Κάποια podcasts του Άρη Δημοκίδη της LiFO τα έχω βρει εξαιρετικά. Συγκεκριμένα, την τριλογία για τον Γιώργο Τράγκα και την αποδόμηση του μύθου της «ερωτικής πόλης» της Θεσσαλονίκης τις θεωρώ δουλειές που, επίπονα και τεκμηριωμένα, φανερώνουν τους υπόγειους, απωθημένους, και βαθιά βρώμικους μηχανισμούς που λειτουργούν πίσω από τα επιφαινόμενα της ελληνικής κοινωνικής πραγματικότητας. Είναι δε ακριβώς γι’ αυτό που το τελευταίο του podcast, με τίτλο Τα Fake News για τη «νεκρή» Μαρία του Έβρου ήταν κατά τη γνώμη μου, εκτός από ένα μνημείο ανεντιμότητας, δημοσιογραφικής και ηθικής, επίσης και μια τρομερή απογοήτευση.
Στο επεισόδιο αυτό, καλεσμένη του Δημοκίδη είναι η Βασιλική Σιούτη, επίσης δημοσιογράφος της LiFO, η οποία έχει προ τριμήνου κάνει ρεπορτάζ για τη νεκρή πεντάχρονη Μαρία. Σύμφωνα με τις καταγγελίες πολλών από τους 38 πρόσφυγες που εγκλωβίστηκαν σε αμμονησίδα του Έβρου τον περασμένο Ιούλιο, το κορίτσι αυτό βρισκόταν μαζί τους και πέθανε και τάφηκε εκεί, πιθανά μετά από τσίμπημα σκορπιού. Η Σιούτη επισκέφτηκε αρχές Σεπτέμβρη το Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης (ΚΥΤ) Φυλάκιο Έβρου και έγραψε ότι ο θάνατος, αλλά εν πολλοίς και η ύπαρξη, του κοριτσιού δεν στοιχειοθετούνται. Ταυτόχρονα, κατηγόρησε συντάκτες του γερμανικού περιοδικού Spiegel ότι, πλήρως ατεκμηρίωτα, αναπαρήγαγαν την είδηση του θανάτου της Μαρίας και χρέωσαν στην ελληνική κυβέρνηση ότι απέτυχε να την σώσει. Σημειωτέον, όταν δημοσιοποιήθηκε η είδηση του θανάτου της Μαρίας, η πρόσβαση δημοσιογράφων στο σημείο-στρατιωτική ζώνη ήταν αδύνατη. Πέρα από τις μαρτυρίες των προσφύγων, δηλαδή, δεν υπήρχε εκ των πραγμάτων κανένας άλλος τρόπος τεκμηρίωσης των γεγονότων.
Στη μεταξύ συναδέλφων συζήτηση, ο Δημοκίδης θριαμβολογεί σχετικά με το ρεπορτάζ της Σιούτη, εξαίρει το δημοσιογραφικό της ήθος, και ισχυρίζεται ότι σε αυτήν και μόνο οφείλουμε το ότι η αλήθεια ήρθε στο φως. Επιτίθεται με το γνωστό πλάγια σαρκαστικό του ύφος στον δημοσιογράφο του Spiegel Γιώργο Χρηστίδη, ο οποίος, λέει ο Δημοκίδης, μπήκε στο ΚΥΤ και συνάντησε τους 38 πρόσφυγες υπό το πρόσχημα του μεταφραστή και στη συνέχεια διέδωσε fake news για τα οποία δεν έχει απολογηθεί ως σήμερα. Ο Δημοκίδης καυτηριάζει διάφορους που στράφηκαν κατά της κυβέρνησης αναφορικά με τον υποτιθέμενο, κατά τον ίδιο, θάνατο της Μαρίας, ανάμεσα σε αυτούς και τον διασώστη Ιάσονα