Από το 1975 ως σήμερα η λίστα των δολοφονημένων επί δεξιών κυβερνήσεων μεγαλώνει διαρκώς. Είτε πρόκειται για «τρομοκράτες» (Τσιρώνης, Κασίμης, Τσουτσουβής, Μαρίνος…), είτε για απλούς διαδηλωτές (Κουμής, Κανελλοπούλου), είτε για 15χρονους που βγάζουν γλώσσα (Μιχάλης Καλτεζάς, Γρηγορόπουλος), οι σφαίρες της ελληνικής Δεξιάς βρίσκουν πολύ συχνότερα το στόχο από ότι με οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση. Οσο για αυτούς που πέφτουν στα χέρια της «Δικαιοσύνης» της, από τις αδελφές Τσαγκαράκη, τον Μπαλάφα και τον Λεσπέρογλου ως  το Νίκο Ρωμανό, την Ηριάννα και τον Περικλή ή ακόμη και τις άδειες του Δημήτρη Κουφοντίνα, ο ρεβανσισμός είναι το μόνο εμφανές κίνητρο των ενεργειών της. Αυτό που με τόση ακρίβεια έχει χαρακτηριστεί ως βασικό χαρακτηριστικό του νεοφιλελευθερισμού, προ δεκαετιών, για να περιγράψει την ιδέα του για τη δικαιοσύνη: punitiveness, τιμωρητική πολιτική με μόνο στόχο την ισοπέδωση κάθε άλλης φωνής και το σαφή διαχωρισμό των κοινωνικών ομάδων, το σαφές «εμείς και αυτοί, και αυτοί ξέρουν ποιοί είναι» που είχε πει και ο ομοϊδεάτης και φίλος της οικογένειας Μητσοτάκη, Τζωρτζ Μπους.

Νόμος και Τάξη ήταν πάντα σύνθημα της δεξιάς, όπου γης. Και, από τη δεκαετία του ’80 και μετά, όπως καταγράφουν οι εγκληματολόγοι, η τιμωρητική πολιτική – που απέχει παρασάγγας από το «σωφρονισμό», όπως και να τον ορίσει κανείς – αναδεικνύεται όλο και συχνότερα στο κυρίαρχο μοντέλο. Η μελέτη της περιόδου Θάτσερ, και όλων των επιγόνων της, αποδεικνύει, λένε διακεκριμένοι εγκληματολόγοι, ότι στα καθεστώτα που φλερτάρουν ή αποδέχονται το νεοφιλελευθερισμό, η τιμωρητική αυτή πολιτική είναι το καθεστώς.

Συνήθως, και πριν το θατσερισμό και ρηγκανισμό, η σωφρονιστική πολιτική θεωρούνταν ότι κρίνεται τόσο από τον αριθμό κρατουμένων όσο και από στατιστικές που μετρούν την ατομική υποστήριξη σε καθαρά τιμωρητικές ποινές ή πρακτικές. Ωστόσο, σε αυτό το πλαίσιο, το ιστορικά δεδομένο, δεν εξετάζονταν οι νομοθετικές πράξεις μιας κυβέρνησης και οι στόχοι τους, το περιεχόμενό τους και τα αποτελέσματά τους. Αυτό αρχίζει να γίνεται πιο πρόσφατα, και οι εγκληματολόγοι συνδέουν πια το νομοθετικό πλαίσιο και τη ρητορική που χτίζει μια κυβέρνηση με την σωφρονιστική ή τιμωρητική πολιτική που ακολουθεί. Η Νέα Δεξιά, η Φιλελεύθερη Δεξιά, που, μεταξύ άλλων, ενέπνευσε, από τον Μητσοτάκη τον πρεσβύτερο και μετά, κάθε γόνο της οικογενείας, στήνει ένα καθαρά τιμωρητικό και καθόλου σωφρονιστικό σύστημα, στα βήματα των «ηρώων» της – άλλωστε η παραγωγή πολιτικής δεν είναι το δυνατό σημείο των ελληνικών κυβερνήσεων, και μάλιστα των δεξιών, πεπατημένη άλλων ακολουθούν, κακοαντιγράφοντας από περιληπτικά σκονάκια.

