Από την πανδημία στην επιδημία μετατραυματικού στρες
Εξομολογούμαι: όταν υπάρχει θέμα, ειδικά συνδεδεμένο με τη Λατινική Αμερική, οι λέξεις βγαίνουν από μέσα μου σα νερό. Αρκεί να καθήσω μπρος στον υπολογιστή και δεν κοιτώ καν την οθόνη. Είναι ένα είδος εσωτερικού ανεκδότου στο Press μας – οι ρυθμοί μου, σε τέτοιες περιπτώσεις.
Όταν, λοιπόν, οι άγιοι ψαράδες της Βενεζουέλας μαζέψαν στα δίχτυα τους τους μισθοφόρους της συμφοράς (λέγε με Γουαϊδό), κάθησα μπροστά στον υπολογιστή, πιστεύοντας όταν θα είχα την ίδια ευκολία που έχει χτίσει πείρα δεκαετιών και μεράκι και αγάπη για τους τόπους του μαρτυρίου μας, των λαών.
Στάθηκε αδύνατον να γράψω το κείμενο. Η πληροφορία ήταν όλη εδώ. Μάλιστα, εκείνη την Κυριακή, πρώτη της νέας, ζωντανής εκπομπής μου στο The Press Project, αναφέρθηκα στο θέμα εκτενώς, μπήκα στις λεπτομέρειες, εξέτασα όλες τις πλευρές. Γύρισα σπίτι πιστεύοντας ότι, ε, πια, μετά και από αυτό, το’χω. Δεν το είχα. Δεν μπορούσα να γράψω. Στην πρώτη παράγραφο ο νους λες και διαλύονταν. Ήταν αδύνατον να συγκεντρωθώ.
Κατά το έθος, βγήκα στο ανεπίσημο ρεπορτάζ. Μίλησα με φίλους και συναδέλφους. Δεν ήμουν η μόνη που παρουσίαζε τέτοια συμπτώματα. Καταλήξαμε, μισοαστευόμενοι στην αρχή, ότι, μέσα σε όλα, αυτή η ιστορία του εγκλεισμού μας προκάλεσε το μαζικότερο μετατραυματικό στρες στην Ιστορία. Μπορεί στον καθένα μας να εκδηλώνεται διαφορετικά, όμως, με τον ένα τρόπο ή τον άλλο, ζούμε το ίδιο ακριβώς αποτέλεσμα από την ίδια ακριβώς αιτία. ‘Οταν αρχίσαμε την έρευνα όμως, το μισό μας αστείο να εξελιχθεί σε ακέραια πραγματικότητα…
Είναι γνωστά αρκετά από τα αρνητικά αποτελέσματα στις κοινωνικές σχέσεις όλων μας. Καλύτερα, είναι γνωστά τα μετρήσιμα μεγέθη βάσει όσων καταγγελιών ή δημοσκοπήσεων έχουν γίνει. Οι περιπτώσεις όμως, όπως η δική μου και όπως φίλων που μου εξομολογήθηκαν την κατάστασή τους, δεν καταγράφονται. Περιπτώσεις που η εκδήλωση των συμπτωμάτων μπορεί να γίνει με τρόπο μη ανιχνεύσιμο- στην περίπτωσή μου, το λένε writer’s block εις την αλλοδαπή, και δεν είναι σπάνιο γενικά. Όμως, δεν είναι η περίπτωση εδώ. Το writer’s block δε σε εμποδίζει να γράψεις πράγματα που δεν χρειάζονται κάποιου είδους έμπνευση, πράγματα που ήδη γνωρίζεις, έχεις βάλει σε μια σειρά, έχεις όλα τα στοιχεία… Δε σου αφαιρεί τη δυνατότητα να εκφραστείς, όταν έχεις κάτι να πεις, και μάλιστα κάτι τόσο απλό και συγκροτημένο το οποίο ήδη έχει διατυπωθεί προφορικά.
Ανατροπές αυτού του είδους, προβλήματα αυτού του είδους, εμφανίστηκαν σε όλους μας. Δυσλειτουργίες σε καλολαδωμένες μηχανές, εκεί που ήταν οι ευκολίες μας ή οι βασικές και ήρεμες σχέσεις μας ή ο τρόπος που ενδυναμώνονταν ο πολιτικός μας λόγος και η πολιτική μας παρουσία. Για ένα δημοσιογράφο είναι το γράψιμο, η παραγωγή λόγου γενικά, για έναν αρχιτέκτονα λογισμικού η ανικανότητα να συγκεντρωθεί (με όλα τα γνωστά τρυκ που ήδη κατέχει το επάγγελμά τους για να τους φέρει στη «ζώνη»), για έναν άνθρωπο που διδάσκει σε φροντιστήρια η αδυναμία να ξαναβρεί το ρυθμό του ή να συγκεντρωθεί στις απαιτήσεις της προηγούμενης πολυετούς ρουτίνας του, για μια μεταφράστρια η αδυναμία να στηθεί μπροστά στον υπολογιστή και να βλέπει πραγματικά το κείμενο, ακόμη κι αν συνήθως δούλευε μόνη της και από το σπίτι – η συνθήκη της ελάχιστα άλλαξε. Μόνον ένας άνθρωπος που γνωρίζω βγήκε από όλη αυτή την κρίση δυνατότερος – και ήταν πάντα ένας ακούραστος εικαστικός, ένας εργάτης της τέχνης ακατάβλητος: στην κρίση πέρασε την πιο δημιουργική του περίοδο, μου λέει. Την υποψία ότι ουσιαστικά, όμως, εκείνος, ως πολύπειρος και ιδιαίτερα ευαίσθητος, βρήκε άμεσα το «φάρμακο» στη δική του τραυματική εμπειρία, δε μου τη βγάζεις από το νου.
