Με αφορμή την απολογία του Ηλία Κασιδιάρη στο δικαστήριο χθες, η Άννα Κουρουπού μάς έστειλε το παρακάτω σημείωμα για τον Παύλο και τη Μάγδα Φύσσα:
Ένα βλέμμα που πάει να δηλώσει παραίτηση. Λίγο πριν… Μα ξεγελά το χέρι με τη βέρα να γυαλίζει, που βαστά το κουρασμένο κεφάλι. Οι σκιές του φωτισμού στο πρόσωπο της μάνας παραπλανούν. Λίγο να δεις, και όχι να κοιτάξεις, και ο πίνακας ζωντανεύει, κι ας έχει πεθάνει ένα τεράστιο κομμάτι απ’ αυτόν.
Το ελαφρύ συνοφρύωμα, ρωτά τον Παύλο: Αυτοί σε σκότωσαν, παλικάρι μου;
Αυτοί έσπειραν τρόμο σε τόσους ανθρώπους με έναν κακοφορμισμένο σταυρό και μια στραβιά σβάστικα στο μπράτσο;
Αυτοί σε στέρησαν απ’ την αγκαλιά μου; Αυτοί… Αυτοί ειναι δειλόψυχοι, αυτόμολοι, απαρνητές, αποστάτες, γενίτσαροι.
Το ανέκφραστο στόμα. Σαν να ναι έτοιμο να σκάσει ένα μειδίαμα, ίδιο φωτιά, καυστικό, μα σαν να νιώθει και λίγο οίκτο.
Σαν να το σφίγγει να μην ουρλιάξει ή να γελάσει σαρκαστικά στον μασκαρεμένο χάρο που κοιτά απέναντι της, να αναιρεί και να αναιρείται μπροστά σ αυτούς που θα κρίνουν την τύχη του.
Μια πολυτέλεια που αφαίρεσαν μ’ ενα μαχαίρι απ’ το παιδί της. Σαν να κοιτούν από άλλο κόσμο βαλμένα στους μαύρους κύκλους τα υγρά μάτια. Λες και χάνονται στο παραμύθι που λέει ο δράκος, που ‘χει λουφάξει στη γωνιά της ιστορίας.
Απαξίωση, απορία, περιφρόνηση, οδύνη, θλίψη, εγκατάλειψη, από την αξίωση της δικαιοσύνης.
Όλα τα λέει αυτό το βλέμμα. Για όλα τα σώματα που έχουν πληγές από ξένα, δειλά μαχαίρια, μιλούν. Στωικά. Εκεί. Πάντα εκεί.
Για πάντα εκεί, μέχρι να σφαλίσουν τα μάτια και το φυλακισμένο δάκρυ να γίνει ελεύθερο περιστέρι, λευκό και παράδοξα -όπως όλο αυτό που κοιτά- να τραγουδά:
“Για όσους με πρόδωσαν με πίσω μαχαιριές, θέλω να ξέρουν ότι, σιγά μην κλάψω.
Και για αυτές τις αγάπες τις παλιές, θέλω να ξέρουν ότι, σιγά μην κλάψω.
Κι όσοι μ’ απείλησαν με πύρινα δεσμά, θέλω να ξέρουν ότι σιγά μη φοβηθώ.
Να ‘ρθούνε να με βρουν στην κορυφή ψηλά, τους περιμένω και σιγά μη φοβηθώ”.