Αποστολόπουλο, ενώ παραθέτει χαιρέκακα tweet του Μάνου Βουλαρίνου στο οποίο λίγο-πολύ αποκαλεί τον Αποστολόπουλο αγράμματο. Εξίσου χαιρέκακα, εξιστορεί και δημοσιεύσεις ακροδεξιών, με φωτογραφίες του ίδιου του Χρηστίδη συνοδευόμενες από την λεζάντα «δείτε πως είναι σήμερα η μικρή Μαρία του Έβρου» (σημειωτέον, ο Χρηστίδης δέχεται επίσης στο λογαριασμό του στο twitter απειλές θανάτου με μεγάλη συχνότητα). Ακόμα, ο Δημοκίδης ανησυχεί για τον αντίκτυπο που είχε η όλη ιστορία στην διεθνή φήμη της χώρας μας αναφορικά με τον σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα, αναπαράγοντας δηλώσεις του ρεπόρτερ της Πόπης Τσαπανίδου, Παντελή Βαλασόπουλου, σχετικά με την πιθανά αδιόρθωτη ζημιά που έκαναν τα άρθρα του Spiegel, συνεπικουρώντας μεταξύ άλλων και στην εργαλειοποίηση του προσφυγικού από πλευράς Ερντογάν. Τέλος, αφήνει σαφείς υπόνοιες ότι το περιστατικό μεθοδεύτηκε στρατηγικά από την τούρκικη πλευρά, πιθανά με σκοπό πρόκλησης θερμού επεισοδίου στα σύνορα. Στο πλαίσιο αυτό βέβαια, δεν λήφθηκε υπόψιν ότι οι 38 έχουν προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και στραφεί εξίσου κατά των τουρκικών και των ελληνικών αρχών για την υπόθεση – εκτός εάν εννοείται ότι η προσφυγή κατά της Τουρκίας είναι στο πλαίσιο της μεθόδευσης των τουρκικών αρχών και αυτή.
Κατ’ αρχάς να ξεκαθαρίσουμε κάτι, και να το κάνουμε εμφατικά. Σύμφωνα με σχεδόν όλους τους σχετικούς έγκυρους ορισμούς, fake news είναι οι ειδήσεις που είναι εμπρόθετα και διαπιστωμένα ψευδείς. Το εν λόγω podcast υπάγεται στην σειρά Fake News της LiFO. Άρα, για να υπαγάγουν την είδηση αυτή στην κατηγορία fake news, οι Δημοκίδης και Σιούτη μάλλον ασπάζονται την άποψη πως οι σχετικές με την Μαρία ειδήσεις είναι και εμπρόθετα, αλλά κυρίως και διαπιστωμένα, ψευδείς – εκτός αν δεν έχουν ιδέα για τι πράγμα μιλάνε. Σε σχετική συνομιλία που είχα μαζί τους, οι δύο επέμεναν ότι δεν ισχυρίστηκαν πως η Μαρία δεν υπάρχει και δεν πέθανε, αλλά απλώς πως το ρεπορτάζ του Spiegel δεν είναι επαρκώς τεκμηριωμένο. Προσωπικά, πιστεύω πως υπεκφεύγουν επειδή πιέστηκαν από τις αντιδράσεις και ότι μία επί τροχάδην έστω ακρόαση του podcast αρκεί για να πιάσει και ο πιο καλόπιστος το δυνατό, αν και όχι άμεσα εκφρασμένο, μήνυμά του: ότι τα ψέματα του Spiegel επιτέλους ξεσκεπάστηκαν – στη βάση αυτή εξάλλου εγκαλούν και το περιοδικό ότι δεν ενημέρωσε το κοινό του σχετικά.
