Όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο, ο ειδικός τομεακός γραμματέας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους, Φώτης Κουρμούσης, έχει δηλώσει σχετικά με το θέμα ότι η ηλεκτρονική πλατφόρμα αφορά 180.000 σπίτια που μπορούν να διασωθούν. Μέσω αυτής ο ενδιαφερόμενος θα μπορεί να βρει και την επιδότηση του Δημοσίου που μπορεί να ανέρχεται στο 50% της δόσης. Για την υπαγωγή στη ρύθμιση υπάρχουν περιουσιακά και εισοδηματικά κριτήρια. Η αντικειμενική αξία του σπιτιού δεν πρέπει να ξεπερνάει τα 250.000 ευρώ και το ετήσιο εισόδημα τα 36.000 ευρώ.
Περίπου ένα μήνα, είπε ο Φ. Κουρμούσης, μετά την υποβολή της αίτησης στην πλατφόρμα, οι τράπεζες στην οποία υπάρχουν τα «κόκκινα δάνεια» θα προτείνουν μια ευνοϊκή ρύθμιση. Στη συνέχεια ο πολίτης θα έχει ένα μήνα να αποφασίσει το κατά πόσο επιθυμεί να υπαχθεί στη ρύθμιση και στη συνέχεια υπογράφει τη σχετική σύμβαση και ξεκινά η διαδικασία της επιδότησης.
Μέσα σε ένα μήνα θα ξεκινά η καταβολή της επιδότησης των μηνιαίων δόσεων έως 25 χρόνια. Μέχρι το τέλος του έτους θα μπορούν οι ενδιαφερόμενοι να υποβάλλουν αίτηση στην ηλεκτρονική πλατφόρμα στην Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους.
Σε σεμινάριο της ειδικής γραμματείας που πραγματοποιήθηκε την περασμένη εβδομάδα οι ομιλητές ανέφεραν ότι η πλατφόρμα θα περιλαμβάνει έναν «θησαυρό» πληροφοριών για τους δανειολήπτες που ζητούν ευνοϊκή ρύθμιση, όπως φορολογικά, περιουσιακά, οικογενειακά και άλλα στοιχεία και υπογραμμίστηκε ότι «για πρώτη φορά, οι τράπεζες θα έχουν στη διάθεσή τους τόσο πλήρη και συγκεντρωμένα στοιχεία για τους οφειλέτες με χρέη σε καθυστέρηση». Επιπλέον, όπως αναφέρθηκε, όσοι αιτούνται ευνοϊκής ρύθμισης εμπίπτουν και στην Αρχή τραπεζικού απορρήτου η οποία θεσμοθετήθηκε το περασμένο καλοκαίρι.
Ο υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Θεόδωρος Μητράκος, επισήμανε στην ομιλία του ότι η σημασία της πλατφόρμας είναι πολύ μεγάλη διότι το ζήτημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζει το τραπεζικό σύστημα αλλά και το σύνολο της ελληνικής οικονομίας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που ανέφερε, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στο τέλος του 2018 ανέρχονταν σε 86,5 δισ. ευρώ. Το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους μειώθηκαν σε περίπου 80 δισ. ευρώ αλλά το ποσοστό τους παραμένει εξαιρετικά υψηλό σε σχέση με το σύνολο των δανείων, όπως είπε, και ανέρχεται σε 45,2%. Το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων καταναλωτικών δανείων ανέρχεται σε 53%, των στεγαστικών σε 44,5% και των επιχειρηματικών δανείων επίσης σε 44,5%.
Πρέπει να σημειωθεί ότι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των ελεύθερων επαγγελματιών και των πολύ μικρών επιχειρήσεων φθάνουν το 67%, ενώ για τις μεγάλες επιχειρήσεις είναι 25% και το μικρότερο ποσοστό αφορά τη ναυτιλία που είναι στο 23%.
Το 2018 το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων μειώθηκε κατά 12% ή κατά 7,7 δισ. ευρώ ενώ 5,6 δισ. ευρώ πωλήθηκαν και 5,6 δισ. ευρώ διαγράφηκαν.