Πρόκειται για ένα παραμύθι όπου η διαβατήρια σεξουαλική μύηση δεν είναι συμβολικώς υπαινικτική, όπως στην Κοκκινοσκουφίτσα ή στην Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, αλλά έκδηλη με κανόνες του σύγχρονου θεάματος σε μια weird εκδοχή τους. Ένα παραμύθι όπου το happy ending έγκειται στη συμπερίληψη πολλών διαφορετικών εμπειριών και σχέσεων στην ταυτότητα μιας ώριμης χειραφετημένης γυναίκας. Και, κυρίως, ένα παραμύθι που τολμά να έχει ένα happy ending, με τρόπους απογείωσης της βουλήσεως και της επιθυμίας, παρά τα τεράστια κοινωνικά εμπόδια, που έχουν ορθωθεί. Και αυτό συνιστά εντέλει το μεγάλο μυστικό του: μία τολμηρή υπεραισιοδοξία ότι η χειραφέτηση είναι δυνατή μέσα από την ωριμότητα που προσφέρουν ακόμη και εμπειρίες που κατ’ αρχάς την καταστρατηγούν και, κυρίως, μια εμπιστοσύνη ότι η εποχή μας ως ένα καλό «σίκουελ» της βικτωριανής, μπορεί να την προσφέρει.
Βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Άλισντερ Γκρέι, η ταινία είναι ρετροφουτουριστική, δηλαδή επιστρέφει στο παρελθόν, στη βικτωριανή εποχή, όπου ένας φιλέρευνος και πρωτοπόρος επιστημονικός θετικισμός συνδυαζόταν με μια αυστηρή αστική ηθική, προκειμένου να πει πράγματα για το μέλλον. Στο έργο λανθάνει και η μορφή του «αγρίου ευγενούς» του Ζαν-Ζακ Ρουσώ, δηλαδή του ανθρώπου που δεν έχει μολυνθεί από την εκπαίδευση και για αυτό μπορεί να κοιτάζει με ένα ηθικώς σωστό βλέμμα τον κόσμο. Η υπόθεση του Λάνθιμου είναι τι θα συνέβαινε αν ένας εγκέφαλος νεογνού μεταμοσχευόταν στο σώμα μια ώριμης νέας γυναίκας, δηλαδή τι θα συνέβαινε αν μία γυναίκα δεν είχε περάσει από εκπαίδευση στο πλαίσιο μιας πατριαρχικής κοινωνίας και δεν είχε εσωτερικεύσει τις επιταγές της. Η ηρωίδα Μπέλα Μπάξτερ έχει τα συναισθήματα που θα είχε μια γυναίκα με αναπαρθενευμένη ματιά απέναντι στα πράγματα. Για αυτό, αν και φαίνεται κατά καιρούς να έχει συναισθηματική ψυχρότητα, επειδή δεν ανταποκρίνεται στο πώς θα περίμενε κανείς να συμπεριφερθεί μια γυναίκα, εντέλει δείχνει μια αυθεντική συμπόνια προς την ανθρώπινη οδύνη. Ο 19ος αιώνας είναι, εξάλλου, η εποχή του Φρανκενστάιν της Μαίρη Σέλλεϋ. Στην κατά Λάνθιμο εκδοχή, ένας ευνουχισμένος συμβολικός πατέρας αναπλάθει μια ημιθανή γυναίκα, μεταμοσχεύοντάς της το μυαλό του μωρού της και μεταγγίζοντάς της ως απόλυτη αρχή το ότι ο μόνος ηθικός νόμος του πατέρα είναι ο συνεχής πειραματισμός, είτε επιστημονικός, είτε ηθικός. Η Μπέλα Μπάξτερ είναι κατά μια έννοια ένας μεταμοντέρνος Οιδίποδας. Κατά μια ψυχαναλυτική ερμηνεία, ο Οιδίποδας είναι ο άνθρωπος που με την αιμομιξία και την πατροκτονία επιχειρεί να γεννήσει τον εαυτό του, αρνούμενος την ετερότητα του πατέρα (βλ. την ανάλυση του Ηλία Παπαγιαννόπουλου στο: Επέκεινα της Απουσίας. Δοκίμιο για το ανθρώπινο πρόσωπο στα ίχνη του Οιδίποδος Τυράνου του Σοφοκλή, Ίνδικτος, Αθήνα 2005). Η Μπέλα επίσης γεννά τον εαυτό της, καθώς έχει το μυαλό του βιολογικού παιδιού της, μόνο που αυτό συμβαίνει κατά το σχέδιο ενός φυσικώς ευνουχισμένου πατέρα που ως «θεός» (God είναι η σύντμηση του ονόματός του) της επιστήμης θέτει ως πατρικό νόμο το επιστημονικό και ηθικό πείραμα. Κι αν στην αρχή τη φυλακίζει, αυτό είναι μόνο για να την εξωθήσει στη δραπέτευση την οποία και σέβεται, σύμφωνα με μια πατρική διαλεκτική κατά την οποία η απαγόρευση προκαλεί την επιθυμία.
