του Δημήτρη Τσίρκα

Σήμερα η κρίση εμπιστοσύνης προς το κράτος έχει αυξηθεί, κυρίως λόγω της αλλοπρόσαλλης και αυταρχικής διαχείρισης της πανδημίας, οδηγώντας πολλούς σε αντανακλαστική άρνηση κάθε κρατικής πρωτοβουλίας. Άρνηση η οποία αναμφίβολα περιλαμβάνει και μπόλικο ανορθολογισμό ή «ψέκασμα», κατά τα κοινώς λεγόμενα.

Ωστόσο, αυτός ο διάχυτος λόγος περί ψεκασμένων μόνο αθώος δεν είναι. Ασφαλώς, οι περισσότεροι σατιρίζουν ακραίες και γραφικές περιπτώσεις, ταυτόχρονα όμως, η αποστροφή «ψεκασμένος» χρησιμοποιείται συστηματικά και διασταλτικά για να απονομιμοποιήσει κάθε κριτική, κάθε αντίδραση στις κρατικές πολιτικές εξοβελίζοντάς τη προληπτικά στη σφαίρα του ανορθολογικού. Είναι ο λόγος της εξουσίας.

Και από τη στιγμή που η αντίδραση έχει καταστεί ψεκασμένη, έχει βγει δηλαδή εκτός της επικράτειας του Λόγου, κανένας διάλογος μπορεί να γίνει μαζί της, καμία συζήτηση πάνω στα αίτιά της, τα οποία μπορεί και να έχουν λογική – ακόμα και το παράλογο έχει λογική. Το μόνο που μένει είναι η απαξίωση και η καταστολή της.

Έτσι, δεν έχει νόημα να ρωτήσει κανείς πώς είναι δυνατόν να πλησιάζουμε τους 17.000 νεκρούς από την πανδημία, τα νοσοκομεία να ασφυκτιούν για μία ακόμη φορά, ενώ είχαμε από τα πιο σκληρά και μακροχρόνια λοκντάουν στον κόσμο;

Γιατί το ποσοστό θνητότητας στις ελληνικές ΜΕΘ είναι υπερδιπλάσιο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο; Και γιατί δεν υπάρχει πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας ώστε να μη χρειάζονται οι ασθενείς με covid να συνωστίζονται στα νοσοκομεία, όταν μάλιστα η κατάστασή τους έχει επιδεινωθεί επικίνδυνα;

Πώς είναι δυνατόν μια χώρα που ουδέποτε είχε αξιόλογο αντιεμβολιαστικό κίνημα, τώρα να έχει ένα 20% με 30% του πληθυσμού οι οποίοι αρνούνται ακόμα και επίμονα τον εμβολιασμό τους για τον covid-19;

Και πώς φτάσαμε, από τις αρχές του 2020 που οι άνθρωποι κρέμονταν από τα χείλη του Τσιόδρα, τώρα να γαμωσταυρίζουν κάθε φορά που βλέπουν τους τηλε-λοιμωξιολόγους στα κανάλια;

Όλα αυτά απαντώνται εύκολα – φταίνε οι ψεκασμένοι! Τι να κάνει η κυβέρνηση όταν τόσο μεγάλο μέρος του πληθυσμού είναι παράλογο και αρνείται να ακολουθήσει τις φωτισμένες οδηγίες της, που είναι και οι οδηγίες της επιστήμης; Αυτοί και μόνο αυτοί είναι οι αποκλειστικά υπεύθυνοι για κάθε αποτυχία στο μέτωπο της πανδημίας.

Επομένως, πρέπει να πάρουμε μέτρα για να προστατεύσουμε το ορθολογικό μέρος της κοινωνίας, ακόμα και τους ίδιους τους ψεκασμένους από τον εαυτό τους. Άρα περισσότεροι αποκλεισμοί και καταστολή για να μάθουν. Όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος… Αν δεν υπήρχαν οι ψεκασμένοι θα έπρεπε να τους εφεύρουμε!

