Μια τέτοια αχτίδα φωτός ήταν και ο Δημήτρης Λάγιος, το αερικό της ελληνικής μουσικής που ταξίδεψε μόλις στα 38 του χρόνια προς την αιωνιότητα τον Απρίλιο του 1991, χτυπημένος από καρκίνο. Παρά τη δραματικά μικρή τροχιά που διένυσε στον χωροχρόνο, ο Δημήτρης Λάγιος υπήρξε σπουδαίος, ένας πραγματικά αναντικατάστατος καλλιτέχνης. Έμεινε για πάντα ένα «ανάλαφρο και δροσερό περπάτημα μέσα στη ζωή» μιας γενιάς που προσπαθούσε να βρει τις δικές της ταυτότητες και μυθολογίες για να πορευτεί μέσα στη χαώδη πολιτιστική έκρηξη που ακολούθησε τα πρώτα χρόνια της μεταπολιτευτικής περιόδου. Και αν ο χρόνος δεν του είχε συμπεριφερθεί τόσο άδικα, είναι σχεδόν σίγουρο ότι ο Λάγιος θα ξεπερνούσε το εγχώριο κατώφλι και θα έπαιζε στις μεγαλύτερες ορχήστρες του κόσμου.

Ακούγοντας ολοκληρωμένα τα έργα του Δημήτρη Λάγιου για τον σκοπό αυτού του αφιερώματος, δεν μπορούσα παρά να αναρωτηθώ εάν στην περίπτωση που βρισκόταν ακόμα στη ζωή, ένας καλλιτέχνης της υφής και του φυράματος του Λάγιου θα είχε κάποια ουσιαστική θέση στα σημερινά ελληνικά πράγματα. Το έργο του -τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος του- ήταν αρκετά «δυσανάγνωστο» ακόμα και για τους ακροατές του καιρού του, καθώς αποτελεί ένα αμάλγαμα παραδοσιακής, βυζαντινής, εκκλησιαστικής και κλασικής μουσικής παντρεμένο με αυτό που αποκαλούνταν «υψηλή» ποίηση. Μόνο στα τελευταία του χρόνια, δηλαδή στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και αφουγκραζόμενος τις γενικότερες καλλιτεχνικές μετατοπίσεις της εποχής, ο Λάγιος τόλμησε να ξεκινήσει μια πιο προσωπική πορεία στη μουσική εκδίδοντας επίσημα τραγούδια με δικούς του στίχους που εντοπίστηκαν από το «εμπορικό» ραντάρ και έγιναν ευρύτερες «επιτυχίες». Τα περισσότερα από τα έργα του αποτελούν σπουδές, μελέτες του Λάγιου πάνω στην ελληνική μουσική και ποίηση, χωρίς αυτό να σημαίνει πως πρόκειται για ατελείς εργασίες. Τίποτα από όσα καταπιάστηκε ο Λάγιος δεν ήταν ατελές, αλλά είχε περισσότερο το χαρακτηριστικό της δοκιμασίας, της εναργούς λεπτοδουλειάς ενός καλλιτέχνη που παρά τις εξαιρετικές του μουσικές σπουδές και γνώσεις, εναλασσόταν συνεχώς από τον ρόλο του δασκάλου σε εκείνον του μαθητή.

«Αισθάνομαι δόκιμος άνθρωπος και δόκιμος μουσικός» είχε δηλώσει, έτσι και αλλιώς, και ο ίδιος ο Δημήτρης Λάγιος σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις του.

«Είναι εσωτερικές οι ανάγκες που με κάνουν να τραγουδώ, να γράφω στίχους και μουσική. Όσο και να διαβάζω, όσο και αν ψάχνομαι, δεν έχω βρει ακόμα το δρόμο μου, δεν έχω καλά-καλά γνωρίσει τον εαυτό μου, δεν έχω μεγαλώσει μέσα μου. Με ενδιαφέρει το μονοπάτι κι ο δρόμος που θα βρω σαν δημιουργός, γι’ αυτό ψάχνομαι συνεχώς…», είχε πει τότε, χωρίς να γνωρίζει ότι μόνο ο δρόμος του στη ζωή θα έμενε ατελής, απότομα κομμένος στην αρχή ενός μεσουρανήματος που δεν κορυφώθηκε ποτέ.

