Στα τέλη του Ιουνίου ταξίδεψα στην Κρακοβία. Έφτασα λίγες μέρες πριν ξεκινήσει ένα συνέδριο στο οποίο επρόκειτο να συμμετάσχω. Ήθελα να μείνω για λίγο μόνος εκεί. Ή σχεδόν μόνος, δηλαδή με τους ιδιοκτήτες ενός τυπικού διαμερίσματος της μετασοβιετικής εποχής, στο οποίο είχα κλείσει ένα δωμάτιο. Η ζέστη ήταν αφόρητη εκείνες τις μέρες. Οι δε δρόμοι ήταν γεμάτοι από εργοτάξια και σωρούς από χώματα, ιδίως εκείνοι που ένωναν το Κάζιμιερζ, αυτό που ήταν άλλοτε η εβραϊκή συνοικία, με το κέντρο της πόλης που βρίσκεται στα βόρειά του. Έτσι, όταν ήθελες να μπεις στο Κάζιμιερζ, ή να βγεις από αυτό, γέμιζες σκόνη – ως εάν αυτή να ήταν το διαβατήριό σου. Οι μέρες κύλησαν, η ακαδημαϊκή μηχανή πήρε μπροστά και η επίσκεψη στο Κάζιμιερζ έγινε καθημερινή για μένα στα περιθώρια του συνεδρίου, μαζί με τη σκόνη στα ιδρωμένα ρούχα. Γυρόφερνα άλλωστε ένα εβραϊκό φεστιβάλ, που, όπως διάβασα, γίνεται κάθε χρόνο εκείνη την εποχή στην Κρακοβία.
Το κέντρο της Κρακοβίας βόρεια του Κάζιμιερζ είναι η παλιά της πόλη. Η ερειπιώδης μορφή πολλών κτιρίων της εβραϊκής συνοικίας βρισκόταν σε πλήρη αντίθεση με τη φροντισμένη και αποκατεστημένη όψη των κτιρίων της παλιάς πόλης με την αύρα των Αψβούργων. Το επιβλητικό παρουσιαστικό τους υπενθύμιζε την πίστη σε μια ακατάβλητη τάξη, σε ένα φως που δεν θα σταματούσε να στερεώνει τον κόσμο ακόμα και μέσα σε έναν σκοτεινιασμένο ουρανό.
Την τελευταία μέρα της παραμονής μας, αποφασίσαμε να επισκεφτούμε το Άουσβιτς και το Μπίρκεναου. Βαδίζαμε ήδη στο πρώτο, ασφυκτικά γεμάτο από επισκέπτες, με ρυθμό λιτανείας, όταν φτάσαμε σε έναν θάλαμο όπου υπήρχε εκτεθειμένο το υλικό του Βίλχελμ Μπράσσε, του φωτογράφου του Άουσβιτς. Εκατοντάδες φωτογραφίες ταυτότητας, ανθρώπων που λίγο αργότερα δεν θα υπήρχαν, αλλά ικανοποιούσαν μια μανία αρχειοθέτησης που έμοιαζε να ακολουθεί τη μανία της καταστροφής. Λες και η δεύτερη έπρεπε να μιμηθεί τη μνήμη την οποία κατά τα άλλα μισούσε, έπρεπε να της υφαρπάξει την ίδια τη λειτουργία της για να την εκμηδενίσει τελειωτικά.
