Προτού προχωρήσουμε στην εξέταση του ρόλου της θρησκείας σε αυτήν την ιστορία, είναι σημαντικό να ορίσουμε το εννοιολογικό πλαίσιο όσον αφορά στην επιστήμη. Δεν θα ήταν διόλου αμφιλεγόμενο να σημειωθεί ότι, σε έναν μεγάλο αριθμό χωρών, ευρωπαϊκών και άλλων, η τάση των κυβερνήσεων να νομιμοποιήσουν επείγοντα μέτρα διαβεβαιώνοντας το κοινό ότι «απλώς συμμορφώνονται με την επιστήμη» επέφερε μια κάποια μισγάγκεια πολιτικής και επιστήμης, εν πολλοίς εις βάρος του κύρους της επιστήμης ως μιας κατ’ ουσίαν απολιτικής πρακτικής αυστηρής προσήλωσης στην επιστημονικής μέθοδο. Ωστόσο, η περίπτωση της Ελλάδας ήταν μάλλον ακραία (σε παραλληλία με τη σφοδρότητα των μέτρων της για την COVID-19 στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τουλάχιστον όπως αυτή μετρήθηκε από τον Ιχνηλάτη Κυβερνητικών Αποκρίσεων προς την COVID-19 της Σχολής Διακυβέρνησης Blavatnik του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης)· όχι απλώς η κυβέρνηση αισθάνθηκε την ανάγκη να δικαιολογήσει κάθε της ενέργεια ή παράλειψη ως υπαγορευόμενη από «τους επιστήμονες» —κάτι που οι ίδιοι οι ιατροί που συμμετέχουν στην επιτροπή των ειδικών της κυβέρνησης έχουν κατά καιρούς διαψεύσει δημοσίως—, αλλά κάθε πολιτική διαφωνία με συγκεκριμένα κυβερνητικά μέτρα παρουσιαζόταν ως καρπός θεωριών συνωμοσίας και άρνησης της επιστήμης. Αυτή η υπονομευτική της επιστήμης πολιτική στρατηγική ακύρωνε αυτήν καθ’ εαυτήν την πιθανότητα ύπαρξης επιστημονικών αντιπροτάσεων για την διαχείριση της κρίσης, μια και αυτές ήταν υποχρεωτικά θεωρίες συνωμοσίας (των οποίων επίσης, βεβαίως, η Ελλάδα δεν φείδεται), ειδάλλως μια υποτιθέμενη απολιτικά επιστημονική διακυβέρνηση θα τις είχε λάβει υπ’ όψιν της: για παράδειγμα, ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Stanford Γιάννης Π. Α. Ιωαννίδης (ο οποίος κάποια στιγμή χρημάτισε καθηγητής και πρόεδρος τμήματος στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, και ως εκ τούτου έχει ακροατήριο στην Ελλάδα) περιγράφηκε ως ‘εχθρός του λαού’ και ‘ψεκασμένος’ από φιλοκυβερνητικά μέσα ενημέρωσης.
Ειρήσθω εν παρόδω, η Ελλάδα διαθέτει ένα παράξενο λεξιλόγιο για τους «συνωμοσιολόγους», που μοιάζει στο αντίστοιχο αγγλόφωνο (αν και περιθωριακό ως χαρακτηρισμός) «θιασώτες των καπέλων από αλουμινόχαρτο» (‘tin foil hat enthusiasts’). Ακολουθώντας τη διεθνή τάση (με την απαραίτητη χρονοκαθυστέρηση της άφιξης των τάσεων στην Ελλάδα), οι συζητήσεις περί αεροψεκασμών έκαναν την εμφάνισή τους στις απώτατες εσχατιές της ελληνικής δημόσιας συζήτησης κατά τις αρχές της δεκαετίας του 2000· ο λιλιπούτειος αριθμός ανθρώπων που όντως ισχυρίζονται ότι χρησιμοποιούνται χημικά επί του πληθυσμού μέσω των ιχνών συμπύκνωσης των αεροπορικών καυσαερίων, δηλαδή ότι «αυτοί» [πάντα είναι ένα απρόσωπο «αυτοί»], «μας ψεκάζουνε», ονομάστηκαν έκτοτε υποτιμητικά «ψεκασμένοι», ή «ψέκες» πιο πρόσφατα, στην συντομογραφική μορφή. (Περιέργως, οι θεωρίες συνωμοσίας των «χημικών ιχνών»/chemtrails αποτέλεσαν αντικείμενο κοινοβουλευτικών αντιπαραθέσεων: μια Κοινοβουλευτική Έρώτηση προς υπουργούς της κυβέρνησης επί των «μυστηριωδών χημικών ιχνών» υπεβλήθη από έναν βουλευτή τον Νοέμβριο του 2010. Εκείνος ο βουλευτής, ο Μάκης Βορίδης, είναι σήμερα Υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, κατέχοντας μια από τις κορυφαίες κυβερνητικές θέσεις). Ο όρος «ψεκασμένοι» χρησιμοποιείται πολύ συχνότερα από τον όρο «συνωμοσιολόγοι» στην Ελλάδα, όπως πολύ εύκολα μπορεί να καταδείξει μια αναζήτηση στο Google.
Το ζήτημα εδώ είναι ότι αυτή η ακραία ορολογία (ξανά, το ισοδύναμο των «καπέλων από αλουμινόχαρτο» ή όσων «πιστεύουν στους ερπετοειδείς») έχει χρησιμοποιηθεί επισήμως από την ελληνική κυβέρνηση εναντίον του ελληνικού λαού, ή, τουλάχιστον, μέρους του — παρά εναντίον μιας λιλιπούτειας μειονότητας πραγματικών πιστών των πιο παρατραβηγμένων θεωριών συνωμοσίας που μπορεί να φανταστεί κανείς. Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας, Κυριάκος Μητσοτάκης, χρησιμοποίησε την λέξη στις 31 Οκτωβρίου 2020, σε ένα από τα όλο και συχνότερα τηλεοπτικά μηνύματά του προς το έθνος, επιπλήττοντας τους «λίγους ψεκασμένους» που ασκούν κριτική στους «επιστήμονες»: «Σας παρακαλώ, λοιπόν, να αφήσουμε τους επιστήμονες έξω από κάθε αντιπαράθεση. […] Η θεμιτή πολιτική κριτική ας περιοριστεί, λοιπόν, στους πολιτικούς.».
Η ενδιαφέρουσα ειρωνεία εδώ, βεβαίως, είναι ότι η εκδοχή της «εμπιστοσύνης στην επιστήμη» της ελληνικής κυβέρνησης λειτούργησε ακριβώς ως ένας από τους κυριότερους παράγοντες υπονόμευσης της αξιοπιστίας της επιστήμης στην ελληνική δημόσια σφαίρα εν γένει. Δεν αναφέρομαι εδώ στο ερώτημα της εσωτερικής συνοχής της κραυγής πως οποιαδήποτε κυβέρνηση συμμορφώνεται με «την Επιστήμη» στον ενικό, με κεφαλαίο Ε και με φερόμενο ως απολιτικό τρόπο (ή στις πολιτικές αντιδράσεις που θα επήγαγε ipso facto ένας τέτοιος ισχυρισμός απολιτικής κυβέρνησης): εν τέλει, αν υπήρχε μια και μοναδική Επιστήμη, ακολοθούμενη απολιτικώς και κατά γράμμα από υπεύθυνες κυβερνήσεις, τότε δεν θα εμφανίζονταν παραλλαγές ως προς την διαχείριση της κρίσης μεταξύ των «υπευθύνων χωρών», και αν μη τι άλλο τις διαφορές τις βλέπουμε στα στοιχεία του Ιχνηλάτη Κυβερνητικών Αποκρίσεων προς την COVID-19 της Σχολής Διακυβέρνησης Blavatnik του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, ο οποίος δείχνει την Ελλάδα ως μια από τις αυστηρότερες χώρες της ΕΕ όσον αφορά στα κυβερνητικά μέτρα για την COVID-19. Αντί για αυτό, αναφέρομαι —καθαρά ενδεικτικά, και μέσα σε ένα αρχιπέλαγος παραδειγμάτων— στο σκάνδαλο της μελέτης Τσιόδρα-Λύτρα. Την 1η Δεκεμβρίου του 2021, ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας Κυριάκος Μητσοτάκης ισχυρίστηκε, από το βήμα της ελληνικής Βουλής, ότι η ύπαρξη ή ανυπαρξία επαρκούς αριθμού Μονάδων Εντατικής Θεραπείας δεν έχει καμμία σημασία όσον αφορά στις πιθανότητες επιβίωσης διασωληνωμένων ασθενών COVID-19 ευρισκόμενους σε ανάγκη εισαγωγής σε εντατική· Μια απλή κλίνη και μια διασωλήνωση θα ήταν υπεραρκετά. ‘Δεν έχουμε καμμία απολύτως ένδειξη για αυτό. Δεν έχω καμμία απολύτως ένδειξη! Αν η αντιπολίτευση έχει οποιαδήποτε απόδειξη περί του αντιθέτου, ανυπομονούμε να την δούμε’. Ωστόσο, όπως ο τάλας ελληνικός λαός θα μάθαινε κατόπιν εορτής, το γραφείο του Έλληνα πρωθυπουργού είχε ειδοποιηθεί προτέρως της κοινοβουλευτικής του ομιλίας περί μιας τότε επικείμενης μελέτης των καθηγητών Σ. Τσιόδρα και Θ. Λύτρα —με τον Καθ. Σωτήριο Τσιόδρα να είναι ο ισοδύναμος του Anthony Fauci για την Ελλάδα και, πρακτικά, το επιλεγμένο από την κυβέρνηση «πρόσωπο» της διαχείρισης της πανδημίας της COVID-19 για το 2020 και μεγάλο τμήμα του 2021 στην Ελλάδα—, δημοσιευθείσα στις 13 Δεκεμβρίου 2021 στο Scandinavian Journal of Public Health, η οποία παρείχε αποδείξεις για τον αντίθετο ακριβώς ισχυρισμό από αυτόν που υπερασπίστηκε ο πρωθυπουργός της Ελλάδας από το βήμα της Βουλής. Για το σκάνδαλο διετάχθη εισαγγελική έρευνα. Η πολιτική —και, εμμέσως, κυβερνητική— τουητερική δυσμένεια επί των δύο επιστημόνων, του «Fauci της Ελλάδας» καθ. Τσιόδρα και του καθ. Λύτρα, για την υπονόμευση των ισχυρισμών του πρωθυπουργού υπήρξε υπερβολικά χυδαία για να περιγραφεί· αρκούμεθα στην παράθεση ενός σχολίου της 2ης Ιανουαρίου στο Twitter από τον καθ. Λύτρα όσον αφορά τόσο τη δημοσιευμένη μελέτη όσο και την δημοσιότητα που περιέβαλλε την ταινία ‘Don’t Look Up’: ‘I’m grateful we tried… #DontLookUp #μελετη_τσιοδρα’.
