Τα γεγονότα στα οποία αναφέρομαι αφορούν περιστατικά που έχουν γίνει πλέον ευρέως γνωστά στην κοινή γνώμη. Ενδεικτικά ορισμένα από αυτά είναι οι εκκενώσεις καταλήψεων στέγης προσφύγων και μεταναστών, η έντονη παρουσία της αστυνομίας στην περιοχή των Εξαρχείων, με τελευταίο περιστατικό την πολιορκία καφενείου και την καταγγελία που ακολούθησε σχετικά με βασανιστήρια που υπέστη μέλος του Ρουβίκωνα από άνδρες των ΜΑΤ, οι εκκενώσεις καταλήψεων στέγης προσφύγων και μεταναστών και η έφοδος της δίωξης ναρκωτικών σε νυχτερινό κέντρο και η όλη αυθαιρεσία που ακολούθησε.
Το τελευταίο περιστατικό που έλαβε μεγάλη δημοσιότητα και μονοπώλησε σε έναν βαθμό τον τηλεοπτικό διάλογο αλλά προβλημάτισε και την κοινή γνώμη δεν ήταν άλλο από τα γεγονότα στην ΑΣΟΕΕ με τον «υπερβάλλοντα ζήλο» των ΜΑΤ και την απαγωγή φοιτητή από την κρατική ασφάλεια. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι όλα τα παραπάνω είναι στοιχεία της αυταρχικότητας μιας συντηρητικής κυβέρνησης, αλλά προσωπικά θεωρώ τον συγκεκριμένο ισχυρισμό ανεπαρκή -αν όχι απλοϊκό.
Οι αστυνομικές επιχειρήσεις που αυξάνονται το τελευταίο διάστημα και οι εξαγγελίες του πρωθυπουργού για περαιτέρω έντασή τους αποτελούν κομμάτι αυτού του ιδιόμορφου «δόγματος του σοκ» που πραγματοποιεί η κυβέρνηση.
Προφανώς και η συγκεκριμένη διαδικασία χρησιμοποιείται και για αποπροσανατολισμό της κοινής γνώμης αλλά εδώ υπάρχει μια ιδιαιτερότητα. Η κυβέρνηση δεν προσπαθεί να αποκρύψει τη δράση της και σε καμία περίπτωση δεν κάνει και κάποια φιλότιμη προσπάθεια να την παρουσιάσει με κάποιο πιο όμορφο μανδύα.
Αυτό συμβαίνει φυσικά γιατί η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησε και πέτυχε τη δική της κανονικότητα. Αυτή της καταστροφής της διαφορετικής προοπτικής για την ελληνική κοινωνία μακριά και έξω από τη μνημονιακή πραγματικότητα με τις επιπτώσεις που αυτή μπορεί να έχει, την εγχάραξη δηλαδή του ενός και μοναδικού δρόμου. Τώρα λοιπόν, η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη ήρθε να αποτελειώσει ό,τι απέμεινε σε μια κοινωνία χωρίς αντιστάσεις η οποία έχει δεχτεί ότι η κατάσταση δεν αλλάζει.
Έτσι λοιπόν τα δώρα ασυλίας στους τραπεζίτες, τα δώρα στους μεγαλοεπιχειρηματίες του ΣΕΒ, οι αλλαγές στην εργατική νομοθεσία και η ένταση της καταστολής είναι λίγα μόνο στοιχεία αυτής της διαδικασίας εγχάραξης μιας νέας κανονικότητας. Συχνά λέγεται ότι στην πολιτική δεν υπάρχουν μονόδρομοι, η κυβέρνηση θέλει να πείσει όμως για το ακριβώς αντίθετο. Για να γίνει όμως αυτό θα πρέπει να δημιουργηθεί ένας εσωτερικός εχθρός, ένας κίνδυνος που η ηρωική κυβέρνηση θα μας απαλλάξει από αυτόν και θα ξεχάσουμε τα όσα άλλα πράττει, για να παραμείνει η κοινωνία ήσυχη και η κυβέρνηση στη θέση της.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Ήδη από την προεκλογική περίοδο η Νέα Δημοκρατία και ο πρόεδρός της και πλέον πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, είχαν εξαγγείλει ραγδαίες αλλαγές όσον αφορά την εγκληματικότητα, τη βία στα πανεπιστήμια αλλά και μια σειρά «κατασταλτικών» -θα έλεγε κάποιος κακοπροαίρετος- μέτρων. Ως προς αυτά η κυβέρνηση ήταν μάλλον συνεπής. Στόχο αυτά τα μέτρα θα είχαν, όπως ισχυριζόταν η τότε αντιπολίτευση, το να επανέλθει η κοινωνική ειρήνη και η «κανονικότητα».
Η τελευταία λέξη μάλιστα χρησιμοποιήθηκε ευρέως κυρίως κατά την πρώτη φάση της διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας. Εκτός από το γεγονός ότι η έννοια «κανονικότητα» δεν αποτελεί κάτι συγκεκριμένο αλλά ο χρήστης της αποδίδει όποιο νόημα επιθυμεί ο ίδιος, αν την απογυμνώσει κανείς από το περιεχόμενο που μπορεί ο καθένας να της προσδίδει, σημαίνει μια κατάσταση η οποία δεν εκπίπτει από τη «φύση» ή από την ομαλότητα, όποια και αν είναι αυτή.
