Ο Αλμπέρ Καμί γεννήθηκε στο Μοντοβί της Γαλλικής Αλγερίας στις 7 Νοεμβρίου 1913. «Μεγάλωσα, όπως όλοι οι άνθρωποι της ηλικίας μου, μέσα στις τυμπανοκρουσίες του Α Παγκοσμίου Πολέμου. Και η Ιστορία μας από τότε δεν έπαψε να είναι: φόνος, αδικία, βία». Ο πατέρας του, ένας φτωχός βιοπαλαιστής που είχε έλθει στην Αλγερία για να κάνει την τύχη του, σκοτώθηκε στον πόλεμο. Η ισπανικής καταγωγής μητέρα του δούλευε ως παραδουλεύτρα για να μεγαλώσει αυτόν και τον μεγαλύτερο αδελφό του. Η οικογένεια του, μετά τον θάνατό του πατέρα του, εγκαταστάθηκε στο Αλγέρι και έζησε σε ένα μικρό δυάρι με την γιαγιά από την πλευρά της μητέρας του και έναν παράλυτο θείο του.
Παράλληλα με τις σπουδές του ο Καμί ασχολήθηκε με τον αθλητισμό και ιδιαίτερα με το ποδόσφαιρο, αλλά μια κρίση φυματίωσης το 1930, έβαλε τέλος στα αθλητικά του όνειρα. Χρόνια αργότερα ενθυμούμενος αυτά που του προσέφερε το ποδόσφαιρο είπε την γνωστή ρήση: « Στο ποδόσφαιρο χρωστάω όσα ξέρω για ηθική και καθήκον». Η επιδείνωση της υγείας του τον ανάγκασε να εγκαταλείψει το ανθυγιεινό διαμέρισμα στο οποίο έμεινε για 15 χρόνια και να ζήσει μόνος του κάνοντας διάφορες δουλειές για να επιβιώσει. Την ίδια χρονιά γράφτηκε στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου του Αλγερίου, από την οποία αποφοίτησε το 1936 με μια εργασία για την σχέση της ελληνικής και χριστιανικής σκέψης στα κείμενα του Πλωτίνου και του Αυγουστίνου.
Στην πρωτεύουσα της Αλγερίας σφυρηλάτησε την προσωπικότητά του και πραγματοποίησε τα πρώτα του επαγγελματικά βήματα. Εκεί ένιωσε τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα και σε ηλικία 21 ετών παντρεύτηκε την πρώτη γυναίκα του, την Σιμόν Ιέ, από την οποία γρήγορα χώρισε, επειδή ο ένας απατούσε τον άλλον. Εκεί πολιτικοποιήθηκε μέσα από τις τάξεις του Κ. Κ Γαλλίας, αλλά γρήγορα και εδώ διαχώρισε την θέση του και διαγράφηκε ως τροτσκιστής. Στο Αλγέρι άρχισε να δημοσιογραφεί ως πολιτικός συντάκτης και λογοτεχνικός κριτικός και εκεί έγραψε τα πρώτα του έργα.
Ζώντας στην Γαλλία, συμμετείχε στην αντίσταση κατά της Γερμανικής Κατοχής και κατά την διάρκειά της, εξέδωσε το πρώτο σπουδαίο έργο του, το μυθιστόρημα «Ο Ξένος» (1942). Πρόκειται για μια έξοχη σπουδή στην αλλοτρίωση του ανθρώπου του 20ου αιώνα, μέσα από το το πορτρέτο ενός «ξένου» καταδικασμένου σε θάνατο όχι τόσο επειδή πυροβόλησε έναν Άραβα, αλλά επειδή αρνείται να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις της κοινωνίας. Τον ίδιο χρόνο εκδόθηκε το φιλοσοφικό του δοκίμιο «Ο Μύθος του Σίσυφου», που αναλύει μία αντίληψη του παραλόγου. Το ίδιο χρονικό διάστημα παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο την μαθηματικό Φρανσίν Φορ, η οποία του χάρισε δύο κόρες. Όπως και με την Ιέ δεν υπήρξε το πρότυπο του πιστού συζύγου.
Ο Καμί εξέδωσε και άλλα σημαντικά έργα, όπως τα μυθιστορήματα «Η πανούκλα» (1943) και η «Πτώση» (1956), το θεατρικό «Καλιγούλας» (1944) και το δοκίμιο «Ο επαναστατημένος άνθρωπος» (1951), που προκάλεσε σκληρές διαμάχες μεταξύ των μαρξιστών της εποχής του. Τον Απρίλιο του 1955 βρέθηκε στην Αθήνα και συμμετείχε σε εκδήλωση στο Γαλλικό Ινστιτούτο για «Το μέλλον του ευρωπαϊκού πολιτισμού», που δεν είναι άλλο από μια Ευρώπη με ομοσπονδιακά χαρακτηριστικά, όπως υποστήριξε.
Το 1957, βραβεύτηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας σε ηλικία μόλις 44 ετών και έγινε έτσι ο νεώτερος συγγραφέας που είχε τιμηθεί μέχρι τότε με το επίζηλο βραβείο. Τρία χρόνια αργότερα, στις 4 Ιανουαρίου 1960, το νήμα της ζωής του κόπηκε απότομα, όταν έπεσε θύμα αυτοκινητιστικού δυστυχήματος. Σκοτώθηκε- στο Σανς της Γαλλίας, μαζί με τον εκδότη του Μισέλ Γκαλιμάρ. Αργότερα θα γίνει γνωστό ότι Καμί έλεγε συχνά στους φίλους του «πως δεν υπάρχει τίποτα πιο σκανδαλώδες από τον θάνατο ενός παιδιού και τίποτα πιο παράλογο από τον θάνατο σε τροχαίο δυστύχημα».