Βέβαια, το ποιοι είναι οι εκάστοτε ψεκασμένοι δεν το ορίζουν τα (προοδευτικά) social media, αλλά το κράτος, μέσω των ιδεολογικών μηχανισμών και των ομοκρέβατων επιστημόνων του. Από τους πρώτους που μίλησαν για ψεκασμένους ήταν ο Μητσοτάκης σε ένα από τα αυτοκρατορικά διαγγέλματά του.

Στον λόγο της εξουσίας οι ψεκασμένοι είναι μια αφηρημένη και εκτατή έννοια, περιλαμβάνει από γραφικούς και ανισόρροπους, μέχρι εκείνους που αντιδρούν ακόμα και σε εμφανώς τραγελαφικά μέτρα, όπως η απαγόρευση της κυκλοφορίας από τις 6 το απόγευμα ή το να φοράς μάσκα όταν περπατάς μόνος σου στον δρόμο.

Στον ίδιο λόγο επίσης, αποσιωπώνται συστηματικά οι αλλεπάλληλες παλινωδίες, οι αντιφάσεις και τα κραυγαλέα λάθη της κρατικής διαχείρισης της πανδημίας η οποία φέρει και τη σφραγίδα της (κρατικής) επιστήμης, ενώ υπερτονίζονται οι γραφικές φωνές από τις αντιδράσεις σε αυτή τη διαχείριση.

Έτσι, ψεκασμένος είναι αυτός που βάζει χάλκινες ράβδους στη μύτη του για να σκοτώσει τον κορωνοϊό, αλλά όχι ο Τσιόδρας και η Γιαμαρέλλου όταν υποστηρίζουν ότι ο ιός δεν κολλά με τη λαβίδα της μετάληψης. Ψεκασμένος είναι αυτός που φωνάζει «δεν είναι όλα κρούσματα», αλλά όχι ο Μαγιορκίνης που επιχειρηματολογούσε στα σοβαρά ότι μια σχολική αίθουσα με 25 παιδιά είναι πιο ασφαλής από ότι εκείνη με 15.

Οι προοδευτικοί κυνηγοί των ψεκασμένων εστιάζουν στους πρώτους, χάνοντας τους δεύτερους, βλέπουν το τυράκι αλλά όχι τη φάκα.

Και όμως, δεν έχουν περάσει παρά λίγα χρόνια από τότε που οι ψεκασμένοι ήταν οι ίδιοι. Όταν αμφισβητούσαν τα μνημόνια και τις «σωτήριες» παρεμβάσεις της τρόικας, αυτοί ήταν οι αφελείς, οι αρνητές της πραγματικότητας, οι ανορθολογικοί.

Και τότε υπήρξαν πολλές απόψεις στο αντιμνημονιακό στρατόπεδο που δεν άντεχαν σε στοιχειώδη κριτική: από τις γερμανικές αποζημιώσεις που φτάνουν για να αποπληρώσουμε το χρέος εις διπλούν, μέχρι ότι αν αποδείξουμε ότι το χρέος είναι απεχθές, επαχθές, παράνομο, επονείδιστο και καταχρηστικό θα μας το διαγράψουν και θα ξεκινήσουμε ελεύθεροι από την αρχή.

Από το «εμείς θα βαράμε το νταούλι και οι αγορές θα χορεύουν», μέχρι το αν φύγουμε από το ευρώ σε δύο χρόνια η ελληνική οικονομία θα πετάει. Φαντασιωτικές προβολές, κατ, ουσίαν, που προσπαθούσαν να εξωραΐσουν μια άγρια και αβέβαιη σύγκρουση με όλο το εγχώριο και ευρωπαϊκό κατεστημένο.

