή, του παλατιού και του δεξιού παρακράτους.
Μπορεί να μας χωρίζουν 55 χρόνια από το άγριο δολοφονικό χτύπημα του ήρωα που μεγάλωσε την αντιφασιστική – αντιπολεμική γενιά των Λαμπράκηδων, αλλά το φίδι του παρακράτους τελικά εκκολάφθηκε στη ζεστασιά του χρυσαυγίτικου νεοναζισμού και των νοσταλγών του.
Οι αγώνες του Λαμπράκη δεν θα συναντηθούν, χρονικά τουλάχιστον, με τους αγώνες του σύγχρονου αντιφασιστικού κινήματος, το χέρι όμως που διέκοψε αυτή την πορεία των κοινών αντιφασιστικών και αντιπολεμικών οραμάτων τους, οφείλουμε να το συνθλίψουμε.
Το καθεστώς φόβου μέσα από τη ρητορική της ακροδεξιάς μισαλλοδοξίας, στο όνομα της ασφάλειας, σκοντάφτει στις δημοκρατικές αρχές και στα κεκτημένα του κινήματος ενάντια στη δημιουργία ενός κράτους που θα συγκαλύπτεται κάτω από τη στρατοκρατική εκμαυλιστική νοοτροπία των σωμάτων ασφαλείας με τη χώρα δέσμια της κρατικής καταστολής.
Η έννοια της ασφάλειας, γνωρίζουμε πια όλοι μας ότι, για τον Κ. Μητσοτάκη και την παρέα του είναι ένα τσιγάρο δρόμος από τα τσεκούρια της ΕΠΕΝ προς τα γραφεία της Πειραιώς.
Εμείς οφείλουμε να κατανοήσουμε ότι η ανοχή στη νεοφασιστική συμμορία και τα μέλη της ή το δικαστικό χάϊδεμα της, οδηγούν μοιραία όχι απλώς στο να σηκώσει κεφάλι το φίδι, αλλά να μεταλλαχτεί σε Λερναία Ύδρα.
Αν κάποιους εξυπηρετεί η παρουσία των φασιστών στο πολιτικό σκηνικό, οδηγούμαστε στην απόλυτη παραφροσύνη, με ανεξέλεγκτες συνέπειες μιας σύγκρουσης όπου από τη μια θα στήνονται Γκοτζαμάνηδες και Ρουπακιάδες, και από την άλλη Λαμπράκηδες και Φύσσες.
Το νεοναζιστικό μόρφωμα του χρυσαυγιτισμού, παραλογισμένο και υιοθετώντας τις πλέον αντιδημοκρατικές μεθόδους, εξακολουθεί να εκφράζεται από τα βουλευτικά έδρανα, επωφελούμενο τη μεγάλη χρονικά διαδικασία που ακολουθεί η δίκη της Χρυσής Αυγής. Δίνοντας, έτσι, το δικαίωμα να κυκλοφορούν ελεύθεροι οι φυσικοί και ηθικοί αυτουργοί μιας προαναγγελθείσας δολοφονίας, κυρίως όμως γιατί η παρουσία τους εδράζεται στους ψηφοφόρους που εξακολουθούν να το στηρίζουν.
Αυτή ακριβώς η παρουσία νομιμοποίησε την εμφάνιση των νεοφασιστικών ταγμάτων εφόδου των μελών του, που με χαρακτηριστική ευκολία παρεισέφρησαν σε ακροδεξιούς θύλακες των «Σωμάτων Ασφαλείας» και κρατικής καταστολής δημιουργώντας ένα ιδιότυπο συνεργατικό υβρίδιο που μετατρέπεται αργά και σταθερά σε νέο παρακράτος. Το ίδιο επιβάλλεται να αντιληφθεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης και το πολιτικό προσωπικό της χώρας, πέρα από κάθε μικροκομματική σκοπιμότητα.
Την ώρα που ο Παύλος Φύσσας από τον τάφο ζητάει δικαίωση, ο φονιάς του και οι συνεργοί του κυκλοφορούν ελεύθεροι, πρωταγωνιστές σε νέες δολοφονικές επιθέσεις, συνεπικουρούμενοι από τις δυνάμεις καταστολής, με το αντιφασιστικό κίνημα και τις συλλογικότητές του να στήνονται στο απόσπασμα, σαν το ίδιο έργο απ’ τα παλιά.
Αυτό το έργο που δεν θέλει να θυμόμαστε ο Κυριάκος Μητσοτάκης και κατά βάθος ίσως επιθυμεί η παράταξή του να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στο άμεσο μέλλον. Στο ίδιο έργο, όπως συνέβη, τελευταία, με την προκλητική ενέργεια του αστυνομικού τμήματος Περάματος να απελευθερώσει σεσημασμένα μέλη της χρυσαυγίτικης συμμορίας την ίδια ώρα που η Εισαγγελία Πειραιά αποφάσισε να απαγγείλει κατηγορίες σε έξι αντιφασίστες, θύματα της ναζιστικής ενέδρας που στήθηκε με ορμητήριο τα γραφεία του εργοδοτικού σωματείου του Αγ. Νικολάου.
Αποτελεί, μάλιστα, νέα πρόκληση στο συγκεκριμένο περιστατικό η προσπάθεια των αστυνομικών αρχών να εξαφανίσουν τη δολοφονική απόπειρα των χρυσαυγιτών, στοχοποιώντας άλλη μια φορά το αντιφασιστικό κίνημα. Και δεν πρόκειται για έναν απλό ισχυρισμό, αλλά για δολοφονική ενέργεια. Από καθαρή τύχη δεν είχαμε θύματα, αφού ο λοστός που εκτοξεύτηκε από τη φασιστική ενέδρα, καρφώθηκε στο κράνος που, ευτυχώς, φόραγε ο αλληλέγγυος αντιφασίστας.
«Ο Λαμπράκης Ζει» ήταν το σύνθημα που τον συνόδευε στο λαϊκό προσκύνημα της κηδείας του, το ίδιο και «Ο Παύλος Ζει» ανάμεσά μας, διατηρώντας στο ακέραιο τη συλλογική ιστορική μνήμη και συνείδηση.
Ας προσθέσουμε το «Τσακίστε τους ναζί» για να το θυμάται και ο κάθε νέος και νέα ή το 17χρονο παιδί και η παρέα του που επικαλέστηκε ο Κυριάκος Μητσοτάκης ώστε να εξακολουθήσουν να θυμούνται όλη την ιστορία του αντιφασιστικού κινήματος, συμμετέχοντας ενεργά, πριν γίνουν τα επόμενα θύματα της χρυσαυγίτικης νεοναζιστικής απειλής που σκορπίζει τον ρατσισμό, την ξενοφοβία και τη μισαλλοδοξία και κουβαλά το αίμα αθώων από τις δολοφονίες που προκάλεσαν τα μέλη του.