Σε κάθε περίπτωση, τίποτα από όλα αυτά δεν ισχύει. Η τελευταία επίσημη ενημέρωση του ελληνικού κράτους σχετικά με την υπόθεση είναι ότι αυτή έχει πάρει τον δρόμο της Δικαιοσύνης. Συγκεκριμένα, ο υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου Νότης Μηταράκης ενημέρωσε στις 30/8 την αρμόδια επιτροπή της Βουλής ότι έστειλε στον εισαγγελέα Αρείου Πάγου όλα τα σχετικά στοιχεία. Η δικηγόρος της οικογένειας, Ευγενία Κουνιάκη, έχει δηλώσει ότι οι γονείς έχουν κάνει αίτημα εκταφής, το οποίο έχει ήδη δημοσιοποιηθεί. Το Spiegel από τη μεριά του έχει ξεκαθαρίσει ότι διεξάγει έρευνα για να ξεκαθαριστούν τα αμφίβολα σημεία σχετικά με το γεγονός. Σε κάθε επίπεδο λοιπόν, θεσμικό ελληνικής δικαιοσύνης και εσωτερικό-δημοσιογραφικό του Spiegel, βρίσκεται υπό διερεύνηση το αν τα πράγματα έχουν έτσι όπως αρχικά είχε φανεί (φανεί και στον ίδιο τον Μηταράκη, παρεμπιπτόντως, ο οποίος είχε δηλώσει ότι «προκύπτει από τις καταθέσεις νεκρό παιδί»). Συνεπώς, ένα είναι απολύτως σίγουρο: ο χαρακτηρισμός fake news για την υπόθεση της Μαρίας είναι εκτός τόπου και χρόνου. Η είδηση δεν είναι διαπιστωμένα ψευδής ενώ, ακόμα και αν αποδειχτεί τέτοια, δεν υπάρχει απολύτως κανένα στοιχείο που να δείχνει ότι είναι και εμπρόθετα ψευδής. Από τα βασικά στοιχεία του ορισμού, μηδέν στα δύο.
Είναι να απορεί κανείς τι από αυτά δεν καταλαβαίνουν δύο πεπειραμένοι δημοσιογράφοι, όπως είναι ο Δημοκίδης και η Σιούτη, για να μιλάνε όπως μπορείτε να ακούσετε στο podcast: με τρομερή αυτοδικαίωση, περιτριγυρισμένοι από λογιών-λογιών αιχμηρά υπονοούμενα και σχόλια μέσα στα κλιπάκια και τις μουσικές που ντύνουν την συνομιλία τους. Είναι άραγε εκείνο που τους δίνει τόση αυτοπεποίθηση το ίδιο το ρεπορτάζ της Σιούτη, το οποίο κομίζει τρία, μέτρησα, στοιχεία για την υπόθεση; Ας τα διατρέξουμε συνοπτικά. Το πρώτο στοιχείο είναι κάποιες ανακολουθίες στις λίστες καταγραφής των ανθρώπων που βρέθηκαν στην αμμονησίδα. Συγκεκριμένα, το όνομα της Μαρίας δεν υπάρχει ούτε στις λίστες που εστάλησαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, ούτε στις αντίστοιχες του ΚΥΤ Φυλακίου Έβρου. Το στοιχείο αυτό είναι όντως αξιόλογο και εξετάζεται, αλλά είναι ήδη ευρέως γνωστό από το καλοκαίρι, και δεν το αποκάλυψε βέβαια η Σιούτη. Το δεύτερο στοιχείο, το οποίο μάλιστα η Σιούτη έχει υπογραμμίσει με bold, είναι ότι η μητέρα του παιδιού αρνήθηκε να της μιλήσει, όπως και όλοι οι πρόσφυγες εκτός από έναν. Με λίγα λόγια, αυτό που ήταν πιθανότατα δυσπιστία προς τους Έλληνες δημοσιογράφους, φόβος, ή απλά κούραση των ανθρώπων αυτών μετά τα όσα έχουν περάσει, ερμηνεύεται εμμέσως πλην σαφώς μέσα στο κείμενο σαν σημάδι αναξιοπιστίας – λες και υποχρεούται οποιοσδήποτε να μιλήσει στην Σιούτη συγκεκριμένα, και να της αποδείξει το οτιδήποτε. Το τρίτο στοιχείο είναι ότι κανείς από τους 38 πρόσφυγες δεν διαθέτει κάποιο αντικείμενο ή ρούχο του παιδιού που υποτίθεται ότι πέθανε. Τι πιο ύποπτο εξάλλου από το να μην έχουν άνθρωποι που έκαναν ταξίδι ημερών και