Και τότε το ακραίο κέντρο και το Μέτωπο της Λογικής αξιοποιούσαν τις ανοησίες του Σώρρα ή του Καζάκη για να απαξιώσουν όλο το αντιμνημονιακό στρατόπεδο, δίχως όμως να πετύχουν να του δημιουργήσουν ρήγματα, να θολώσουν τις διαχωριστικές γραμμές.
Ουδέποτε κατάφεραν να νομιμοποιήσουν το μνημόνιο στη συνείδηση του κόσμου που το απέρριπτε ενστικτωδώς ως αυτό που πραγματικά ήταν: μια ολοκληρωτική επίθεση των ελίτ για να φορτώσουν τη χρεοκοπία και τη διάσωση του ελληνικού καπιταλισμού και μαζί των προνομίων τους, στις υποτελείς τάξεις.

Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με την πανδημία, εδώ ένα όλο και μεγαλύτερο τμήμα της Αριστεράς και του ανταγωνιστικού χώρου υιοθετεί και αναπαράγει άκριτα το ιδεολογικό δίπολο «επιστήμη εναντίον ψέκας», διευκολύνοντας, έτσι, την κυβέρνηση να κρύψει την αποτυχία της στη διαχείριση της πανδημίας και να μεταθέσει τις ευθύνες της στην κοινωνία ή έστω, στο «ψεκασμένο» κομμάτι της.

Το οποίο όμως είναι τόσο ευμετάβλητο που μπορεί να χωρέσει τους πάντες, από τους διαβόητους «αρνητές της απογραφής» μέχρι όσους αντιδρούν στην κατασκευή σταθμού μετρό πάνω στην πλατεία Εξαρχείων, όπως τουίταρε χθες ο Πορτοσάλτε.

Ορισμένοι μάλιστα πλειοδοτούν και απαιτούν ακόμα πιο σκληρά μέτρα σε βάρος των «ψεκασμένων», περισσότερους αποκλεισμούς, χαράτσια και υποχρεωτικότητες για να «μάθουν» να μη φέρονται «αντικοινωνικά». Μέτρα που δικαιολογούν στη λογική ότι η νεοφιλελεύθερη, ατομιστική ιδεολογία έχει εμποτίσει τόσο πολύ τους ανθρώπους ώστε να προτάσσουν μια απατηλή ατομική αυτονομία σε βάρος του κοινωνικού συμφέροντος.

Το ότι αυτά τα μέτρα τα εφαρμόζει ή θα τα εφαρμόσει το νεοφιλελεύθερο κράτος που βρίσκεται πίσω από την εν λόγω ιδεολογία, και όχι το κράτος του… Λένιν που εξάλειψε την ευλογιά το 1919 με υποχρεωτικό εμβολιασμό, δεν φαίνεται να τους προβληματίζει.

Θα τους προβληματίσει όμως όταν θα ξαναβρεθούν οι ίδιοι στην πλευρά των «ψεκασμένων», όπως πέρυσι τέτοιες μέρες, καλή ώρα, που θέλησαν να γιορτάσουν την επέτειο του Πολυτεχνείου, παρά την απαγόρευσή του από την κυβέρνηση για «λόγους προστασίας της δημόσια υγείας». Τότε αυτοί ήταν οι «αντικοινωνικοί», άρα καλώς τους ξυλοφόρτωσαν τα ΜΑΤ.

Φέτος βέβαια δεν απαγορεύτηκαν οι διαδηλώσεις για το Πολυτεχνείο παρότι η επιδημιολογική κατάσταση είναι χειρότερη από πέρυσι. Αφού πλέον έχουμε άλλους πιο βολικούς ψεκασμένους, τους ανεμβολίαστους και τους «αρνητές» της απογραφής. Το συνομολογούν και πολλοί από τους περυσινούς «ψεκασμένους», οπότε επιτρέπεται να διαδηλώσουν.

Δεν τους εγγυόμαστε βέβαια ότι δεν θα φάνε ξύλο αφού οι (ανεμβολίαστοι) αστυνομικοί έχουν μηδενική ανοχή στην «ψέκα», ακόμα και την περυσινή.