κείμενο της συντακτικής ομάδας του TPP
Διαβάστε το αφιέρωμα του TPP: «Τέλος και αρχή των μνημονίων»
Η 21η Αυγούστου του 2018 σηματοδοτεί, κατά κάποια έννοια, όντως τη «λήξη των μνημονίων». Αλλά με μια ειδοποιό διαφορά. Δεν σχετίζεται σε καμία περίπτωση με το «τέλος» τους, πόσο μάλλον το «σκίσιμό» τους, αλλά απλώς με την ολοκλήρωση της τρίτης δανειακής σύμβασης που υπέγραψε (υπό σαδιστικές και εκβιαστικές πιέσεις) η ελληνική κυβέρνηση με την τρόικα των δανειστών της. Η λαθροχειρία που επιχειρεί η κυβέρνηση είναι να συνδέσει την ολοκλήρωση των μνημονίων, στην ετυμολογική τους μορφή, με το τέλος των «μνημονίων», με τη σημασία που απέκτησαν στην καθομιλουμένη, δηλαδή μέτρα λιτότητας, υφεσιακοί δημοσιονομικοί στόχοι και τον ύψιστο στόχο της αποπληρωμής ενός υπέρογκου χρέους, που μάλιστα διογκώθηκε την τελευταία 8ετία.
Το δεύτερο σκέλος είναι ξεκάθαρο ότι δεν συμβαίνει. Οι στόχοι των πλεονασμάτων θα είναι, τουλάχιστον μέχρι το 2022, οι υψηλότεροι που έχουν υπάρξει, μαζί με φέτος (3,5%), οι δεσμεύσεις φτάνουν μέχρι η Ελλάδα να αποπληρώσει το 75% του χρέους της (ουσιαστικά επ άπειρον) και κάθε δήλωση ευρωπαίου αξιωματούχου περιλαμβάνει την άρρητη αλλά απαράβατη ρήτρα μη αναστροφής των «μεταρρυθμίσεων» της 8ετίας. Εκτός αυτών, οι νέες περικοπές σε συντάξεις και αφορολόγητο έχουν καταγραφεί σε σειρά επίσημων κειμένων και οποιαδήποτε αναστολή της εφαρμογής τους, όπως και αν προβληθεί, θα έχει τον χαρακτήρα προεκλογικού «δώρου» προς την κυβέρνηση.
Η εικόνα βέβαια, για την εκάστοτε κυβέρνηση, είναι πολύ πιο σημαντική και ποθητή. Το πρωθυπουργικό διάγγελμα αποτελούσε μία πανδαισία λογοτεχνικών συμβολισμών. Δεν ανήκουμε σε αυτούς που περιφρονούν τις λογοτεχνικές αλληγορίες, κάθε άλλο. Θα περίμενε όμως κανείς σε μία τέτοια στιγμή να απαντηθούν μερικά πολύ απλά ερωτήματα. Για παράδειγμα, ποιοι ήταν οι διακηρυγμένοι στόχοι των μνημονίων και πόσοι από αυτούς έχουν επιτευχθεί. Αυτό δεν είναι κάποιο πονηρό ερώτημα παγίδα, είναι το πιο αυτονόητο ερώτημα που θα μπορούσε να θέσει κανείς όταν γιορτάζουμε την έξοδό μας από τα μνημόνια.
Η επίσημη αφήγηση σχετικά με το γιατί μπήκαμε στο μνημόνιο αφορούσε το ύψος του χρέους και τη δυνατότητα της χώρας να δανείζεται από τις αγορές. Εφόσον οι στόχοι αυτοί δεν έχουν επιτευχθεί παρά τα σκληρότατα μέτρα, η λογική λέει ότι δεν θα έχουμε κανέναν λόγο για να πανηγυρίζουμε. Όμως αυτή θα ήταν μία πολιτική συζήτηση που δεν συμφέρει κανέναν να γίνει.
Δεν συμφέρει ούτε τον δικό μας πρωθυπουργό αλλά ούτε και τους Ευρωπαίους δανειστές μας να ομολογηθεί η αποτυχία του προγράμματος. Δεν συμφέρει τον ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝΕΛ να θυμούνται οι ψηφοφόροι ότι σήμερα πανηγυρίζουν εφαρμόζοντας κατά γράμμα όσα πολεμούσαν μανιωδώς επί 5 χρόνια. Επίσης δεν συμφέρει και πολύ τη Νέα Δημοκρατία η οποία γνωρίζει ότι ναι μεν είναι απολύτως πρόθυμη να εφαρμόσει τα σκληρά μνημονιακά μέτρα, αλλά κανείς δεν πιστεύει ότι θα τα καταφέρει τόσο καλά όσο ο ΣΥΡΙΖΑ να εξασφαλίζει συνθήκες απόλυτης κοινωνικής αποχαύνωσης την ώρα που θα περνάει τέτοια μέτρα.
