Τη Δευτέρα το πρωί έφτασε στην αίθουσα πριν από όλους. Η Ε΄Δημοτικού έκανε μάθημα στον 3ο όροφο, οπότε μπορούσε να ανέβει εκεί χωρίς να τον παρατηρήσει κανείς, γιατί κανείς δεν είχε έρθει ακόμα.
Μπήκε λοιπόν στην αίθουσα, την έβγαλε έξω και κατούρησε στη γωνία που ήταν η έδρα του δασκάλου. Στη συνέχεια πήρε κάποιες ζωγραφιές από τους τοίχους, τις τσαλάκωσε και τις πέταξε πάνω στα κάτουρα. Μετά πήρε το πιο αδιάφορο και ψύχραιμο ύφος που μπορεί να φανταστεί κανείς, σαν γκάνγκστερ που φεύγει από τη δολοφονία χωρίς να τρέξει, και κατέβηκε προς την αυλή που ήταν όλοι οι συμμαθητές του.
Χτύπησε το κουδούνι και μαζεύτηκαν για προσευχή. Ο Γιάννης δεν ήθελε να πει την προσευχή, οπότε κάθε πρωί κρυβόταν, να μην την πατήσει. Κοκκίνιζε, κοίταζε προς τα κάτω και λίγο-πολύ προσευχόταν κι αυτός, από μέσα του, αλλά η δική του προσευχή δεν ήταν τυπική, μηχανική, ήταν προσευχή αληθινής αγωνίας. Ο διευθυντής τον είδε έτσι αναψοκοκκινισμένο και το καταχάρηκε. Υπάρχει μεγαλύτερη χαρά για έναν διευθυντή από το να ξετρυπώνει ένα φοβισμένο μπασταρδάκι που νομίζει ότι μπορεί να κρυφτεί; Του είπε να σηκωθεί να κάνει προσευχή, με μία υπηρεσιακή βλοσυρότητα που όμως υπέκρυπτε το ύφος «τώρα την πούτσισες».
Σηκώνεται ο Γιάννης πάνω με τρεμάμενα πόδια και παρακαλεί τον Θεό να τον βοηθήσει να πει σωστά την προσευχή. Δεν του έκανε τη χάρη να τον κρύψει, αλλά μπορεί τουλάχιστον να τον βοηθήσει να την πει σωστά. Διασχίζει τις γραμμές των συμμαθητών του, και ο Γιωργάκης, που είναι μεγάλο σκατόπαιδο, όπως είπαμε, του λέει «μπουλούκο, προσοχή να μην τα κάνεις πουτάνα και γελάει μαζί σου όλο το σχολείο». Αυτό δεν βοήθησε.
Ξεκινάει να πει το Πάτερ ημών και σκεφτόταν επίμονα ότι άμα πει την αρχή, το υπόλοιπο θα του έρθει νεράκι. Αρκεί να θυμηθεί πώς ξεκινάει. Πιέζεται να σκεφτεί πώς ξεκινάει και καταλαβαίνει αμέσως ότι έχει ξεχάσει την αρχή. Κοιτάζει τη Μαρία με τα σιδεράκια και θέλει να τη ρωτήσει με αγωνία μήπως θυμάται να του ψιθυρίσει την αρχή, μετά θα του έρθουν όλα, το σκέφτεται τόσο έντονα που νομίζει ότι το έχει πει, αλλά δεν το έχει πει. Ανεβαίνει μπροστά σε όλους, σκοτεινιάζει, δεν θυμάται ούτε το όνομά του. Ο διευθυντής δεν θα τον διευκολύνει, θα ρεζιλευτεί μέσα στην απόλυτη απουσία του θεού, μπροστά σε όλο το σχολείο που περιμένει σιωπηλό να τον καταβροχθίσει, όπως στη σκηνή από τον θίασο του Αγγελόπουλου, που ο ηθοποιός απαγγέλλει υπό την απειλή όπλου, για να δουν αν ανήκει στον θίασο. Μετά από περίπου μισή ώρα (τόσο του φάνηκε), ο διευθυντής τού κάνει τη χάρη να μιλήσει. Αρχίζει να λέει ότι είναι ανεπίτρεπτο να μην ξέρει ένας μαθητής την προσευχή και ότι αυτός δεν θα κοιμόταν το βράδυ μέχρι να το μάθει.
Κατέβα γρήγορα κάτω! Να μην ξέρεις το Πάτερ ημών! Γαϊδούρι! Ε γαϊδούρι!
Ξεκινάνε να ανέβουν τις σκάλες και ο Γιάννης νιώθει να κοκκινίζουν τα μάγουλά του, να χτυπάνε ακόμα τα μηλίγγια του και να δυσκολεύεται να ανασάνει. Όταν ανεβαίνουν στην τάξη, όλοι βλέπουν τα τσίσα και περιμένουν να μπει ο δάσκαλος για να δουν τι θα γίνει. Καλό δεν θα είναι πάντως. Όταν μπαίνει ο δάσκαλος μέσα και βλέπει τα κάτουρα στο πάτωμα, γίνεται θηρίο.
