Παρακολουθούσα την Παρασκευή το πρωί τη δίκη του Ρουβίκωνα. Όταν τελείωσε η δίκη, αντέγραψα ένα μικρό κομμάτι από τις σημειώσεις μου και το πόσταρα στο Facebook. Έγραφα αυτό:

Δίκη Ρουβίκωνα

Εισαγγελέας: Είπατε ότι “κινδύνευα να μαχαιρώθω, αλλά δεν θα πήγαινα στην αστυνομία”. Πώς γίνεται να παταχθεί το έγκλημα αν δεν το καταγγέλλετε; Προσπαθώ να καταλάβω τη σκέψη σας.

Καλαϊτζίδης: Για να μην πολιτικολογώ, ο διοικητής έπαιρνε μεροκάματο από το εμπόριο ναρκωτικών. Στο 5ο λαδώνονταν, αποτάχθηκε ο διοικητής, σε αυτόν θα πάω να καταγγείλω;

Πάει από κάτω ένας συμπαθής άγνωστος και μου γράφει: “Πέσαμε από τα σύννεφα”.

Και ενώ δεν μου φταίει σε τίποτε αυτός ο άνθρωπος, που φαντάζομαι ότι αναπαράγειαπλώς  μία πάρα πολύ κοινή φράση, θα ήθελα πρώτα να αφηγηθώ τι ακούστηκε σήμερα στην αίθουσα του δικαστηρίου και στη συνέχεια να ισχυριστώ ότι αυτή η ηρεμία που επιδεικνύει ο κόσμος, «σαν αεροσυνοδός της Air France εν μέσω αναταράξεων», μπροστά στα εγκλήματα του κράτους, είναι μέρος του προβλήματος.

Ας δούμε όμως ξανά τι έχει συμβεί και τι είπαν στο δικαστήριο οι κατηγορούμενοι Ματαράγκας και Καλαϊτζίδης.

Ο Ν. Ματαράγκας ξεκίνησε λέγοντας ότι στην αρχή δεν ήξερε αν πρέπει να κλάψει ή να γελάσει.

«Δεν μπορούσα να φανταστώ γιατί είμαι κατηγορούμενος. Μετά κατάλαβα. Στους αγώνες που κάναμε, οι μαφίες συνεργάζονται με την ελληνική αστυνομία. Δεν θέλω να πιστεύω ότι είναι εντολή του υπουργείου, αλλά ένα κομμάτι έκανε αβάντα στις ναρκομαφίες. Φαίνεται και από τα υποτιθέμενα στοιχεία και από την πρώτη κατάθεση, που δήλωσε ότι αναγκάστηκε να συνεργαστεί για να έχει πιο καλή μεταχείριση».

Έλεγε «Περιμέναμε να βρεθούμε αντιμέτωποι με μαφιόζους, να μας κυνηγήσουν, αλλά όχι να βρεθούμε κατηγορούμενοι».

Προφανώς, χρειάστηκε να εξηγήσει στο δικαστήριο για ποιον λόγο θα στοχοποιούνταν κατ’ αυτόν τον τρόπο, πώς έγινε αυτό.

«Ψευδομάρτυρες και συνεργάτες της αστυνομίας, είπαν ότι τους χαλάγαμε τις δουλειές. Το κάναμε και θα το κάνουμε και στο μέλλον. Στη γειτονιά μας δεν θα πουλάνε ναρκωτικά. Αυτό είναι το κίνητρο των μαρτύρων κατηγορίας».

Και βεβαίως, εκτός από την αξιοπιστία της βασικής μάρτυρος, υπάρχει το ζήτημα της χρονικής καθυστέρησης. Αυτό έχει σημασία να το αντιληφθεί κανείς. Οι αναγνωρίσεις έγιναν το ’16, εξηγεί. Τέσσερα χρόνια μετά (!) κληθήκαμε.

