Αναδημοσίευση από το antivirus με την άδεια της συντάκτριας.

 

Ένα μικρό τσαντάκι με ξεβαμμένη χρυσή αλυσίδα, χόρευε τρελά στα ντελικάτα δάχτυλα. Σχεδόν άδειο. Λίγα τσιγάρα, ένα κλειδί και κάποια προφυλακτικά. Έτσι, για την πουτανιά το στριφογυρνούσε, μασώντας τσίχλα τσαχπίνικα και χαμογελούσε σε περαστικούς αρσενικούς, φουντωμένους από την κάψα της ζεστής βραδιάς. Μα κυρίως μ’ αυτό το ατίθασο στηθάκι και το λεπτό κορμί που λικνιζόταν σύμφωνα με κάποια μουσική που ξεπηδούσε από δυο μικρά λευκά ακουστικά, κόντρα στο σκούρο μαλλί, τόσο δα ιδρωμένο στο σβέρκο, λίγο από τη θέρμη των νιάτων, λίγο από το φόβο. Μα προκαλούσε.

Μπήκε σε κάποιο αυτοκίνητο και χάθηκε με το λιγομίλητο οδηγό στο σκοτάδι που τα πάντα αλλοιώνει μα κυρίως, κρύβει μυστήριο, ηδονή, αδρεναλίνη, καύλα, θάνατο.

Στο φως της μέρας -που για κάποιους είναι σκληρό και ανελέητο- το κίτρινο μακό ήταν σκούρο κόκκινο. Όλα παρέμεναν στη θέση τους, σαν μια φωτογραφία που συναντά τη στιγμή λίγο πριν την αιωνιότητα. Όλα στη θέση τους μα σαν αλλοιωμένα. Παράταιρα σιωπηρά. Σκισμένη η μια τιράντα, άφησε επιτέλους το νεανικό επίκτητο στήθος να αναπνεύσει. Τίποτα δεν ανέπνεε σ’ αυτή τη «φωτογραφία».

Ακόμη και το αίμα που είχε βγει απ’ τη σχισμή που χώθηκε ως τη λαβή το μαχαίρι, είχε στεγνώσει. Γυάλιζαν στον ήλιο οι υπόλοιπες πληγές μπερδεμένες με λίγο φτηνιάρικο ύφασμα σε σκούρο φόντο – όχι του δέρματος.

Η αστυνομία δεν βρήκε κανένα στοιχείο. Δύο ένοχοι, κάπου δεν τα βρήκαν και επέζησε ο δυνατότερος. Ο νόμος της ζούγκλας. Τόσο απλό. Τόσο απόλυτα αρμονικό στο μυαλό τους. Ένας λιγότερος.

Καταχωρήθηκε χωρίς όνομα, αφού κανείς δεν την αναζήτησε. Κι ήταν περιζήτητη γαμώτο όσο αυτό το λεπτό κορμί μπορούσε να προσφέρει «ανίερα» παιχνίδια, ακόμη και αρρωστημένες φαντασιώσεις. Μα κανείς δεν την έψαξε. Φανερά…

Ξεκίνησε μια τρανς γυναίκα από Λατινική Αμερική να διαβάζει τα ονόματα των 331 θυμάτων, τυπωμένα σε άπειρα χαρτιά που μοιραστήκαμε και οι υπόλοιπες 5, γύρω από ένα στραβά στρογγυλό φαντασιακό τάφο, σχηματισμένο από κεριά. «Ξένοι» και οι συγγενείς, ξένη και η οικογένεια, κοιτούσαμε τις μικρές φλόγες θαμπές από τα δάκρυα και τη βροχή να τρεμοπαίζουν, λες και έκλαιγαν κι αυτές.

Ήρθε η σειρά μου. Μισοτσαλακωμένες οι κόπιες. Όνομα, ηλικία και χώρα. Έτρεμε το κάτω χείλος μου να κρατηθώ. Να μην ουρλιάξω, παρά να μπορώ να φωνάξω, περήφανα; Τα αραδιασμένα περίεργα για τη κουλτούρα μου ονόματα και κάθε τόσο εμφανιζόταν ένα περίεργο Ν.Ν.

Ρώτησα πριν τι είναι, τι σημαίνει; Αγνώστων στοιχείων. Χωρίς όνομα. Πόσες φορές το έχω αναφέρει, σαν στοιχείο, αδιάσειστο, που δηλώνει την αφάνεια μας, ακόμη και νεκρές, σε τόσα άρθρα μου, συζητήσεις, εκδηλώσεις κλπ;

Μα μου φάνταζε τόσο νεκρό ένα διπλό Ν με μια τελεία στη μέση.

No Name, 22…δ εν μπορούσα να συνεχίσω. Ένα συγγνώμη ψέλλισα και χώθηκα σε μια άγνωστη αγκαλιά, αλλά τόσο οικεία. Πονούσαμε για τον ίδιο λόγο.