 

Ο Δημήτρης Λάγιος δεν γνώριζε απλά μουσική. Σκεφτόταν με τη μουσική, ανέπνεε μουσική, ίσως και κάθε χτύπος της καρδιάς του να αποδιδόταν με κάποια ιδιαίτερη αντίστιξη. Αρκεί να έρθει κάποιος σε πρακτική επαφή με το έργο του και να μελετήσει τις παρτιτούρες του για να κατανοήσει εις βάθος τη μουσική μεγαλοφυΐα του Λάγιου, τις νότες να χορεύουν στις ευθείες σαν να έχουν βγει από κάποιον εκστατικό χορό ενός αλλόκοτου, παράδοξου κόσμου. Ρυθμοί και τονικότητες που ξεπήδησαν από κάποιο ουράνιο σώμα, έτσι φαίνεται πως αντιλαμβανόταν ο Λάγιος τη μουσική, ως μια υψηλή τέχνη που εκείνος βρέθηκε να γίνει κοινωνός της στον λαό, χωρίς ποτέ να θελήσει να λάβει κάποιον τέτοιο μεγαλόσχημο τίτλο για τον εαυτό του. Γιατί, πρωτίστως, ο Δημήτρης Λάγιος υπήρξε και ένας πραγματικό σεμνός και λιτός καλλιτέχνης, χωρίς να ενδιαφερθεί ούτε για τη δόξα ούτε για τα χρήματα. Η οποιαδήποτε υστεροφημία του οφείλεται στο μοναδικό ταλέντο του και όχι σε μεγαλοστομίες και σοβαροφανείς εκκεντρικότητες.

Γεννήθηκε στη Ζάκυνθο στις 7 Απριλίου του 1952, και η ψυχή του δεν έφυγε ποτέ από το νησί του, αλλά περιπλανιόταν μονίμως στα σοκάκια και τις ακρογιαλιές της.

«Γεννήθηκα σε ένα νησί στην άλλη άκρη της Ελλάδας, τη Ζάκυνθο. Ο πατέρας μου ήταν φούρναρης και η μάνα μου νοικοκυρά. Η πρώτη μου αγάπη ήταν η θάλασσα: ήθελα να γίνω ναυτικός. Το σπίτι μας ήταν διακόσια μέτρα από τη θάλασσα. Ο πατέρας μου, λυρικός τενόρος, τραγουδούσε άριες μαζί με τα ζακυνθινά τραγούδια και τους ψαλμούς της εκκλησίας. Αυτά άκουγα από παιδί. Αυτά με επηρέασαν βαθιά…» είχε πει ο ίδιος για την καταγωγή του.

Θα τονίσει, μάλιστα, πως η πρώτη του επαφή με τη μουσική ήταν στις ταβέρνες που τραγουδούσε ο πατέρας του με τους φίλους του. Εκεί γοητεύτηκε από την Ιόνια μουσική παράδοση, τα ιταλιάνικα κατάλοιπα που συνυφαίνονταν τόσο αρμονικά με τους ντόπιους λαϊκούς ρυθμούς. Ταυτόχρονα, οι στίχοι των δύο Ζακυνθινών ποιητών, του Ανδρέα Κάλβου και του Διονύσιου Σολωμού, έγιναν τα δικά του «ευαγγέλια», στα οποία θα επέστρεφε συνεχώς σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Περπάτησε στους δρόμους και στα μέτρα τους και, όταν μεγάλωσε, τους έκανε δασκάλους, ήρωες και εμπνευστές του έργου του. Μελετούσε τους στίχους, τους έπλαθε μουσικά ξανά και ξανά με το πιάνο και την κιθάρα του, μια μαθητεία που ξεκίνησε από τα πρώτα μουσικά του βήματα και έληξε με το τέλος της ζωής του.

«Ω φιλτάτη πατρίς, ω θαυμασία νήσος, Ζάκυνθε·

συ μου έδωκας την πνοήν, και του Απόλλωνος τα χρυσά δώρα!

Ποτέ δε σε ελησμόνησα, ποτέ·

Και η τύχη μ’ έρριψε μακρά απόσε·

με είδε το πέμπτον του αιώνος εις ξένα έθνη.