«Δεν εμφανίστηκε ούτε ένα νέο στοιχείο, μάρτυρας, φωτογραφία. Τίποτα. Γιατί τέσσερα χρόνια; Ο ανακριτής μάς είπε ότι είναι ασυνήθιστο, σε υπόθεση ανθρωποκτονίας είχαμε περιοριστικούς όρους μόνο δύο φορές παρουσία στο τμήμα. Μας είπε ότι το χρονικό διάστημα των τεσσάρων ετών είναι ο βασικός λόγος».

Πρόεδρος: σε αυτόν τον αγώνα, μία μέθοδος όπως η ανθρωποκτονία είναι θεμιτή ή όχι;

Ματαράγκας: Λαϊκός αγώνας με τα πρόσωπα μας.

Εισαγγελέας: Δεν πρόσεξα κανένας να μιλάει εναντίον σας. Να αποσαφηνίσουμε το εξής. Λέτε ότι επηρεάστηκαν για να κερδίσουν κάτι. Αντιλήφθηκα καλά; Ότι είπατε ότι τους χαλάγατε τις δουλειές;

Ματαράγκας: Είπα ότι το κίνητρο είναι ότι τους χαλάγαμε τις δουλειές.

Εισαγγελέας: Σας λέω ότι δεν είδα να καταθέτουν εναντίον σας.

Και μετά η εισαγγελέας λέει κάτι το οποίο ήταν μάλλον το ρεκόρ της αναίδειας και της περιφρόνησης του δικαστηρίου, όσο παράξενο κι αν ακούγεται, διότι ειρωνεύτηκε τη μεταστροφή της βασικής μάρτυρος και ρώτησε μήπως την έχουν απειλήσει:

«Μπορεί να είδε το φως το αληθινό. Μπορεί να φοβήθηκε να καταθέσει αυτά που ήξερε»

Ο Ματαράγκας απαντά πως η  δικαιοσύνη βγάζει αποφάσεις βασισμένη σε περιστατικά. Όχι με ψυχανεμίσματα, οπότε ρωτά από πού προκύπτει αυτό.

Η εισαγγελέας ρωτά, Αν λέτε ότι εξαγοράστηκε ή ποδηγετήθηκε, πώς το ξέρετε;

Το κατέθεσε η ίδια, της απαντά, σε μια στιγμή που το δικαστήριο αρχίζει να έχει ένταση.

Για όσους δηλαδή παρακολουθούν αυτά που έχουν ειπωθεί, έχουμε στημένο κατηγορητήριο με πολιτικά κίνητρα. Η εισαγγελέας βεβαίως δεν σοκάρεται όταν βλέπει να πατσαβουριάζεται το κύρος των θεσμών από στημένα κατηγορητήρια που γελοιοποιούνται στη διαδικασία, αλλά αναρωτιέται μήπως έχει υπάρξει ένας εκβιασμός για τον οποίον δεν διαθέτει κανένα απολύτως στοιχείο.

Γιατί όχι;

Πιστεύω ότι θα ήταν λογικό και ταιριαστό να τη ρωτήσουν τότε μήπως εκείνη έχει δολοφονήσει τον Χαμπίμπι. Από πού προκύπτει με βεβαιότητα ότι δεν το έχει κάνει; Πώς είναι, δηλαδή, μια αποδεικτική διαδικασία στην οποία έχουμε παραιτηθεί πλήρως από την προσήλωση στα γεγονότα;

Σε μία από τις πολλές τραγελαφικές στιγμές της δίκης, η εισαγγελέας λέει σε έναν μάρτυρα να επιμείνουμε στα πραγματικά περιστατικά και η δικηγόρος Άννυ Παπαρρούσου παρατηρεί πως δεν υπάρχουν πραγματικά περιστατικά.

Και πράγματι, σε κανένα σημείο δεν γίνεται συζήτηση για τη δολοφονία, διότι πολύ απλά δεν υπάρχει κανείς που να συνδέει τον κατηγορούμενο με τον τόπο του εγκλήματος, εκτός από κάποιες μαρτυρίες που έχουν γίνει φύλλο και φτερό.

