Μετά τις νέες απογοητευτικές εξελίξεις στην πολύκροτη υπόθεση, όπου ο εισαγγελέας πρότεινε την απαλλαγή των κατηγορουμένων σε ό,τι αφορά τις κατηγορίες για βιασμό και μαστροπεία, σε κοινή δήλωση προχώρησαν οι συνήγοροι υποστήριξης της κατηγορίας, Δήμητρα Κεραμυδά και Αντωνία Λεγάκη. Ξεκαθαρίζουν πως «δεν έγινε άρση απορρήτου του site διά του οποίου εξέδιδαν τα κορίτσια, παρ’ ότι και στο δικαστήριο το ζητήσαμε, με αποτέλεσμα, μέχρι σήμερα να μην γνωρίζουμε ποιος ήταν ο διαχειριστής του».
Ξεκαθαρίζουν, επίσης: «Δεν εξετάστηκε ποτέ, κανένα στοιχείο, που να αφορά τον καταγγελθέντα ως βασικό συνεργό του αστυνομικού και τέταρτο κατηγορούμενο. Δεν κατασχέθηκαν κινητά του, δεν έφεραν στη δικογραφία ηλεκτρονικά μηνύματα από δικά του μέσα. Δεν κλήθηκε ποτέ ούτε ως μάρτυς η, γνωστή ως Μαρίνα, η οποία είχε καταγγελθεί ως ιδιοκτήτρια του παραπάνω site, ούτε όταν το ζητήσαμε εγγράφως στο δικαστήριο. (Σημειωτέον, θέσαμε υπ’ όψη του δικαστηρίου ότι από το ρεπορτάζ των reportersunited.gr, προέκυψε ότι ήταν τότε ήδη κατηγορούμενη από τις Αρχές στην μεγάλη υπόθεση της Greek Mafia, ενέχεται δε, ως η ιδιοκτήτρια του οίκου ανοχής, στην υπόθεση της 12χρονης στον Κολωνό). Δεν κλήθηκαν στο ακροατήριο, μάρτυρες – αστυνομικοί και πολίτες – ουσιώδεις για την απόδειξη της ενοχής των κατηγορουμένων. Όταν το ζητήσαμε, το αίτημα μας απορρίφθηκε».
Όπως αναφέρουν, στη συνέχεια, «η υπόθεση προσδιορίστηκε να συζητηθεί στον δέκατο όγδοο μήνα μετά τη σύλληψη των κατηγορουμένων και λίγες ημέρες πριν την αποφυλάκιση τους, ενώ θα έπρεπε να προσδιοριστεί εντός έτους από τη σύλληψη». «Ως εκ τούτου, εξαναγκαστήκαμε να δικάσουμε υπόθεση κανονικής διάρκειας έξι μηνών, σε είκοσι μέρες. Σε μια διαδικασία πολύ βιαστική, με καθημερινές και ολοήμερες συνεδριάσεις, χωρίς περιθώρια προετοιμασίας για την επόμενη δικάσιμο. Λόγω της πίεσης του χρόνου, συχνά παραιτηθήκαμε οι ίδιες από την άσκηση δικαιωμάτων που θα επέφεραν καθυστέρηση στη διαδικασία, γνωρίζοντας ότι λήξη του δεκαοκταμήνου σημαίνει άμεσο κίνδυνο ζωής για τα κορίτσια» προσθέτουν.
Καταλήγουν: «Ανεξάρτητα από τις δικές μας προθέσεις, είχε καταστεί σαφές από την διευθύνουσα την συζήτηση, ήδη από την πρώτη δικάσιμο, ότι η απόφαση θα εκδοθεί πριν τα Χριστούγεννα. Πρωταρχικός λοιπόν στόχος της εκδίκασης ήταν η ταχύτητα, γεγονός που έφερε σε δεύτερη μοίρα την απόδειξη. Η εισαγγελική πρόταση ήταν η τελευταία πράξη της πολιτείας, η οποία, μακριά από τις αντικειμενικές αποδείξεις που βρίσκονται στη δικογραφία (ηλεκτρονικές και ηχητικές επικοινωνίες που αποδεικνύουν πολυπρόσωπα κυκλώματα trafficking) και χωρίς καν να τις αξιολογεί, καταλήγει ότι οι κατηγορούμενοι πρέπει να αθωωθούν διότι οι πράξεις ήταν επιλογή των κοριτσιών. Με άλλα λόγια, πιο παραδοσιακά, “τα θέλανε”… Κόντρα σ’ αυτή την συμπεριφορά της πολιτείας, τα κορίτσια σώθηκαν από την κοινωνία. Από την αλληλέγγυα σερβιτόρα που είπε στο κορίτσι, “αν θες βοήθεια έλα σε μένα” και την διέσωσε, τις φεμινιστικές συλλογικότητες που την πλαισίωσαν από την αρχή, τις πολιτικές οργανώσεις και τους συλλόγους, όλους τους ανθρώπους που δεκαοχτώ μήνες τώρα υψώνουν “πύργο ατίθασο” απέναντι σ’ αυτούς εμπορεύονται παιδιά και στην πολιτεία που κάνει ότι μπορεί για να κοιτάξει απ’ την άλλη».