Η Αριστερά της υγειονομικής ευθύνης έχει μονίμως υψωμένο το δάχτυλο. Περιφρονεί τον όχλο. Μπορεί να τους ενώνουν παλιές αναμνήσεις, αλλά τους χωρίζει η στάση ευθύνης. Έχουμε μια κατηγορία προοδευτικών σχολιαστών της επικαιρότητας οι οποίοι δεν αντέχουν τη χώρα τους. Η συμπεριφορά τους θυμίζει το Ποτάμι ή τους “Μένουμε Ευρώπη” του δημοψηφίσματος, με την έννοια ότι νιώθουν πως τους χωρίζει οδυνηρό χάος από τον αμόρφωτο λαό. Αυτόν τον λαό τον συμβολίζει ο ταρίφας, ο οποίος είναι το πρόσωπο που συγκεντρώνει όλα τα δεινά αυτού του τόπου: έχει άποψη για όλα, ενώ δεν γνωρίζει τίποτα. Εκφράζει τις απόψεις του με αναίδεια και εξωφρενική δυσπιστία απέναντι σε καταξιωμένους επιστήμονες. Και βεβαίως για τους ταρίφες μπορούμε να κάνουμε αστεία, δεν είναι τίποτα, αλλά δεν μπορούμε να αστειευτούμε με τον Τσιόδρα. Διότι οι ταρίφες το αξίζουν. Ας μην ήταν ηλίθιοι. Αντιθέτως, ο Τσιόδρας χρειάζεται την προστασία μας. Τον κοροϊδεύουν για τα φτωχικά του ρούχα, λοιπόν πρέπει εμείς να κρατήσουμε το επίπεδό μας. Και φαντάζεται κάποιος ότι ο Τσιόδρας ντρέπεται για το φανελάκι του, σαν να μην είχε λεφτά να αγοράσει άλλο.
Ο Τσιόδρας μού θυμίζει κάτι καλλιτέχνες που κάνουν συναυλία στο Ηρώδειο, έχουν σπάσει τα τηλέφωνα και κάθε ρεκόρ παραγοντισμού για να εξασφαλίσουν την παραγωγή της συναυλίας τους, αλλά μετά εμφανίζονται με φθαρμένο παντελόνι και προσποιούνται ότι δεν ξέρουν να υποκλιθούν, κοκκινίζουν από ντροπή μπροστά στο πλήθος, γιατί έχουν ξαφνικά μεταμορφωθεί σε καταραμένους καλλιτέχνες.
Δεν λέω ότι κάθε συναλλαγή με το κράτος είναι ύποπτη, αλλά ο Τσιόδρας είναι εδώ και δεκαετίες σε θέσεις ευθύνης. Καλά κάνει ο άνθρωπος, αυτή είναι η καριέρα του, αλλά δεν έχει νόημα να τον παρουσιάζουμε σαν κάποιον κακόμοιρο που χρειάζεται χάιδεμα μην τυχόν και τον στενοχωρήσει το διαδίκτυο που κορόιδεψε τη φτωχοφανέλα του. Δεν είναι κάποιος απομονωμένος επιστήμονας, έχει παίξει άριστα τον ρόλο του επικεφαλής της ΔΑΠ λοιμωξιολόγων που έχει αναλάβει την επιστημονική συγκάλυψη στη διαχείριση της πανδημίας, αδιαμαρτύρητα. Ακόμη και όταν αποδεικνύεται ότι η κυβέρνηση την επικαλείται ψευδώς, όπως συνέβη με την απαγόρευση συναθροίσεων ή όταν δεν του πέφτει λόγος, όπως για το αν μπορεί ο Μητσοτάκης να γεννήσει λεωφορεία. Το τελευταίο που πειράζει λοιπόν είναι το φανελάκι.
Το προφίλ του μειλίχιου ψάλτη έχει φιλοτεχνηθεί από όλον τον συστημικό τύπο, δεν έχει ανάγκη τη δική μας συνδρομή. Και όσον αφορά τις δημοσιεύσεις του, θα πρέπει μετά από τόσους μήνες πανδημίας να γνωρίζουμε ότι κανένα επιστημονικό επίτευγμα δεν εγγυάται ότι δεν θα καταντήσεις παρατρεχάμενος.