Στη συνέχεια παίρνει τον λόγο ο Καλαϊτζίδης, όχι για να απολογηθεί, καθώς ξεκινά λέγοντας ότι δεν έχει κάτι για το οποίο να απολογηθεί. «Τα στελέχη του τμήματος ανθρωποκτονιών πρέπει να απολογηθούν». Ρωτά: Υπάρχουν αστυνομικοί που κάνουν τέτοια πράγματα; Που μπορεί να χειραγωγήσουν μάρτυρες εναντίον ατόμων; Ναι, υπάρχουν.

Είναι σύμπτωση, ρωτά, ότι όταν ήρθαν στην εξουσία αυτοί που μας είχαν στοχοποιήσει (η ΝΔ), η δικογραφία που ήταν στο συρτάρι, ανασύρθηκε;

Περιγράφει ότι έχει ενημερωθεί πως ο υπουργός Μιχάλης Χρυσοχοΐδης έχει πει σε τρεις δημοσιογράφους ότι πρέπει να μπει φυλακή ο Καλαϊτζίδης, αλλά θα βάλουμε κάτι, γιατί επί εφτά έτη, οι κατηγορίες για τον Ρουβίκωνα είναι πλημμεληματικες.

Προφανώς δεν ξέρω τι έχει γίνει και τι έχει πει ο υπουργός. Ξέρουμε όμως ότι οι κατηγορίες για τον Ρουβίκωνα είναι όντως πλημμεληματικές και ότι αυτή τη στιγμή δύο άνθρωποι σέρνονται στο δικαστήριο σε μια δίκη που αποτελεί προσβολή προς το αίσθημα δικαίου κάθε ανθρώπου με τσίπα. Οπότε δεν έχει σημασία αν το είπε ο υπουργός και πού το ξέρουμε. Σημασία έχει ότι αυτό συνέβη.

Σε άλλες χώρες, συνεχίζει, με την κατάθεση Χριστοδουλοπούλου θα τελείωνε η δίκη.

Ο μόνος που είπε ότι δεν φορούσαν κουκούλα οι δράστες,  ότι δεν είχαν καλυμμένο το πρόσωπο, ήταν ο φίλος του Χαμπίμπι. Όλοι οι αυτόπτες είπαν ότι είχαν καλυμμένα τα χαρακτηριστικά.

Λέει το κατηγορητήριο, σε σχέση με την ηθική αυτουργία, ότι το έκανα με φορτικότητα, λες και καθόταν και μας παρακολουθούσε.

Έγινε ερώτηση από την εισαγγελέα, συνεχίζει. Αν πιστεύετε ότι πιάσανε τη μαρτυρα, και της είπαμε θα σε σκοτώσουμε. Τα πάντα θα μπορούσαν να έχουν γίνει, εξηγεί, αλλά δεν πρέπει κάτι να αποδειχθεί;

Μετά το απόσπασμα με το οποίο ξεκίνησα, η εισαγγελέας άρχισε να διατυπώνει μια ερώτηση για την αυτοδικία:

-Αν εσείς ενστερνίζεστε την ιδέα της αυτοδικίας…

-Μπορεί και να σκοτώσω τον Χαμπίμπι.

-Να τελειώσω. Αν δεν έχετε εμπιστοσύνη στο δικαστήριο…

-Μακάρι να μη συνέβαινε αυτό, να είχα εμπιστοσύνη.

Δεν ξέρω αν έχει αντιληφθεί κανείς ότι αυτοί που επιδεικνύουν σεβασμό στο δικαστήριο είναι οι αναρχικοί αυτή τη στιγμή. Διότι ασέβεια δεν είναι να φωνάξεις και να σε βγάλουν από την αίθουσα. Συνέβη, αυτό. Ασέβεια προς το δικαστήριο είναι να μη θίγεται το αίσθημα δικαίου σου μπροστά στο γεγονός ότι η αστυνομία πιέζει κρατούμενους να καταθέσουν εναντίον προσώπων που έχουν στοχοποιηθεί.