Η κυβέρνηση έχει χάσει πια κάθε δυνατότητα άσκησης πολιτικής, οπότε ασχολείται απολύτως και μόνο με το λεγόμενο επικοινωνιακό κομμάτι. Ως προς αυτό η κριτική του Κυριάκου Μητσοτάκη στο διάγγελμα του πρωθυπουργού δεν ήταν άστοχη. Το πρόβλημα είναι ότι οι δικοί του επικοινωνιολόγοι θεώρησαν καταπληκτική ιδέα να αναφέρουν το σύνθημα “μας αξίζουν καλύτερα”και να επιμείνουν στο ότι χρειαζόμαστε επειγόντως μία πολιτική αλλαγή, χωρίς βεβαίως ποτέ να εξηγείται ποια ακριβώς θα ήταν η διαφορά. Στην πραγματικότητα παρακολουθούμε διαξιφισμούς επικοινωνιολόγων, την ώρα που μας διαφεύγει η ουσία της διαμάχης. Διαμάχη ανάμεσα στη Νέα Δημοκρατία και τον ΣΥΡΙΖΑ προφανώς δεν υφίσταται, διότι ανήκουν πια στην ίδια πλευρά. Το ερώτημα λοιπόν που χρειάζεται να τεθεί, χωρίς πολλές φιοριτούρες, είναι τι ακριβώς κερδίσαμε μετά από το τεράστιο πλήγμα που δέχθηκε η ελληνική οικονομία από τα μνημόνια. Αυτή είναι μία διαμάχη ανάμεσα στις ελίτ που διοικούν την χώρα και τους πολίτες που υφίστανται αυτή την πολιτική.
Οι αναφορές του Αλέξη Τσίπρα στους μνηστήρες, τη διαφθορά και τη διαπλοκή είχαν ως προφανή στόχο να υπενθυμίσουν την αντιπαράθεσή του με το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, που θέλει να τον αντικαταστήσει στην κυβέρνηση. Αυτή η αλλαγή όμως αφορά μόνο όσους θα εγκαταλείψουν τις καρέκλες τους για να τις παραχωρήσουν σε κάποιους άλλους.
Ξαναλέμε ότι δεν είμαστε άνθρωποι που υποτιμούμε τις λογοτεχνικές αναφορές. Η αλήθεια είναι όμως ότι η Ιθάκη, με τους Λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπες είναι τόσο τετριμμένη λογοτεχνική αναφορά και έχει τόσο έντονο τον χαρακτήρα του κλισέ, που προδίδει ποιητική καλλιέργεια όσο προδίδει την αγάπη του για την κλασική μουσική κανείς, λέγοντας ότι του αρέσουν πολύ οι τέσσερις εποχές του Βιβάλντι. Η απόφαση του πρωθυπουργού να εκφωνήσει το διάγγελμα του από την Ιθάκη ξαναπιάνει το νήμα από εκεί που το είχε αφήσει ο Γιώργος Παπανδρέου στο δικό του διάγγελμα όταν μας έλεγε ότι γνωρίζουμε το τέλος του προορισμού.
Το «τέλος» όμως, σημαίνει απλώς ότι η αποτυχία της «διάσωσης» της Ελλάδας, εισέρχεται σε μια νέα φάση. Μπορεί κανείς να παίξει όσο θέλει με τις λέξεις, μπορεί να επιθυμεί, για τους δικούς του λόγους, να καλλιεργήσει ξανά την «ελπίδα» για κάτι καλύτερο την επόμενη μέρα. Αλλά τα όσα έγιναν τις τελευταίες δεκαετίες, τα όσα επιβλήθηκαν τα τελευταία 8 χρόνια και τα όσα έχουν ήδη εγκριθεί και ψηφιστεί για τα επόμενα, θα συνεχίζουν να εξουσιάζουν τις ζωές μας, για περισσότερες από μία γενιές. Επομένως, ας σταματήσουμε να φαντασιωνόμαστε ομηρικά έπη και ας διαβάσουμε καλύτερα σύγχρονες τραγωδίες.