του Αλέξανδρου Γαστεράτου

Η λεγόμενη ως «πρώτη φάση» της πανδημίας του κορονοϊού έχει λήξει και έχουμε εισέλθει πλέον σε μια άλλη καθημερινότητα, στην οποία η κατάσταση εκ πρώτης όψεως ομοιάζει σαν να μη συνέβη το παραμικρό. Τα καταστήματα εστίασης είναι και πάλι ανοιχτά, οι μετακινήσεις επιτράπηκαν και βαδίζουμε ολοταχώς προς το άνοιγμα του τουρισμού. Έτσι για πολλούς η καραντίνα και η επιδημία στην Ελλάδα, πιθανόν να φαντάζουν ως μακρινή ανάμνηση ασχέτως αν μόλις λίγο καιρό πριν η χώρα βρισκόταν σε καραντίνα.

Ωστόσο, το ίδιο δεν συμβαίνει για όσους Έλληνες παραμένουν εγκλωβισμένοι σε πολλές γωνιές του πλανήτη.

Πολλοί είναι οι άνθρωποι που δεν έχουν καταφέρει, μετά από μεγάλες προσπάθειες να επαναπατριστούν, ενώ άλλοι που μετά από πολλές παλινωδίες και μεγάλες περιπέτειες τα κατάφεραν, πλήρωσαν εξωφρενικό αντίτιμο. Το κράτος στην πραγματικότητα, έχει τη νομική, τυπική και ηθική υποχρέωση να επαναπατρίσει δωρεάν, όσους πολίτες έχουν ως μόνιμη κατοικία την Ελλάδα.

Παρόλα αυτά φαίνεται ότι όχι μόνο δεν υπάρχει η κατάλληλα οργάνωση για οποιονδήποτε δωρεάν επαναπατρισμό αλλά οι εγκλωβισμένοι πολίτες που επιχείρησαν να έρθουν σε επαφή με τις κατά τόπους διπλωματικές αρχές, αντιμετώπισαν από πλήρη αδιαφορία έως και ειρωνεία.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Φλεβάρης του 2020. Το πρώτο κρούσμα κορονοϊού στον Ισημερινό κάνει την εμφάνισή του. Η χώρα δεν μπορεί να διαχειριστεί την κατάσταση, η οποία σύντομα γίνεται ανεξέλεγκτη. Θύματα του ιού αφήνονται για μέρες στους δρόμους σε μια κατάσταση που θυμίζει ταινία επιστημονικής φαντασίας. Πέντε πολίτες, μόνιμοι κάτοικοι Ελλάδας, παραμένουν στο Εκουαδόρ και επιχειρούν να επαναπατριστούν.

Ο Ισημερινός κηρύσσει κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και λαμβάνει αυστηρότατα μέτρα όσον αφορά τις μετακινήσεις. Για να μεταφερθεί κανείς από μια περιοχή σε μια άλλη χρειάζεται ειδική άδεια, να βρει πρόθυμο ταξί, το οποίο με τη σειρά του θα πρέπει να βγάλει επίσης ειδική άδεια. Επίσης μετά τις 14:00 το μεσημέρι οι μετακινήσεις απαγορεύονται. Παράλληλα κλείνουν όλα τα αεροδρόμια του Εκουαδόρ, ενώ οι μόνες πτήσεις που πραγματοποιούνται είναι ανθρωπιστικές/επαναπατρισμού.

Σε αυτή την κατάσταση, οι Έλληνες πολίτες που βρέθηκαν στην περιοχή πριν ξεσπάσει η επιδημία, επιχείρησαν να επικοινωνήσουν με τις αρμόδιες διπλωματικές αρχές. Ωστόσο αυτό που συνάντησαν ήταν ένα χαλασμένο τηλέφωνο και ειρωνεία, την ώρα που ο χρόνος μετρούσε αντίστροφα και κάθε ώρα που περνούσε έφερνε τους εγκλωβισμένους ένα βήμα πιο κοντά στο αδιέξοδο.