μέσα από ποτάμια τα αξεσουάρ του νεκρού παιδιού τους πάνω τους. Επιπρόσθετα, η Σιούτη ισχυρίζεται ότι στην επίσκεψή της είδε τέσσερα παιδιά της οικογένειας ζωντανά, το στοιχείο αυτό όμως είναι συνεπές εξίσου με την υπόθεση ότι πέμπτο παιδί δεν υπήρξε ποτέ, αλλά προφανώς και με την υπόθεση ότι υπήρξε και πλέον είναι νεκρό. Συνολικά, επομένως, αυτό που προκύπτει σε επίπεδο πληροφορίας από το ρεπορτάζ της Σιούτη, το οποίο ο Δημοκίδης δοξολογεί σαν να πρόκειται για τον Λόγο του Κυρίου, είναι το… απολύτως τίποτα! Αδυνατεί κανείς να καταλάβει ποιο είναι το αντικείμενο του ρεπορτάζ, το παραμικρό έστω νέο στοιχείο που προσφέρει, πόσο μάλλον το πώς φτάσαμε να οφείλουμε στη Σιούτη, κατά τα χείλη Δημοκίδη, το ότι «αποκλειστικά χάρις σ’ αυτήν φτάσαμε κοντά στην αλήθεια».
Αν το άρθρο της Σιούτη στερείται ουσιαστικά δικών της στοιχείων, είναι εντούτοις πλούσιο σε ολοδικές της φωτογραφίες. Η αλήθεια είναι ότι όταν πρωτοείδα τις φωτογραφίες αυτές (μία εκ των οποίων της μητέρας), μου φάνηκαν κάπως παράξενες. Οι φωτογραφούμενοι έμοιαζαν είτε να μην γνωρίζουν ότι φωτογραφίζονταν, είτε αυτό να μην συνέβαινε με την συναίνεσή τους. Εντούτοις, σε προσωπική μας επικοινωνία, η Σιούτη με διαβεβαίωσε ότι οι «οι φωτογραφίες και οι συνεντεύξεις των προσφύγων που δημοσιεύθηκαν είναι με τη συναίνεση των προσφύγων, όπως προκύπτει και από τα ηχητικά ντοκουμέντα των συνεντεύξεων που διαθέτουμε». Τόνισε επίσης ότι φωτογραφίες των προσφύγων κυκλοφορούν ευρέως σε πολλά ΜΜΕ, ενώ ό,τι έκανε το έκανε με πλήρη σεβασμό στα παιδιά που συνάντησε.
Μία που την διατράνωσε την συναίνεση η Σιούτη, και μία που άρχισε να καταρρέει (η συναίνεση. Λίγο αφότου έλαβα την απάντησή της, παρατήρησα ότι η φωτογραφία της μητέρας είχε κατέβει από το άρθρο. Ζητώντας εξηγήσεις, η ίδια μου απάντησε ότι η Κουνιάκη, θυμίζω δικηγόρος της οικογένειας, της απευθύνθηκε δηλώνοντας πως τα προσωπικά δεδομένα της πελάτισσάς της έχουν παραβιαστεί, απαιτώντας η φωτογραφία να κατεβεί από την ιστοσελίδα της LiFO, και επιφυλασσόμενη όλων των νόμιμων δικαιωμάτων της και της πελάτισσάς της. Όταν εξέφρασα στην Σιούτη την απορία μου για την έντονη αντίθεση ανάμεσα σε αυτά που η ίδια μου είχε πει και στην πράξη της δικηγόρου, αυτή άρχισε να τα μασάει: δεν είχε «ρωτήσει ακριβώς», απλά «της είχε πει ότι την πήρε φωτογραφία, και αυτή δεν απάντησε κάτι». Ρωτώντας την αν θεωρεί πως η σιωπή και η μη αντίδραση αποτελούν συναίνεση γενικότερα, δεν πήρα κάποια απάντηση, παρά μόνο μια προτροπή να ρωτήσω την Κουνιάκη «γιατί αποφάσισε ότι η φωτογραφία δεν ήταν προϊόν συναίνεσης ενάμιση μήνα μετά την δημοσιοποίησή της» και «γιατί ο Spiegel έχει δικαίωμα να δημοσιεύει την φωτογραφία της μάνας». Η Σιούτη πάντως πρέπει από νωρίς να είχε καταλάβει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με τη φωτογραφία, καθώς, όπως εύκολα δείχνει μια αναδρομή σε παλιότερες εκδόσεις του άρθρου, αρχικά το πρόσωπο της μητέρας ήταν εντελώς φανερό, ενώ στη συνέχεια εμφανίστηκε θολωμένο.