Άλλα παραδείγματα περιλαμβάνουν επίσημες ανακοινώσεις, στις 31 Μαρτίου 2020, ότι οι μάσκες δεν είναι απλώς αχρείαστες, αλλά επίσης δυνάμει επικίνδυνες· αργότερα, αυτή η δήλωση μετεστράφη σε υποχρεωτική χρήση μάσκας σε όλους τους εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους υπό την απειλή προστίμου 300 Ευρώ. Η διαφωνία με την πρώτη ανακοίνωση δέχτηκε κριτική από τα φιλοκυβερνητικά μέσα ενημέρωσης ως «μη επιστημονική» τον Απρίλιο του 2020· διαφωνία με την τελευταία υφίσταται κριτική ως «μη επιστημονική» από τούδε και εξής. Το ότι αυτή η εξαναγκαστική σύγκλιση, σε σημείο ταύτισης, των κυβερνητικών αποφάσεων και μιας κατ’ ισχυρισμό μοναδικής, απαράλλακτης Επιστήμης δρα επιβλαβώς στην εμπιστοσύνη του κοινού στην επιστημονική μέθοδο, δεν απαιτεί περαιτέρω επεξηγήσεις. Όντως, έχει επισημανθεί από την ανεξάρτητη πλατφόρμα ενημέρωσης The Press Project ότι αυτός ο σφετερισμός της φωνής μιας μοναδικής Επιστήμης από μια κυβέρνηση σε ένα πολιτικό σκηνικό, με κάθε κριτική να σημαίνεται ως υλακές συνωμοσιολογούντων «ψεκασμένων», δείχνει τον «λόγο περί ψεκασμένων ως ηγεμονικό λόγο της εξουσίας» που, στην πράξη, υπονομεύει την αυθεντία της επιστημονικής μεθόδου εν ονόματι του πολιτικού παιγνίου.
Αυτό το πλαίσιο λειτουργεί ως κρίσιμης σημασίας φόντο για την κατανόηση των αποχρώσεων της «Εκκλησίας και της COVID-19» ως μιας αντιπαράθεσης «επιστήμης και θρησκείας» στην Ελλάδα· για το πώς εξελίχθηκε αυτή, και για τους λόγους για τους οποίους η κατάσταση είναι όντως πιο περίπλοκη απ’ ό,τι θα υπέθετε κανείς. Δεν υπάρχει κανένα δισδιάστατο φάσμα «αποδοχής» ή «απόρριψης» των επιστημονικών στοιχείων· αντί για αυτό, υπάρχει μια διετής πολιτική εργαλειοποίηση του κύρους της επιστήμης (η οποία, τω όντι, υπονομεύει την αυθεντία της επιστημονικής μεθόδου σε μακροπρόθεσμη βάση), υπάρχουν τα προβλήματα, οι εντάσεις, και οι πολώσεις που αυτή ενσπείρει, και βεβαίως, στα περιθώρια, υπάρχει επίσης μια μικρή, πλην όμως θαλερή μειονότητα πραγματικών συνωμοσιολόγων πολεμίων της επιστήμης, οι οποίοι τάχα ανιχνεύουν μικροτσίπς μέσα στα εμβόλια εναντίον της COVID-19. Ωστόσο, το να συγχέει κανείς την τελευταία ελάχιστη μειονότητα με την πολύπλοκη αντιπαράθεση στην Ελλάδα εν γένει θα μπορούσε να αποβεί ένα παιχνίδι αρκούντως επικίνδυνο.
Θεσμική θρησκεία και θρησκεία «επί του πεδίου»: η COVID-19, η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας, και οι διαφωνούντες
Η ελληνική δημόσια σφαίρα και συζήτηση χαρακτηρίζεται αενάως από μια τεταμένη σχέση με την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας. Από τη μία, η Ελλάδα εμφανίζεται συνήθως στις δημοσκοπήσεις (από το Pew Research Center μέχρι την ελληνική DiaNEOsis) να έχει ένα από τα υψηλότερα σκορ «πίστης στον Θεό», «εμπιστοσύνης προς την Εκκλησία ως θεσμό», «παραδοχής της θρησκείας ως σημαντικής» στην ΕΕ — ενώ επτά στους δέκα Έλληνες απορρίπτουν εύκολα δηλώσεις του τύπου «όταν η επιστήμη και η θρησκεία διαφωνούν, η θρησκεία έχει δίκιο» (σ. 77, B10.3). Η άλλη πλευρά αυτού του νομίσματος είναι ότι η εμφάνεια, επίδραση, επιρροή, και ισχύς της Εκκλησίας δημιουργεί τριβές και δυσφορία· για παράδειγμα, δύσκολα θα βρει κανείς περίοδο στην οποία να μην υπάρχουν στην δημόσια συζήτηση της Ελλάδας αιτήματα διαχωρισμού Εκκλησίας και Πολιτείας στο πρότυπο της Γαλλίας (τα οποία δεν χαρακτηρίζονται πάντοτε από ισχυρή τεκμηρίωση βάσει δεδομένων και από τις δύο μεριές, όπως τόσο εύστοχα καταδείχθηκε από την αντιπαράθεση του 2018/19 επί των προταθεισών μεταρρυθμίσεων των σχέσεων Εκκλησίας-Πολιτείας). Οι Έλληνες απολαμβάνουν να πιστεύουν ακράδαντα ότι υπάρχει μια ελληνική εξαιρεσιοκρατία στις σχέσεις Εκκλησίας–Πολιτείας, κατά την οποία κάθε άλλη δυτική χώρα έχει πλήρη διαχωρισμό Εκκλησίας-Πολιτείας, σύμφωνα με τον οποίο η θρησκεία έχει εκδιωχθεί ερμητικά από την δημόσια σφαίρα, από την πολιτική και την οικονομία, ενώ η Ελλάδα, φεύ, «βρίσκεται ακόμη στον Μεσαίωνα» μη έχοντας επιτύχει κάτι τέτοιο. Το πρόβλημα, βεβαίως, θέσεως του ερωτήματος σε ένα τέτοιο πλαίσιο είναι ότι καθίσταται οιονεί αδύνατον να προταθεί επιτυχώς μια πολιτική λύση για τον περαιτέρω διαχωρισμό Εκκλησίας–Πολιτείας στην Ελλάδα επί τη βάσει των ευρωπαϊκών δεδομένων, καθώς δεν θα ήταν «ποτέ επαρκής» αν δεν ήταν η γαλλική laïcité· η πρακτική έκβαση αυτού είναι ότι τίποτα δεν αλλάζει ποτέ και το status quo καθίσταται με μεγάλη επιτυχία αντικείμενο υπεράσπισης από εκείνους που ισχυρίζονται ότι το υπονομεύουν. Και παρότι η Ελλάδα δεν έχει τόσο ισχυρούς οικονομικούς δεσμούς Εκκλησίας-Πολιτείας όπως άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, π.χ. η de facto πρωτεύουσα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Βέλγιο, όπου η ομοσπονδιακή κυβέρνηση πληρώνει τους μισθούς και τις συντάξεις των κληρικών πολλών θρησκειών, οι δήμοι πληρώνουν για την συντήρηση των ναών και οι περιφέρειες πληρώνουν για μεγαλύτερα κτήρια όπως οι καθεδρικοί ναοί, οι σχέσεις Εκκλησίας–Πολιτείας της είναι όντως στενές: το άρθρο 3 του Συντάγματος της Ελλάδας περιγράφει την Ορθόδοξη Εκκλησία ως «επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα», οι μισθοί ενός πολύ σημαντικού τμήματος του κλήρου (~9.500, συν περίπου πεντακόσιοι άμισθοι κληρικοί) μισθοδοτούνται από την πολιτεία (ωστόσο η πολιτεία δεν παρέχει κανενός άλλου τύπου άμεση οικονομική αρωγή, εν αντιθέσει, για παράδειγμα, προς τη Γερμανία), η έναρξη των εργασιών ενός νέου κοινοβουλευτικού κύκλου μετά από εθνικές εκλογές ευλογείται από την Εκκλησία στο κτίριο της Βουλής, το θρησκευτικό μάθημα του σχολείου είναι κατά το μάλλον ορθόδοξο, κτλ. Και, βεβαίως, η Ελλάδα αποτελεί το λίκνο της μοναστικής κοινότητας του Αγίου Όρους στην χερσόνησο της Χαλκιδικής, «ένα αυτοδιοίκητο τμήμα του ελληνικού Κράτους» με «αρχαίο προνομιακό καθεστώς» σύμφωνα με το άρθρο 105 του συντάγματος της Ελλάδας. (Παρουσιάζει ενδιαφέρον να σημειωθεί πως, μολονότι αυτή η χερσόνησος κατοικείται από μοναχούς εγκαταλείποντες «τα εγκόσμια» προκειμένου να τελευτήσουν έπειτα από έναν βίο προσευχής και απομόνωσης στα μοναστήρια και ερημητήρια της χερσονήσου του Άθωνος, η κατάσταση της COVID-19 στο Όρος και η κατάσταση της υγείας των μοναχών απασχολεί συχνά τον κύκλο των ελληνικών μέσων ενημέρωσης κατά τη διάρκεια της πανδημίας, με ηγουμένους Αθωνικών μονστηρίων να κατηγορούν άλλους μοναχούς ότι δεν είναι εμβολιασμένοι και ούτω καθ’ εξής.)