Από τη Κρήτη στον Ισημερινό (και πάλι πίσω;)

«Εμείς φτάσαμε στον Ισημερινό 22 Φλεβάρη, τα σύνορα έκλεισαν 16 Μάρτη και μας είπανε και αυτό ότι φταίμε κι εμείς και που πάμε κλπ. Εμείς το μάθαμε αργά (ότι δεν μπορούμε να γυρίσουμε πίσω), γιατί ήμασταν στην Αμαζονία και δεν είχαμε πρόσβαση στο ίντερνετ αλλά ούτως ή άλλως και εδώ να ήμασταν (Ισημερινό) 15 Μάρτη ανακοινώθηκε, 16 είχαν κλείσει τα αεροδρόμια», λέει σε επικοινωνία του με το TPP ο ακαδημαϊκός και μέλος των Social Waste, Λεωνίδας Οικονομάκης.

Λεωνίδας Οικονομάκης

 

Ο Λ. Οικονομάκης βρέθηκε στο Εκουαδόρ μαζί με τον επίσης Κρητικό Βαγγέλη Δασκαλάκη για τις ανάγκες μιας εθνογραφικής μελέτης του πρώτου και ένα φωτογραφικό πρότζεκτ του δεύτερου που θα συνόδευε την έρευνα. Βρέθηκαν στη κοινότητα Σαραγιάκου της Αμαζονίας όπου βίωσαν μία από τις μεγαλύτερες πλημμύρες που έχουν σημειωθεί στη περιοχή τις τελευταίες δεκαετίες. Οδικά δίκτυα καταστράφηκαν, τηλεπικοινωνίες επί της ουσίας δεν υπήρχαν και μοναδική έξοδος ήταν το ποτάμι.

Βαγγέλης Δασκαλάκης

 

Οι δύο Κρητικοί αφού έμαθαν ότι κλείνουν τα σύνορα της χώρας, επιχείρησαν να εξέλθουν από τη ζούγκλα. Διέσχισαν το ποτάμι με ένα κανό για 5 ώρες και βρέθηκαν στη κοντινότερη πόλη, το Puyo. Από εκεί επικοινώνησαν τόσο με τον Έλληνα πρόξενο στον Ισημερινό Αλέξανδρο Εμμανουηλίδη, όσο και με την πρεσβεία της Ελλάδας στη Λίμα του Περού, στην προξενική αρμοδιότητα της οποίας υπάγεται ο Ισημερινός. Ωστόσο, όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, η έξοδος από τη ζούγκλα φάνταζε πράξη εξαιρετικά πιο εύκολη, από την επικοινωνία με τη πρεσβεία του Περού.

«Αρχικά μιλήσαμε με τον Πρόξενο της Ελλάδος στον Ισημερινό που είναι επί τιμή, γιατί δεν έχουμε πρεσβεία εδώ, η πρεσβεία είναι του Περού και μετά μιλήσαμε και με το Περού. Δηλαδή στις 23 μιλήσαμε με τον πρόξενο στις 24 με τη πρεσβεία», μας λέει ο Λ. Οικονομάκης και συμπληρώνει πως «η πρεσβεία δε μας απάντησε επίσημα με mail ποτέ. Μιλήσαμε στο τηλέφωνο με κάνα δυο από αυτούς. Μας είπανε ότι εντάξει σας βάλαμε σε λίστα όταν είναι θα σας πούμε πότε θα πετάξετε».

Ωστόσο όπως υπογραμμίζει, ο πρόξενος της Ελλάδας στο Εκουαδόρ, είχε παντελή άγνοια για το τι έπρεπε να πράξει, ενώ και από την πρεσβεία δεν είχε καμία καθοδήγηση. «Ο άνθρωπος που είναι εδώ, δεν είναι διπλωμάτης και δεν πληρώνεται είναι επί τιμή, είναι άμισθος και ο άνθρωπος είναι ένας επιχειρηματίας, που είναι πολύ φιλότιμος κλπ αλλά δεν ξέρει και ούτε του είπαν τι να κάνει, οπότε απλά περίμενε πότε θα του πει μια φίλη του που δουλεύει στο αεροδρόμιο πότε θα ανοίξουν οι πτήσεις και μα έλεγε πάρτε και τηλέφωνο την Iberia να σας βάλει σε μια πτήση επαναπατρισμού».

Έτσι, όπως αναφέρει ο Λ. Οικονομάκης έχασαν συνολικά 15 κρίσιμες ημέρες, καθώς οι αεροπορικές εταιρείες στην επικοινωνία τους, τους ενημέρωσαν ότι δεν έχουν ούτε ευθύνη, ούτε δικαιοδοσία να τους συμπεριλάβουν σε οποιαδήποτε πτήση.