Ας περάσουμε τώρα από την Σιούτη στον Δημοκίδη, και από την αμιγώς δημοσιογραφική εξέταση του ρεπορτάζ στην εξέταση της αρχιτεκτονικής του podcast και σε αυτό που προσπαθεί κατ’ ουσίαν να πετύχει. Ο Δημοκίδης, καλά ενημερωμένος και (συνήθως) τεκμηριωμένος, γνωρίζει τι σημαίνει σφαιρική αντιμετώπιση ενός θέματος. Κάθε φορά που παρουσιάζει την ιστορία (την «σκληρή αλήθεια») μιας περσόνας του θεάματος, π.χ της Βάνας Μπάρμπα, φέρνει ανθρώπους που γνώριζαν το πρόσωπο μέχρι και στην παιδική του ηλικία προκειμένου να μας δώσει το έδαφος μέσα από το οποίο θα ξεφυτρώσει το επικείμενο δράμα. Η περίπτωση του συγκεκριμένου επεισοδίου είναι η μοναδική που γνωρίζω εγώ, και έχω ακούσει σχεδόν όλα τα podcasts του Δημοκίδη, όπου στην ουσία παρουσιάζεται σε πλήρη ανάπτυξη η εκδοχή ενός και μόνο ανθρώπου (της Σιούτη). Δεν υπάρχει κανένας άλλος γνωμοδότης για να μας προσανατολίσει, έστω στοιχειωδώς, στο τοπίο που θα εξερευνηθεί. Πρόκειται για αποκλειστική επικέντρωση σε ένα και μόνο περιστατικό, θαρρείς και μόνο από αυτό εξαρτώνται τα γενικότερα συμπεράσματα που καλείται να βγάλει ο αναγνώστης.
Ποιο είναι το γενικότερο πλαίσιο στο οποίο αναφέρομαι; Αυτό που ορίζεται από μια ολόκληρη βιβλιοθήκη εμπειρικής τεκμηρίωσης, που στοιχειοθετεί ότι η Ελλάδα, συνεχώς και σε βάθος χρόνου, προχωρά σε πράξεις βίας στα σύνορα που παραβιάζουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, θέτουν σε θανάσιμο κίνδυνο ευάλωτες ομάδες, και απαγορεύονται ρητά από το διεθνές δίκαιο. Αυτό δεν είναι κάτι που αμφισβητείται, είναι κάτι που έχει κατοχυρωθεί από εκτενείς μελέτες των πιο έγκυρων ευρωπαϊκών οργανισμών. Εδώ η αναφορά του European Center for Constitutional and Human Rights, εδώ η παρουσίαση της αναφοράς της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης για τα pushbacks, εδώ η Μαύρη Βιβλίος των Pushbacks με 3.000 σελίδες σχετικές με την συστηματική βία που ασκείται σε πρόσφυγες και μετανάστες στα ευρωπαϊκά σύνορα, πολλές από τις οποίες είναι αφιερωμένες στην Ελλάδα. Ως και η Αμερικάνικη πρεσβεία (!) δέχεται την ύπαρξη μεγάλου αριθμού pushbacks από «καλά τεκμηριωμένες πηγές». Σε σχετικό τους ακαδημαϊκό άρθρο, οι Valentina Azarova, Amanda Brown, και Itamar Mann κάνουν ειδική αναφορά στη συνεχιζόμενη άρνηση των ελληνικών αρχών να παραδεχθούν τα στοιχειώδη (σελ. 172-4). Φορείς αυτής της άρνησης, αυτού του gaslighting και της απόρριψης του προφανούς, έχουν γίνει κατ’ εξακολούθηση και ο ίδιος ο Μηταράκης και ο υπουργός Ανάπτυξης Άδωνις Γεωργιάδης.