Ανάμεσα σε πολλά άλλα, θα αρκούσε να σταθούμε σε δύο ρεπορτάζ, της Καθημερινής και του Documento, όπου δημιουργείται μια ανάγλυφη εικόνα επιστημονικής επιτροπής που αποτελεί το ταπεινό παρακολούθημα πολιτικών αποφάσεων. Η επιτροπή δέχτηκε να την ταπεινώνει ο Πέτσας λέγοντας ότι δεν τους έχει περάσει από το μυαλό να θέσουν ζήτημα μετάδοσης του ιού στις εκκλησίες (αυτό όταν δεν εμφανίζονταν μέλη της επιτροπής να πουν ότι κοινωνούν σαν να μην υπάρχει αύριο). Βοήθησε την κυβέρνηση με τα διαβόητα σχεδιάκια στην υποστήριξη της άποψης ότι είναι καλύτερα να έχουμε σχολεία με πολλούς μαθητές, αν και μετά μάθαμε ότι ακολουθούσαν κυβερνητικούς περιορισμούς που είχε θέσει η υπουργός παιδείας και τελικά μάθαμε ότι η απόφαση δεν ήταν ομόφωνη. Με αποκορύφωμα βεβαίως ότι η κυβέρνηση επικαλέστηκε ψευδώς ανύπαρκτη γνωμοδότηση της επιτροπής, για την απαγόρευση συναθροίσεων. Αν η αστυνομία κακοποιεί διαδηλωτές στο όνομά σου, δεν λες κάτι; Δεν λες τίποτα. Τα λεωφορεία, τα αεροπλάνα, οι δηλώσεις Τσιόδρα για το πώς η κυβέρνηση δεν μπορεί να προσθέσει λεωφορεία, δεν είναι επιστήμη, αλλά εργαλειοποίηση του κύρους του. Σε όλα αυτά, υπάρχουν φίλοι που νιώθουν ότι αυτός που έχει ανάγκη υπεράσπισης είναι ο Τσιόδρας, διότι «εμείς δεν είμαστε τέτοιοι». Φτάσαμε να βλέπουμε δημοσιογράφους να ποζάρουν με φανελάκια, σε ένδειξη συμπαράστασης, για έναν άνθρωπο που όσο μεγάλο κι αν είναι το βάρος που σηκώνει, είναι πάντως χαμηλά στη λίστα των ανθρώπων που χρειάζονται τη στήριξή μου.
Ενώ μέχρι τώρα οι προσπάθειες της κυβέρνησης να κατηγορεί πάντα τους πολίτες έχουν πέσει στο κενό, και ο κόσμος της αριστεράς γελούσε πικρά με δηλώσεις του τύπου «φταίει η Θεσσαλονίκη», η Δράμα και δεν ξέρω ποιος άλλος, ξαφνικά αυτά τα αντανακλαστικά έχουν αμβλυνθεί μπροστά στο «αντιεμβολιαστικό κίνημα».
Το επιχείρημα είναι ότι εδώ υπάρχει όντως ένας κίνδυνος που προέρχεται από τα κάτω, και μάλιστα ότι ο κόσμος που εκφράζει αυτές τις απόψεις είναι πάντα απέναντι στην αριστερά, καθώς η συνωμοσιολογία είναι ακροδεξιό φρούτο. Και εδώ χρειάζεται να συζητήσουμε καλόπιστα και ψύχραιμα, γιατί πιστεύω ότι αυτή η φράση θέλει προσοχή. Τα ερευνητικά δεδομένα δείχνουν και προς τις δύο κατευθύνσεις, παρά την ισχυρή πεποίθηση πολλών ότι η συνωμοσιολογία είναι μόνο ακροδεξιά. Ας αφήσουμε όμως τα ερευνητικά δεδομένα και ας κοιτάξουμε λίγο δίπλα μας.