Δυο άγνωστοι άνθρωποι, σε μια ξένη και για τις δυο μας χώρα, σ’ ένα μικρό πάρκο, κλαίγαμε αγκαλιά, ανάμεσα σε αγνώστους, για κάποιες νεκρές «άγνωστες» ζωές, που έφυγαν τόσο άγρια, άδικα από χέρια που τις χάιδεψαν, τις λάτρεψαν, τις σκότωσαν.

Είναι στην παρακαταθήκη της ψυχής μου, μια από τις πιο μεγάλες στιγμές της ζωής μου, εκείνη η νύχτα.

Μακρύς ο κατάλογος, να ακούγεται για πολλή ώρα από φωνές τσακισμένες μα και μια υποταγμένη οργή που οφείλαμε να πνίξουμε σε ένα τελετουργικό μνήμης.

Σε κάθε Ν.Ν. που άκουγα, χανόμουν σε άβυσσο απελπισίας. Σε κάθε Ν.Ν. που διάβαζα, αφού ανάκτησα δυνάμεις, νόμιζα η ανόητη, έβγαινε λυγμός. Άναρθρος σχεδόν. Είχα γεύση από αίμα στο στόμα μου.

Είχα τέτοια οργή, που ξεθάρρευα και φώναζα πιο δυνατά μα με ξαναέκοβε η θλίψη και μια αίσθηση ματαίωσης για την ύπαρξη μου.

Ποιος δολοφονείται χωρίς να έχει πειράξει κάποιον συνάνθρωπο του, παρά μόνο γιατί «διαφέρει» από τα δεδομένα της δικής του ζωής και κηδεύεται, μνημονεύεται ΧΩΡΙΣ ΟΝΟΜΑ; Διαφέρει πολύ από το «Κανένας» του Οδυσσέα για να σώσει ευατόν και φίλους του;

Ποιο παιδί 22 χρονών που τόσο βάναυσα του έβαλαν ένα συρμάτινο ηλεκτροφόρο φράχτη ονείρων κι όταν βρήκε μια διέξοδο με «αδιέξοδο» τοίχο στο τέρμα του, κόπηκε η ζωή του, πριν καν προλάβει να δει, αν μπορεί να πηδήξει εκείνο τον τοίχο και αλλάξει τη μοίρα που του όρισαν;

Ποιος είναι αυτός ,αυτοί, οι τόσοι πολλοί που χώνουν ένα μαχαίρι σε ένα σώμα, αφού πρώτα το απολαύσουν;

Πότε άραγε υπάρχει ελπίδα να σταματήσει αυτό;

Μα πώς να υπάρξει ίχνος ελπίδας, ουρλιάζει ο διάβολος μέσα μου, όταν λίγες μέρες μετά, στη δική μου πατρίδα, που δεν είχε κανένα καταγεγραμμένο όνομα δολοφονημένης τρανς γυναίκας αυτή η λίστα, αρνείται να προστατέψει κάθε πλάσμα που ονειρεύεται να ζήσει τη δική του ζωή, με τα δικά του θέλω;

Είναι τόσο πολύ αυτό; Τόσο έντονα εγείρει η ελευθερία και σηκώνει χέρια και σφάζουν και ξυλοκοπούν και πυροβολούν, με μια ευκολία που με τρομάζει κυριολεκτικά. Και φυσικά-για να μη περάσει απ’ το μυαλό σας πως αφού δεν υπήρχε ελληνικό όνομα σε εκείνο το μακάβριο κατάλογο-σημαίνει πως δεν υπάρχουν θύματα. Αναφέρθηκα σε καταγεγραμμένα.

Ποιος μπάτσος αυτής της άθλιας δημοκρατικής κατ επίφασιν χώρας θα αναφέρει πως πρόκειται για έγκλημα ρατσιστικού μίσους, δίνοντας λαβή ότι είναι ο ίδιος εγκληματίας, όταν σηκώνει γκλοπ σε τρανς ανθρώπους, γιατί «αυτή είναι η δουλειά του;»

Ένας μισός, ελλιπής αντιρατσιστικός νόμος είναι πασπαρτού πλέον στα χέρια μιας κυβέρνησης και σε πλήρη σύμπνοια με τη σφραγίδα του Συντάγματος αποφασίζει με παρρησία και σαρκασμό, ποιοι πρέπει να πεθαίνουν και να αφανίζονται στη χώρα ΤΟΥ.

Μα το αίμα «κυνηγά». Είναι για πάντα ζωντανό. Και η μόνη σπίθα ελπίδας οι φιλελεύθεροι πολίτες αυτού του βόθρου, που συντάσσονται στο πλάι μας και όχι μπροστά ή πίσω από εμάς.

Σε αυτούς έχω ρίξει όλο το βάρος της δικής μας ελευθερίας, όντας προνομιούχοι και πιο «αποδεκτοί». Μαζί -ίσως- δεν θα δούμε κανένα Ν.Ν., αν μη τι άλλο στη χώρα μας.

Τους χρωστώ ένα ευχαριστώ βγαλμένο από κάθε πόρο του δέρματος μου.