Θέτω λοιπόν εγώ το ερώτημα: αυτά τα στοιχεία, οι αρνητές τους είναι δυνατόν να μην τα γνωρίζουν; Αν δεν τα γνωρίζουν, είναι επιεικώς αστοιχείωτοι σχετικά με το επάγγελμά τους. Αν τα γνωρίζουν, οι δηλώσεις τους είναι διαπιστωμένα και εμπρόθετα ψευδείς. Όμως με αυτά τα fake news, ο Δημοκίδης επέλεξε να μην ασχοληθεί. Όπως δεν επέλεξε να ασχοληθεί και με τις πάμπολλες φορές που τόσο ο Χρηστίδης όσο και ο Αποστολόπουλος έχουν φέρει στο φως εγκυρότατες πληροφορίες, τεκμηριωμένες από τις παραπάνω εκθέσεις και άλλες, σχετικά με pushbacks και άλλα δαιμόνια των συνόρων. Όπως δεν επέλεξε να ασχοληθεί, ενώ κατηγόρησε τον Χρηστίδη για εξαπάτηση και κακή δημοσιογραφική πρακτική, και με την προσβασιμότητα του ΚΥΤ Φυλακίου Έβρου. Η ανεξάρτητη δημοσιογράφος Λυδία Εμμανουηλίδου (New York Times, Al Jazeera, Deutsche Welle), μου περιέγραψε την εξής κατάσταση όταν η ίδια βρέθηκε με ομάδα δημοσιογράφων και ευρωβουλευτών στο ΚΥΤ Φυλάκιο Έβρου. Μόλις κάποιοι από τους παριστάμενους προσπάθησαν να μιλήσουν στους αιτούντες άσυλο, η ομάδα εκδιώχτηκε (!!!) από το ΚΥΤ, παρά τις έντονες διαμαρτυρίες ότι ανάμεσά τους βρίσκονταν εκλεγμένοι αντιπρόσωποι των ευρωπαικών λαών, ενώ η Βελγίδα ευρωβουλευτής Saskia Bricmont προχώρησε σε σχετική ανάρτηση για το τι αντιμετώπισε εκεί. Δεύτερο άτομο, επίσης παρόν στην ομάδα, επιβεβαιώνει κατά λέξη το γεγονός, και προσθέτει ότι «ήταν μια συνταρακτική κατάσταση, οι άνθρωποι έκλαιγαν και περνούσαν τα χέρια τους μέσα από τον φράχτη [για να μας φτάσουν], ενώ βαν ήταν παρκαρισμένο μπροστά στην πύλη, κατά τα φαινόμενα έτσι ώστε μην έχουμε οπτική επαφή με τους ανθρώπους». Η Εμμανουηλίδου μου διηγήθηκε επίσης και άλλα περιστατικά όπου η επαφή με τους πρόσφυγες απαγορεύτηκε σε δημοσιογράφους και ερευνητές χωρίς προφανή λόγο και με αστεία προσχήματα.