Ο 19ος αιώνας είναι κατά την Τζούντιθ Μπάτλερ, και η εποχή του Bildungsroman, δηλαδή του μυθιστορήματος που δείχνει πώς ένας ήρωας μορφώνει τον εαυτό του μέσα από συνεχείς αντιθέσεις που υπερβαίνει διαλεκτικώς. Η Μπέλα Μπάξτερ θα δραπετεύσει από τον πύργο-φρούριο του επιστήμονα «θεού πατέρα», καθώς και από τον προγραμματισμένο γάμο της με τον βοηθό του, για χάρη ενός άνδρα που την ανοίγει στον κόσμο της σεξουαλικότητας και του ταξιδιού, αλλά και προσπαθεί να την καταστήσει ιδιοκτησία του. Μετά την ηδονή, η Μπέλα θα μυηθεί και στην οδύνη του κόσμου, βλέποντας κατατρεγμένους στην Αλεξάνδρεια ύστερα από την παρεμβολή ενός διανοούμενου και μιας γηραιάς κυρίας και θα φερθεί με μια αυθόρμητη ενσυναίσθηση ανάμικτη με παιδική αφέλεια, με τα οποία θα κατορθώσει εντέλει να ακυρώσει τις προσπάθειες αντικειμενοποίησής της από τον εραστή της με τίμημα μια οικονομική καταστροφή. Θα κατορθώσει στη συνέχεια να βγει αλώβητη ως προς την εσωτερική ηθική της από έναν οίκο ανοχής όπου κατέφυγε για να επιβιώσει και όπου έρχεται αντιμέτωπη με ένα μεγάλο φάσμα της ανδρικής σεξουαλικότητας. Γνωρίζει όμως εκεί και τον λεσβιακό έρωτα με μία πρωτοσοσιαλίστρια διανοούμενη πόρνη.
Η Μπέλα θα γυρίσει στο «πατρικό» της και στον προορισμένο για αυτήν σύζυγο, μόνο επειδή αυτός την έχει αποδεχθεί στη διάθεσή της να γνωρίσει τον κόσμο μέσα από τον πειραματισμό. Αλλά εκεί την περιμένει μια τελική δοκιμασία: Ο πρώην σύζυγός της, πριν τη μεταμόσχευση του εγκεφάλου του παιδιού της, την έχει ανακαλύψει και τη διεκδικεί ως νόμιμη γυναίκα του. Η Μπέλα Μπάξτερ ως Οιδίποδας θα πρέπει να έρθει αντιμέτωπη με το παρελθόν της και μάλιστα με την απειλή της κλειτοριδεκτομής ως έσχατης προσπάθειας να ελεγχθεί η γυναικεία επιθυμία. Θα κατορθώσει εντέλει να απελευθερωθεί, μετατρέποντάς μέσω μιας φανταστικής επιστήμης τον πρώην σύζυγό της σε τράγο. Το μεταμοντέρνο παραμύθι του Λάνθιμου έχει ένα εξαιρετικά συμπεριληπτικό happy ending: Η Μπέλα έχει υποκαταστήσει ως γυναίκα τον «θεό πατέρα» στον ρόλο του επιστήμονα, είναι παντρεμένη με τον βοηθό του, που είναι ο μόνος άντρας που έδειξε κατάφαση έως εσχάτων στην ελευθερία της, διατηρεί τη σοσιαλίστρια ερωμένη της αφρικανικής καταγωγής, αλλά και τον πρώην σύζυγό της που έχει μετατρέψει σε τράγο στο πλαίσιο μιας ευφρόσυνης κωμιτραγωδίας.