Έτσι λοιπόν, φράσεις όπως «μηδενική ανοχή», «αυστηρότερες ποινές», «παραδειγματική τιμωρία» χρησιμοποιούνται για να μεταφράσουν σε λαϊκή στήριξη, μέσω της ψήφου, την μετατροπή του θεωρητικώς σωφρονιστικού συστήματος σε ένα άτεγκτο τιμωρητικό μηχανισμό. Ο οδοστρωτήρας των αντισυνταγματικών νόμων περνά με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο πάνω από τα υποτίθεται κατοχυρωμένα δικαιώματα και τις ελευθερίες – είναι χαρακτηριστικό ότι όλοι οι αντιτρομοκρατικοί νόμοι στην Ελλάδα έχουν περάσει από δεξιές κυβερνήσεις (ως τέτοια θεωρώ και την κυβέρνηση Σημίτη), με πιο γνωστό τον αντισυνταγματικό νόμο της κυβέρνησης του πατρός Μητσοτάκη που οδήγησε εκδότες και διευθυντές εφημερίδων στη φυλακή διότι δημοσίευσαν προκηρύξεις, και έκανε ξεκάθαρο ότι ο τότε πρωθυπουργός (όπως και μέλη της κυβέρνησης του γιού του, σήμερα) δεν το είχε σε τίποτε να δίνει οδηγίες στη Δικαιοσύνη, ακριβώς για να πετύχει την μετατροπή του σωφρονιστικού συστήματος στην τιμωρητική μηχανή των υγρών του ονείρων.

Η σημασία ειδικά της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας έχει αναλυθεί και εξηγηθεί. Κανείς δεν αμφισβητεί ότι «ο τρόπος με τον οποίον η νομοθετική και η δικαστική λειτουργία αντιμετωπίζουν αυτό που ονομάζεται «τρομοκρατία» αντανακλά ευρύτερες πολιτικές μετατοπίσεις και πρωτίστως την εγκαθίδρυση μιας συναίνεσης, σχεδόν στο σύνολο του πολιτικού φάσματος, σύμφωνα με την οποία κάθε αντίσταση στο υπάρχον πολιτικοοικονομικό σύστημα είναι όχι απλώς ανεπίτρεπτη αλλά αδιανόητη».

Σε αυτή τη λογική κινήθηκε και κινείται και η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη. Έδειξε από την πρώτη της μέρα τις προθέσεις της για μια τιμωρητική και ιδιαίτερα αυστηρή κατασταλτική πολιτική απέναντι στους κρατούμενους – όλους τους κρατούμενους και χωρίς εξαιρέσεις. Το πρώτο προεδρικό διάταγμα, το πρώτο ΦΕΚ της σημερινής κυβέρνησης, τον Ιούλιο του ΄19 και μόλις είχε ορκιστεί, ήταν αυτό που μετέφερε τα «σωφρονιστικά» ιδρύματα από το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη. Από την αρχή της δικαιοσύνης στην αρχή της καταστολής – και μάλιστα υπό τον, γνωστό εχθρό της ανάγνωσης κι οπαδό της καθοδηγούμενης πράξης, Μιχάλη Χρυσοχοϊδη.

Η υπόθεση Δημάκη δεν είναι, λοιπόν, υπόθεση ηλιθιότητας ή κακεντρέχειας κάποιας οξυζενέ ξανθιάς δαπίτισσας, αλλά υπόθεση που αντανακλά όλες τις κεντρικές πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης Μητσοτάκη, τον τρόπο που αντιμετωπίζει την – καθόλου ανεξάρτητη- Δικαιοσύνη και τη μέθοδό της για την περαιτέρω διάλυση του κοινωνικού ιστού, της αλληλεγγύης και των κοινών αγώνων. Όπως είχε πει και η αγαπημένη τους Θάτσερ, όλοι *αυτοί* που δεν είναι *Εμείς* «θεωρούν ότι τα προβλήματά τους έχουν κοινωνικό υπόβαθρο, ενώ, ως γνωστόν, δεν υπάρχει κοινωνία» (They are casting their problems at society. And, you know, there’s no such thing as society, επί λέξη). Και αν υπάρχει κοινωνία, αλληλεγγύη, κοινοί αγώνες, ε, θα κάνουν ότι μπορούν για να τη διαλύσουν. Ξεκινώντας από τις παρυφές της, από κει που η αντίδραση θα είναι λιγότερη.