Αυτό που θέλω να πω με όλα αυτά είναι το εξής: η υπόθεση της Μαρίας, ακόμα και αν δεχτούμε, για την οικονομία της συζήτησης, ότι αποτελείται από μια σειρά από αίσχιστα ψεύδη, έγινε πιστευτή για έναν πολύ συγκεκριμένο λόγο: επειδή «κουμπώνει» πάνω σε μια σειρά βίαιων, εξοντωτικών πρακτικών στα σύνορα της Ευρώπης, με θύματα χιλιάδες πρόσφυγες, ανάμεσά τους πολλά παιδιά, τις οποίες πρακτικές εφαρμόζει και η χώρα μας με την ευθύνη που της αναλογεί. Η ίδια η παραπληροφόρηση, αν και εφόσον υπήρξε, ξεπηδά από μια οργανωμένη στρατηγική παρεμπόδισης εξαγωγής πληροφοριών σχετικών με αυτές τις πρακτικές. Στερώντας αυτό το πλαίσιο από τον αναγνώστη, ο Δημοκίδης φτιάχνει, ακούσια ή όχι, μια εντελώς αποπροσανατολιστική εικόνα, η οποία αναδιπλασιάζεται μέσα από τις φιλοξενούμενες αφηγήσεις σαν κι αυτή του Μπαλασόπουλου, που θέλουν την φήμη της χώρας μας να εξαρτάται τρομερά από περιστατικά σαν κι αυτό με την, υπαρκτή ή όχι, Μαρία. Λες και αυτό το περιστατικό επέχει από μόνο του θέση βαρόμετρου, λες και από αυτό περιμέναμε να μάθουμε σε τι εκατόμβες νεκρών έχει θεμελιωθεί η ευρωπαϊκή ασφαλής μας οικογένεια. Εμμέσως μεταθέτοντας όλη τη βαρύτητα στο συγκεκριμένο περιστατικό, και αναπαράγοντας λόγια άλλων που το κάνουν, ο Δημοκίδης δεν κομίζει την αλήθεια. Αντίθετα, φωτίζοντας ένα απειροελάχιστο κομμάτι της πραγματικότητας, και συσκοτίζοντας ένα τεράστιο άλλο, καταλήγει να πει ένα ψέμα πιο ψεύτικο και από τα κανονικά.
Είχα την ευκαιρία να θέσω ο ίδιος τον παραπάνω προβληματισμό στον Δημοκίδη. Ο ίδιος υποστήριξε:
«Παρότι θεωρώ ότι τα pushbacks έχουν καλυφθεί σε πάμπολλα σχετικά ρεπορτάζ στη LiFO -και η υπόθεση των 38 δεν έχει σχέση με pushbacks- μετά από συνομιλία μας τρόμαξα και μόνο στη σκέψη ότι κάποιος θα άκουγε ή θα χρησιμοποιούσε το podcast εναντίον των προσφύγων, θα έλεγε δηλαδή «αν δεν ισχύει ο θάνατος της Μαρίας οι πρόσφυγες λένε ψέματα και δεν αξίζουν τη βοήθειά μας». Δεν πιστεύω ότι θα υπήρχε ποτέ κάποιος τόσο ανόητος, αλλά για καλό και για κακό έκανα μια προσθήκη με το αυτονόητο, ανακοινώνοντάς την το ίδιο λεπτό με σχόλιο στην πρόσφατη σχετική μου ανάρτηση στους 20.000 followers και φίλους μου στο Facebook γράφοντας: «Επειδή ίσως χρειαζόταν να ειπωθούν κάποια πράγματα που στη LIFO θεωρούμε αυτονόητα, μικρό update στο 32:05».