Η συμπερίληψη και μια φαντασιωτική αισιοδοξία της βούλησης αποτελούν τα κύρια χαρακτηριστικά του παραμυθιού της εποχής μας. Μια λεσβιακή σχέση με στοιχεία γυναικείας αλληλεγγύης, βαθιάς αλληλοκατανόησης και σοσιαλιστικό ιδεολογικό πρόσημο συνυπάρχει με τον ετεροφυλόφιλο γάμο προς τον άντρα που έχει αυτός εσωτερικεύσει τη γυναικεία χειραφέτηση στους αντίποδες της εσωτερικευμένης πατριαρχίας που επιβάλλεται μέχρι και σήμερα στις γυναίκες. Ο Λάνθιμος ανασταίνει την καταπιεστική βικτωριανή εποχή, προκειμένου να στηλιτεύσει την αναβίωση του συντηρητισμού στην εποχή μας, αλλά και να εξάρει κατ’ αντίστιξη μια σειρά από στοιχεία που αποτελούν χαρακτηριστικά μιας ανερχόμενης ιδεολογίας, ενδεχομένως κυρίαρχης στο μέλλον. Στη συμπερίληψη ως προς τις σεξουαλικές ταυτότητες, τις φυλές, τα πολιτικά συστήματα (καπιταλιστική κινητοποίηση της επιστήμης και της επιθυμίας με σοσιαλιστική επίγευση), ακόμη και τα ζωικά είδη, προστίθεται ένα είδος ερωτικού μετανθρωπισμού: Η σύγχρονη επιστήμονας μπορεί δίκην Κίρκης να μετατρέπει τους άνδρες σε τράγους, αλλά είναι και η ίδια αποτέλεσμα ενός πειράματος όπου η οιδιπόδεια φαντασίωση για αυτογέννηση (η Μπέλα γεννά το μυαλό που θα της μεταμοσχευθεί) έχει ένα τολμηρό happy ending σε αντίθεση με τον αρχαίο μύθο όπου η ιστορία του Οιδίποδα είχε βιωθεί ως τραγωδία. Και σε αυτό η ύστερη νεωτερικότητα έχει αντιστρέψει την αρχαιότητα και ο Λάνθιμος συντονίζεται μαζί της, οικοδομώντας πάνω σε μία φαντασιωτική υπερέξαρση της αυτοδημιούργητης γυναίκας.
Από φεμινιστική σκοπιά έχει ασκηθεί εκτενώς κριτική για το γεγονός ότι, αν και υποτίθεται ότι η ταινία απεικονίζει τη γυναικεία χειραφέτηση, όμως έχει σκηνές όπως στον οίκο ανοχής, όπου η Μπέλα εντάσσει στον πειραματισμό της και εμπειρίες ακραίας αντικειμενοποίησης του γυναικείου σώματος. Θα λέγαμε ότι η κριτική αυτή, αν και ενδεχομένως ορθή, έχει μερικότητα, καθώς η ταινία του Λάνθιμου εντέλει υπερβαίνει τον απλό φεμινισμό στην κατεύθυνση μιας ευρύτερης συμπερίληψης, όπου ο επιστημονικός και ηθικός πειραματισμός δίκην φλανερί έχει καταστεί αυτοσκοπός, είναι η νέα προσταγή του πατέρα, φτάνοντας μέχρι και στον μετανθρωπισμό· και όπου η συναισθηματική ψυχρότητα του weird wave έχει συναντήσει τις συνεχείς διαπραγματεύσεις του queer κινήματος. Το happy ending που ο Λάνθιμος τολμά τώρα, ενώ δεν το τόλμησε στον Κυνόδοντα, του οποίου το Poor Things αποτελεί κατά μια έννοια το «σίκουελ», έχει κάτι το τρομακτικό, καθώς αντανακλά φαντασιώσεις της κοινωνίας μας, ειδικά των νεώτερων, οι οποίες μάλιστα φαντάζουν πραγματοποιήσιμες. Η Μπέλα Μπάξτερ με έναν συνδυασμό ενσυναίσθησης αλλά και σκληρότητας στο πώς μένει αλώβητη μέσα στις πιο δύσκολες εμπειρίες απανθρωποποίησης είναι αναμφίβολα η ηρωίδα της εποχής μας, στην οποία ο Λάνθιμος στήνει έναν καθρέφτη, ώστε να ονειρευτούμε, να διεκδικήσουμε, αλλά οπωσδήποτε και να προβληματιστούμε για το τι θέλουμε.