Χαίρε Αυσονία, χαίρε και συ Αλβιών,

χαιρέτωσαν τα ένδοξα Παρίσια·

ωραία και μόνη η Ζάκυνθος με κυριεύει.»

Στη Ζάκυνθο έμαθε τα γράμματα των χρωμάτων και των ήχων, και έμεινε για πάντα μαθητής τους. Η τροχιά του Δημήτρη Λάγιου ως καλλιτέχνη ξεκίνησε όταν άρχισε να ονειρεύεται πάνω στα ζακυνθινά βράχια, ατενίζοντας τις ώχρες και τα μοβ, τα αφρισμένα κύματα και τους προσαναλοτισμούς του ήλιου. Ίσως να ήταν ο τελευταίος συνθέτης που μοσχοβολούσε ποίηση και ευγένεια, που η λυρικότητα του λόγου παίρνει στο πρόσωπό του πραγματική υπόσταση και δεν χάνεται σε σοβαροφανείς φαιδρότητες.

Ακολούθησαν εξαιρετικές σπουδές στη μουσική για τον Δημήτρη Λάγιο. Πιάνο, ανώτερα θεωρητικά και κιθάρα στο Εθνικό Ωδείο της Αθήνας, δίπλα σε μεγάλους δασκάλους όπως ο Μιχάλης Βούρτσης και ο Δημήτρης Δραγατάκης. Αργότερα, εντατικά μαθήματα μουσικής ανάλυσης, δίπλα στον άλλο μεγάλο δάσκαλο του, τον Ernest Brown, στην Αμερική, όπου έμεινε τέσσερα χρόνια. Στην Αμερική γνώρισε και τον μεγάλο έρωτα της ζωής του, την μετέπειτα σύζυγό του Πέγκυ, την «αιώνια» σύντροφό του.

Το 1979 επιστρέφει επίσημα στην Ελλάδα όπου αρχίζει να ασχολείται με διάφορες μορφές σύνθεσης. Μελετά σκληρά, επιμελείται και ενορχηστρώνει έργα άλλων μουσικών, οργανώνει, διασκευάζει και γράφει μουσική. Γράφει, γράφει, γράφει πυρετωδώς, σαν να προσπαθεί να κυνηγήσει τον χρόνο που δεν φτάνει, δεν θα φτάσει ποτέ για τον Δημήτρη Λάγιο. Σαν να ήξερε πως έπρεπε να προλάβει να εκφράσει την ψυχή του. Το είχε δηλώσει άλλωστε, «εμένα ο θάνατος είναι φίλος μου, ο χρόνος είναι εχθρός μου». Γράφει μουσική για το θέατρο, μουσική δωματίου, μουσική για μπαλέτο, τραγούδια, έργα συμφωνικά, έργα ορχηστρικά για διάφορα όργανα, μελοποιεί ποιητές, γράφει δικούς του στίχους. Το άγγιγμα της μούσας είναι γενναιόδωρο, και ο Λάγιος επελαύνει με πάθος στις δαιδαλώδεις λεωφόρους της μουσικής.

Το 1980 θα εκδώσει τον πρώτο του δίσκο με τίτλο «Ρήγας Φεραίος» ο οποίος κυκλοφόρησε σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων. Πρόκειται για μια εργασία πάνω στο προ-επαναστατικό τραγούδι της Ελλάδας, ένα από τα ερευνητικά ενδιαφέροντα του Λάγιου που μελετούσε με πάθος την ελληνική λαϊκή παράδοση.