Τα πρόσωπα στις φωτογραφίες ήταν γεμάτα φόβο, οδύνη κι οργή. Αδιανόητο σκοτάδι τα διαπερνούσε. Ξαφνικά σταμάτησα μπροστά στη φωτογραφία μιας γυναίκας. Από πίσω μου συνωστίζονταν οι επόμενοι επισκέπτες. Πρόλαβα ωστόσο να συγκρατήσω το όνομα που βρισκόταν γραμμένο κάτω από την φωτογραφία, δίπλα σε έναν αριθμό: Τσεσλάβα Μπέρναρντ, 22156. Όταν επέστρεψα στο διαμέρισμα, αναζήτησα αυτά τα στοιχεία στα αρχεία του στρατοπέδου που έχουν αρχίσει να συγκροτούνται. Όταν οι Σύμμαχοι βρέθηκαν σε απόσταση αναπνοής από το στρατόπεδο, η εντολή που δόθηκε ήταν να καταστραφούν οι φωτογραφίες, αλλά ο Μπράσσε φρόντισε να σώσει πολλές από αυτές, να μην καούν τα τεκμήρια μιας πυρκαγιάς που έκαιγε για καιρό τη μνήμη μαζί με τους ανθρώπους, εκείνης της πυρκαγιάς που ήταν οι ίδιες οι φωτογραφίες. Κι έτσι με έκπληξη βρήκα ξανά τη φωτογραφία της γυναίκας, μαζί με δύο άλλες της που την συμπλήρωναν. Παντού το ίδιο αινιγματικό χαμόγελο ενώπιον των δημίων της. Το συνεσταλμένο, απέραντα θλιμμένο, αλλά και αδιανόητα καλοσυνάτο χαμόγελο ενός ανθρώπου που έναν μήνα αργότερα δεν θα υπήρχε πια στα κατάστιχα των ζωντανών νεκρών του Άουσβιτς. Τι κοιτούσε άραγε; Ή μάλλον, τι έβλεπε σε ό,τι κοιτούσε; Επρόκειτο μήπως για ένα ψυχικό ρεφλέξ που σκηνοθετούσε εντός του τη συνθήκη μιας κανονικής φωτογράφησης υποκαθιστώντας ό,τι συνηθίζουμε να αποκαλούμε γυμνή πραγματικότητα; Προέκτεινε ανθρώπινα συναισθήματα όπως η αιδώς ή η αξιοπρέπεια εκεί όπου καθετί ανθρώπινο είχε ήδη εξαφανιστεί; Ή εμφανιζόταν σε αυτό το βλέμμα κάτι που δεν μπορούσε να καεί; Κάτι που θα βρισκόταν ήδη στην πιο καθαρή γυμνότητα, στο τέλος των πραγμάτων, στο κέντρο του στρατοπέδου;
Έξω από το Μπίρκεναου, λίγο παρακάτω, τα χρυσαφένια άχυρα που το περιβάλλουν έδιναν μια αλλόκοτη εικόνα στον εφιάλτη του φόντου. Κοιτάζοντάς το από μακριά, δεν διέκρινες έναν περιγεγραμμένο χώρο, έβλεπες μόνο το ξύλινο οίκημα μιας εισόδου. Και πλησιάζοντας καταλάβαινες πως, πράγματι, ό,τι ορίζει αυτό τον χώρο είναι η είσοδός του. Ως εάν να βρισκόταν ολόκληρος ήδη σε αυτήν, ως εάν, για την ακρίβεια, αυτή η ίδια να επεκτεινόταν τερατωδώς στον χώρο και να τον κατάπινε. Το Μπίρκεναου είναι μια πύλη, όχι ένας τόπος. Μέσα στην αχανή και αόριστη αυτή περιοχή, η αίσθηση της σκόνης ήταν πανταχού παρούσα, σε κάθε βήμα. Αν εξαιρέσει κανείς ένα ψόφιο ποντίκι που είδα σε ένα χαντάκι όταν ξέφυγα λίγο από τη διαδρομή των επισκεπτών, η σκόνη ήταν το μόνο ίχνος ζωής που διέτρεχε και δη κατέκλυζε την περιοχή. Ως εάν για να μας θυμίσει μια συγγενή της – τη στάχτη.
Το απόγευμα επιστρέψαμε και εγώ κατευθύνθηκα σε ένα μικρό και ήσυχο καφέ του Κάζιμιερζ. Ακολούθησε ένα όμορφο τελευταίο βράδυ. Την επομένη, στο αεροδρόμιο της Αθήνας πια, κοιτούσα τα παπούτσια μου. Που ήταν βουτηγμένα σε μια επίμονη σκόνη που δεν έλεγε να φύγει από πάνω τους.
Υ.Γ. Ευχαριστώ τον Βασίλη Παϊπάη, που έκανε αυτό το ταξίδι εφικτό και που το μοιραστήκαμε.