Αλλά…προβληματίστηκα. Μόρια. Πάλι Μόρια. Ξανά στη Μόρια.
Ρε Μάνο, το συνηθίσαμε το τέρας; Πως έβλεπες τόσο μπροστά; Μουδιάζω. Διαβάζω την είδηση και προσπαθώ να συλλάβω τι διαβάζω. Τι διαβάζω τόσες μέρες που το θέμα των προσφύγων και μεταναστών, έρχεται να ταράξει τα όνειρα αυτών που ονειρεύονται.
Και ξεχνιούνται μέσα στα όνειρα τους. Ακόμη και στον ξύπνιο τους.
Αν δεν έβγαινε η είδηση για το φορτηγό που πάτησε το παιδάκι…(πώς μπορούμε και γράφουμε κάτι τόσο φρικιαστικό σε άψυχα πλήκτρα-ίδια γίναμε)
Αν δεν… Αν δεν… Έχουμε ξεχάσει την κάθε Μόρια. Οχι όλοι, σίγουρα. Αλλά κι αυτοί οι “όχι όλοι”, έχουμε ερέθισμα να μη ξεχνάμε. Η επαφή με τέτοιους πληθυσμούς, η πληροφορία που θα έρθει απρόσκλητη ή μη, ή απ’ τα κύματα χολής που ξεβράζονται κατά καιρούς από ανάξιους, ανίκανους να δουν, να μη μπορούν να παραδεχτούν πως ειναι κατεστραμένοι ήδη απ το ίδιο τους το δηλητήριο.
Κι έρχεται ο ίδιος ο θάνατος, μαυροφορεμένος και αναιδής, γίνεται μελάνι σε τίτλους ηλεκτρονικούς και μη και σταματάει να ροχαλίζει το τέρας κι αρχίζει να βρυχάται. Και μεταμορφώνεται, διαχέεται και εισχωρεί σε χιλιάδες πρόσωπα. Πρόθυμα να δεχτούν με ορθάνοιχτους πόρους το οικείο, το εύκολο, το “δικό” τους.
Μάνες καταριούνται μάνες που κάηκαν αγκαλιά με το παιδί τους. Πώς τόλμησε ή άλλη, ζώντας μέσα στις λάσπες σε ενα στρατόπεδο συγκέντρωσης ν’ αφήσει απ’ τα μάτια της το παιδί της και να το ισοπεδώσει μια ρόδα φορτηγού; Πως τόλμησε; Πού νομίζει ότι βρίσκεται; Σε κάποιο διαμέρισμα; και άφησε απλά το νεογέννητο μωρό της μόνο του πάνω στην τραπεζαρία, για να καθαρίσει το μπάνιο; Φορτηγό ή σκυλί;
Μπαίνουν σε δίλημμα.
Νομίζει ότι έχει το δικαίωμα κατάθλιψης ή παραφροσύνης για να πετάξει το παιδί της στον κάδο των σκουπιδιών; Κάδος ή φορτηγό;Πρέπει να διαλέξεις.
Πατεράδες, παππούδες γαμούν ασύστολα νοερά με στυλιάρια και άλλα ευφάνταστα αντικείμενα, γιους αλλονών, από πατρίδες που ξέχασαν πώς είναι να είσαι ο “άλλος”. Ο ξένος. Ο “εισβολέας”.
Και βρίσκονται σε παραλήρημα μισανθρωπισμού. Και τα γράμματα χορεύουν μπροστά μου. Γίνονται εικόνες με πρόσωπα κόκκινα απ’ την έξαψη, με μάτια πεταγμένα από τις κόγχες, για το ποιος θα πει το χειρότερο. Ποιος θα σκεφτεί τον πιο οδυνηρό θάνατο γι’ αυτόν που του πήρε τη δουλειά απ τα χέρια. Κι όπως γράφει με μανία στα πλήκτρα, τα φωνάζει γιατί ειναι έξαλλος με την αδικία και σταματά να πιει μια γουλιά απ’ το φρέντο που παρήγγειλε πριν μια ώρα απ’ το γειτονικό καφέ, αλλά βγήκε η μάνα του να πληρώσει τον ντελιβερά, γιατί είναι άφραγκος. Γιατί είναι τεμπέλης. Ή γιατί του πήρε τη δουλειά απ τα χέρια ο τζιχαντιστής, με μικρότερο μεροκάματο αφού το αφεντικό γλιτώνει ασφάλιστρα και…ποιος τον γαμεί τον παράνομο; Μήπως μπορεί να τον “δώσει” πουθενά;
Τρέχουν τα μάτια μου. Θολώνουν τα γράμματα. “Να μπει ο στρατός να τους αφανίσει”. “Να μη μπει η πυροσβεστική, να καούν όλοι, στάχτη να γίνουν”. “Να τους πετάξουμε στη θάλασσα, από κει που ήρθαν”. “Γαμίσι και ξύλο θέλουν τα καθίκια. Όταν δεν σέβονται τη φιλοξενία, αυτά παθαίνουν…” “Εγω για ποιό λόγο φύλαγα φαντάρος τα σύνορα; Για να μπαίνουν τα μιάσματα ανεξέλεγκτα στην πατρίδα ΜΟΥ;” “Ολα τα περιμένουμε. Ο θεός να μας λυπηθεί” Αυτή η επιλεκτική επίκληση στον θεο για το ποιον να θανατώσει πρώτο!
Κι αν ο δικός του θεός λυπηθεί αυτόν και δεν ακούσει εσένα, θα τον αρνηθείς;
Παιδική σκέψη. Αν γεννιόσουν κάποιες χιλιάδες χιλιόμετρα πιο μακριά, τον ίδιο θεό θα είχες. Μαυριδερό. Και πάλι χάρη θα του ζητούσες. Να μην καείς. Να μην πατήσει το παιδί σου ενα φορτηγό. Να μην έχανες το χέρι σου από κάποια βόμβα. Να είχες μια δουλειά να ζήσεις όλη σου την οικογένεια. Να μη σου έκαιγαν το σώμα με τσιγάρα αν ειχαν υποψία πως παίζει να είσαι ομοφυλόφιλος. Να μην είχες λόγο ν’ αφήσεις την πατρίδα σου, το σπίτι σου, τη φωλιά σου, τα παιδιά σου, τη μάνα σου, τη γυναίκα σου και να γίνεις έρμαιο του κάθε έμπορα που καρπώνεται τ’ όνειρό σου για ζωή και σε προδίδει, σε ξαναπουλάει, σε πνίγει, ώσπου να καταλήξεις “κατσαρίδα” στην πλατεία Βάθης ή έγκλειστος σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στην ομορφότερη χώρα του κόσμου, με τους πιο άσχημους ανθρώπους.
“Ενας ακόμη λιγότερος”. Τρεις λέξεις γραμμένες από δάχτυλα μιας μάνας Ελληνίδας, λευκής, περήφανα βαλμένες, κάτω από τον τίτλο για το φορτηγό και το παιδί. Ακόμη ένα σχόλιο από κάτω. “Ας πρόσεχε το παιδί της. Τι μάνα είναι αυτή”. Μάνα, Ελληνίδα, νηπιαγωγός. Η παράνοια κέρδισε κατά κράτος.
Τ’ ακούς Μάνο; Δεν του μοιάσαμε απλά. Δεν μπήκαμε καν στον κόπο να το φοβηθούμε…