Ο πρέσβης

Στη συνέχεια επιχείρησαν να επικοινωνήσουν εκ νέου με την πρεσβεία στη Λίμα του Περού, ώστε να λάβουν οδηγίες, καθώς αυτή ήταν και η προτροπή των υπηρεσιών του υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδας. Παρόλα αυτά η πρεσβεία απάντησε με πρωτοφανή απαξίωση, ειρωνεία και καθυστέρηση στους δύο εγκλωβισμένους.

Στις επιστολές με την πρεσβεία, τις οποίες είχαμε τη χαρά να λάβουμε από τη δικηγόρο των δύο Κρητικών, Ευγενία Κουνιάκη, ο ίδιος ο πρέσβης Δημήτρης Ζωητός, απαντάει μετά από είκοσι ολόκληρες ημέρες από το τελευταίο μήνυμά τους, στους δύο εγκλωβισμένους, ειρωνευόμενος και κάνοντας παρατηρήσεις για την ορθογραφία του Λ. Οικονομάκη, ο οποίος «ισχυρίζεται» κατά τον πρέσβη «ότι είναι και καθηγητής πανεπιστημίου».

Χαρακτηριστικό είναι το πρώτο του μήνυμα στο οποίο ο Δ. Ζωητός, ουσιαστικά δεν απαντά σε καμία από τις ερωτήσεις που του τίθενται. Ωστόσο φροντίζει να απαντήσει ότι «μας εξέπληξε και μας διασκέδασε το ηλεκτρονικό σας μήνυμα από 10/4», φράση με την οποία και ξεκινά το μήνυμά του.

Ακολούθως, εκείνος τους απαντά εντελώς προσβλητικά στην αιτίαση ότι οι δύο Κρητικοί αποτελούν ευπαθείς ομάδες, καθώς δεν έχουν ορισμένη στέγαση και χρήματα να την πληρώσουν, σε μια χώρα η οποία βρίσκεται στο έλεος του κορονοϊού, λέγοντας πως «η Πρεσβεία μας είναι πεπεισμένη ότι ανήκετε σε ιδιαιτέρως ευπαθή ομάδα, αν κρίνουμε από τη φρασεολογία, το ύφος και τις απαιτήσεις σας».

Την ειρωνική έως και υβριστική στάση της πρεσβείας και προσωπικά του πρέσβη του Περού, διαπιστώνει και άλλη μία Ελληνίδα πολίτης, η Μαρία, η οποία επίσης παρέμενε εγκλωβισμένη στο Εκουαδόρ. Σε μια πλατφόρμα επικοινωνίας του ΥΠΕΞ απέστειλε ένα μήνυμα στο οποίο εξηγούσε το πόσο μόνους έχει αφήσει η πρεσβεία αλλά και οι υπηρεσίες του υπουργείου, τους εγκλωβισμένους, ενώ παράλληλα ζητούσε οδηγίες για να καταφέρει να επιστρέψει στην Ελλάδα.

Παράλληλα εξέφραζε ανησυχία για την έλλειψη τεχνογνωσίας πλην μεγάλης φιλοτιμίας από τον Έλληνα πρόξενο του Ισημερινού αλλά και την όλη γραφειοκρατία με την οποία προβάλλονται οι αρμόδιες υπηρεσίες, πράγμα το οποίο οδηγούσε σε σημαντική καθυστέρηση τις όποιες διαδικασίες πραγματοποιούνταν αναφορικά με τους επαναπατρισμούς.

Η απάντηση δεν ήρθε από το ΥΠΕΞ αλλά από την πρεσβεία στο Περού και τον ίδιο τον πρέσβη Δ. Ζωητό. Αυτός υπεραμύνθηκε των όποιων κατηγοριών συνόδευαν το mail της Μαρίας στο ΥΠΕΞ, λέγοντας επί λέξει «δεν ντρέπεστε καθόλου».