Πώς γίνεται όμως να προσβλέπει κανείς στην ομαλότητα, χρησιμοποιώντας την ένταση; Η ομαλότητα την οποία οραματίζεται η κυβέρνηση δεν έχει να κάνει σε καμία περίπτωση με την κοινωνική ευημερία και γαλήνη, αλλά με την καταστολή των αντιδράσεων. Δηλαδή η Νέα Δημοκρατία χρησιμοποιεί την έννοια της κανονικότητας, όχι για να καθησυχάσει αλλά για να εμφυσήσει τον φόβο στους πολίτες. Όποιος αντιδρά και αντιστέκεται στα κυβερνητικά μέτρα, θα χαρακτηρίζεται παράνομος και ως εκ τούτου «μη κανονικός». Επίκεντρο της συγκεκριμένης στόχευσης αποτέλεσε η νεολαία και δη η φοιτητιώσα.
Οι φοιτητές βρίσκονται στα πανεπιστήμια για να παράξουν έρευνα, για να αναζητήσουν και να μεταβάλουν. Αυτή η διαδικασία περνάει από τη φάση της αμφισβήτησης. Ακριβώς για αυτό το λόγο οι φοιτήτριες και οι φοιτητές των ελληνικών πανεπιστημίων ήταν οι πρώτοι που δεν δέχτηκαν την έννοια της κανονικότητας όπως επιχείρησε η κυβέρνηση να παρουσιάσει και την απέρριψαν ως έννοια συντήρησης, μέσω των στελεχών της αλλά και των μέσων μαζικής ενημέρωσης που χειρίζεται.
Έτσι οι κινητοποιημένοι φοιτητές ονομάστηκαν «μπαχαλάκηδες» και η κυβέρνηση τους συνέδεσε ακόμα και με την εγχώρια τρομοκρατία. Έτσι λοιπόν βρήκε στο πρόσωπό τους, τον εσωτερικό εχθρό που έψαχνε. Μάλιστα αν κανείς το δει συγκριτικά, η συκοφάντηση του φοιτητικού κινήματος που λαμβάνει χώρα τις τελευταίες ημέρες από την κυβέρνηση και τα καθεστωτικά ΜΜΕ, είναι αναντίστοιχα μεγαλύτερη του μεγέθους των φοιτητικών κινητοποιήσεων.
Επιχειρείται δηλαδή μια προσπάθεια της κυβέρνησης σε δύο επίπεδα. Το πρώτο έχει να κάνει με αυτό που ανέφερα περί εσωτερικού εχθρού, αλλά το δεύτερο αφορά την πρόληψη μεγαλύτερων αντιδράσεων.
Τις τελευταίες εβδομάδες οι φοιτητές μαζικοποιούν όλο και περισσότερο τις κινητοποιήσεις τους. Έτσι η κυβέρνηση προσπαθεί να τους αποτρέψει. Αυτό πραγματοποιείται με αυτό που ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και παλαιός γνώριμος των ελληνικών πανεπιστημίων, Μάκης Βορίδης ονομάζει «στοιχείο αναγκαστικότητας». Όμως σε δεύτερο επίπεδο το κυβερνητικό επιτελείο έχει βαλθεί να απονομιμοποιήσει τις φοιτητικές διεκδικήσεις στα μάτια της κοινωνίας.
Κάποια πράγματα όμως δεν κρύβονται και η ανεξέλεγκτη βία απέναντι στους φοιτητές στην ΑΣΟΕΕ ήταν εξόφθαλμη και ωμή. Όσο και να προσπάθησαν κυβέρνηση και συγκεκριμένα ΜΜΕ να μεταφέρουν την επιθετική βία από τα ΜΑΤ στο φοιτητικό σώμα, απέτυχαν παταγωδώς και το κέντρο της Αθήνας γέμισε φοιτητές εντός τριών ωρών, την ίδια ημέρα.
Η ίδια διαδικασία θα κινηθεί και σε περίπτωση που δούμε για παράδειγμα πολυπληθείς απεργιακές ή άλλες κινητοποιήσεις. Ο Μάκης Βορίδης άθελα ή ηθελημένα ανέφερε σήμερα κάτι πολύ ορθό. Το κράτος είναι ο μοναδικός φορέας που έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί έννομη βία. Το ξύλο στους φοιτητές εμπίπτει στην κρατική έννομη βία. Μια παράνομη πράξη συμβαίνει, μια νόμιμη βία εξαπολύεται. Ακόμα και αν δεν είναι και πολύ νόμιμη καμιά φορά. Όμως είναι ο κάθε νόμος δίκαιος; Υπάρχει χώρος αμφισβήτησης του νόμου; Υπάρχει χαραμάδα διαμαρτυρίας;
Αυτά και άλλα πολλά ερωτήματα γεννώνται για άλλη μια φορά στην ελληνική κοινωνία και το κάθε στοιχείο αναγκαστικότητας δεν μπορεί να τα απαντήσει. Για αυτό το λόγο επιλέγει την συκοφάντηση και επιχειρεί την επίθεση στο ήθος του αντιπάλου, επιστρατεύοντας ακόμα και το ψεύδος το οποίο τα κυρίαρχα ΜΜΕ είναι πάντα πρόθυμα να αναπαράγουν.
Αυτό το οποίο απαντάται σήμερα είναι μόνο η προσπάθεια μερικών νέων παιδιών να ζήσουν καλύτερα από το μέλλον που οραματίζεται για αυτά η κυβέρνηση, και επειδή κάποια ρητά είναι αθάνατα, «ή θα είστε ελεύθεροι ή θα είστε ήσυχοι. Και τα δυο μαζί δεν γίνεται».