Ο «Ηλιος ο Ηλιάτορας», η μελοποίηση του ομώνυμου έργου του Οδυσσέα Ελύτη που τον έκανε ευρύτερα γνωστό στο ελληνικό μουσικό στερέωμα θα έρθει τη διετία του 1982-83. Όταν έμαθε ο Ελύτης πως ο νεαρός, τότε, Λάγιος εργαζόταν πάνω στην ποίησή του, θέλησε να γνωρίσει τον μουσικό και να του επισημάνει ότι πάνω στους στίχους του είχαν ήδη δουλέψει τουλάχιστον 16-17 άλλοι συνθέτες. «Δεν πειράζει, εγώ θα είμαι ο δέκατος όγδοος», του είχε απαντήσει ο Λάγιος. Όταν όμως ο νομπελίστας ποιητής άκουσε τα πρώτα προσχέδια του Λάγιου, του έδωσε την απεριόριστη συγκατάβασή του να συνεχίσει την εργασία του. Οι φιλόλογοι Ματίνα Παππά και Μαρία Μανδραλή γράφουν για το ίδιο το έργο : ο «Ήλιος ο Ηλιάτορας» γραμμένος από τον ποιητή την εποχή της δικτατορίας (1971), είναι μια ποιητική σύνθεση σε δομή θεατρική. Ένα έργο γεμάτο ήλιο, φως, θάλασσα, γεμάτο μνήμες και ιστορία. στην αρχή ο αφηγητής παρουσιάζει τον Ήλιο και αυτός διαλαλεί την προτίμησή του για την Ελλάδα με τις ομορφιές της. Ένας χορός γυναικών απαντά πως η χώρα είναι φτωχή και βασανισμένη. Ο Ήλιος τότε στέλνει τους τέσσερις ανέμους να διαπιστώσουν αν όλα αυτά είναι αλήθεια. Οι άνεμοι αναφέρουν ότι πραγματικά η Ελλάδα είναι μια χώρα λύπης και ομορφιάς. Στη συνέχεια ο Ήλιος συλλογίζεται πάνω στον αντιφατικό χαρακτήρα αυτού του τόπου και των ανθρώπων του. Πληροφορεί πως ακόμα κι αυτός πληρώνει για το φως του, τίποτε δεν κερδίζεται χωρίς πόνο, όμως χρειάζεται κουράγιο, γιατί τελικά… «Σ’ ευλογημένη μέρα βγάζει το κακό».

Στον δίσκο συμμετέχουν ο Γιώργος Νταλάρας, η Σαββίνα Γιαννάτου, η Ελένη Βιτάλη, ο Νίκος Δημητράτος και ο χορωδία Λαμίας.

Αναγνωρίζοντας, πλέον, κάποια σημεία του χαρακτήρα του Λάγιου, είναι εμφανές γιατί γοητεύτηκε από τους συγκεκριμένους στίχους του Ελύτη, γιατί θέλησε να του κάνει και δικούς του. Η όμορφη και παράξενη πατρίδα του ποιητή συνταίριαζε με τις ιδιαίτερες τροπικότητες της ψυχοσύνθεσης του Λάγιου. Έτσι έβλεπε τον τόπο του ο Λάγιος, έτσι ήταν και ο ίδιος. Ξεκινούσε από τα μικρά, τα απλά, τα καθημερινά για να καταλήξει στα μεγάλα και τα σπουδαία.

«Όμορφη και παράξενη πατρίδα
Ω σαν αυτή που μου ‘λαχε δεν είδα

Ρίχνει να πιάσει ψάρια πιάνει φτερωτά
Στήνει στην γη καράβι κήπο στα νερά
Κλαίει φιλεί το χώμα ξενιτεύεται
Μένει στους πέντε δρόμους αντρειεύεται

Όμορφη και παράξενη πατρίδα
Ω σαν αυτή που μου ‘λαχε δεν είδα

Κάνει να πάρει πέτρα την επαρατά
Κάνει να τη σκαλίσει βγάνει θάματα
Μπαίνει σ’ ένα βαρκάκι πιάνει ωκεανούς
Ξεσηκωμούς γυρεύει θέλει τύρρανους

Όμορφη και παράξενη πατρίδα
Ω σαν αυτή που μου ‘λαχε δεν είδα»

 

Ακολουθεί αμέσως μετά, το 1984, το σπουδαίο έργο του που τον καθιερώνει πια μουσικά, το «Άη-Λαός» σε στίχους του Μιχάλη Μπουρμπούλη. Βασική ερμηνεύτρια του δίσκου είναι η συγκλονιστική Σωτηρία Μπέλλου. Πρόκειται, ίσως, για τον τελευταίο δίσκο της ελληνικής μουσικής που αναζητούσε ακόμα τη συνύφανση της λαϊκότητας με την υψηλή τέχνη, βασικό διακύβευμα των πρώτων χρόνων της Μεταπολίτευσης. Επρόκειτο για μια συλλογή τραγουδιών με αφετηρία τη Μικρασιατική Καταστροφή και την πορεία της Ελλάδας μετά από αυτή. Ο ίδιος ο δίσκος είναι ένα κρυμμένο διαμάντι από άκρη σε άκρη, και η σπαρακτική φωνής της Μπέλλου τον εκτόξευσε σε άλλα επίπεδα δημιουργικότητας. Δυστυχώς, λόγω του θανάτου του Αλέκου Πατσιφά, δημιουργό της LYRA, ο δίσκος δεν είχε την δημοσιότητα που του άρμοζε για την ποιότητά του.