Στη συνέχεια ο πρέσβης απασφαλίζει εντελώς λέγοντας πως «δεν είσθε μόνο αναιδής και ηθελημένα ψευδολόγος, αλλά, κυρίως, είσθε εντελώς ανόητη», για να καταλήξει, «παρεμπιπτόντως, μιας και γυρίζετε, όλως περιέργως, γρήγορα στην Ελλάδα, επωφεληθείτε και από την εκπαίδευση μέσω ίντερνετ που επέβαλε η καραντίνα, ώστε να μάθετε ορθογραφία, διότι καλούς τρόπους είναι μάλλον αδύνατον, πλέον, να μάθετε». Μάλλον ο πρέσβης έπρεπε να ενημερωθεί καλύτερα για τα προγράμματα εκπαίδευσης μέσω ίντερνετ, γνωστά ως «σκοιλ ελικικου».

Οι απαιτήσεις και ο νόμος

Οι απαιτήσεις για τις οποίες κάνει λόγο ο πρέσβης, δεν είναι άλλες από το νόμιμο δικαίωμα, στον δωρεάν επαναπατρισμό.

Ο νόμος που αφορά τους επαναπατρισμούς και μάλιστα χωρίς την πληρωμή οποιοδήποτε αντιτίμου είναι ξεκάθαρος. Σύμφωνα με το άρθρο 162 παράγραφο η΄ του νόμου 3566/2007, που αποτελεί κομμάτι του οργανισμού του υπουργείου Εξωτερικών, αναφορικά με τις δαπάνες ορίζεται ότι:

«Κάθε είδους δαπάνη, η οποία γίνεται στην αλλοδαπή χάριν προστασίας, περίθαλψης και επαναπατρισμού Ελλήνων υπηκόων, λόγω πολιτικών, πολεμικών ή άλλων γεγονότων ως και θεομηνιών. Η δαπάνη αυτή εγκρίνεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εξωτερικών και Οικονομίας και Οικονομικών.»

Επιπλέον, σύμφωνα με την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου με θέμα «Κατεπείγοντα μέτρα για την αντιμετώπιση των συνεπειών του κινδύνου διασποράς του κορωνοϊού COVID-19, τη στήριξη της κοινωνίας και της επιχειρηματικότητας και τη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της αγοράς και της δημόσιας διοίκησης», στο «Μέρος Θ: Πρόσθετα Μέτρα Μείωσης του Κινδύνου Διασποράς του Κορωναϊού COVID-19 και Αντιμετώπισης των Συνεπειών του» και συγκεκριμένα στο άρθρο 67 τιτλοφορουμενο ως «Επαναπατρισμός Ελλήνων Πολιτών» ορίζεται ότι:

«Ο Υπουργός Προστασίας του Πολίτη αναλαμβάνει τη διενέργεια του συνόλου των επιχειρησιακών, διοικητικών και οιωνδήποτε άλλων πράξεων και ενεργειών απαιτηθούν, για τον άμεσο και ταχύ επαναπατρισμό, λόγω της διασυνοριακής εξάπλωσης του κορωνοϊού COVID-19, των Ελλήνων πολιτών που βρίσκονται στο εξωτερικό και αιτούνται να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Η διάταξη της παρούσας ισχύει για τέσσερις (4) μήνες από τη δημοσίευσή της.»

Επιπροσθέτως, στο άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος, αναφέρεται ότι:

«Το Κράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών και παίρνει ειδικά μέτρα για την προστασία της νεότητας, του γήρατος, της αναπηρίας και για την περίθαλψη των απόρων».

Έτσι λοιπόν αποδεικνύεται ότι το κράτος έχει την ηθική, συνταγματική, τυπική και νομική υποχρέωση να επαναπατρίσει δωρεάν όσους πολίτες βρίσκονται σε επικίνδυνες καταστάσεις εκτός συνόρων. Ωστόσο παραμένει άγνωστο αν το ελληνικό κράτος αντιμετώπισε ως κατάσταση επικινδυνότητας την πανδημία του κορονοϊού. Αν κρίνει κανείς από την αυστηρότητα των απαραίτητων και εκτάκτων μέτρων που έλαβε στο εσωτερικό της χώρας, τότε μάλλον το ελληνικό κράτος θεώρησε την κατάσταση επικίνδυνη. Τουναντίον, για το εξωτερικό της χώρας δεν έλαβε καμία μέριμνα ή σχεδόν καμία.