Μέσα σε αυτό το χαοτικό σκηνικό, είναι σημαντικό να κάνουμε την διάκριση μεταξύ της στάσης της θεσμικής εκκλησίας αναφορικά με την πανδημία και των περαιτέρω ανεκδοτολογικών στοιχείων, εξηγώντας δεόντως και τα δύο. Δηλαδή, προκειμένου να είναι εφικτή μια ορθή κριτική εκτίμηση της κατάστασης στην Ελλάδα, πρέπει να γίνουν συγκεκριμένες σημαντικές διακρίσεις: μεμονωμένες αποφάσεις και ενέργειες του δείνα ή του τάδε χαμηλόβαθμου ή υψηλόβαθμου κληρικού πρέπει οπωσδήποτε να ληφθούν υπόψιν, ως ανεκδοτολογικά στοιχεία πραγματικών γεγονότων, προκειμένου να αναφανεί η μεγάλη εικόνα. Ωστόσο, για την εκτίμηση της στάσης της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδας κατά τη διάρκεια της πανδημίας ως επίσημου, θεσμικού οργάνου κατέχοντος έναν βαθμό κοινωνικής ισχύος και επιρροής, πρέπει κανείς να κοιτάξει εκείνους που έχουν την αρμοδιότητα να την εκπροσωπούν. Ποιος έχει την αρμοδιότητα να εκπροσωπεί την Εκκλησία της Ελλάδας ως θεσμικό, επίσημο όργανο; Η Ιερά Σύνοδος των 80+ επισκόπων ως όργανο και τα επίσημα ψηφίσματα και αποφάσεις της, η πιο ευέλικτη, δωδεκαμελής «Διαρκής Ιερά Σύνοδος», και ο Αρχιεπίσκοπος της Ελλάδας, ο οποίος stricto sensu δεν είναι Προκαθήμενος αλλά πρόεδρος της Συνόδου και ο οποίος βρισκόταν στο ίδιο μήκος κύματος με τις αποφάσεις της Συνόδου κατά τη διάρκεια ολόκληρης της πανδημίας (κάτι που, παρεμπιπτόντως, δεν ίσχυε κατά τη διάρκεια της πολιτικής αναταραχής του 2018/2019 λόγω των προταθεισών μεταρρυθμίσεων στις σχέσεις Εκκλησίας–Πολιτείας· εκεί, η Σύνοδος και ο Αρχιεπίσκοπος φάνηκαν να διαφοροποιούνται μεταξύ τους, με την πρώτη να αντιτίθεται στην μεταρρύθμιση, τον δε τελευταίο να την εγκρίνει. Η Σύνοδος νίκησε σε αυτήν την μάχη, η πρόταση του Αρχιεπισκόπου απερρίφθη, και ακολούθως ο Αρχιεπίσκοπος εκλήθη να λειτουργήσει ως απλός εκπρόσωπος του οργάνου λήψης αποφάσεων — της Συνόδου). Τούτων δοθέντων, η στάση της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδας καθ’ όλη τη διάρκεια της πανδημίας μπορεί να ευρεθεί στα κείμενα, τις αποφάσεις, τα ψηφίσματα, τις ανακοινώσεις και αποκρίσεις της Ιεράς Συνόδου ως οργάνου, όπως επίσης και της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου και του Αρχιεπισκόπου Αθηνών.
Έτσι, περί Εκκλησίας και Πανδημίας στην Ελλάδα, ιδού μια σύντομη χρονική παράθεση των γεγονότων:
Φεβρουάριος 2020: Η Ελλάδα καλωσορίζει το πρώτο επίσημο κρούσμα COVID-19 («με τιμές αρχηγού κράτους») και εισέρχεται και τυπικά στην πανδημία.
28 Φεβρουαρίου 2020: Εγκύκλιος της Συνόδου περί μέτρων προστασίας εναντίον της COVID-19» που ορίζει, μεταξύ άλλων, (i) ότι οι πιστοί θα πρέπει να ακολουθούν τις επίσημες, κρατικές πηγές πληροφόρησης και τις συστάσεις των επιστημόνων· (ii) ότι η κοινωνική αποστασιοποίηση και τα άλλα προστατευτικά μέτρα θα πρέπει να εφαρμόζονται από τους πιστούς· (iii) ότι άτομα που παρουσιάζουν οποιαδήποτε συμπτώματα θα πρέπει να αυτοαπομονώνονται και να μην προσέρχονται στην εκκλησία· (iv) ότι οι ευπαθείς, οι υπερήλικες και τα άτομα υψηλού κινδύνου θα πρέπει να απομονώνονται και να μην προσέρχονται στην εκκλησία.
10 Μαρτίου 2020: Η Σύνοδος εντέλλεται ότι η Εγκύκλιος Νο. 3013 πρέπει να αναγνωσθεί κατά τη διάρκεια της Λειτουργίας σε όλες τις ενορίες της Εκκλησίας της Ελλάδας, μαζί με ένα δελτίο τύπου του Υπουργείου Υγείας, όπως επίσης και μια δέηση για την πανδημία.
11 Μαρτίου 2020: Η Σύνοδος δημοσιεύει περαιτέρω μέτρα εναντίον της διασποράς της COVID-19 στις εκκλησίες και άλλα κτίρια και δραστηριότητες λατρείας, περιλαμβανομένων της παύσης λειτουργίας των κατηχητικών σχολείων, των ομάδων μελέτης της Βίβλου, των μαθημάτων Βυζαντινής μουσικής, κλπ.
Επίσης στις 11 Μαρτίου 2020: Σε τηλεοπτικό του μήνυμα, ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης πληροφορεί τον ελληνικό λαό ότι «ξέρει ότι η πίστη αρχίζει, συχνά, εκεί που τελειώνει η επιστήμη», συμπεριλαμβάνοντας έτσι στην πολιτική εργαλειοποίηση της επιστήμης την κατ’ ισχυρισμόν φύση της ως ευρισκόμενης εξ ορισμού σε αντιδιαστολή προς την θρησκευτική πίστη, τον ίδιο καιρό που οι επίσημες εγκύκλιοι της Εκκλησίας επαναλαμβάνουν το «να ακούτε τους επιστήμονες» σαν μάντρα· ωστόσο, επεσήμανε επίσης ότι «προσβλέπει στην υποστήριξη της ηγεσίας της Εκκλησίας στον κοινό σκοπό».
16 Μαρτίου 2020: Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Κυριάκος Μητσοτάκης ανεβάζει στο Twitter («με απόφαση της κυβέρνησης, αναστέλλονται οι λειτουργίες σε όλους τους χώρους θρησκευτικής λατρείας οποιουδήποτε δόγματος. Οι εκκλησίες παραμένουν ανοιχτές μόνο για ατομική προσευχή. Η προστασία της δημόσιας υγείας απαιτεί σαφείς αποφάσεις.») και κατόπιν επιβάλλει μέσω Κοινής Υπουργικής Απόφασης (ΚΥΑ) «προσωρινή αναστολή, και απαγόρευση, οποιασδήποτε θρησκευτικής λατρευτικής λειτουργίας στην Ελλάδα», αρχικά μέχρι τις 30 Μαρτίου 2020 (και τελικά επεκταθείσα πολύ μετά το Πάσχα). Περιέργως, ο πρωθυπουργός εισάγει την (καινοφανή, για τα πρότυπα της Ορθοδοξίας) θεολογική έννοια της «ατομικής προσευχής» εντός ενός άδειου ναού.
Εν συνεχεία, η Εκκλησία της Ελλάδας συναινεί στην πλήρη απαγόρευση των λειτουργιών. Περιέργως, και παρά τις παραινέσεις στη δημόσια συζήτηση για κίνηση προς αυτήν την κατεύθυνση, η Εκκλησία της Ελλάδας ποτέ δεν διεκδίκησε δικαστική ακύρωση της πλήρους κρατικής απαγόρευσης των λειτουργιών στο Συμβούλιο της Επικρατείας επί τη βάσει του §13 του Συντάγματος της Ελλάδας («Kάθε γνωστή θρησκεία είναι ελεύθερη και τα σχετικά με τη λατρεία της τελούνται ανεμπόδιστα υπό την προστασία των νόμων») και του §25 (αρχή της αναλογικότητας), όπως έπραξαν επιτυχώς άλλες δυτικοευρωπαϊκές εκκλησίες κινούμενες σε παρόμοια πλαίσια (παραδείγματα αποτελούν η Γαλλία: Conseil d’État 18 May 2020· η Γερμανία, Bundesverfassungsgericht 29 April 2020· το Βέλγιο, Raad Van State | Afdeling Bestuursrechtspraak, κατάληξη που απετράπη στην Ολλανδία λόγω της τότε ισχύουσας απαλλαγής «της θρησκευτικής λατρείας και των δημοσίων διαδηλώσεων» από κάθε ολική απαγόρευση).
18 Μαρτίου 2020: Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος επισημαίνει ότι, όσον αφορά την πανδημία, ‘δεν είναι η Πίστη εκείνη που βρίσκεται σε κίνδυνο, αλλά οι πιστοί και η υγεία τους’.
22 Μαρτίου 2020: Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας ανακοινώνει το πρώτο λοκντάουν.