Οι στίχοι του Μπουρμπούλη και η φωνή της Μπέλλου, ένα μοναδικό πάντρεμα δραματικής καλλιτεχνίας, εφάμιλλο των έργων των μεγάλων συνθετών.

«Θα με δικάσει ο κούκος και τ’ αηδόνι
Μα στην Αγιάσο σταυρουδάκι μου χρυσό
Τις νύχτες που θα πέφτει άσπρο χιόνι
Οι τσέτες θα κρεμάνε το χριστό

Στον ουρανό που κάναμε ταβάνι
Δε βλέπουμε τις νύχτες ξαστεριά
Κουρσάροι φράγκοι βενετσιάνοι
Μας πούλησαν για γρόσια και φλουριά

Στην Τροία μεγαλώνουνε τα στάχυα
Και στην Αγιάσο σε μιαν έρμη εκκλησιά

Ζωγράφισε ο Θεόφιλος με αίμα
Το χάρο να φοράει θαλασσιά»

 

 

Η αμέσως επόμενη δουλειά του Δημήτρη Λάγιου  είναι το «Εδώ που γεννηθήκαμε», που ετοιμαζόταν παράλληλα με τον «Άη-Λαό» και έτσι εκδίδεται και αυτό το 1984.  Και σ’ αυτό το πόνημά του, ο Λάγιος γράφει μοναδικές μελωδίες που σε συνδυασμό με τους κοινωνικούς ή ερωτικούς στίχους του Λάδη, δημιουργούν 11 ιδιαίτερες μουσικές στιγμές που ερμήνευσε ο Αντώνης Καλογιάννης. Η ενορχήστρωση και η διεύθυνση ορχήστρας ήταν του συνθέτη και η παραγωγή του Φίλιππου Παπαθεοδώρου. Ηχογραφήθηκε στο Studio Polysound από τον Γαβριήλ Παντζή με βοηθό τον Γ. Παπαχριστοφόρου.

Από τον δίσκο ξεχωρίζει το τραγούδι «Τι και αν δεν ξέρω πως σε λένε», ένα κομμάτι που αγαπήθηκε πολύ καθώς θυμίζει παλαιότερες, ίσως πιο ξέγνοιαστες χρονικές συγκυρίες ανεκπλήρωτων ερωτικών πόθων.

 

«Πάλι κι απόψε σε γυρεύω

στα φώτα και στον κουρνιαχτό,

το πρόσωπό σου ζητιανεύω

επάνω του να ξεχαστώ.

Έλα φιλιά να σε ποτίσω,

της μοναξιάς μου γιασεμί

να γείρω και να σε φιλήσω,

κι ας είναι μόνο μια στιγμή.

Τι κι αν δεν ξέρω πως σε λένε Άννα, Μαρία ή Λαμπρινή

 ξέρω τα μάτια σου πώς καίνε

αστέρια μεσ’ στην πόλη αυτή»

 

Ταυτόχρονα, εκείνη την εποχή ο Δημήτρης Λάγιος δεν παύει να εργάζεται για τη Ζακυνθινή λαϊκή παράδοση. Αποτέλεσμα αυτής της έρευνας κι αυτής της αγάπης ήταν έξι δισκογραφικές δουλειές και η δημιουργία ενός συνόλου καλλιτεχνών, που το ονόμασε «Μουσικό Ασκηταριό» και με τη βοήθεια του οποίου διοργάνωσε γιορτές «Τέχνης και Λόγου» στη Ζάκυνθο. Παράλληλα, στη δεκαετία του 1980 ιδρύθηκαν από τον Λάγιο το Κάλβειο Κέντρο Μουσικών Μελετών και η Κάλβειος Μουσική Σχολή. Σκοπός του ήταν να διασώσει τη μουσική παράδοση του τόπου του, της Ζακύνθου, αλλά και της χώρας εν γένει όσο και να προσφέρει όσα περισσότερα μπορούσε στην τέχνη.