Στο τέλος του Απριλίου με ειδική πτήση επαναπατρίστηκαν εντελώς δωρεάν 150 Έλληνες, μεταξύ των οποίων και ο προπονητής της CSKA, μόνιμος κάτοικος Ρωσίας, Δημήτρης Ιτούδης.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Έλληνας τεχνικός, είναι μόνιμος κάτοικος Ρωσίας. Άρα η περίπτωσή του, δεν βρίσκεται μέσα σε εκείνες στις οποίες είχε δώσει προτεραιότητα ο υφυπουργός Νίκος Χαρδαλιάς. Προκύπτει λοιπόν το ερώτημα, αν και καλώς επέστρεψε ο Δημήτρης Ιτούδης, ποια είναι η πολιτική του ελληνικού κράτους ;

Το σημείο στο οποίο βασίστηκαν ορισμένες πρεσβείες για να αποφύγουν την υποχρέωση των δωρεάν επαναπατρισμών βρίσκεται σε μια «εξειδίκευση» του νόμου την οποία έπραξε ο υφυπουργός Πολιτικής Προστασίας και Διαχείρισης Κρίσεων, Νίκος Χαρδαλιάς μέσω…δηλώσεων.

Σε αυτές τις δηλώσεις παρέπεμψε και ο πρέσβης στο Περού σε ένα από τα μηνύματά του με τους δύο Κρητικούς. «Χρήσιμο θα ήταν να επισκεφθείτε τον ιστότοπο της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας, και να αναγνώσετε τις πρόσφατες δηλώσεις του υφυπουργού Πολιτικής Προστασίας και Διαχείρισης Κρίσεων», γράφει το μήνυμά του.

Πράγματι ο Νίκος Χαρδαλιάς όντως έδωσε ορισμένες διευκρινίσεις αναφορικά όμως με κυβερνητικές προθέσεις σε σχέση με τους επαναπατρισμούς, οι οποίες μάλιστα δεν έχουν καμία νομική υπόσταση.

Συγκεκριμένα στις 28.3.2020, ο υφυπουργός είπε ότι «εκείνοι που πραγματικά θα επαναπατριστούν, είναι αυτοί που έχουν ανάγκη και είναι κατηγοριοποιημένοι σε τρεις άξονες, σε τρεις κατηγορίες.

  • Όσοι χρήζουν άμεσης υγειονομικής φροντίδας, που δεν μπορεί να τους παρασχεθεί στον τόπο που βρίσκονται. (π.χ. έγκυες, άτομα με σοβαρό πρόβλημα υγείας).
  • Όσοι δεν έχουν που να μείνουν λόγω απώλειας ή λήξης της μίσθωσής τους.
  • Όσοι είναι εγκλωβισμένοι από πτήσεις transit και σε αυτήν την περίπτωση το μόνο που απαιτείται, είναι το εισιτήριο της πρώτης πτήσης»

Έπειτα στις 7 Απριλίου σε μεταγενέστερη δήλωσή του ο Ν. Χαρδαλιάς επισημαίνει ότι «υπενθυμίζω ότι αυτή τη στιγμή επαναπατρίζονται συμπολίτες μας που είτε χρήζουν άμεσης υγειονομικής φροντίδας, η οποία δεν μπορεί να τους παρασχεθεί στον τόπο τους, είτε δεν έχουν πού να μείνουν, είτε είναι εγκλωβισμένοι από πτήσεις transit».

Ακόμα δηλαδή και βάσει των δηλώσεων, οι οποίες επαναλαμβάνεται ότι δεν αποτελούν νόμο ή εξειδίκευσή του, οι δύο Έλληνες θα μπορούσαν να επιστρέψουν. Αντ’ αυτού μέχρι και τη στιγμή που δημοσιεύεται το παρόν κείμενο ο Λεωνίδας Οικονομάκης και ο Βαγγέλης Δασκαλάκης, παραμένουν εγκλωβισμένοι στο Εκουαδόρ, σε μια στάση από πλευράς ΥΠΕΞ και διπλωματικών αρχών καταφανώς εκδικητική, καθώς ήταν οι μόνοι πολίτες που βρήκαν, ζήτησαν και ανέδειξαν το νόμιμο δικαίωμα στον επαναπατρισμό.

Από τα παραπάνω, αυτό που καταλαβαίνει κανείς είναι πως το κράτος προτιμά να παρανομεί, να παραβιάζει τον νόμο παρά να πληρώσει για να τον εφαρμόσει και να επαναπατρίσει τους εγκλωβισμένους. Την στιγμή μάλιστα που δεν ήταν όλοι σε θέση να βρουν τί ορίζει ο νόμος.