Ποιος το έκανε αυτό; Ποιος το έκανε αυτό; Ζώα! Μόνο τα ζώα κατουράνε στο πάτωμα! Αν δεν μου πείτε ποιος το έκανε, δεν πάτε πουθενά. Θα σας έχω εδώ μέχρι να μου πείτε ποιος κατούρησε μέσα στην τάξη! Θα γυρίσω σε πέντε λεπτά. Να μάθετε ποιος το έκανε και να μου το πείτε. Δεν θα σας αφήσω σε χλωρό κλαρί, μαλακισμένα! Θα το γράψετε σε ένα χαρτάκι και θα το αφήσετε στο γραφείο μου.
Ο Γιάννης έκλαιγε ήδη, οπότε ο Γιωργάκης που ήταν κωλόπαιδο και που τον μισούσε σκέφτηκε ότι ήταν κατάλληλος για θύμα. Το ίδιο σκέφτηκαν όλοι. Συνεννοήθηκαν την ώρα που ήταν έξω ο δάσκαλος και κανείς δεν αναρωτήθηκε ποιος όντως κατούρησε. Εξάλλου δεν ήταν ντετέκτιβ, απλώς έπρεπε κάπως να δώσουν κάτι να φάει το λιοντάρι, πήραν ένα κομμάτι κρέας, τον Γιάννη, τάισαν το λιοντάρι και ησύχασαν. Έγραψαν όλοι το όνομά του. Αν το έλεγε μόνο ο Γιωργάκης δεν θα τον πίστευε ο δάσκαλος, γιατί ήταν λίγο αρχιδάκι, όπως είπαμε.
Θα αναρωτιέται κανείς πώς εκφράζομαι έτσι για ένα παιδί. Να σας πω: Ένα καλό έκανε η ψυχανάλυση, μας απάλλαξε από αυτά τα ταμπού, εξήγησε ότι τα παιδιά είναι μηχανές μίσους και διαστροφής, το τελευταίο πράγμα που θυμίζουν είναι τα στρουμπουλά αγγελούδια των μεσαιωνικών πινάκων.
Έχω την τάση λοιπόν κάθε φορά που βλέπω ένα παιδικό πρόσωπο, να σκέφτομαι τον ίδιο άνθρωπο ως ενήλικα. Πιστεύω ότι οι άνθρωποι δεν αλλάζουν καθόλου, ούτε φυσιογνωμικά. Η εύθραστη μαγκιά του λαϊκού παιδιού, που είναι τσαμπουκάς αλλά θίγεται εύκολα γιατί είναι ανασφαλής, είναι ήδη εκεί. Το ίδιο η ακλόνητη αυτοπεποίθηση του αστού, του γιου γιατρού που είναι καλός μαθητής. Τους βλέπω και τους φαντάζομαι με το ίδιο πρόσωπο ακριβώς να με εξυπηρετούν στην τράπεζα και στο μανάβικο, με την ίδια αυθάδεια σκέφτομαι αυτό το παιδικό προσωπάκι να τσακώνεται μαζί μου στον δρόμο. Γι’ αυτό λοιπόν δεν έχω κανέναν ενδοιασμό να βρίζω παιδάκια.
Ο δάσκαλος τα είχε μαζεμένα στον Γιάννη ήδη από την προσευχή. Του άστραψε μία σφαλιάρα, τον έστειλε στο γραφείο και του είπε ότι θα φωνάξουν τους γονείς του και θα δει τι έχει να γίνει.
Ο Γιάννης δεν είχε κατουρήσει στο πάτωμα και ήξερε την προσευχή, απλώς που ντρεπόταν. Τι σημασία έχει, όμως; Το πρόβλημα είναι ο Γιωργάκης. Συνήθως σε αυτό το σημείο πετάγονται οι ευαίσθητοι και μας αρχίζουν στα «ναι, αλλά φταίνε οι γονείς» κ.λπ., λες και θα έφταιγε η αφρικανική σκόνη. Οι γονείς φταίνε, βέβαια, και γι’ αυτούς φταίνε κάποιοι άλλοι γονείς κοκ. Τι σημασία έχει; Θα φτιάχναμε μια γενεαλογία γαϊδουριάς, για να καταλήξουμε στο ίδιο συμπέρασμα. Ο Γιωργάκης είναι αρχιδάκι. Και θα έχει την ίδια ακριβώς έκφραση ως ενήλικας, όταν θα τσακωνόμαστε στο φανάρι. Θα μου πεις, μπορεί να αλλάξει, να ξεφύγει. Μπορεί, δε λέω, αλλά μέχρι τότε ξέρετε τι θα είναι.