Πριν μερικές μέρες, οι οργανώσεις «Υποστήριξη Προσφύγων στο Αιγαίο (RSA)» και Pro Asyl δημοσίευσαν ένα αναλυτικό κείμενο, βασισμένο σε μαρτυρίες προσφύγων και πληροφορίες από οργανώσεις, με τίτλο «Αδιανόητες συνθήκες διαβίωσης στην ‘υπερσύγχρονη’ Κλειστή Ελεγχόμενη Δομή Σάμου». Μεταξύ άλλων γίνεται αναφορά για σημαντική έλλειψη τρεχούμενου νερού, σοβαρές ελλείψεις σε βασικά αγαθά, υπηρεσίες και χώρους φιλοξενίας, με αποτέλεσμα εκατοντάδες άτομα να αναγκάζονται να κοιμούνται στο πάτωμα σε κοινόχρηστους χώρους. Πρόσφατα, τον καταυλισμό επισκέφθηκε και αποστολή της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΕΔΑ), η οποία θα δημοσιεύσει σύντομα αναλυτική ανακοίνωση.
Η Αριάδνη Αντωνοπούλου έμεινε τους τελευταίους 7 μήνες στη Σάμο, δουλεύοντας με την Aasia on the Road, 1 χιλιόμετρο από το κέντρο κράτησης. Μεταφέρει στο TPP, στην εκπομπή «Φάρμα των Ζώων», την κατάσταση, όπως τη βίωσε και την άκουσε από τους πρόσφυγες που υποστηρίζονται από την οργάνωσή της.
«Ίσως το πιο βασικό, το οποίο θα έπρεπε να είναι και αυτονόητο είναι ότι το camp δεν έχει νερό. Δηλαδή δεν υπάρχει τρεχούμενο νερό. Έρχεται με βυτιοφόρα και διαρκεί για μισή-μία ώρα, εξαρτάται, ανά περιόδους υπήρχε ακόμα λιγότερο νερό και στον κόσμο δίνονται 2 μπουκάλια την ημέρα του 1,5 λίτρου το καθένα και με αυτό κανείς πρέπει να φάει, να μαγειρέψει στην ουσία, να πλυθεί, να πλύνει την τουαλέτα, να πλύνει τα ρούχα του…» τόνισε στην αρχή.
«Συνεχώς υπάρχει το παράπονο της πρόσβασης στην υγεία, στην περίθαλψη. Το camp δεν έχει καθόλου γιατρό μέσα. Πάνε 2-3 φορές την εβδομάδα οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα, αλλά αυτό δεν μπορεί να καλύψει 4000 άτομα και οι συνθήκες της υγιεινής. Δηλαδή ό,τι έχει να κάνει με τις τουαλέτες είναι σε πάρα πολύ άσχημη κατάσταση και παίρνει και αυτό το ανθρώπινο στοιχείο. Πολλοί μας λένε ότι “δεν νιώθω άνθρωπος μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες”. Συν ότι πρέπει να περάσουν τον έλεγχο κτλ, συν οι συνθήκες υγιεινής, αυτά είναι δύο πολύ βασικά πράγματα» ανέφερε στη συνέχεια.
Σχετικά με το πόσοι πρόσφυγες βρίσκονται στο κέντρο, απάντησε πως «στη Σάμο τώρα είναι 4000 τα άτομα που μένουνε μέσα στο camp και το καλοκαίρι, όταν έφτασα εγώ αρχές Ιουλίου, ο κόσμος ήτανε μάξιμουμ 700 άτομα μέσα στο camp. Και τώρα έχουμε φτάσει να έχουμε 4000 και τον Οκτώβρη κάποια στιγμή φτάσαμε να έχουμε 4500 άτομα. Και στην ουσία όταν έφτανε ο κόσμος δεν καταγράφονταν γρήγορα οπότε μπορούσαν να περάσουν μέσα 30 ή 60 μέρες και να μην μπορούν να βγουν. Που σημαίνει να μην μπορούν να αλλάξουν ρούχα, γιατί δεν είχαν πρόσβαση σε ρούχα, το οποίο είναι πολύ βασικό».