10 Απριλίου 2020: Συνοδική Εγκύκλιος επιπλήττει όσους σκανδαλίζουν τους πιστούς με «τόν προσφιλῆ καί εὔκολο τρόπο τῆς συκοφαντίας, τῆς μυθοπλασίας καί τῶν ὕβρεων» και επικρίνουν τα μέτρα υγειονομικής προστασίας και την προσήλωση της Εκκλησίας σε αυτά και ζητεί από τους πιστούς να «μείνουν σπίτι» (εν γένει, μια και η συμμετοχή σε λειτουργίες ήταν ούτως ή άλλως απαγορευμένη τότε). Ταυτοχρόνως, η Εγκύκλιος αποσαφηνίζει ότι η προσήλωσή της στα μέτρα για την COVID-19 δεν συνεπάγεται παραδοχή ότι συμμετοχή στην ίδια τη θεία μετάληψη (το θεμελιώδες συλλογικό μυστηριακό γεγονός της Ορθόδοξης Εκκλησίας) μπορεί να αποδειχθεί πηγή μόλυνσης. Αυτό αποτελεί ένα από τα επεισόδια της θεματολογίας του παρόντος κειμένου που θα μπορούσε να αποκληθεί «Ο Πόλεμος της Μετάληψης»:
Ο Πόλεμος της Μετάληψης | Από την αρχή της πανδημίας, μεγάλο μερίδιο της συζήτησης περί Εκκλησίας και COVID επικεντρώθηκε στο πώς χορηγεί η Ορθόδοξη Εκκλησία την θεία μετάληψη, δηλαδή, με ένα κοινό κοχλιάριο, που είναι για όλους. Μολονότι η προσωρινή αλλαγή του τρόπου χορήγησης συζητήθηκε σε δημόσιο επίπεδο, καμμία αλλαγή δεν εισήχθη μέχρι τώρα· τα θεολογικά επιχειρήματα που ετέθησαν επί τάπητος περιλαμβάνουν εκείνο του Καθ. π. Νικολάου Λουδοβίκου, σύμφωνα με τον οποίο παρότι η Εκκλησία δεν βλέπει τη μετάληψη καθ’ εαυτήν ως δυνάμει τόπο λοίμωξης, η Εκκλησία θα μπορούσε πολύ εύκολα να αλλάξει προσωρινά τον τρόπο χορήγησης επί τη βάσει της ποιμαντικής διακρίσεως και οικονομίας. Σε διαφορετική συγκυρία το 2020, οι ιατροί-καθηγήτριες του Πανεπιστημίου Αθηνών Ε. Γιαμαρέλλου και Α. Λινού ισχυρίστηκαν κάπως διστακτικά είτε ότι δεν διαθέτουμε οριστική απόδειξη ότι η Ευχαριστία μπορεί να είναι μεταδοτική της COVID-19 είτε ότι αυτό αποτελεί ζήτημα προσωπικής πίστης ενός εκάστου, πυροδοτώντας το μένος πολλών στη δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα: τώρα, το «να ακούτε τους διαπιστευμένους επιστήμονες, τους επαγγελματίες της ιατρικής, τους αναγνωρισμένους ειδικούς της υγείας» ακολουθείτο υπορρήτως από την υποσημείωση-αστερίσκο «με την εξαίρεση των καθηγητριών Γιαμαρέλλου και Λινού του Πανεπιστημίου Αθηνών, γιατί δε μας αρέσουν αυτά που λένε και συνεπώς αποφασίζουμε πως εκπίπτουν της ιατρικής και επιστημονικής χάριτος». Δηλαδή, να ακούμε τους ειδικούς και μόνο, αλλά από αυτούς να ακούμε μόνο τους ειδικούς οι οποίοι συμφωνούν με τις εκτιμήσεις ημών των μη ειδικών: εμείς αποφασίζουμε ποιοι είναι πραγματικά ειδικοί και ποιοι όχι, και αυτό συνιστά την πραγματική επιστήμη… Η έμφαση του εδώ σχολίου δε βρίσκεται στο… ποιοι ειδικοί έχουν δίκιο και ποιοι όχι (καθ’ ότι ο γράφων δεν τυγχάνει ειδικός!), αλλά στα θεμελιώδη προβλήματα εσωτερικής συνοχής που είχε το «να ακούτε τους επιστήμονες» στη δημόσια σφαίρα. Παρά το γεγονός ότι ο «Πόλεμος της Μετάληψης» κατέλαβε μερίδιο μέγα της συζήτησης περί Εκκλησίας και COVID όπως ήδη αναφέρθηκε, προσωπική μας εκτίμηση είναι ότι η ισχυρή εστίαση επί του ζητήματος βρισκόταν ελαφρώς εκτός θέματος: όταν η παρουσία εντός ενός κατάμεστου χώρου λατρείας, με ή χωρίς μάσκες, με ή χωρίς τήρηση επαρκών αποστάσεων, ούτως ή άλλως συνεπάγεται κίνδυνο μόλυνσης από COVID-19, το ερώτημα θα έπρεπε να είναι τι θα κάνει κάθε άτομο, κάθε κυβερνητική ή εκκλησιαστική δομή με αυτήν την πραγματικότητα υπό διαφορετικά πλαίσια· το ερώτημα της ίδιας της μετάληψης, σε όποιο πλαίσιο κι αν τοποθετηθεί, δεν κάνει την διαφορά ανάμεσα σε μια φαντασιακή «πλήρως απολυμασμένη» εκκλησία και σε μια πραγματική, λιγότερο ή περισσότερο γεμάτη κόσμο. Εδώ, έρχεται η σειρά μιας υπο-υποενότητας του «Πολέμου της Μετάληψης», καθώς από την αρχή της κρίσης υπήρχαν κάποιες φωνές του περιθωρίου (που συμπεριελάμβαναν, μεταξύ υψηλόβαθμων κληρικών, εκείνη του Μητροπολίτη Αιτωλίας και Ακαρνανίας Κοσμά, που αργότερα τελεύτησε από COVID, ένα από τα όχι και τόσο ελάχιστα θύματα εντός του κλήρου) που ισχυρίζονταν περίπου ότι με κάποιον τρόπο το κτήριο της εκκλησίας είναι, θαυματουργικώς, αποστειρωμένος χώρος όπου εκεί δεν μπορεί να υπάρχουν μολύνσεις από COVID-19 λόγω της ιερότητάς του. Το θεολογικό πρόβλημα εδώ είναι ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είχε ποτέ στο παρελθόν (τους τελευταίους είκοσι αιώνες δηλαδή) υποστηρίξει παρόμοια άποψη «θαυματουργικά αποστειρωμένου λατρευτικού χώρου»· αυτή η περιθωριακή θεολογία ήταν μια νέα θεολογία, πιο χαρακτηριστική αταβιστικών αντανακλαστικών παρά Ορθοδόξων χριστιανικών θεολογικών τάσεων. Πάντως, κατά κανέναν τρόπο αυτή η περιθωριακή θέση δεν υπήρξε ποτέ θέση της Συνόδου ή του Αρχιεπισκόπου κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
19 Απριλίου 2020: Το Ορθόδοξο Πάσχα, η σημαντικότερη θρησκευτική εορτή στην Ελλάδα, πρακτικά ακυρώνεται, καθώς απαγορεύεται στους πιστούς η παρακολούθηση εκκλησιαστικών ακολουθιών. Οι ακολουθίες λαμβάνουν χώρα πίσω από κλειστές πόρτες, με παρόντες μόνο τους ιερείς και τους βοηθούς/ψάλτες.
26 Οκτωβρίου 2020: Την ημέρα του εορτασμού της γιορτής του Αγίου Δημητρίου, πολιούχου της Θεσσαλονίκης, πολυάριθμα μέσα μαζικής ενημέρωσης ανέφεραν ότι δεν τηρούνταν από τους πολίτες τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης, και ότι κατά συνέπεια, μετά από δύο εβδομάδες θα εμφανιζόταν μια θηριωδών διαστάσεων αύξηση των κρουσμάτων COVID-19. Η θηριώδης αύξηση δεν έκανε την εμφάνισή της, η αρένα για πολέμους αξιών, εγκαινιασθείσα από τον συνοδό κουρνιαχτό, έσπειρε διχόνοιες οι οποίες ακολουθούν την δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα έως σήμερα: λίγες εβδομάδες νωρίτερα, στις 7 Οκτωβρίου 2020, 15.000 διαδηλωτές έξω από το Εφετείο Αθηνών περίμεναν την ετυμηγορία για την δίκη της Χρυσής Αυγής, του εγκληματικού νεοναζιστικού κόμματος της Ελλάδας, για την δολοφονία του Παύλου Φύσσα και για αρκετές άλλες απόπειρες ανθρωποκτονίας εκ μέρους της Χρυσής Αυγής. Και εκεί δεν εμφανίστηκε αργότερα κάποια αιτιωδώς σχετική αύξηση των κρουσμάτων COVID-19, ωστόσο ξαφνικά ο μισός πληθυσμός της χώρας κατηγορούσε τους εορτασμούς του Αγίου Δημητρίου στη Θεσσαλονίκη ως τη ρίζα των μελλοντικών θανάτων από COVID, ενώ οι άλλοι μισοί διερωτώντο κατά πόσον οι διαδηλωτές του εφετείου ήταν κατά κάποιον θαυματουργό τρόπο απαλλαγμένη από την ίδια δυσοίωνη μολυσματική μοίρα. ‘In a world of magnets and miracles, the ringing of the division bell had begun’: για τους ακόλουθους πολλούς μήνες, δεξιοί ή/και θρησκευόμενοι πολίτες θα υπεραμύνονταν του δικαιώματός τους στη θρησκευτική λατρεία ενώ φώναζαν για τον κίνδυνο που συνεπάγονταν οι πολιτικές διαδηλώσεις ως εστίες μόλυνσης, ενώ οι αριστεροί ή/και εκκοσμικευμένοι πολίτες θα κατακρεουργούσαν ρητορικά τους χώρους λατρείας ως μολυσματικές εστίες (ανεξαρτήτως τήρησης μέτρων), υπεραμυνόμενοι παράλληλα του δικαιώματος στη διαδήλωση. Διαφορετικά φιλοκυβερνητικά μέσα ενημέρωσης θα τροφοδοτούσαν και τις δύο τάσεις.
Προχωράμε κι έρχεται ο…
Ιανουάριος 2021: Έπειτα από διαρκούντες περιορισμούς και απαγορεύσεις κατά τη διάρκεια των Χριστουγέννων του 2020, η κυβέρνηση επεξέτεινε τους περιορισμούς ώστε να συμπεριλάβει τον εορτασμό των Θεοφανείων την 6η Ιανουαρίου· αυτή ήταν η πρώτη, και ως σήμερα η μόνη, πλήρης σύγκρουση της θεσμικής εκκλησίας με την κυβέρνηση, καθώς η Σύνοδος ανακοίνωσε ότι θα εόρταζε ανοιχτά τα Θεοφάνεια παρουσία πιστών (αντί να μην τα εορτάσει, όπως η κυβέρνηση είχε ορίσει), εφαρμόζοντας ωστόσο τα αυστηρά μέτρα κοινωνικής απόστασης και χωρίς την παραδοσιακή εμβύθιση του σταυρού σε ποτάμια, θάλασσες, λίμνες κλπ., με τον συνωστισμό κόσμου που αυτή θα επέφερε.