Στις 7 Απριλίου του 1985, την ημέρα των γενεθλίων του, γεννήθηκε ο «μυστικός του έρωτας», όπως τον αποκαλούσε, η βαθιά αγάπη του για το άλλο νησί που επέλεξε ως δεύτερη πατρίδα, την Κύπρο. Μάλιστα, η αγάπη του για την Κύπρο γεννήθηκε την ίδια χρονιά μαζί με την κόρη του, που την ονόμασε Υακίνθη προς τιμή της Ζακύνθου του. Σε κάθε περίπτωση, με αφορμή μια συναυλία που έδωσε εκείνη την ημέρα, ο Λάγιος αγάπησε την Κύπρο όπως αγάπησε και τη Ζάκυνθο, γοητεύτηκε από τη δική της λαϊκή παράδοση, από τις φωνές του ανέμου και των κυμάτων του βασανισμένου αυτού τόπου. Γράφει στίχους, της αφιερώνει δισκογραφικές δουλειές, τη ζωή του ολόκληρη. Ξεχωρίζει ο δίσκος «Των Αθανάτων», γραμμένος 1988, σε ποίηση απαγχονισμένων αγωνιστών της Κύπρου, ο οποίος κυκλοφόρησε μετά τον θάνατό του, το 1993.

Μελοποιεί και άλλους ποιητές, ταυτίζεται με την ποίηση του Κώστα Καρυωτάκη, για τον οποίο γράφει το έργο «Ιδανικοί Αυτόχειρες» το 1989, ο οποίος δεν κυκλοφόρησε ποτέ. Γοητεύεται, όμως, και από τις μουσικές του Νικόλα Άσιμου, από τη διαρκή πάλη της ζωής, του έρωτα και του θανάτου. Συγκλονιστικός, στο πιάνο του, θα ερμηνεύσει το «Αγαπάω και Αδιαφορώ» στην εκπομπή της Μαλβίνας Κάραλη, έναν χρόνο μετά την αυτοκτονία του Άσιμου.

Λυγερόκορμος, σαν μια φιγούρα βγαλμένη από κάποιον πίνακα του Ελ Γκρέκο ή από εκκλησιαστικό συναξάρι, ο Λάγιος χτυπάει νευρικά στο πιάνο του τη μελωδία του Άσιμου, ένα λυρικό ουρλιαχτό που βγαίνει σαν ψαλμωδία από τα χείλη του. Έτσι και αλλιώς, τυχεροί υπήρξαν στη ζωή εκείνοι που τους αφιερώθηκε αυτό το τραγούδι. Και ο Λάγιος υπήρξε ερωτευμένος με την ιδέα της ζωής, όπως και με την ιδέα του έρωτα.

Είχε ήδη διαγνωστεί με καρκίνο του πνεύμονα, πιο επιθετικό και από τα χτυπήματα στα πλήκτρα του πιάνου του.

Δεν κάπνιζε, δεν έπινε, τελούσε μια ζωή σχεδόν ασκητική, και όμως, ο θάνατος είχε κερδίσει την παρτίδα του σκακιού. Το κύκνειο άσμα του, η προσωπική συλλογή τραγουδιών που έκανε τον κόσμο να τον γνωρίσει και να τον αγαπήσει πραγματικά και εκδόθηκε έπειτα από επίπονες προσπάθειες του Γιώργου Νταλάρα, θα κυκλοφορήσει ολοκληρωμένη λίγες ημέρες μετά τον θάνατό του το 1991. Ο ίδιος δεν κατάφερε ποτέ να κρατήσει τον δίσκο του στα χέρια του. Το χορόδραμα του έχει τίτλο «Ερωτική Πρόβα». Ο κανονικός τίτλος είναι «Ερωτική Πρόβα στο Θάνατο», αλλά ο Λάγιος έστειλε ένα μικρό σημείωμα λίγες ημέρες πριν πεθάνει στην Άννα Νταλάρα λέγοντας πως θέλει να παραμείνει μόνο ως «Ερωτική Πρόβα». Μέχρι την τελευταία στιγμή, από το νοσοκομείο, ξόρκιζε το κακό.