Περιέγραψε τις συνθήκες φυλακής, λέγοντας ότι «υπάρχουν μεγάλα κάγκελα, συρματοπλέγματα, έλεγχος για κάθε φορά που θέλεις να μπεις, έλεγχος και στα παιδιά, εξονυχιστικός σωματικός έλεγχος. Αυτό είναι και απομόνωση και πολύς κόσμος δεν έχει καν το κουράγιο να βγει από το camp. Δηλαδή ακόμα και αυτοί που έχουν το δικαίωμα να βγουν έχουν καταγραφεί κτλ, πολλοί είναι αυτοί που θα μείνουν μέσα. Γιατί δεν έχουν πραγματικό το φυσικό σθένος να βγουν και αναμένουν, αναμένουν, πότε θα τους καλέσουν από το μεγάφωνο. Ένα μεγάφωνο που το ακούμε και εμείς κάποιες φορές όταν φυσάει το ακούμε στην οργάνωση.»
Στάθηκε ιδιαίτερα στο θέμα της αναμονής ωρών, για οποιαδήποτε δραστηριότητα της καθημερινότητας. «Αναμονή για να μπεις στο λεωφορείο, αναμονή για να περάσεις τον έλεγχο, την πρώτη πόρτα, την δεύτερη πόρτα, αναμονή για το φαγητό, αναμονή για τους γιατρούς, αναμονή για να λάβεις κάποια ρούχα σε οργανώσεις, αναμονή για πολλά πράγματα. Και αναμονή γενικότερα. Γιατί δεν ξέρουνε πότε θα έρθει μια θετική ή αρνητική απάντηση και πολλοί ας πούμε θα πούνε…, μου είχε πει ένα άτομο “ξέρεις Αριάδνη, με ξέρεις, θέλω να είμαι άνθρωπος, χρειάζομαι ναι είμαι δραστήριος, να κάνω κάτι”. Αναμονή για τα πάντα».
Ως προς το γιατί χρειάζονται υποστήριξη σε φαγητό οι πρόσφυγες, απάντησε πως «στο camp το φαγητό απ’ ό,τι μας λένε είναι κακής ποιότητας και λίγο, το φαγητό όμως είναι και ένας τρόπος ώστε να έρθουμε όλοι κοντά και να έχουνε και κάτι να φάνε το οποίο θυμίζει τη χώρα τους ή τέλος πάντων, απλά κάτι το οποίο να απολαμβάνουν. Και κάποιοι το θεωρούν το φαγητό ότι δεν είναι σημαντικό, αλλά είναι πάρα πολύ σημαντικό και ένωνε τους πάντες και ήταν μια όμορφη στιγμή για όλους, αλλά ήταν σημαντικό. Απλά τώρα ο αριθμός του κόσμου είναι πάρα πολύ μεγάλος και δεν μπορούμε να καλύψουμε αυτή την ανάγκη».
Συνέχισε λέγοντας ότι «την Παρασκευή έγινε μια μεγάλη διαμαρτυρία σχετικά με το φαγητό και τις μεταφορές. Είχανε βάλει το φαγητό στη μέση και ζητούσαν καλύτερη τροφή, καλύτερες συνθήκες. Ναι οι διαμαρτυρίες γίνονται μέσα στο camp απ’ ό,τι έχουμε καταλάβει. Αυτό μας μεταφέρουν.»
