«Αποκλειστικός λόγος αύξησης των δανειακών υποχρεώσεων της Νέας Δημοκρατίας είναι οι ετήσιοι τόκοι» είναι η απάντηση που δίνει το κυβερνών κόμμα στη συνεχή συσσώρευση χρεών που αρνείται να αποπληρώσει εδώ και χρόνια, με αποτέλεσμα να διογκώνεται το χρέος της προς τις τράπεζες κατά δεκάδες εκατομμύρια ευρώ ετησίως.
Προσπαθώντας να απαντήσει στις έντονες αντιδράσεις, αλλά και στην επίκαιρη ερώτηση που κατέθεσε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Αλέξης Τσίπρας, η Νέα Δημοκρατία, αφου παρουσιάζει μία μερική εικόνα των οικονομικών της αποτελεσμάτων, υποστηρίζει ότι «ο μοναδικός λόγος για τον οποίο εμφανίζεται αύξηση του τραπεζικού δανεισμού στα 342 εκατ. ευρώ σήμερα» είναι οι ετήσιοι τόκοι.
Μάλιστα ως επιχείρημα χρησιμοποιεί και το γεγονός ότι δεν έχει συνάψει νέες δανειακές συμβάσεις, κάτι που θα ήταν σκανδαλώδες για μία υπερχρεωμένη εταιρεία.
«Φταίνε οι τόκοι των δανείων μας» απαντάει η ΝΔ για τη συνεχή αύξηση των χρεών της στις τράπεζες
Όπως σχολιάζει από την πλευρά του ο ΣΥΡΙΖΑ «ο κ. Μητσοτάκης, που πουλάει δήθεν επιτελική επάρκεια στη διαχείριση των οικονομικών της χώρας, παρέλαβε τα χρέη της ΝΔ στις τράπεζες στα 216 εκατ. ευρώ και τα έχει εκτοξεύσει στα 342 εκατ.».
Αναφέρει δε, πως «η κυνική ομολογία της ΝΔ ότι κάθε χρόνο οι τόκοι των χρεών της αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο, ξεπερνώντας πλέον σε ετήσια βάση τα 35 εκατ. ευρώ, αποτελεί παραδοχή ότι δεν θα τα ξεπληρώσει ποτέ παρά μόνο ίσως σε είδος με χαριστικές νομοθετικές ρυθμίσεις τους τραπεζίτες, αφού λογιστικά τα χρέη θα διογκώνονται επ’ αόριστον».
«Όσο για την οικονομική ασφυξία από τα “πανωτόκια”», συνεχίζει, «αν έχει το θράσος ο κ. Μητσοτάκης, ας πει τον πόνο του σε κάποιον εργαζόμενο ή έμπορο, που έχει χάσει φορολογική και ασφαλιστική ενημερότητα και τώρα ετοιμάζεται να χάσει και το σπίτι του από τον νέο πτωχευτικό νόμο της ΝΔ».
Ο ΣΥΡΙΖΑ σημειώνει τέλος, ότι περιμένει «τουλάχιστον ο κ. Μητσοτάκης να έχει την πολιτική αξιοπρέπεια να αναλάβει τη θεσμική του ευθύνη και να έρθει στη Βουλή να απαντήσει στην ερώτηση του κ. Τσίπρα. Να μην κρυφτεί εκ νέου, αυτή τη φορά ως κοινός μπαταχτσής οφειλέτης».