Προχωράμε κι έρχεται ο…
Ιούλιος 2021: Η Εκκλησία της Ελλάδας εκδίδει ένα urbi et orbi φυλλάδιο «Προς τον Λαό #53», παροτρύνοντας τους πιστούς να εμβολιαστούν, με ένα εκτεταμένο σύνολο ερωτήσεων και απαντήσεων από ιατρούς διαβεβαιώνοντες περί της ασφάλειας των εμβολίων. Αυτό το φυλλάδιο διανεμήθηκε σε όλες τις ενορίες της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδας, και τελειώνει με την διαβεβαίωση ότι «Ὁ ἐμβολιασμός ἀποτελεῖ μέγιστη πράξη εὐθύνης ἀπέναντι στόν συνάνθρωπο, ἐνῶ τό ἐμβόλιο κατά τοῦ κορωνοϊοῦ δέν ἔρχεται σέ καμία ἀντίθεση μέ τήν Ἁγιογραφική, Πατερική καί Κανονική διδασκαλία τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας». Εν τω μεταξύ, η Ρωσσική Ορθόδοξη Εκκλησία όρισε την αντίσταση στο εμβολιαστικό πρόγραμμα ως «αμαρτία».
Επίσης τον Ιούλιο του 2021: Η Σύνοδος κλήτευσε δύο Μητροπολίτες, τον Αιτωλίας και Ακαρνανίας Κοσμά, και τον Κυθήρων Σεραφείμ, προκειμένου να καταθέσουν αναφορικά με την «ανυπακοή και έλλειψη σεβασμού τους προς την ομόφωνη απόφαση του διοικούντος οργάνου της Εκκλησίας της Ελλάδας όσον αφορά τα ληφθέντα μέτρα για τον εορτασμό των Ιερών Ακολουθιών εξαιτίας της πανδημίας.»
16 Σεπτεμβρίου 2021: Με πρωτοβουλία του Μητροπολίτη Λαρίσης και Τυρνάβου Ιερωνύμου γίνεται έναρξη του πρώτου προγράμματος εμβολιασμού εναντίον της COVID-19 έξω από τις εκκλησίες της Λάρισας. Όταν η κινητή μονάδα εμβολιασμών ξεκινά τη χορήγηση δόσεων μερικές μέρες αργότερα, εμφανίζεται μικρός αριθμός από αντιεμβολιαστές διαδηλωτές: εκπρόσωποι του Μητροπολίτη τους προσφέρουν σοκολάτες, προσπαθώντας να τους πείσουν να εμβολιαστούν.
18 Νοεμβρίου 2021: Ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης ανακοινώνει ότι οι πιστοί μπορούν να εισέρχονται στις εκκλησίες μόνο με πιστοποιητικό, δηλαδή, είτε με πιστοποιητικό εμβολιασμού, είτε με αρνητικό αποτέλεσμα ελέγχου για COVID-19, αλλιώς τους περιμένει πρόστιμο 300 Ευρώ. Μέχρι την 18η Νοεμβρίου 2021 (δηλαδή, κατά τη διάρκεια των μηνών στους οποίους η θρησκευτική λατρεία δεν απαγορευόταν), η είσοδος στις εκκλησίες δεν απαιτούσε υγειονομικό διαβατήριο· για κάποιον λόγο, ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης προσέθεσε ότι «αυτό, άλλωστε, προβλέπει και η εγκύκλιος της Ιεράς Συνόδου την οποία καλούνται τώρα να επιτηρούν οι φορείς της αλλά και, δειγματοληπτικά, η Πολιτεία». Ωστόσο, η εν λόγω εγκύκλιος της 4ης Νοεμβρίου 2021 για μια ακόμη φορά παρότρυνε τους πιστούς να συμμορφωθούν αυστηρά στα υγειονομικά μέτρα και πρότεινε οι πιστοί να κάνουν τεστ για COVID-19 προτού πάνε στην εκκλησία· φυσικά, η Σύνοδος δεν διαθέτει την νομική εξουσία (ή επιθυμία) να απαγορεύσει την είσοδο οποιουδήποτε οπουδήποτε επί τη βάσει ενός υγειονομικού διαβατηρίου —μια εξουσία της πολιτείας—, και έτσι, η ψευδής αναφορά του πρωθυπουργού ότι «αυτό, άλλωστε, προβλέπει και η εγκύκλιος της Ιεράς Συνόδου» παραμένει έως σήμερα μυστήριο.
13 Δεκεμβρίου 2021: Ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης συναντά τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο και τον Αρχιεπίσκοπο με θέμα τις σχέσεις Εκκλησίας-Πολιτείας πέραν του κορωνοϊού. Απευθυνόμενος προς τον πρωθυπουργό Μητσοτάκη, ο Αριχεπίσκοπος επεσήμανε για ακόμη μια φορά ότι «Επί πλέον, οφείλω να επισημάνω ότι η Διαρκής Ιερά Σύνοδος αναγνωρίζει την υπεύθυνη στάση της Ελληνικής Κυβερνήσεως και τον αγώνα τον οποίον καταβάλλετε για την αναχαίτιση της διασποράς του κορωνοιού COVID-19, την διαφύλαξη του Εθνικού Συστήματος Υγείας και την προστασία της ανθρώπινης ζωής, αναγκαζόμενοι να λάβετε δύσκολες αποφάσεις. Σε αυτήν την εθνική προσπάθεια η Ορθόδοξος Εκκλησία της Ελλάδος ετέθη εξ αρχής (28.2.2020) και παραμένει αλληλέγγυος προς την Ελληνική Κυβέρνηση. Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος και η συντριπτική πλειοψηφία των Ιεραρχών και του Ιερού Κλήρου προτρέπουν διαρκώς τους πιστούς με ανακοινώσεις, Εγκυκλίους, αλλά και μέσω της προσωπικής ποιμαντικής, ώστε να τηρούν επακριβώς τα νομοθετούμενα μέτρα, εντός αλλά και εκτός των Ιερών Ναών. Επιθυμούμε γι’ ακόμη μία φορά να καταστήσουμε σαφές, ότι συνεργαζόμαστε όλοι με την Κυβέρνηση και την ιατρική κοινότητα, προς τον κοινό σκοπό της εξαλείψεως της πανδημίας και της επιστροφής σε κανονικές συνθήκες ζωής. Γι’ αυτό και επαναλαμβάνουμε τούτη την ώρα την έκκληση, την οποία απηύθυνε εν σώματι η Διαρκής Ιερά Σύνοδος σε όλο τον Ιερό Κλήρο και τον πιστό της Εκκλησίας λαό, ότι κατά την προσέλευση στους Ιερούς Ναούς πρέπει να τηρούνται επακριβώς όλα τα μέτρα προστασίας για την αποφυγή εξαπλώσεως του κορωνοιού και να πραγματοποιούνται οι απαραίτητοι διαγνωστικοί έλεγχοι. Επί πλέον ζητούμε από όλους, Κληρικούς και λαικούς, να εμβολιασθούν, διότι αυτό είναι το υποδεδειγμένο από την ιατρική κοινότητα ουσιαστικό μέτρο προστασίας κατά της πανδημίας. Όλα τα παραπάνω αποτελούν την επίσημη θέση της Εκκλησίας της Ελλάδος, αλλά και της ανά τον κόσμον Ορθοδοξίας και εφαρμόζονται και θα εφαρμοσθούν, σε συνδυασμό με την απαρέγκλιτη τήρηση εκ μέρους μας των Ιερών Κανόνων της Εκκλησίας και την εκκλησιαστική τάξη, με αμοιβαίο σεβασμό και κατανόηση των ορίων εκάστης πλευράς, αφού είναι ξεκάθαρο ότι το κινδυνεύον δεν είναι η Πίστη μας, αλλά η υγεία και η ζωή των πιστών». Το κοινό ανακοινωθέν υπογράμμιζε το ρόλο της Εκκλησίας στην παρότρυνση των πολιτών προς εμβολιασμό και συμμόρφωση με όλα τα μέτρα δημόσιας υγείας και τα συγχαρητήρια του πρωθυπουργού για το πώς η Εκκλησία βοήθησε στην αντιμετώπιση της πανδημίας.
Τέλη Δεκεμβρίου του 2021, μια και το θέμα μας είναι «βαθαίνοντας το διχασμό»: κουρνιαχτός μέγας γύρω από μια δημόσια ανάρτηση στο Facebook από τον καθηγητή και πολιτικό επί κυβ. Γιώργου Α. Παπανδρέου Ηλία Μόσιαλο, σήμερα επίσημο εκπρόσωπο της Κυβέρνησης της Ελληνικής Δημοκρατίας σε διεθνείς οργανισμούς για τον κορωνοϊό, με ένα σαρκαστικό μιμίδιο περί της πίστεως των χριστιανών στην παρθενία της Παναγίας· το μιμίδιο που ανέβηκε σε ενδιαφέρον timing, λίγο πριν τα Χριστούγεννα, ήταν «τμήμα της εκστρατείας εγρήγορσης για την COVID-19», όπως αποσαφήνισε αργότερα στην τηλεόραση του ΣΚΑΪ, επισημαίνοντας επίσης ότι «το αληθινό νόημα της Ορθοδοξίας συνίσταται στην διαφύλαξη της [βιολογικής] υγείας», κάτι που αποτελεί ένα ακόμα κεφάλαιο στη νέα θεολογία που εισήγαγε το κράτος και οι φορείς του κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Η Σύνοδος αποκρίθηκε στην προκύψασα κατακραυγή εκ μέρους των χριστιανών με ένα δελτίο τύπου στο οποίο σημειώνει τη χρονική στιγμή της παρέμβασης του καθ. Μοσιάλου και επισημαίνοντας ξερά ότι «ο φανατισμός και η έλλειψη σεβασμού στον άλλον δεν είναι αποκλειστικό χαρακτηριστικό των «θρησκειών» ή των «αλλόθρησκων», αλλά οριζόντιο γνώρισμα πολλών ανθρώπων, συντηρητικών και προοδευτικών». Οι αντιδράσεις στο δελτίο τύπου το περιέγραψαν ως «απόπειρα λογοκρισίας» και «σκοταδισμό», επισημαίνοντας πως συνιστά μια «επιστροφή στο Μεσαίωνα», ο οποίος παραμένει πάντοτε ιστοριογραφικά ασαφής στη δημόσια σφαίρα αν και πανταχού παρών.