«Βρείτε πτήση να φύγετε»

Ωστόσο η περίπτωση των δύο Κρητικών και της κοπέλας δεν είναι οι μοναδικές. Άλλος ένας Έλληνας κλήθηκε να βρει τρόπο να επιστρέψει, με τις παλινωδίες και σε αυτή τη περίπτωση να είναι συνεχείς. Ο Α., τα στοιχεία του οποίου, δεν θέλησε να δημοσιοποιηθούν και παραμένουν στη διάθεση του TPP, βρέθηκε στο Εκουαδόρ και έζησε αυτοπροσώπως την πλήρη αδιαφορία και την μετακύλιση ευθυνών.

Ο Α., μόνιμος κάτοικος Πάτρας, επισκέφτηκε τον Ισημερινό τα Χριστούγεννα για οικογενειακούς λόγους, καθώς η σύζυγός του είναι Εκουαδοριανή. Τα αεροδρόμια έκλεισαν και έτσι παρέμειναν στο Εκουαδόρ.

«Φυσικά το πρώτο που έκανα, επειδή ήμουν και αρκετό καιρό στο Εκουαδόρ, πήρα τηλέφωνο τη πρεσβεία για να βρω ποιος είναι από την πρεσβεία (υπεύθυνος) για να κανονίσει τα χαρτιά μου γιατί έχει και πρόστιμο κιόλας. Άμα δεν φύγω σε 90 ημέρες πληρώνω. Είναι σαν μια μικρή βίζα», σημειώνει.

«Πήρα κιόλας για να μάθω, γιατί δεν μας είχε τύχει ξανά τέτοιο περιστατικό, να δω τι γίνεται, πως μπορούμε να φύγουμε. Πήρα στην αρχή στο Περού και μου δώσαν το τηλέφωνο του επίτιμου πρόξενου στο Εκουαδόρ», μας λέει.

Ο επίτιμος πρόξενος της Ελλάδας στο Εκουαδόρ, βρήκε μία πτήση με την οποία θα μπορούσε η οικογένεια αποτελούμενη από τον Α., τη σύζυγό του και ένα ανήλικο κοριτσάκι, να ταξιδέψουν για την Ελλάδα. «Μας βρήκε με τα πολλά πολλά μια πτήση για Βρυξέλλες για να φύγουμε και όταν ετοιμαστήκαμε να φύγουμε, πριν μπούμε στο αεροπλάνο μας σταματήσανε», μας λέει και από εκεί και πέρα ξεκίνησε η ταλαιπωρία τους.

Στο αεροδρόμιο σταμάτησαν το ζευγάρι, καθώς η γυναίκα δεν διέθετε άδεια παραμονής για την Ελλάδα (residence permit). Οι δυο τους δεν είχαν αποφασίσει προηγουμένως ότι θα μείνουν μαζί στην Ελλάδα, οπότε και δεν είχαν προχωρήσει στις απαραίτητες ενέργειες. Στην επικοινωνία με την πρεσβεία, ούτως ώστε να αποσαφηνιστεί η κατάσταση και να κατορθώσουν να φύγουν από τη χώρα, η απάντησή της ήταν «είσαι σίγουρα παντρεμένος;».

Μετά από μεγάλη ταλαιπωρία κατορθώνουν να φτάσουν με άλλη πτήση στη Μαδρίτη. Αμέσως η οικογένεια επιχείρησε να έρθει σε επαφή με την πρεσβεία της Ελλάδας στην Ισπανία. Ο Α., περιγράφει την πρεσβεία της Μαδρίτης, ως «ό,τι χειρότερο μπορεί να τύχει». «Το μόνο που τους είπα είναι τι θα κάνω, γιατί ήμουν σε ένα αεροδρόμιο εφτά ώρες, τους λέω πείτε μου κάτι. Τι να κάνω; Και μου λένε, “βρείτε πτήση να φύγετε”».

Μια εκ των λύσεων που δόθηκε από πλευράς της πρεσβείας της Μαδρίτης ήταν να ταξιδέψουν οδικώς προς την Ελλάδα «οδικώς μπορείτε να πάτε στην Ελλάδα το έχει κάνει ένας», τους είπαν όπως υποστηρίζει και αναφέρει πως «πήγα ρώτησα και μόνο τρελό δεν με είπανε».

