του Θάνου Καμήλαλη
Ας δούμε όμως τι έχει συμβεί. Από την Τρίτη, περίπου 200 Έλληνες και Ελληνίδες βρίσκονται αποκλεισμένοι στο Λονδίνο, καθώς ακυρώθηκε η πτήση της Ryanair που επρόκειτο να τους μεταφέρει στην Ελλάδα. Για το ποιος φταίει, η εταιρεία τα ρίχνει στην ελληνική κυβέρνηση και η ελληνική κυβέρνηση τα ρίχνει στην εταιρεία. Ας δεχτούμε ότι σε αυτό η κυβέρνηση δεν φταίει. Το ζήτημα είναι, ότι περίπου 200 πολίτες έζησαν το δικό τους «The Terminal» τη γνωστή ταινία με τον Τομ Χανκς που βρίσκεται αποκλεισμένος σε ένα αεροδρόμιο χωρίς πατρίδα, διανυκτερεύοντας επί μέρες στο αεροδρόμιο. Στη συνέχεια, αρκετοί βρήκαν κάπου να μείνουν πρόχειρα, αλλά περίπου 80 από αυτούς πέρασαν 5-6 μέρες στο κενό, χωρίς νερό ή τρόφιμα, δεκάδες παραμένουν εκεί, βασιζόμενοι στην καλή διάθεση των υπηρεσιών του αεροδρομίου, υπό τον φόβο ότι ανά πάσα στιγμή αυτό θα μπορούσε να κλείσει ολοκληρωτικά. Η υπόθεσή τους μάλιστα δημοσιοποιήθηκε εξαρχής, αλλά η κυβέρνηση επέμενε να παίζει την κολοκυθιά με την εταιρεία.
Αυτό είναι το ένα ζήτημα. Και πραγματικά, θα μπορούσε να δεχθεί κανείς το επιχείρημα ότι «συγγνώμη, λάθη γίνονται». Είναι τέτοια η κατάσταση, τέτοιο το χάος, που θα πρέπει να υπάρχει ένα περιθώριο ανοχής σε συγκεκριμένα λάθη και παραλείψεις. Αυτό που κάνει ανυπόφορη την όλη διαχείριση όμως, είναι συνδυασμός των λαθών και της ολιγωρίας, με την επικοινωνιακή διαχείριση της κυβέρνησης και αποκορύφωμα το «θυμούνται την πατρίδα όταν τους βολεύει» του Χαρδαλιά. Όπως επίσης και τα κοινωνικά αντανακλαστικά που προκαλούνται.
Μπορούμε νομίζω να συμφωνήσουμε ότι άνθρωποι που κινούνται επί μέρες στα καθίσματα του αεροδρομίου δεν έχουν και πολλές επιλογές για το πού να μείνουν. Ένα σοβαρό κράτος, θα έβαζε ένα αεροπλάνο, να τους μαζέψει και να τους φέρει πίσω στην Ελλάδα, χωρίς πολλά πολλά. Στη συνέχεια θα έκανε τεστ για τον κορονοϊό στους επιβάτες, ναι, αυτά τα άγνωστα τα τεστ που δεν πολυγίνονται, ή γίνονται σε μη σοβαρές περιπτώσεις μόνο αν έχεις την οικονομική δυνατότητα να πληρώσεις μία ιδιωτική κλινική. Οι αρνητικοί στον ιό ελεύθερα μετακινούνται όπου θέλουν για την καραντίνα, ενώ για τους θετικούς, μπορούμε να δεχθούμε, κάνοντας ξανά συζητήσιμες παραχωρήσεις, ότι ίσως η καραντίνα σε συγκεκριμένο χώρο να είναι η ενδεδειγμένη λύση. Όχι πάντως σαν τους επιβάτες από την πτήση από Βαρκελώνη, στους οποίους είχαν υποσχεθεί καραντίνα στα σπίτια τους και εν μέσω πτήσης, χωρίς μέσα προστασίας μάλιστα, ενημερώθηκαν από τον πιλότο ότι οι όροι άλλαξαν, βρισκόμενοι ξαφνικά έγκλειστοι σε ένα ξενοδοχείο στο Μεταξουργείο.