«Δεν υπάρχει γιατρός στο καμπ, ένα ασθενοφόρο στο νησί»
«Μέσα στο camp δεν υπάρχει γιατρός. Είχαμε ακούσει ότι υπήρχε ένας γιατρός για περίπου ένα με δύο μήνες, νομίζω ότι ήταν Οκτώβρης, κατά τα άλλα υπάρχουν κάποιοι νοσηλευτές. Και όλοι όσοι υπάρχουν, ακόμη και οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα που πηγαίνουν 3 φορές την εβδομάδα με γιατρό, ψυχολόγο και νοσηλευτή, πηγαίνουν εκεί 3 φορές την εβδομάδα. Τις υπόλοιπες μέρες δεν υπάρχει κάποιος. Υπάρχει και μία ψυχολόγος που υπάρχει από τον ΕΟΔΥ, κατά τα άλλα δεν υπάρχει τίποτε άλλο και μετά τις πέντε, εκεί είναι το πρόβλημα δεν υπάρχει καθόλου ιατρική βοήθεια και ακόμα και αν καλέσεις το ΕΚΑΒ δεν είναι σίγουρο ότι θα έρθει» τόνισε επίσης η κ.Αντωνοπούλου και συνέχισε:
«Υπάρχει μόνο ένα ασθενοφόρο στην πόλη απ’ ό,τι μας λένε και στην ουσία το απόγευμα είναι μόνο μέσα στο camp το security και η αστυνομία και μάλλον εκεί θα κληθεί να κάνει τη διαλογή ποιος είναι σε πιο μεγάλη ανάγκη. Αλλά ακόμα και ένα ασθενοφόρο για 9.000 άτομα που είναι ο πληθυσμός της πόλης και 4000 που είναι πληθυσμός του camp, 13.000 για ένα; Άντε ένα δεύτερο ασθενοφόρο να είναι ιδιωτικό, δεν ξέρω».
«Άνθρωποι θα με ρωτήσουν με φόβο, “πώς είναι εκεί”;»
Η Αριάδνη Αντωνοπούλου έκλεισε μιλώντας για την έλλειψη ενημέρωσης για το τι συμβαίνει στο Κέντρο, ακόμα και στην τοπική κοινωνία της Σάμου. «Γενικότερα είναι πολύ δύσκολο ο κόσμος να είναι ενήμερος για τα δικαιώματά του. Υπάρχει δυσκολία γενικότερα να έρθουν σε επαφή με τους δικηγόρους, να ξέρουν ότι υπάρχουν δικηγόροι, μέχρι και ποιο σημείο βέβαια οι δικηγόροι μπορεί να βοηθήσουν. Μου είναι λίγο φρέσκο που έφυγα, όμως ότι είναι κανονικοί άνθρωποι και υπάρχουν άτομα που θα σε ρωτήσουνε πώς είναι εκεί με φόβο, λες και είναι κάτι περίεργοι κτλ και δεν έχουν καμία διαφορά με εμάς και θα ήθελα να το θυμίσω σε κάποιους που ακόμα αναρωτιούνται.
Ένα μικρό τελευταίο πράγμα είναι ότι ο κόσμος της Σάμου σίγουρα βοήθησε και στήριξε κόσμο στις αρχές όταν ήταν οι μεγάλες αφίξεις το 15΄, 16΄, 17΄. Τώρα φαίνεται να υπάρχει μια απόσταση. Έχει επιτευχθεί αυτό που επιθυμούσαν, να μη βλέπουν τον κόσμο, να μην βλέπουν πολύ το πρόβλημα, δεν το βλέπουν άρα δεν υπάρχει και πολλές φορές όταν είχα μιλήσει με κόσμο στην τοπική κοινωνία θέλανε από μένα να μάθουνε και έλεγα “μα καλά δεν τα ξέρουν ήδη”; Όχι δεν τα ήξεραν. Κάποιοι δεν τα ξέρουν ήδη και όταν μιλούσα για ψώρα που είχε ο κόσμος στο camp μου λέγανε “Τι; Αυτά δεν τα ξέρουμε. Θα έπρεπε να τα ξέρουμε”! Δεν τα ρωτάτε αλλά επίσης και τα media δεν μιλάνε γι’αυτά».