Όπως μας λέει ο Α., «το “οδικώς” Ελλάδα, ήταν να φύγω από Ισπανία, να περάσω Γαλλία, από Γαλλία να περάσω Αυστρία, Γερμανία, Ουγγαρία, Σερβία. Χώρες που ήταν ήδη κλειστές και έπρεπε να μιλήσω με τις πρεσβείες και μάλιστα στη Σερβία θα έπρεπε να φύγω μέσα σε πέντε ώρες και σε όλες αυτές τις χώρες να μη σταματήσω πουθενά».

Στη συνέχεια και εφόσον η πρεσβεία στη Μαδρίτη δεν κατάφερε να δώσει λύση απευθύνθηκε στο Γενικό Προξενείο της Φρανκφούρτης, το οποίο, ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για το ζήτημά τους. «Τους έστειλα ένα mail και τους έστειλα και τα στοιχεία μου και τους λέω, “αν βρω πτήση για Γερμανία, θα υπάρχει πρόβλημα με τη γυναίκα μου να περάσουμε και να πάμε Ελλάδα;” Από εκείνη την ημέρα με έπαιρναν κάθε μέρα τηλέφωνο», μας λέει.

Στη συνέχεια επιχειρείται επικοινωνία με το ΥΠΕΞ, το οποίο εν είδη χαλασμένου τηλεφώνου ενημερώνει τη πρεσβεία του Περού. «Με πήραν από το Περού και μου λένε, είστε στη δικαιοδοσία των Ισπανών, έχετε φύγει από το Περού, δηλαδή τους λέω, “με στείλατε εδώ πέρα για να ξεμείνω εδώ πέρα, να φύγει το μπαλάκι από εσάς;”», ρώτησε τη πρεσβεία της Λίμα ο Α.

Η πρεσβεία της Λίμα φαίνεται ότι στην περίπτωση του Α. και της οικογένειάς του, είχε διαφορετική αντίληψη για το τι ορίζει η νομοθεσία σε σχέση με τους δύο Κρητικούς. «Μου είπαν ότι είναι υποχρεωμένοι να σας βρούνε πτήση (η πρεσβεία στην Ισπανία) και αν δεν σας βρουν μπορείτε να τους κάνετε μέχρι και μήνυση».

Πέρασαν αρκετές ημέρες όπου η οικογένεια αναγκάστηκε να πληρώσει κατάλυμα με άγνωστη ημερομηνία αναχώρησης για την Ελλάδα, καθώς δεν υπήρχε ούτε η στοιχειώδης μέριμνα για κάλυψη του ποσού της στέγασης.

Όταν μετά από δυόμιση εβδομάδες εγκλωβισμού στη Μαδρίτη εν τέλει έφυγαν από την Ισπανία, σε πτήση επαναπατρισμού Ελλήνων πολιτών από τη χώρα, πλήρωσαν άλλα 800€, ώστε να είναι σίγουροι ότι θα εξασφαλίσουν τις θέσεις, παρά τις διαβεβαιώσεις της πρεσβείας ότι αυτό έχει ήδη γίνει.

Χιλιάδες ευρώ ανά πτήση

Παρόλα αυτά ο Α. αγνοούσε την υποχρέωση του κράτους να τον επαναπατρίσει, οπότε και έψαχνε απλώς συμβατικές εμπορικές πτήσεις. Όπως μας πληροφόρησε, οι πτήσεις τις οποίες έβρισκε κόστιζαν τρεις ακόμα και τέσσερις χιλιάδες ευρώ. Ήδη για την πτήση από το Γουαγιακίλ, με την οποία η οικογένεια έφτασε στη Μαδρίτη, είχε πληρώσει εισιτήρια, κόστους άνω των χιλίων ευρώ.

Επίσης όπως μας λέει, «είχα χάσει τα λεφτά από το voucher που είχα χαλάσει για να γυρίσω Ελλάδα, που κανονικά ήταν 2,5 χιλιάδες τότε και έχασα και από τις Βρυξέλλες», όπου δεν κατάφεραν να μεταβούν. Για Βρυξέλλες στη πτήση που έχασαν, είχαν δώσει άλλα 1.200€.