Κατ’ αρχάς δεν θεωρώ σωστό να εκφράζεται κανείς κάνοντας τα μορφωτικά του προνόμια σημαία και δεν πιστεύω καθόλου ότι η αμφισβήτηση της επιστήμης είναι αποκλειστικά ακροδεξιό χούι. Οι θεωρίες για τον Σόρος και τον Μπιλ Γκέιτς ευδοκιμούν περισσότερο στην ακροδεξιά, αλλά η «εναλλακτική ιατρική» ανθεί σε πολύ κοντινούς χώρους, πολιτικά.
Τυχαίνει να έχω μια διαδρομή ζωής που περνάει από παρέες που βρίσκονται αριστερά της αριστεράς, ανθρώπους που κάνουν μπάνιο γυμνοί στις Κυκλάδες και αντιπαθούν τα αντιβιωτικά, και μαζί έχουν καλλιτεχνικές ανησυχίες: παίζουν θέατρο, χορεύουν, ζωγραφίζουν. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι εξωγήινοι, δεν είναι κάποιος καταγέλαστος ταρίφας που περιγράφει διεθνείς συνωμοσίες, είναι φίλοι μου και φίλοι μας. Λοιπόν, ακόμη και όταν κάναμε στην Ανασκόπηση επεισόδιο για την Ομοιοπαθητική, αστειευόμουν, βεβαίως, καταδείκνυα τις αδυναμίες στα επιχειρήματα, αλλά είχα πάντοτε κατά νου ότι αυτό θα το δουν και κοντινοί φίλοι που πιστεύουν σε αντιεπιστημονικές θεωρίες τις οποίες εγώ απεχθάνομαι.
Η υγειονομική κρίση έχει φέρει μια τρομερά απωθητική (για μένα) επιθετικότητα προς τον αδαή όχλο που τολμάει να αμφισβητήσει την επιστήμη. Και επειδή σε αντίθεση με την Ομοιοπαθητική, εδώ έχουμε να κάνουμε με μεταδοτική ασθένεια, οι άνθρωποι αυτοί αντιμετωπίζονται σαν εγκληματίες.
Είναι σοκαριστικό το μένος με το οποίο αναφέρονται οι αντιεμβολιαστές. Σαν άλλος Διογένης, που λέει «πλησιάστε οι άνθρωποι» και μετά χτυπάει με το ραβδί του αυτούς που έρχονται και αναφωνεί «άνθρωποι είπα, όχι σκατά».
Αφήνουμε λοιπόν το πολιτικό σκέλος και πάμε στο πραγματικό, την ένταση και τον επείγοντα χαρακτήρα της απειλής.
Στο άρθρο και το επεισόδιο της Ανασκόπησης για τα εμβόλια, τολμήσαμε να πούμε ότι η κυβέρνηση χρησιμοποιεί τον αντιεμβολιασμό ως προπαγανδιστικό όπλο, διακινδυνεύοντας ακόμη και να τους ενισχύσει προβάλλοντάς τους, προκειμένου να μπορεί να χρησιμοποιήσει αυτό το πλαστό δίπολο (υπεύθυνος Τσιόδρας/εγκληματίες ψεκασμένοι) για να φιμώσει κάθε φωνή έλλογης κριτικής στη διαχείριση της πανδημίας.
Δύο πράγματα με εντυπωσιάζουν: ο έναστρος ουρανός υπεράνω εμού και η γοητεία που ασκεί αυτό το προπαγανδιστικό εργαλείο στην Αριστερά της υγειονομικής ευθύνης. Το μίγμα χλεύης και αποστροφής προς τον κόσμο αγγίζει τα όρια του κοινωνικού ρατσισμού.
Και τι θα έπρεπε να κάνουμε; Ας επιστρέψουμε σε μερικές διαπιστώσεις που έχουν γίνει κάπως τετριμμένες, αλλά ίσως γι’ αυτό χάνουν τη δύναμή τους και καλό είναι να τις επαναφέρουμε. Αν τα εμβόλια προγραμματίζεται “εκτός απροόπτου” να φτάσουν στον γενικό πληθυσμό το καλοκαίρι, η σπουδή να αντιμετωπιστούν τώρα οι αντιεμβολιαστές (παρεμπιπτόντως, διαφημίζοντας κεντρικά τις απόψεις τους) είναι επίπλαστη. Η πρωτοβάθμια υγεία, τα τεστ, οι ΜΕΘ, η πρόσληψη και προστασία του υγειονομικού προσωπικού, η φροντίδα για την παρακολούθηση και τον έλεγχο των χώρων συνάθροισης όπως είναι οι χώροι εργασίας και μετακίνησης, παραμένουν στόχοι που έχουν παραμεριστεί χωρίς να απαντηθούν, εν όψει του εμβολιασμού του πολιτικού προσωπικού.
