«Η πληροφορία έφτασε στα αυτιά μου από φίλο μου γιατρό, που εργάζεται στο νησί: ‘Ηρθε το παλικάρι με φουσκάλες στα πόδια. Του είπα να σταματήσει από τη συγκεκριμένη δουλειά’» γράφει ο συντάκτης Γιάννης Δεβετζόγλου, ο οποίος αφού έλαβε τη συγκεκριμένη πληροφορία πήγε στο εν λόγω beach bar για να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι τι συμβαίνει.
Όπως αφηγείται έπειτα από την εμπειρία του:
«Μόλις πάτησα το πόδι μου στο σημείο που ήταν αραδιασμένες οι σεζλόνγκ, αντίκρισα το θέαμα. Ήταν λίγο μετά τις 12 το μεσημέρι και η θερμοκρασία στους 28 βαθμούς Κελσίου. Η άμμος ήταν καυτή και οι σερβιτόροι και ο υπεύθυνος ξυπόλητοι. Δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι αν πήγαινα για βουτιά, θα άφηνα τις σαγιονάρες μου στη σεζλόνγκ. Στα 20 μέτρα θα είχε καεί η πατούσα μου. Και κανένας από τους λουόμενους δεν πήγαινε ξυπόλυτος μέχρι το σημείο που σκάει το κύμα. Οι εργαζόμενοι όμως ήταν υποχρεωμένοι να κυκλοφορούν δίχως παντόφλες. Δεν περπατούσαν άνετα. Κάθε φορά που σταματούσαν, έθαβαν την πατούσα τους όσο πιο βαθιά μπορούσαν στην άμμο για να βρούνε δροσιά. Ήταν ξεκάθαρο πόσο βασανιστικό ήταν».
Η μοναδική «δικαιολογία» για την απάνθρωπη αυτή μεταχείριση και ο λόγος που οι εργαζόμενοι αναγκάζονται να ανέχονται αυτές τις συνθήκες ήταν ότι «τα λεφτά είναι καλά». «Μπορεί να φτάσεις και 60 ευρώ και 70 ευρώ την ημέρα. Αυτό είναι το concept και αν έχεις ανάγκη το κάνεις…» είπε ένας από τους σερβιτόρους στον συντάκτη, ενώ οι φωτογραφίες που τράβηξε επιτόπου μαρτυρούν ότι οι εργαζόμενοι αναζητούσαν έστω και μια ελάχιστη σκιά για τα πόδια τους αν είχαν μερικά λεπτά εύκαιρα.
Ο συντάκτης επικοινώνησε με τον καθηγητή Δερματολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και διευθυντή του νοσοκομείου «Ανδρέας Συγγρός», Δημήτρη Ρηγόπουλο, ο οποίος του επιβεβαίωσε ότι «η παρατεταμένη επαφή με την καυτή άμμο ενοχοποιείται για εγκαύματα, φουσκάλες, κοκκίνισμα (ερυθήματα) και πόνο στις πατούσες -ειδικά τις μεσημβρινές ώρες, που οι θερμοκρασίες είναι εξαιρετικά υψηλές, είναι επικίνδυνο».
Η τουριστική σεζόν είναι μια οικονομική ένεση για πολλά μέρη της Ελλάδας και δη τα νησιά της, αλλά μαζί της κουβαλά κάθε χρόνο και τραγικές ιστορίες εργοδοτικής αυθαιρεσίας και εκμετάλλευσης.
«Θέλω να πιστεύω ότι θα βρεθεί κάποιος αρμόδιος από το υπουργείο Εργασίας, που θα ασχοληθεί και θα δώσει τέλος στο βασανιστήριο των εργαζομένων. Ανθρώπων που άφησαν τα σπίτια τους από ανάγκη. Που τώρα εργάζονται με σωματικό πόνο από ανάγκη» καταλήγει εύλογα ο αρθρογράφος.
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο του Γιάννη Δεβετζόγλου και δείτε περισσότερες φωτογραφίες εδώ.