Το υπουργείο Οικονομικών δηλώνει ότι η πληρωμή δεν αποτελεί «δεδικασμένο» και για την πληρωμή των υπολοίπων αντίστοιχων δανείων, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο επανεξέτασης της ελληνικής στάσης μετά τις εκλογές.
 
Της απόφασης προηγήθηκε μαραθώνιος διαβουλεύσεων, «της τελευταίας στιγμής», με τους πολιτικούς αρχηγούς να λαμβάνουν αποστάσεις, το υπουργείο Οικονομικών και τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους να μην έχουν κατασταλαγμένη απόφαση και το Eurogroup να «νίπτει τας χείρας του», κάνοντας στροφή από τις απειλές που είχε εκτοξεύσει προ μηνών.
 
Αργά χθες το απόγευμα, το υπουργείο Οικονομικών ανακοίνωσε πως «η Ελληνική Δημοκρατία ανακοίνωσε ότι θα πραγματοποιήσει την εμπρόθεσμη καταβολή του κεφαλαίου καθώς και των δεδουλευμένων τόκων ύψους περίπου 435 εκατομμυρίων ευρώ ομολόγων λήξης 15 Μαΐου του 2012».
 
Οπως σημειώνει το ΥΠΟΙΚ, «τα ομόλογα αυτά συμπεριλαμβάνονται σε σύνολο ομολόγων περίπου 6,4 δισεκατομμυρίων ευρώ που έχουν εκδοθεί ή φέρουν την εγγύηση της Ελληνικής Δημοκρατίας, τα οποία ήταν επιλέξιμα για να συμπεριληφθούν στην πρόσφατη ολοκληρωθείσα ανταλλαγή ομολόγων (γνωστή και ως PSI – συμμετοχή ιδιωτικού τομέα), αλλά τελικά δεν προσφέρθηκαν για ανταλλαγή από τους ομολογιούχους».
 
Εξηγεί επίσης ότι «η απόφαση στάθμισε προσεκτικά όλους τους σχετικούς παράγοντες και επιπτώσεις καθώς και την τρέχουσα συγκυρία. Η σημερινή απόφαση δεν προδικάζει τις μελλοντικές αποφάσεις σχετικά με την αντιμετώπιση των υπόλοιπων ομολόγων που δεν προσφέρθηκαν για ανταλλαγή».
 
Κύκλοι του ΥΠΟΙΚ υποστήριζαν ότι επειδή το συγκεκριμένο ομόλογο υπαγόταν στο αγγλικό δίκαιο, μια αθέτηση πληρωμής από την Ελλάδα, ακόμα και με την πληρωμή του 46,5% όπως προέβλεπε το PSI, θα πυροδοτούσε εκτός από πιστωτικό γεγονός και καταδικαστικές αποφάσεις των βρετανικών δικαστηρίων, που θα έφταναν μέχρι και σε κατασχέσεις ελληνικών περιουσιακών στοιχείων.
 
Στο ερώτημα πώς θα καλυφθεί το κόστος αποπληρωμής των ομολόγων εκτός PSI, η απάντηση είναι πως τα 435 εκατ. ευρώ καλύπτονται από τα υφιστάμενα ταμιακά διαθέσιμα.
 
Ηθικό και νομικό ζήτημα
 
Η πληρωμή του ομολόγου δημιουργεί ηθικά και νομικά ζητήματα, αν και δεν είναι λίγοι εκείνοι που θεώρησαν λάθος εξαρχής την απόπειρα ένταξης στο PSI δανείων που είχαν λάβει οι ΔΕΚΟ από ελληνικές και ξένες τράπεζες.
 
Παρά το γεγονός ότι η λήξη του συγκεκριμένου ομολόγου ήταν γνωστή, η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών, αρχικά ο Ευ. Βενιζέλος μέχρι τα μέσα Μαρτίου και κατόπιν ο κ. Σαχινίδης, στη δίνη των πολιτικών εξελίξεων αδιαφόρησαν για τη διαχείριση του ομολόγου και ασχολήθηκαν σοβαρά με αυτό μόνο στις τελευταίες μέρες, όταν πλέον ήταν αργά.
 
Θέμα αξιοπιστίας γεννάται τόσο για την Ελλάδα όσο και για την Ευρωζώνη, δεδομένου ότι στη διακήρυξη του PSI είχε τονιστεί ότι η νέα δανειακή σύμβαση δεν προβλέπει κεφάλαια για την αποπληρωμή στο ακέραιο των συγκεκριμένων ομολόγων, ενώ ο πρόεδρος του Eurogroup, Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, είχε δηλώσει στις 23 Μαρτίου ότι η μη αποπληρωμή των ομολόγων δεν συνιστά χρεοκοπία, αφήνοντας να εννοηθεί ότι δεν θα πληρωθεί με όρους καλύτερους από εκείνους που προέβλεπε το PSI.
 
Η πληρωμή στο ακέραιο του ομολόγου που κατέχεται κυρίως από Hedge funds δημιουργεί:
 
* Ηθικό ζήτημα απέναντι στους ομολογιούχους του Ελληνικού Δημοσίου που αποδέχτηκαν εθελοντικά το «κούρεμα» των ομολόγων ή τους επιβλήθηκε με τα CACs, όπως συνέβη με τους ιδιώτες που τοποθέτησαν σε ομόλογα τις αποταμιεύσεις τους.
 
* Νομικό ζήτημα, δεδομένου ότι η πληρωμή στο άρτιο του ομολόγου, αποτελεί ένα ισχυρό νομικό επιχείρημα για τους ιδιώτες που έχουν προσβάλει στα δικαστήρια το υποχρεωτικό «κούρεμα» και ιδιαίτερα για τα φυσικά πρόσωπα, αλλά και για τις μη χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις (όπως οι προμηθευτές των νοσοκομείων).