Το υψηλό κόστος εισιτηρίων, που σε άλλες περιπτώσεις θα στοίχιζαν κάποιες εκατοντάδες ευρώ το ανώτερο, επιβεβαιώνουν και άλλοι άνθρωποι που βρέθηκαν στο εξωτερικό επιχειρώντας να επιστρέψουν.

Στη μία εκ των δύο περιπτώσεων, η πτήση Κίτο – Φρανκφούρτη κόστισε 1.200€ και άλλη πτήση Φρανκφούρτη – Ελλάδα, κόστισε επιπλέον 600€. Άρα 1.800€ σύνολο. Σε άλλες πτήσεις από το Κίτο προς Ισπανία ή Ιταλία, το κόστος ξεπερνούσε κατά πολύ τα 1.000€.

Σε άλλη περίπτωση το κόστος για συμμετοχή μιας Ελληνίδας σε πτήση επαναπατρισμού Σουηδών πολιτών από το Εκουαδόρ, ήταν 1.000€, ενώ από τη Σουηδία πλήρωσε άλλα 800€ έως την Ελλάδα.

Γνωρίζατε ότι είχατε το δικαίωμα να επαναπατριστείτε δωρεάν;

Μια εκ των ερωτήσεων που παρατέθηκαν στους ανθρώπους με τους οποίους επικοινωνήσαμε, ήταν αν γνώριζαν και αν τους ενημέρωσε και κανείς για το νόμιμο δικαίωμά τους στον δωρεάν επαναπατρισμό.

Εκτός από λίγες περιπτώσεις, κατά τις οποίες είτε οι εγκλωβισμένοι Έλληνες έψαξαν και βρήκαν μόνοι τους τι ορίζει ο νόμος, είτε η συγκεκριμένη πληροφορία διακινήθηκε μεταξύ τους, η απάντηση ήταν αρνητική. Κανένας δεν φρόντισε να ενημερώσει τους Έλληνες πολίτες για τα νόμιμα δικαιώματά τους.

Υπάρχει λοιπόν μια νομοθεσία που δεν τηρείται. Από πλευράς του το ΥΠΕΞ μετακυλεί την ευθύνη στους πολίτες, νίπτοντας τας χείρας του, ενώ οι πρεσβείες φαίνεται ότι λειτουργούν βάση της τακτικής και κάποιος κακόπιστος θα έλεγε ακόμα και οδηγίας, να υποστηρίζουν ότι κάνουν προσπάθειες να επαναπατρίσουν τους εγκλωβισμένους.

Για το δικαίωμα στους επαναπατρισμούς, με αφορμή την υπόθεση των Οικονομάκη και Δασκαλάκη είχε εκδώσει και σχετική εντολή ο συνήγορος του πολίτη. Ωστόσο ούτε ο συνήγορος έλαβε καμία απάντηση, ακόμα και αν δέκα ημέρες μετά την πρώτη επιστολή, έστειλε και δεύτερη.

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΣΥΝΗΓΟΡΟΥ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΣΥΝΗΓΟΡΟΥ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ 2

Η ουσία της όλης υπόθεσης, σύμφωνα με τις μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν από πρώτο χέρι τη «χαρά» του να αφήνει κανείς τη τύχη του στα χέρια του ελληνικού κράτους, είναι ότι έχουν κοπεί οι δίαυλοι επικοινωνίας μεταξύ του κεντρικού κράτους και των πρεσβειών ή σε κάθε περίπτωση η επικοινωνία αυτή είναι ιδιαίτερα χαλαρή.

Με αυτόν το τρόπο, οι πρεσβείες έχουν το δικαίωμα για μια σχετική αυτονομία από το κεντρικό κράτος, με το υπουργείο Εξωτερικών, να μη διενεργεί κανέναν έλεγχο πέρα από ελάχιστες και εξαιρετικές περιπτώσεις.

Έτσι λοιπόν, αντί για να βοηθούν τους πολίτες, στις πρεσβείες επικρατεί ένα γραφειοκρατικό κομφούζιο, το οποίο κυμαίνεται μεταξύ «δεν ξέρουμε», «δεν μπορούμε» και «δεν είναι δική μας ευθύνη». Όλα αυτά την ίδια ώρα που εγκλωβισμένοι πολίτες δεν ξέρουν, δεν μπορούν και δεν είναι δική τους ευθύνη να επαναπατριστούν.