Η απίθανη έγνοια λοιπόν να μη θιγεί ο Σωτήρης Τσιόδρας, μέσα σε αυτές τις συνθήκες, είναι μια από τις συνέπειες αυτής της νέας ηθικής της υγειονομικής ευθύνης, η οποία παραμερίζει όσα συζητούσαμε ως τώρα και ξαφνικά πείθεται ότι το πιο χρήσιμο που έχει να κάνει είναι να βρίζει τους αμόρφωτους που θα μας σκοτώσουν.
Είναι κακή η ευθύνη; Όπως και στην Αριστερά της ευθύνης, κατά βάση είναι μια παραπλανητική ονομασία. Η κυβέρνηση δεν έχει συναντήσει αντίσταση από τον κόσμο στη διαχείριση της πανδημίας. Όσο και να της κάνουμε το χατίρι να τσακωθούμε μεταξύ μας για το ποιος αφήνει τη μύτη του έξω από τη μάσκα, δεν έχουμε κανένα στοιχείο που να δείχνει ότι το πρόβλημά μας είναι η απειθαρχία των πολιτών. Αν μεγαλώσει η επιτροπή και πει τα πρώτα της λογάκια, μπορεί να το μάθουμε. Προς το παρόν λέει μόνο “μαμά”, “μπαμπά” και “Κυριάκο”, σαν το παιδί της Κεραμέως, οπότε δεν μπορούμε να μάθουμε πολλά.
Δεν ξέρω αν οι αρνητές του εμβολιασμού είναι σημαντικό ποσοστό της κοινωνίας μας, τέτοιο που να θέτει σε κίνδυνο το εμβολιαστικό πρόγραμμα (φαίνεται ότι οι Έλληνες αντλούν πληροφορίες για τον εμβολιασμό από τον γιατρό τους, σε ποσοστό 94%). Και δεν έχω βεβαίως καμία αντίρρηση να στηριχθεί το εμβολιαστικό πρόγραμμα και να υπάρξει επικοινωνιακή φροντίδα γι’ αυτό. Όποιος όμως δεν βλέπει ότι αυτή τη στιγμή έχουμε μπροστά μας γενικευμένη τρομοκράτηση ενός αόρατου εχθρού, την ώρα που η κυβερνητική ανευθυνότητα είναι πηχτή, χειροπιαστή, μετρήσιμη και επείγουσα, νομίζω ότι έχει παρασυρθεί σε μια παρελκυστική κουβέντα.
Αν υπάρχει ένα πράγμα που χρειάζεται πριν από οτιδήποτε άλλο για να διαχειριστείς μια πανδημία, αυτό είναι η εμπιστοσύνη. Η κυβέρνηση κάνει τα πάντα για να διαλύσει την τεράστια εμπιστοσύνη που της έχει δείξει ο κόσμος. Εμπιστοσύνη που σε καμία περίπτωση δεν την αξίζει. Ξέρετε τι υπονομεύει την εμπιστοσύνη; Τα ψεύδη. Και ξέρετε τι άλλο; Το λάδωμα. Όταν εγώ διαβάζω Lifo ή Athens Voice του Δεκεμβρίου για το αντιεμβολιαστικό κίνημα, δεν μπορώ να μη σκεφτώ ότι δίνονται 18,5 εκατομμύρια για να γίνει αυτή η συζήτηση ακριβώς όπως τη θέλει η κυβέρνηση. Διότι, όπως έχουμε πει, αν ήταν για καμπάνια ενημέρωσης, γινόταν και τσάμπα, διότι έτσι προβλέπει ο νόμος. Αυτό προφανώς δεν το νιώθω μόνο εγώ. Το νιώθουν και διάφοροι που τσουβαλιάζονται βολικά ως ψεκασμένοι. Αδυνατώ μήπως να δω ότι υπάρχουν άνθρωποι που όντως πιστεύουν ότι μας ψεκάζουν; Υπάρχουν (αν και η αλήθεια είναι και πάλι άβολη: σχετικές ερωτήσεις έχουν κάνει οι Κουβέλης και Βορίδης, αποδεικνύοντας ότι πάλι θέλει προσοχή με τις ταμπέλες) Όμως η ιδέα ότι δίνονται εκατομμύρια για την προβολή ιδεών που θα όφειλε να γίνεται δωρεάν, εντείνει τη δυσπιστία. Αυτή είναι μια λογική προκείμενη, από την οποία οι συνωμοσιολόγοι εξάγουν παράλογα συμπεράσματα.