*
Η Εκκλησία του Schrödinger;
Αποτιμώντας την κατάσταση στο σύνολό της θα μπορούσε να πει κανείς με ασφάλεια ότι, παρά τις περιστασιακές διαμάχες, η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας ως θεσμός έχει αποτελεσματικά εργαλειοποιηθεί ως ένας εκ των ισχυρότερων συμμάχων της κυβέρνησης στη διασφάλιση ποσοστού αποδοχής για τους χειρισμούς της κρίσης της COVID-19 από την κυβέρνηση και στην έναρξη του εμβολιαστικού προγράμματος· την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, οι πλήρως εμβολιασμένοι στην Ελλάδα ανέρχονται στο 66,3% του πληθυσμού, με τον μέσο όρο της ΕΕ/ΕΟΧ να ανέρχεται στο 68.7%. Πολλοί παράγοντες συμβάλλουν σε αυτό, με τον κυριότερο να είναι ίσως, μαζί με την επιρροή της στην ελληνική κοινωνία, ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας βρίσκεται επίσης σε πολύ στενή σχέση με το κρατικό σύστημα στο πλαίσιο ενός ελλιπούς διαχωρισμού Εκκλησίας – Πολιτείας· με πολλούς, πρωτίστως έμμεσους παρά εμφανώς θεσμικούς τρόπους, μπορεί να θεωρηθεί ως τμήμα του κρατικού συστήματος rebus sic stantibus, μια συνθήκη την οποία η ελληνική κυβέρνηση απολαμβάνει να αξιοποιεί. Βεβαίως, με τον όρο «κρατικό σύστημα» δεν εννοείται οποιαδήποτε κυβέρνηση· η (κεντρο- ή ακρο-, οι απόψεις διΐστανται)δεξιά Νέα Δημοκρατία, το κυβερνών κόμμα στην Ελλάδα, αντιπροσωπεύει την επάνοδο του ancien régime μετά το αποτυχημένο πείραμα της «κυβέρνησης της αριστεράς» του ΣΥΡΙΖΑ την χρονική περίοδο 2015–2019, που ακολούθησε την θεαματική αναστροφή του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα μετά το δημοψήφισμα του 2015. Όταν η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησε ανεπιτυχώς να μεταρρυθμίσει τις σχέσεις Εκκλησίας – Πολιτείας το 2018/19 (με κάτι που ήταν ένα καλομελετημένο και συνεκτικό σχέδιο, το οποίο όμως δεν αναγνωρίστηκε από καμμία εκ των δύο πλευρών ως τέτοιο, εν μέρει λόγω της χαοτικής κατάστασης οποιουδήποτε τομέα της γενικής εικόνας που έχει το ελληνικό κοινό γύρω από τις λεπτομέρειες των σχέσεων Εκκλησίας-Πολιτείας), ήρθε αντιμέτωπη με θρησκειοπολιτικές «κυρώσεις από την κόλαση» από τους επισκόπους, τον κλήρο και τους πιστούς, παρά την επιθυμία του Αρχιεπισκόπου να προχωρήσει με τις προταθείσες μεταρρυθμίσεις. Απλώς το να φανταστεί υποθετικά κανείς την αντίδραση της Εκκλησίας (ειδικά υπό διαφορετικό Αρχιεπίσκοπο) σε αυτά τα ίδια υγειονομικά μέτρα, τους περιορισμούς, και τις λατρευτικές απαγορεύσεις, αν αυτά προερχόντουσαν από την προηγούμενη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ αντί για το τρέχον κυβερνών κόμμα, αποτελεί πραγματικό εφιάλτη. Ωστόσο, ο πρωθυπουργός και αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας Μητσοτάκης έχει αποδείξει ότι η εργαλειοποίηση των ελληνικών μέσων ενημέρωσης και η εργαλειοποίηση των Ελλήνων επιστημόνων δεν υπολείπονται κατά κανέναν τρόπο της εργαλειοποίησης της Εκκλησίας στην μάχη εναντίον της COVID-19.
Την ίδια ώρα, αναφέρεται συχνά ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ελλάδα αποτελεί εμπόδιο στην αντιμετώπιση της COVID-19 και την ολοκλήρωση του εμβολιαστικού προγράμματος. Πώς μπορεί να εξηγηθεί αυτό;
Εδώ βρίσκονται εν δράσει διάφοροι παράγοντες. Και κάποιοι εξ αυτών όντως περιγράφουν μια πραγματικότητα. Άλλοι παράγοντες πάλι όχι. Για να ξεκινήσουμε με το εύκολο κομμάτι, μερικές φορές πρόκειται απλώς για προβληματική δημοσιογραφία: για παράδειγμα, τον περασμένο Ιούλιο, το Politico δημοσίευσε ένα άρθρο με τον τίτλο «Επιστήμη εναντίον θρησκείας και Έλληνες κληρικοί ως ηγέτες του αντιεμβολιαστικού κινήματος: με τα κρούσματα της COVID-19 να ανεβαίνουν, επιφανείς κληρικοί παροτρύνουν τον κόσμο να μην εμβολιάζεται». Το άρθρο αφορά πρώτα και κύρια τον π. Βασίλειο Βολουδάκη, ο οποίος περιγράφεται ως «επιφανής», «σημαίνων», έχων «πληθώρα υποστηρικτών»· αυτή η περιγραφή ενός από τους περίπου 10.000 χαμηλόβαθμους κληρικούς της Ελλάδας, τον οποίον έπρεπε να τον αναζητήσω στο google προκειμένου να διαπιστώσω ότι η ύπαρξή του αποτελεί όντως γεγονός (και επί τη ευκαιρία να βρω μια σειρά από μάλλον ιλαρές αποφάνσεις επί παντός επιστητού στο διάβα των χρόνων), μπορεί να φαντάζει κάπως εξοικονομητική με την πραγματικότητα σε όσους ξέρουν πέντε πράγματα. Επιπλέον, ο Μητροπολίτης Κυθήρων Σεραφείμ αναφέρεται ως «ένας εκ των ισχυρότερων κληρικών της χώρας» (!), παραλείποντας την αναφορά ότι ήταν ένας εκ των δύο επισκόπων που κλητεύθηκαν από την Σύνοδο προκειμένου να επιπληχθούν για ανυπακοή προς την απόφαση του οργάνου για ζητήματα της πανδημίας (με τον έτερο να είναι ο Μητροπολίτης Αιτωλίας και Ακαρνανίας Κοσμάς, που είχε αρνηθεί να εμβολιασθεί ενάντια στον ιό και πέθανε από COVID-19 τον Ιανουάριο του 2022). Η ειρωνεία εδώ, βεβαίως, είναι ότι τα Κύθηρα είναι μια από τις μικρότερες μητροπόλεις της Ελλάδας (και κανείς δεν γνωρίζει πραγματικά γιατί και πώς είναι μια δικαιοδοσιακώς διακριτή μητρόπολη), με κατ’ όνομα 3.000 κατοίκους· οι ισχυρότεροι κληρικοί της χώρας έχουν συνήθως διαφορετικές καταβολές — ή ακροατήριο. Αλλά αυτό ήταν το εύκολο κομμάτι.
Ερχόμενοι σε πιο σοβαρά ζητήματα, χρειάζεται να γίνει μια διάκριση η οποία συχνά ξεφεύγει της προσοχής των παρατηρητών. Η Ελλάδα έχει μια μειονότητα διαφόρων και ετερόκλητων παλαιοημερολογίτικων ομάδων ή «Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών» (Γ.Ο.Χ.), συνήθως σε κόντρα η μία με την άλλη και με ακρωνυμιακές διαφορές στους επίσημους τίτλους τους που συχνά θυμίζουν τη μοντυπαηθονική διαφορά μεταξύ του «Ιουδαϊκού Λαϊκού Μετώπου», του «Λαϊκού Μετώπου της Ιουδαίας» και του «Μετώπου του Λαού της Ιουδαίας». «Παλαιοημερολογίτης» εδώ δεν σημαίνει την απλή υιοθέτηση του «Παλαιού», Ιουλιανού ημερολογίου (καθώς αυτή ισχύει για αρκετές κανονικές Ορθόδοξες εκκλησίες: τις εκκλησίες της Ρωσσίας, της Ιερουσαλήμ, τις μοναστικές κοινότητες του Αγίου Άθωνος, κτλ.), αλλά τη ρήξη και το σχίσμα από την επίσημη Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία στις αρχές του 20ού αιώνα υιοθέτησε το αναθεωρημένο Γρηγοριανό ημερολόγιο, στο πλαίσιο βέβαια και του εθνικού διχασμού της περιόδου και των συναφών πολιτικών εξελίξεων.
Αν και υπολείπονται σε αριθμούς και επιρροή, οι παλαιοημερολογίτικες ομάδες είναι ιδιαιτέρως δραστήριες σε συντηρητικές και υπερσυντηρητικές δημόσιες διαδηλώσεις στους δρόμους της Ελλάδας ή στο διαδίκτυο. Η μεγάλη πλειονότητα των άρθρων στα μέσα ενημέρωσης που δείχνουν φωτογραφίες κληρικών να διαδηλώνουν ενάντια στους περιορισμούς για τον κορωνοϊό ή ενάντια στα εμβόλια για την COVID-19 απεικονίζουν κληρικούς που δεν ανήκουν στην επίσημη Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας, οι οποίοι φορούν στερεοτυπικό ρουχισμό και paraphernalia ομάδων Παλαιοημερολογιτών (όπως σε αυτό το άρθρο, μεταξύ πολλών άλλων)· οι συντάκτες συνήθως αγνοούν τη διαφορά, βλέπουν ράσο και αποφαίνονται «η Εκκλησία».