Η πρώτη αντίδραση της κυβέρνησης έρχεται στις 25 Μαρτίου, με την υπόσχεση να «δρομολογηθούν οι διαδικασίες». Επομένως, όταν μετά από 3 μέρες βγαίνεις στα κανάλια θυμωμένος να επιτεθείς σε αυτούς τους ανθρώπους, υπάρχει ένα ζήτημα. Μάλιστα, δεν είναι μόνο η συγκεκριμένη φράση που δικαίως ξεσήκωσε σάλο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ο Χαρδαλιάς είπε για παράδειγμα ότι «δεν θα αξιολογήσω εάν έπρεπε να πάει κάποιος για τουρισμό στις 9 Μαρτίου και εγκλωβίστηκε εκεί. Αυτό είναι ευθύνη του καθενός. Εγώ θα φέρω πίσω αυτούς που πραγματικά έχουν ανάγκη». Πάλι ατομική ευθύνη, εντάξει το μάθαμε. Αλλά πρώτον, ήταν κάπως δύσκολο να προβλέψεις τι θα συμβεί στις 9 Μαρτίου, έχοντας προφανώς κλείσει εισιτήρια πολύ νωρίτερα (αν δεχθούμε ότι υπάρχουν τουρίστες). Δεύτερον, έστω κι έγιναν αυτά, να τους πετάξουμε στο αεροδρόμιο; «Κάποιοι από αυτούς που είναι στο αεροδρόμιο, 24 αρνούνται να μας δώσουν πληροφορίες». Επίκληση κλασικά στις μειοψηφίες, τους μπαχαλάκηδες, που «απλά κάνουν φασαρία» όπως ειπώθηκε επίσης, σίγουρα κάτι κρύβουν και άρα δεν είμαστε ως κυβέρνηση υπεύθυνοι, αυτοί φταίνε. «Δεν μπορεί να εκβιάζεται η κυβέρνηση από κανέναν». Νομίζω ότι ένας άνθρωπος που μένει 5 μέρες στο αεροδρόμιο, άλλη δουλειά δεν έχει, από το να εκβιάσει την κυβέρνηση… «Δεν κάνουμε γενικό επαναπατρισμό». Επιχείρημα «μπάλας στην εξέδρα». Και πάλι, ζητούνται έστω τα βασικά. Ακόμα κι δεν κανείς «γενικό επαναπατρισμό», να εξετάζεις σωστά τα αιτήματα, να βάλεις μια πτήση να φέρεις έστω αυτούς τους 200 ανθρώπους σου ζητήθηκε, τηρώντας στη συνέχεια μέτρα προστασίας της δημόσιας Υγείας.
Νομίζω ότι μερικές απαντήσεις τύπου «κάνουμε ό,τι μπορούμε, η κατάσταση είναι δύσκολη», θα ήταν οι μόνες αποδεκτές. Σκύβεις το κεφάλι και δουλεύεις. Οτιδήποτε άλλο, πόσο μάλλον αυτή η αντιμετώπιση και αυτό το ύφος, είναι ωμός τραμπουκισμός και ξανά (και ξανά και ξανά) μετακύλιση ευθυνών.
Παράλληλα, ως απάντηση στη δήθεν μαγκιά, να θυμίσουμε και το εξής. Για την υπόθεση των εστιακών φοιτητών, δεν έχει δοθεί καμία σοβαρή απάντηση από τον κ.Χαρδαλιά ή συνολικά την κυβέρνηση. Να θυμίσουμε ότι η κυβέρνηση αποφάσισε να κλείσει, 10 μέρες μετά το κλείσιμο των Πανεπιστημίων, τις φοιτητικές εστίες, αδιαφορώντας για τη πιθανή διασπορά του ιού στην περιφέρεια, τις δυνατότητες μετακίνησης των χιλιάδων φοιτητών, αλλά, όπως καταγγέλθηκε ευρέως και δεν διαψεύστηκε, τη γνωμοδότηση της Επιτροπής των λοιμωξιολόγων του κ.Τσιόδρα, που έμαθε την υπόθεση… από τους φοιτητές και πρότεινε να μείνουν στις εστίες, εισπράττοντας ένα «το θέμα θεωρείται λήξαν, η απόφαση έχει βγει».