Αντίθετα όμως από τον ισοπεδωτικό λόγο όσων μας νουθετούν ότι τίποτα δεν παίζει ρόλο, γιατί οι ψεκασμένοι είναι τελειωμένη υπόθεση, αντιθέτως φαίνεται ότι εκτός από αυτούς που περιγράφει αυτή η απαισιοδοξία, υπάρχει μια ενδιάμεση κατηγορία δυσπιστούντων οι οποίοι έχουν άδικο κατά την άποψή μου, αλλά είναι αυτοί για τους οποίους ένας λόγος ψύχραιμος και τεκμηριωμένος, χωρίς προσβολές και ηθικοπλαστικό οίστρο, θα ωφελούσε. Έχουν μετρηθεί τα δευτερόλεπτα που μπορεί κανείς να μιλήσει στον γιατρό του χωρίς να τον διακόψουν, σε σχέση με το γεγονός ότι στη ρεφλεξολογία μπορεί να συζητήσει τα σώψυχά του όσο του τρίβουν τα πόδια. Όταν το παρατηρεί αυτό ο Μπεν Γκόλντέικρ δεν κάνει παραχωρήσεις στην ψευδεπιστήμη, απλώς εντοπίζει κάποια από τα αίτια που διώχνουν τους ανθρώπους από την ιατρική.
Αντί να βρίζουμε χυδαία και καθημερινά στα ΜΚΔ όσους υποστηρίζουν αντιεπιστημονικές ιδέες, ας δούμε ότι διαπιστώνεται πως ένας ισχυρός παράγοντας απώλειας της εμπιστοσύνης στους κυβερνητικούς χειρισμούς είναι η διαπιστωμένη ανεπάρκεια στην αντιμετώπιση της πανδημίας. Αυτό το συναντά κανείς και στην ελληνική συζήτηση. Σε ρωτούν, αν είναι τόσο σημαντική ασθένεια, γιατί δεν έχουμε κάνει τεστ και ΜΕΘ; Εσφαλμένο συμπέρασμα, ορθή προκείμενη, και ένας λόγος για να μη θεωρούμε ότι η κυβερνητική ανοησία περνάει απαρατήρητη και οι συνωμοσιολόγοι φυτρώνουν από το διάστημα. Αντιμετωπίζουμε τη συνωμοσιολογία σαν φυσικό φαινόμενο, αγνοώντας έναν παράγοντα μάλλον αυταπόδεικτο: η εμπιστοσύνη μειώνεται όταν λες ψέματα και όταν αποτυγχάνεις.
Διάβαζα σχόλια αναγνωστών που απογοητεύτηκαν από την κάλυψη που προσφέρω στους συνωμοσιολόγους (έτσι διαβάζουν τη στάση μου), σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή. Να λοιπόν ένα δύσκολο εγχείρημα για καιρούς τόσο τεταμένους: να σκεφτόμαστε με αποχρώσεις. Να μπορούμε να πούμε ότι το δίκιο δεν είναι ούτε εδώ ούτε εκεί. Με τον κίνδυνο λοιπόν να κακοκαρδιστούμε με φίλους και να παρεξηγηθούμε από αναγνώστες, το χρέος μας παραμένει ακριβώς αυτό: να μπορούμε να πούμε ότι το δίκιο δεν είναι ούτε εδώ ούτε εκεί.