Έτσι, ενώ η δραστηριότητα των διαφόρων παλαιοημερολογίτικων ομάδων εντάσσεται σαφώς στο θέμα «Ελλάδα και θρησκεία» ή «COVID-19 και θρησκεία στην Ελλάδα» ως θρησκευτικές μειονότητες, θα ήταν εσφαλμένο να περιλαμβάνονται στο θέμα «Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας και πανδημία». Και αυτή τους η δραστηριότητα είναι, πράγματι, συναρπαστικά βολική στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου αφηγήματος: ποιος είναι αυτός που θα μπορούσε να εκφράσει δεύτερες σκέψεις για τη διαχείριση της πανδημίας, δεδομένου ότι αυτή η διαχείριση είναι τάχα απολιτική και αποκλειστικά υπαγορευόμενη από μία αποκλειστική Επιστήμη; Δεν μπορεί να είναι οι υπεύθυνοι πολίτες στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής διαδικασίας. Και, παρότι οι «ψεκασμένοι» αποτελούν ένα πολύ βολικό αφετηριακό σημείο για χειρισμό από τα μέσα ενημέρωσης, δεν παρέχουν εξήγηση με τον τρόπο που θα την παρέσχε ένας σωστός αποδιοπομπαίος τράγος. Ωστόσο, οι «φανατικοί θρησκευόμενοι» και οι «σκοταδιστές» που προσπαθούν να μας πάνε «πίσω στον Μεσαίωνα» επειδή «αρνούνται την Επιστήμη» λόγω της «πίστης» τους στο πλαίσιο μιας «αέναης διαμάχης μεταξύ επιστήμης και θρησκείας»: εδώ μάλιστα, αυτό θα ήταν πραγματικά άψογο. Έτσι, οι περιθωριακοί αριθμητικά παλαιοημερολογίτες (που παρουσιάζονται από τα μέσα ενημέρωσης ως ιερείς της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδας) δεν αποτελούν απλώς τμήμα ενός διαφωνούντος πλήθους· χαρακτηρίζουν το πλήθος και το εκπροσωπούν — ακόμη καλύτερα, είναι οι ηγέτες του πλήθους, σύμφωνα με το αφήγημα.
Κατά κανέναν τρόπο δεν αληθεύει, ωστόσο, ότι δεν υπάρχουν όντως κληρικοί της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδας (ή Έλληνες πολίτες εν γένει, μια που το ’φερε η κουβέντα) που αντιτίθενται δημοσίως είτε στους περιορισμούς και τα μέτρα για τον κορωνοϊό είτε στα εμβόλια για την COVID-19 είτε και στα δύο, καλώντας το ποίμνιό τους να πράξει αναλόγως. Και η κατάσταση στα μοναστήρια είναι εξ ορισμού πολύ πιο περίπλοκη, δοθείσης της ίδιας της φύσης των μοναστηριών ως τόπων εξόδου από «τον κόσμο», ενώ παρατηρείται συχνά ένας κάποιος βαθμός προστριβής με τις επιχώριες εποπτεύουσες εκκλησιαστικές αρχές. Και πάλι, ωστόσο, θα ήταν απερίσκεπτο για τον αναγνώστη να χαράξει μια διαχωριστική γραμμή μεταξύ της «επίσημης εκκλησιαστικής γραμμής» εναντίον «οτιδήποτε/οποιουδήποτε άλλου» (από μεμονωμένους επισκόπους μέχρι μοναστήρια, ενορίες, κληρικούς ενοριών) όπου η πρώτη υποστηρίζει τα μέτρα δημόσιας υγείας και το πρόγραμμα εμβολιασμού ενώ οι δεύτεροι τα απορρίπτουν ή τα υπονομεύουν.
Είναι απλώς αδύνατον να έχουμε αξιόπιστα ποσοτικά δεδομένα για το ποιος κάνει/λέει τί επί του πεδίου, π.χ. σε ποσοστά. Αν οι παρατηρήσεις του γράφοντος έχουν οποιαδήποτε αξία ως «εμπειρικά δεδομένα», η συντριπτική, τεράστια για την ακρίβεια, πλειονότητα των αθηναϊκών ενοριών συμμορφώνονται με τα οριζόμενα από την πολιτεία υγειονομικά μέτρα στην παραμικρή λεπτομέρεια, από την κοινωνική απόσταση μέχρι τις μάσκες προσώπου και τα αντισηπτικά. Ωστόσο, σε μια χώρα όπου υπάρχουν περίπου 10.000 ενεργές ενορίες, εξαιρέσεις ιερέων και ποιμνίων που αρνούνται τον COVID ή τάσσονται κατά του εμβολιασμού δεν μπορεί παρά να είναι πολυάριθμοι σε απόλυτους αριθμούς, πιθανότατα κατά βαθμό ανάλογο των ιδίων τάσεων στον γενικό πληθυσμό — ακόμη κι αν επίσκοποι όπως ο Μητροπολίτης Δωδώνης φτάνουν έως και να ισχυριστούν ότι «οι ιερείς που αρνούνται τον COVID και τα εμβόλια θέλουν κρέμασμα», σε ένα κάπως ασυγκράτητο ξέσπασμα ενθουσιασμού, ζωντανά στο φιλοκυβερνητικό κανάλι ΣΚΑΪ, μια και «αρνούμενοι τα εμβόλια για την COVID-19, αποβάλλονται από την Εκκλησία και γίνονται υπηρέτες του Σατανά». Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, αυτές οι εξαιρέσεις στον κανόνα που επιβάλλεται από την θεσμική Εκκλησία (χωρίς κρέμασμα, θα ήλπιζε κανείς) παρουσιάζονται παραφουσκωμένες στα δεξιάς απόχρωσης φιλοκυβερνητικά μέσα ενημέρωσης στην Ελλάδα, βρίσκοντας έναν απρόσμενο σύμμαχο στις φωνές της ελληνικής Αριστεράς που συχνά θέλουν να εντοπίσουν ένα σκοταδιστικό εκκλησιαστικό αντιπαράδειγμα σε έναν δικό τους Διαφωτισμένο προοδευτικό σκοπό. Χωρίς να θέλουμε να υπερβάλουμε, από τον Σεπτέμβριο του 2021 μέχρι την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές στις αρχές του 2022 έχει καταστεί δύσκολο να εντοπισθούν τρεις ή τέσσερις περιπτώσεις ειδήσεων του ΣΚΑΪ (που συνήθως τις παρουσιάζει η κα Σία Κοσιώνη, η κεντρική παρουσιάστρια του ΣΚΑΪ η οποία —για να θέσουμε το ευρύτερο μηντιακό-πολιτικό πλαίσιο της Ελλάδας επί τάπητος— είναι επίσης η σύζυγος του δημάρχου Αθηνών, που με τη σειρά του είναι ανηψιός του πρωθυπουργού, γιός της πρώην υπουργού εξωτερικών Ντόρας Μπακογιάννη, εγγονός του πρώην πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και ξάδελφος του Προσωπάρχη του πρωθυπουργού) που να μην περιλαμβάνουν μια ιστορία για «αρνητές ιερείς που διασπείρουν εξοργιστικά ψεύδη» (3/12/21), για «αρνητές ιερείς πολεμούν τα εμβόλια» (16/9/21), για Μητροπολίτες που ενημερώνουν το κοινό ότι «οι αρνητές ιερείς είναι αιρετικοί» (6/11/21), για έναν «επίθεση ιερέα σε λυκειάρχη για τη μάσκα» (14/09/2021), για «παπάδες και ψάλτες χωρίς μάσκες» και ούτω καθ’ εξής. Παρακολουθώντας τακτικά τις ειδήσεις, σχηματίζει κανείς την εντύπωση ότι η χώρα βρίσκεται υπό μαζική αντιεμβολιαστική πολιορκία και εξέγερση της οποίας ηγούνται εκατοντάδες μαχητικών ιερέων αρνητών της επιστήμης, φορώντας ράσα μολυσμένα με COVID. Επισκεπτόμενος βέβαια 50 ή 100 τυχαίες αθηναϊκές ενορίες, βλέπει κανείς μια πολύ διαφορετική εικόνα, σύμφωνα με την οποία τα υπαγορευόμενα από την κυβέρνηση μέτρα τηρούνται στην μεγάλη πλειονότητα των περιπτώσεων, φυσικά και με την ύπαρξη εξαιρέσεων. Συνεπώς, η οπτική είναι το πάν: υπάρχουν αντιεμβολιαστές ιερείς στην Ελλάδα· το ερώτημα είναι κατά πόσον αυτοί είναι περισσότεροι αριθμητικά από τους αντιεμβολιαστές Έλληνες, αναλογικά προς τον πληθυσμό· μια κάπως προσεκτική ματιά θα το αμφισβητούσε. Και, όσον αφορά τις εξαιρέσεις, η πολιτικοθρησκευτική τους διάσταση μπορεί να προσδώσει μια κάποια ιλαρότητα κατά καιρούς: για παράδειγμα, ο Μητροπολίτης Ζακύνθου συνέταξε επιστολή προς τον πρωθυπουργό στις 4 Ιανουαρίου 2022 διαμαρτυρόμενος προς αυτόν ότι ένας εκ των βουλευτών του κυβερνώντος κόμματος, ο βουλευτής Ακτύπης, φλερτάρει πολιτικά με τους ίδιους αντιεμβολιαστές ιερείς και μοναχούς που ο επίσκοπος προσπαθεί να συνετίσει και ελέγξει…