Δεν ξέρω πόσοι από μας έχουν την πολυτέλεια να ψειρίζουν όσα τους συμβαίνουν, να ομφαλοσκοπούν όταν είναι όντως αναγκαίο – γιατί, η ομφαλοσκόπηση αποτελεί πια πρόβλημα και όχι κάτι θεμιτό, έχει παραγίνει από καιρό, μεταξύ μας. Όμως εδώ, και επί του προσωπικού του καθενός μας χωριστά, αυτή η πολυτέλεια μοιάζει πιο αναγκαία από ποτέ. Γιατί το τραύμα υπάρχει και ας μη το βλέπουμε. Το τραύμα της ακοινωνησίας, της οικειοθελούς ή μη φυλάκισης, της έλλειψης της ανθρώπινης επαφής, της ελευθερίας επιλογής γι’ αυτή την επαφή, της καταπίεσης των βασικότερων μας ενστίκτων είναι εδώ και έχει βρει τους δρόμους του προς την καθημερινότητά μας ήδη.
Στην προσωπική μου περίπτωση, η ανικανότητα να βάλω τις σκέψεις μου στο χαρτί, καταλήγω – with a little help from my friends, που λένε και οι Μπητλς – ότι έχει να κάνει με την αδυναμία μας, στο Press, να ειδωθούμε, να αγγιχτούμε, να μοιραστούμε, να αγκαλιαστούμε. Να είμαστε οι εαυτοί μας. Όχι μέρος, αλλά όλον. Η ενδυνάμωση της αγάπης, της αίσθησης της ομάδας, της μικρής μας δημιουργικής ολότητας, που περνά μέσα από όλα αυτά, είτε (υπό τις συνθήκες της καραντίνας) χάθηκαν είτε (τώρα με τα ημίμετρα) μειώθηκαν δραστικά σε τούτο το διάστημα. Δεν είχαμε πια τη δυνατότητα να βρεθούμε στον κοινό, αναγνωρίσιμο και αγαπητό χώρο, να αστειευτούμε, να σοβαρολογήσουμε, να πνιγούμε στην αγκαλιά του (σεσημασμένου υπεραισιόδοξου) Κωνσταντίνου, να νοιώσουμε τη σταθερότητα και την ασφάλεια ενός τόσο ουσιαστικού περιβάλλοντος στη ζωή μας. Μπορεί αυτό το περιβάλλον, στην περίπτωσή μας, να είναι το εργασιακό (και μαζί αδελφικό), αλλά για άλλους φίλους, με τους οποίους μίλησα, είναι οικογενειακό, φιλικό, συγκεκριμένες παρέες, συνήθειες κοινωνικές, ομάδες παραγωγής πολιτικής, γκρουπ δημιουργίας ή διασκέδασης.. Ο περίγυρος όλων μας έπαψε να είναι κοινωνικός. Η καθημερινότητά μας έγινε απάνθρωπη – με δεδομένη την κοινωνική μας φύση, ως ανθρώπων. Οι εκφράσεις τρυφερότητας, φιλίας, αγάπης, έρωτα έπρεπε υποχρεωτικά και απόλυτα να διαγραφούν από την καθημερινότητα πάρα πολλών από εμάς.
H προσωπική παρατήρηση και κατόπιν η κοινή διαπίστωση, δεν είναι μόνον δική μας. Αναζητώντας επιστημονικές πηγές, ώστε να κατανοήσει κάποιος τι μας συμβαίνει, διαπιστώνει πως οι ειδικοί όχι μόνο προειδοποιούν για αύξηση των κρουσμάτων, αλλά και για εκδήλωση «επιδημίας» μετατραυματικού στρες, τοποθετώντας την «έκρηξή» της δύο μήνες μετά τον εγκλεισμό. Ένας μεγάλος αριθμός ψυχιάτρων και ψυχολόγων ήδη συζητεί όχι μόνο την ψυχολογική επίδραση της νόσου σε κρούσματα και ασθενείς, ή σε ψυχικά πάσχοντες, ή ακόμη και στους εργαζόμενους στο χώρο της υγείας, αλλά και σε εκατομμύρια ανθρώπους που θεωρούνται υγιείς ψυχικά, ή θεωρούνταν, πριν την πανδημία, και ναι μεν δεν νόσησαν, αλλά έζησαν στις εξαιρετικές συνθήκες απομόνωσης, με το άγχος ή το φόβο της νόσου αλλά και την αίσθηση αδυναμίας προστασίας των αγαπημένων τους. Καταγράφουν μάλιστα την ανάγκη να επισπευσθούν οι μελέτες του φαινομένου και να υπάρξει διεθνείς συνεργασία, ώστε να αντιμετωπιστεί το «τσουνάμι» μετατραυματικού στρες που έρχεται. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι ένα στα έξι παιδιά παρουσιάζει μετατραυματικό στρες μετά κάποιο τραύμα, και ότι εκατομμύρια παιδιά έζησαν τον εγκλεισμό, την απομάκρυνση από αγαπημένους και τον φόβο της αρρώστειας ως τραυματική εμπειρία.
Στα καθ’ ημάς, πάνω από όλα αυτά, αναμένουμε επελαύνουσα την νέα οικονομική κρίση λίαν συντόμως, με ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού να πτωχοποιείται, να χάνει εισόδημα και σπίτι, να περνά στην ανεργία. Και ως μη ειδικοί δε διακινδυνεύουμε πολλά αν πούμε ότι, σύντομα θα είμαστε αντιμέτωποι με περαιτέρω έκρηξη των ψυχικών νόσων και των διαφόρων συνδρόμων, σε όλες τις ηλικίες.