Έχω καλή πίστη απέναντι σε αυτήν την χειρονομία· πιστεύω ότι ο Δημοκίδης πράγματι πιστεύει όσα λέει. Από την άλλη, αυτό ακριβώς είναι και το πρόβλημα, αφού η απάντησή του τον εκθέτει, φανερώνοντας ότι είναι, για μια ακόμα φορά, ελλιπέστατα πληροφορημένος σχετικά με το ζήτημα για το οποίο εκφράζεται με τόσο μεγάλη σιγουριά. Μια γρήγορη έστω ματιά στις σχετικές ανακοινώσεις του Ελληνικού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες (1, 2, 3) δείχνει ότι η υπόθεση των 38 δεν είναι απλά συνδεδεμένη με την πρακτική του pushback, αλλά αποτελεί μια par excellence περίπτωση συνεχόμενων pushbacks, τα οποία περιγράφονται στις καταθέσεις των προσφύγων με λεπτομέρειες. Όπως σχολίασε άτομο που γνωρίζει τα της υπόθεσης, η ιστορία των 38 είναι για την ακρίβεια «μια ιστορία επαναπροωθήσεων, αυτό και τίποτα άλλο – απλά το ζήτημα με τη Μαρία πολιτικοποιήθηκε». Εκτός από το ότι το ζήτημα πολιτικοποιήθηκε, θεματικοποιήθηκε προσθέτω εγώ, καθώς το να μιλάς για το ξεσκέπασμα της απάτης ενός τάχα νεκρού παιδιού πουλάει πολύ περισσότερο από το να μιλάς για την ουσία. Παραθέτω, ενδεικτικά και μόνο καθότι το υλικό είναι τεράστιο, από μία εκ των ανακοινώσεων:
Η συγκεκριμένη ομάδα προσφύγων, για την οποία έχουν εκδοθεί δύο αποφάσεις ασφαλιστικών μέτρων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που υποδεικνύουν στην Ελλάδα να παράσχει ανθρωπιστική βοήθεια και να μην τους μεταφέρει στην Τουρκία, βρέθηκε στην ίδια νησίδα που βρίσκεται και σήμερα, αρχικά από τις Ελληνικές αρχές στις 14/7, για να επαναπροωθηθούν στην Τουρκία και να μεταφερθούν ξανά από τις Τουρκικές αρχές εκεί ακριβώς πριν μία εβδομάδα.
Να σημειωθεί επίσης ότι η Σιούτη είχε πλήρη γνώση της παραπάνω απάντησης του Δημοκίδη και δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να παρέμβει στο παραμικρό. Στην περίπτωση που δεν ήξερε για τη σύνδεση της υπόθεσης με τα pushbacks, δηλαδή αγνοούσε ένα βασικότατο στοιχείο της, είναι εξίσου άσχετη με τον Δημοκίδη. Στην περίπτωση που ήξερε, γεννάται το ερώτημα γιατί δεν είπε κάτι, αν μη τι άλλο για να προστατέψει τον συνάδελφό της.
Καταλήγοντας, το δικό μου συμπέρασμα είναι συνολικά η δουλειά του Δημοκίδη βασίζεται σε ένα ρεπορτάζ που δεν φέρνει στο τραπέζι απολύτως τίποτα καινούριο, ενώ όλες οι σχετικές με την υπόθεση έρευνες βρίσκονται σε εξέλιξη, για να ισχυριστεί ότι ανακάλυψε fake news, τα οποία δεν θα ήταν τέτοια ακόμα και αν τελεσφορούσαν όλες οι έρευνες αρνητικά για τον Spiegel, τον Χρηστίδη, και όλους τους υπόλοιπους. Όλα αυτά αποκρύπτοντας βασικά στοιχεία που συνθέτουν το πλαίσιο του ζητήματος, και που θα αναδείκνυαν το γενικότερο ποιόν των ανθρώπων που προσπαθεί να εκθέσει. Τελικά, ο Δημοκίδης φτάνει σε ένα ανέντιμο και αποπροσανατολιστικό αποτέλεσμα, που χαϊδεύει τα χειρότερα ένστικτα ενός λαού ο οποίος θα βρεθεί υπόλογος απέναντι στην Ιστορία για όσα συμβαίνουν, χρόνια τώρα, στα σύνορα της χώρας του.