Τούτων λεχθέντων, ωστόσο, πρέπει κάπως να εξηγηθεί η πραγματικότητα ότι υπάρχουν κάποιοι ιερείς που αψηφούν τις αποφάσεις του διοικούντος οργάνου της Εκκλησίας — και ακόμη και μια μειονότητα σε έναν πληθυσμό περίπου 10.000 ιερέων μπορεί τελικά να αποδειχθεί ότι συνιστά έναν εν τοις πράγμασι ουσιώδη αριθμό. Πώς μπορεί να εξηγηθεί αυτό, δεδομένου ότι η Εκκλησία της Ελλάδας θεωρείται συνήθως μια αυστηρή ιεραρχική δομή με μια ροή αποφάσεων από πάνω προς τα κάτω (γενικά, εύκολα παρατηρεί κανείς την ετυμολογική σχέση μεταξύ «ιεραρχίας/ιεραρχικών δομών» και «ιεραρχών»…), και όχι μια αναρχική κολλεκτίβα στην οποία οι αποφάσεις του διοικούντος οργάνου μπορεί να μην μετράνε και τόσο πολύ; Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι η «γάτα του Schrödinger»: δεν μπορούμε να αρκεστούμε στην εξήγηση ότι είναι ταυτόχρονα και αυστηρά ιεραρχικός θεσμός, από πάνω προς τα κάτω, και περίπου αναρχική κολλεκτίβα, ή να καταφύγουμε σε θεωρίες συνωμοσίας που υπονοούν ότι η Εκκλησία επιθυμεί να φαίνεται ως υπέρμαχος της κρατικής πολιτικής έναντι της πανδημίας, ενώ στην πραγματικότητα σκοπεύει να την υπονομεύσει. Ίσως χρειαστεί να αναζητήσει κανείς την απάντηση σε αυτήν την φαινομενική ασυμφωνία λαμβάνοντας υπόψη ορισμένες ταξικές εκτιμήσεις. Η πανδημία επέφερε μια έκρηξη ριζικών μεταβολών στην κοινωνική ζωή και τη ζωή εν γένει, όπως επίσης και μια σειρά εμβόλια που αναπτύχθηκαν με ταχύτητα άνευ προηγουμένου, με τα οποία καλείται να εμβολιαστεί ολόκληρος ο πληθυσμός — μαζί με τον ισχυρισμό της κυβέρνησης ότι εκείνη απλώς και απολιτικώς ακολουθεί την επιστήμη, ισχυρισμός με τον οποίον η πραγματικότητα δεν έχει αποδειχθεί και τόσο ευγενική, όπως τόσο εύστοχα κατέδειξε το σκάνδαλο Τσιόδρα – Λύτρα. Το να πιστεύουμε ότι αυτή η βίαιη κατάσταση δεν θα προξενούσε διαφωνίες στον πληθυσμό θα ήταν απολιτική ανοησία: πολωνόμαστε με ιδιαίτερη ευχαρίστηση για πολύ λιγότερο προκλητικά ζητήματα, με το φαινόμενο της άλω (halo effect) να συνεπάγεται αλλαγή στις απόψεις και την οπτική μας ακόμη και όταν το ζήτημα είναι κατά πόσον βρίσκουμε ένα πολιτικώς φορτισμένο αιλουροειδές αισθητικά ευχάριστο. Στην περίπτωση της πανδημίας και της ταξικής της θεώρησης, οι διαφωνούντες πολίτες από, ας πούμε, την ανώτερη μεσαία τάξη, ή ακόμα πιο πάνω, έχουν δική τους φωνή στην δημόσια συζήτηση προκειμένου να εκφράσουν τη διαφωνία τους, και δεν χρειάζονται ούτε συλλογικό, ούτε κοινοτικό τρόπο για να το πράξουν. Ωστόσο, το να ισχυριστεί κανείς το ίδιο για την κατώτερη τάξη δεν θα ήταν και τόσο ακριβές. Δεν θα αποτελούσε υπεραπλούστευση να πούμε ότι, σε αδρές γραμμές, υπάρχουν μόνο δύο είδη θεσμοποιημένων κοινοτήτων (πέραν των πολιτικών κομμάτων) όπου άνθρωποι της κατώτερης τάξης σε ολόκληρη την Ελλάδα, ιδιαίτερα δε στις επαρχίες της Ελλάδας πέρα από την παμφάγο πρωτεύουσα των Αθηνών, μπορούν να ενώσουν τις φωνές τους με τις φωνές των άλλων: η τοπική εκκλησία/ενορία, όταν πρόκειται για πιστεύοντες πολίτες, και οι ποδοσφαιρικοί σύλλογοι που συνήθως ανήκουν στους ολιγάρχες της Ελλαδας, όταν πρόκειται για φιλάθλους. Οι ποδοσφαιρικοί σύλλογοι μπορούν να πολιτικοποιηθούν κατά καιρούς, όμως η ανάλυση των μέτρων για τον κορωνοϊό και της κατάστασης των εμβολίων δεν είναι ακριβώς το αντικείμενό τους· όλα τα κοινοβουλετικά κόμματα της Ελλάδας τάσσονται υπέρ του εμβολιαστικού προγράμματος για την COVID-19 (εκτός ίσως από την ακροδεξιά «Ελληνική Λύση», η οποία προσπαθεί να το παίξει σε δύο ταμπλώ)· έτσι, τα μόνα είδη τοπικών κοινοτήτων όπου η μειονότητα των διαφωνούντων πολιτών θα μπορούσε να συνομαδωθεί (από εύλογα σκεπτικιστές και ομάδες που πλήττονται οικονομικά από τους περιορισμούς της COVID-19, μέχρι κανονικότατους συνωμοσιολόγους) θα ήταν εκείνες οι τοπικές εκκλησίες και ενορίες όπου ένας ιερέας θα είχε την πρόθεση να ηγηθεί και να πιάσει το μικρόφωνο· μιλάμε βέβαια μια μειονότητα ιερέων, σε μια χώρα με μειονότητα διαφωνούντων, αν κρίνουμε από τα ποσοστά πλήρους εμβολιασμού της Ελλάδας, που, αδρά, είναι σχεδόν ισοδύναμα με τον μέσο όρο της ΕΕ/ΕΟΧ. Για να το θέσουμε αλλιώς: η μόνη κοινότητα που είναι ήδη εκεί και θα μπορούσε, υπό συγκεκριμένες περιστάσεις, να δώσει φωνή στους διαφωνούντες χωρίς να χρειάζεται να συσταθεί ad hoc (όπως ισχύει για διάφορες οργανώσεις που απευθύνουν εκκλήσεις για διαδηλώσεις ενάντια στην COVID κλπ.) θα ήταν μια τοπική εκκλησία στην οποία υπάρχει ένας ιερέας παρομοίων πεποιθήσεων. Πιθανώς αυτό να αποτελεί μια προκαταρκτική εξήγηση ως προς το γιατί οι κληρικοί είναι όντως ορατοί στο αντι-COVID και στο αντιεμβολιαστικό πλήθος παρά το γεγονός ότι η επίσημη Εκκλησία της Ελλάδας μέσω του διοικούντος οργάνου της υπεραμύνεται τόσο πιστά των υγειονομικών μέτρων για την COVID-19 και του προγράμματος εμβολιασμού: η πραγματικότητα δεν είναι πάντα τόσο απλή και τόσο μονοδιάστατη όσο θα θέλαμε να είναι.
Κάποια στιγμή στο μέλλον, η πανδημία θα ανήκει στο παρελθόν. Ωστόσο, οι διχόνοιες που διεσπάρησαν από την διαχείριση της κρίσης —έπειτα από μια δεκαετία οικονομικής κρίσης— θα παραμείνουν εντός της ελληνικής κοινωνίας. Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι, κατά τη διάρκεια της πανδημίας, τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης, οι επιστήμονες της Ελλάδας, και η «επικρατούσα θρησκεία» της Ελλάδας, η Ορθόδοξη Εκκλησία, αντιμετώπισαν τον κίνδυνο εργαλειοποίησής τους σε υπηρετούντες την πολιτική εξουσία, ως θεραπαινίδες της ισχύος (ancillae potestatis), εν ονόματι ενός κοινού και ευγενούς σκοπού: της δημόσιας υγείας (η οποία, βέβαια, ανοίγει σειρά έτερων θεμάτων, πολιτικών, θεσμικών, οικονομικών, ανισοτήτων κλπ, ως «ουρά» της κατά την τρέχουσα διαχείριση). Αφότου η πανδημία υποχωρήσει και μας αφήσει με τις πικρές της αναμνήσεις, ένας τρόπος για να θεραπεύσουν οι Έλληνες τους διχασμούς που τους επιβλήθηκαν θα ήταν η επαναδιατύπωση κάποιων πραγματικοτήτων θεμελιώδους σημασίας: η κεντρική σημασία της ελευθερίας του τύπου, η ακεραιότητα της επιστημονικής μεθόδου ως επιστημονικού εγχειρήματος και όχι ως πολιτικού εγχειρήματος στην εκλογική αρένα, και η απελευθέρωση της Εκκλησίας από το Κράτος —όπως θα ήταν μια ακριβής περιγραφή του αιτήματος χωρισμού της εκκλησίας και του κράτους στην Ελλάδα.
*Το άρθρο του Σωτήρη Μητραλέξη δημοσιεύθηκε ως mέta Working Paper 11 GR 2022 από το Κέντρο Μετακαπιταλιστικού Πολιτισμού: https://metacpc.org/mwp11gr/, DOI: 10.55405/mwp11gr. Πρωιμότερη και συντομώτερη εκδοχή δημοσιεύθηκε στις 7/2/2022 στο Eurozine με τίτλο ‘Insurgent Orthodoxy? COVID-19 and the Greek Church’ (eurozine.com/insurgent-orthodoxy). Μετάφραση από τα αγγλικά: Μιλτιάδης Παπαδημητρόπουλος. Το αγγλικό πρωτότυπο βρίσκεται εδώ: https://metacpc.org/en/mwp11 & http://www.doi.org/10.55405/mwp11en. Ο δρ Σωτήρης Μητραλέξης είναι ο ακαδημαϊκός διευθυντής του mέta. Είναι επίσης επισκέπτης καθηγητής στο IOCS του Cambridge, Templeton Visiting Scholar στο Πανεπιστήμιο του Cambridge, ερευνητικός εταίρος στο Πανεπιστήμιο του Winchester, διδάκτωρ φιλοσοφίας της Freie Universitat Berlin, διδάκτωρ πολιτικής επιστήμης και διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου (βραβείο ελληνικού Οργανισμού Πολιτικών Επιστημόνων 2018) και διδάκτωρ θεολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, μετά από σπουδές φιλολογίας και φιλοσοφίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και στη Freie Universitat Berlin. Έχει διατελέσει επίκουρος καθηγητής φιλοσοφίας στο Istanbul Sehir University και έχει εργαστεί ως ερευνητής στο Πανεπιστήμιο του Princeton, του Cambridge, της Ερφούρτης και στο Peterhouse, Cambridge, καθώς και ως εντεταλμένος διδάσκων στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο Πανεπιστήμιο του Βοσπόρου. Έχει εκδώσει τη μονογραφία Ever-Moving Repose (Cascade, 2017) και τις Σχέσεις Εκκλησίας-Κράτους (Αρμός, 2019) και έχει (συν)επιμεληθεί μεταξύ άλλων τους συλλογικούς τόμους Πέρα από την Επιστήμη και τη Θρησκεία: Νέες Φιλοσοφικές και Ιστορικές Προσεγγίσεις (Ροπή, 2021), Ludwig Wittgenstein between Analytic Philosophy and Apophaticism (Cambridge Scholars Publishing, 2015), Slavoj Žižek and Christianity (Routledge, 2019), Maximus the Confessor as a European Philosopher (Cascade, 2017), Polis, Ontology, Ecclesial Event (James Clarke & Co, 2018), Between Being and Time (Fortress, 2019), και άλλους.