Στην «Ερωτική Πρόβα» ο Λάγιος μιλάει για τους φυλακισμένους και εξιδανικευμένους ερωτικούς πόθους μιας ατελείωτης προσμονής, αντιπαραθέτει τον έρωτα με τον θάνατο, όχι τον σωματικό μα τον πνευματικό, εκείνον που έρχεται από τις μεταλλάξεις των συναισθημάτων μας απέναντι σε εκείνους που ποθούμε περισσότερο. Είναι μια ωδή στο πάθος, στη διαρκή αμφισβήτηση του εαυτού μας και στις φοβίες που μας στοιχειώνουν όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με εκείνα συναισθήματα που μας υπερβαίνουν, που μας καταδιώκουν και καταλήγουν να μας κυριεύουν.

«Είναι το χρώμα που με τρελαίνει
Που με τρελαίνει
Φτιάχνει στεφάνι στο πρόσωπό μου
Με σημαδεύει

Πως το φοβάμαι τέτοιο χρώμα
Πως με μεθάει πως το μισώ
Πως το μισώ
Πως νιώθω φόβο με τέτοιο χρώμα
Πως με μεθάει πώς το μισώ
Πως το μισώ

Πόθοι κλεισμένοι φυλακισμένοι
Φυλακισμένοι
Στο αίμα με πάθος μου φέρνουν δίψα
Μόνος καίγομαι

Πως νιώθω φόβο με τέτοιο χρώμα
Πως με μεθάει πως το μισώ
Πως το μισώ

Το χρώμα σπάζει πάνω στην πέτρα
Μέσα στην άμμο
Πάει στη μάνα στο πένθοσ πάει
Με όλα ταιριάζει

Πως το φοβάμαι τέτοιο χρώμα
Πως με μεθάει πως το μισώ
Πως το μισώ
Πως νιώθω φόβο με τέτοιο χρώμα
Πως με μεθάει πως το μισώ
Πως το αγαπώ αυτό το μωβ»

 

 

Στις 11 Απριλίου του 1991, το πιάνο του Δημήτρη Λάγιου θα σιγήσει για πάντα και οι μουσικές του θα παραμείνουν πια τα όνειρα ενός αλλοτινού καιρού, μακρινού και άπιαστου. Σαν ξωτικό εμφανίστηκε σε αυτήν την όμορφη και παράξενη πατρίδα και έτσι ταξίδεψε μακριά από αυτήν, αφήνοντας στο διάβα του μόνο ευωδιαστά λουλούδια και μια απόκοσμη ευγένεια που έβγαινε από τα βάθη της ψυχής του.

«Θέλω να δω την Υακίνθη 20 χρονώ. Πόσο το θέλω!

Έχω το δικαίωμα να τη δω, κι αν δεν το ‘χω, θα το πάρω!
Δυο κοριτσάκια στο σπίτι μας μόνα; Όχι! Ποτέ!

Δεν είναι δυνατόν να τα αφήσω! Πρέπει να υπερβώ τα πάντα!

Κι αν εγώ φταίω για όλα, πρέπει να πληρώσω, ναι, αλλά όχι με το φευγιό. Νομίζω ότι αρκετά πλήρωσα μέσα στο θυελλώδη και πανάσκημο αυτό χρόνο!!!

Άλλα, κι άλλα τόσα μπορώ ν’ αντέξω, φτάνει να μη φύγω. Και δε θα φύγω Είναι πολύ νωρίς ακόμα»

Δ. Λάγιος (20.2.91)

Οι στάχτες του, έπειτα από παράκλησή του, σκορπίστηκαν στις θάλασσες της Ζακύνθου και της Κύπρου. Ίσως, κάποιο βράδυ, το παιχνίδισμα των κυμάτων στις ακρογιαλιές να συντονίζεται με τις μελωδίες του, για εκείνον που θέλει να τις ακούσει.

Περαστικός και αμίλητος, και απ’ τη ζωή φευγάτος, Δημήτρη Λάγιε. Στην περίπτωσή σου και ο θεός ήταν άδικος και ο κόσμος σκάρτος.

 

 

Βιβλιογραφία:

Δημήτρης Λάγιος «Ερωτική Πρόβα στον Θάντο» με 14 έργα του Γιάννη Ψυχοπαίδη, εκδόσεις Καστανιώτη.