Aυτό πάντως που προκάλεσε εντύπωση, ήταν οι αντιδράσεις από πολύ κόσμο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Το «να κάτσουν σπίτι τους να πολεμήσουν» γνωρίζει νέες δόξες, αυτήν τη φορά εστιάζοντας όχι σε πρόσφυγες, αλλά σε Έλληνες πολίτες. Δεν έχει σημασία η κατάσταση, η ανάγκες τους, η κυβερνητική ολιγωρία, για πολλούς το ζήτημα είναι «να μην έρθουν εδώ». Τα επιχειρήματα εντωμεταξύ είναι η μία αντίφαση μετά την άλλη. Σε περιόδους ηρεμίας, οι Έλληνες του εξωτερικού είναι «αυτοί που δουλεύουν, αυτοί που διαπρέπουν» Αυτοί που «δεν ανέχθηκαν την κατάσταση των ΑΕΙ στην Ελλάδα κι έφυγαν για να προοδέυσουν». Είναι οι επιστήμονες μας που θέλουμε να γυρίσουν, να αναστρέψουμε το brain drain κλπ. Τώρα, ξαφνικά, είναι οι «κακομαθημένοι», οι «παρτάκηδες» που «εγκατέλειψαν την Ελλάδα και τώρα τη θυμήθηκαν» και «αρκετά προβλήματα έχουμε». Ά και το διαχρονικό, «δεν θα γίνουμε μπάτε σκύλοι αλέστε, η χώρα έχει κανόνες και τα σύνορα έκλεισαν». Νομίζω ότι μία κατηγορία αυτών των επιθέσεων εκπορεύεται από τον καινούριο, πρωτόγνωρο φόβο για τα πάντα, που πυροδοτεί περισσότερα τέτοια αντανακλαστικά. Με τον ίδιο τρόπο δηλαδή, που ένα μέρος της μισαλλοδοξίας είναι κι αυτό φόβος για τον ξένο και τον διαφορετικό. Όπως δηλαδή κάποιος φαντάζεται ότι θα έρθει ο πρόσφυγας να τον εξισλαμίσει και να του κλέβει τις δουλειές, έτσι θα έρθει και ο πιθανώς «μολυσμένος» Έλληνας του εξωτερικού να βήχει στο πρόσωπό του και να γυρνάει τους δρόμους. Ένα άλλο, είναι απλά η κλασική μισανθρωπιά, η οποία στην πράξη είναι μία συνεχής αναζήτηση δικαιολογιών για να επιτίθεσαι στον συνάνθρωπό σου. Για λόγους φυλής, θρησκείας, ή και επαγγέλματος κλπ.
Μέσα σε αυτήν την πρωτόγνωρη και άκρως δυστοπική κατάσταση που ζούμε, είναι πολύ εύκολο να ξεχάσουμε το πού χρειάζονται κάποιοι πρόσκαιροι περιορισμοί και πού συνεχίζουν να υπάρχουν στοιχειώδη δικαιώματα των πολιτών και επίσης στοιχειώδεις υποχρεώσεις της ελληνικής Πολιτείας. Είναι πολύ εύκολο επίσης να παρασυρθείς σε ένα γαϊτανάκι, απόδοσης ευθυνών «όπου φυσάει ο άνεμος», ή μάλλον, όπου σου δείχνει η κυβέρνηση, ή μέσα σε ένα γενικευμένο κλίμα ανασφάλειας κι εκνευρισμού, να βλέπεις παντού κινδύνους, αδιαφορώντας για τον συνάνθρωπο. Είναι πολύ εύκολο τέλος, αν είσαι σε θέση εξουσίας, να κουνάς καθημερινά στις 18:00 με ύφος το δάχτυλο και να ψάχνεις ανεύθυνους και λιγότερο να κάτσεις να κάνεις με υπευθυνότητα τη δουλειά σου, όπως πρέπει και όπως αρμόζει σε ένα σοβαρό κράτος. Και εντάξει, απαιτήσεις περί ανάληψης ευθύνης δεν έχω πολλές, είμαι ρεαλιστής, αλλά ένα χαμήλωμα του θράσους και των τόνων θα το εκτιμούσα.