Ασέβεια είναι να κατασκευάζονται πλαστά κατηγορητήρια και η δικαιοσύνη να αντιδρά σαν τον σχολιαστή στον τοίχο μου στο Facebook: ε, τι τα θες, γίνονται αυτά.

 

Κάνεις κυνηγός λιονταριών δεν ταράζεται την τρίτη φορά που συναντά λιοντάρι.

Σ. Τεσσόν

Είχα γράψει πριν από καιρό ένα κείμενο για την πτώση από τα σύννεφα. Να μη γίνουμε αυτοί που δεν πέφτουν ποτέ από τα σύννεφα

Ο μέσος χειριστής λογαριασμού-social media είναι ένας βετεράνος της φρίκης. Κοιτάζει τα ανθρώπινα με το μάτι του στρατιώτη που γύρισε από τη ζούγκλα, από τη μάχη με τους Βιετκόνγκ. Όταν του λες λοιπόν ότι η αστυνομία παγιδεύει αθώους και μετά ψεύδετα,ι σου απαντά: και τι περίμενες;

Θεωρώ πολύ κρίσιμο να διαχωρίσουμε δύο πράγματα σε αυτή τη συζήτηση: καταρχάς έχω και εγώ επαφή με την πραγματικότητα και γνωρίζω ότι αυτό δεν είναι σπάνιο. Θεωρώ ωστόσο ότι έχει πολύ μεγάλη σημασία να καταφέρνουμε σε κάποιες στιγμές να τεκμηριώνουμε και να αποδεικνύουμε αυτό που όλοι λέμε στα καφενεία και να μη χάνουμε το μέτρο ως προς το τι είναι φυσιολογικό και αναμενόμενο.

Αθροίζονται περιστατικά αστυνομικής αυθαιρεσίας τα οποία συμπληρώνονται σε ένα τεράστιο τεφτέρι σαν τον κατάλογο με τις κατακτήσεις του Δον Ζουάν που κρατούσε ο Λεπορέλος.

Αντιλαμβάνομαι ότι ένα κομμάτι της κοινής γνώμης μέσα στην Αριστερά επιβιώνει ψυχολογικά αποκτώντας αυτή την πέτσα που καταφέρνει να παρακολουθεί αυτή τη βαρβαρότητα χωρίς να πέφτει στα πατώματα κάθε μέρα. Όμως η λεπτομερής απόδειξη και η εξέγερση απέναντι σε κάθε τέτοια πρακτική είναι κατά την άποψή μου πάρα πολύ κρίσιμη. Εξάλλου, να αναρωτηθούμε για κάτι πολύ απλό: αν αυτά είναι απλώς αναμενόμενα, πότε κανείς αρχίζει να σοκάρεται; Έχουμε αστυνομία που βασανίζει, κατασκευάζει ψευδή κατηγορητήρια και σε συνεργασία με τη δικαιοσύνη και τον κρατικό μηχανισμό (υπουργούς και εξαγορασμένους δημοσιογράφους) σέρνει ανθρώπους σε πολυετείς διαδικασίες και ενίοτε και σε φυλακές, χωρίς κανένα στοιχείο. Αναρωτιέμαι ειλικρινά, μετά από ποιο ακριβώς σημείο αρχίζει κανείς να τα αντιμετωπίζει όλα αυτά με κάποια έκπληξη; Πιστεύω ότι χρειάζεται να διατηρήσουμε ευαίσθητη αυτή την επιφάνεια του δέρματος που εξακολουθεί να ανατριχιάζει μπροστά στη φρίκη. Όταν δεν το κάνουμε, δεν επιδεικνύουμε κάποια χολυγουντιανή ψυχραιμία μπροστά στην καταστροφή. Απλώς συνηθίζουμε τη βρόμα και παύουμε να τη μυρίζουμε.