Οι 10 θέσεις της Ένωσης Ενοικιαστ(ρι)ών Θεσσαλονίκης για τη στεγαστική κρίση:

«1. Η παρούσα στεγαστική κρίση δεν οφείλεται μόνο στις τάσεις της αγοράς αλλά και σε μεταρρυθμίσεις που αποσκοπούν στην εμπορευματοποίηση της κατοικίας και στη μετατροπή της σε επενδυτικό προϊόν. Τα τελευταία χρόνια, έγινε μια σειρά από πολιτικές παρεμβάσεις που στόχο είχαν να αναθερμάνουν την κτηματαγορά και να διευκολύνουν τις επενδύσεις στον κτηματομεσιτικό τομέα. Αποτέλεσμα αυτών των πολιτικών ήταν η κατακόρυφη αύξηση της αξίας των ακινήτων, η αλλαγή χρήσης τους από οικιστική σε τουριστική και εμπορική και η σταδιακή συγκέντρωση του οικιστικού αποθέματος στα χέρια όλο και λιγότερων κτηματομεσιτικών συμφερόντων.

2. Η αναθέρμανση της αγοράς στον τομέα του ενοικίου εκτοξεύει τις τιμές σε δυσπρόσιτα επίπεδα για το μέσο νοικοκυριό. Η μείωση της ιδιοκατοίκησης συνεπάγεται αύξηση του αριθμού των ενοικιαστ(ρι)ών. Ταυτόχρονα, η αλλαγή χρήσης των ακινήτων, συγκεκριμένα οι εμπορικές και τουριστικές επενδύσεις και η βραχυχρόνια μίσθωση, αλλά και η ύπαρξη πολλών άδειων κατοικιών, μειώνουν το απόθεμα. Οι μόνιμοι κάτοικοι της πόλης δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν σε αυτές τις τιμές καθώς ανταγωνίζονται ενοικιαστές με υψηλότερα εισοδήματα, όπως οι τουρίστες και οι ψηφιακοί νομάδες.

3. Η αύξηση των τιμών της κτηματαγοράς αποτελεί προϊόν όχι ενός “φυσικού” νόμου προσφοράς και ζήτησης αλλά της πολιτικής επιρροής μιας συμμαχίας ανάμεσα σε εκμισθωτές, κτηματομεσιτικά και κατασκευαστικά συμφέροντα, και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς. Αυτοί οι δρώντες αντιμετωπίζουν την πόλη όχι ως ζωτικό χώρο κατοίκησης για άτομα και νοικοκυριά, αλλά ως πεδίο κερδοσκοπίας. Οι εκμισθωτές επωφελούνται από την μεταρρύθμιση της κτηματαγοράς στον βαθμό που αυτή ανεβάζει την αξία των ιδιοκτησιών τους και δημιουργεί ευκαιρίες για μεγαλύτερη κερδοσκοπία εις βάρος των ενοικιαστ(ρι)ών.

4. Η αγορά είναι κοινωνικός θεσμός, δηλαδή ανθρώπινο δημιούργημα, και σκοπός της θα έπρεπε να είναι η ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών. Σήμερα, με συγκεκριμένες πολιτικές και παρεμβάσεις, η αγορά εξυπηρετεί την κερδοφορία χρηματοπιστωτικών οργανισμών, κατασκευαστικών εταιρειών, εκμισθωτών και μεσιτών. Είναι απαραίτητες λοιπόν θεσμικές παρεμβάσεις για να προσανατολιστεί ξανά στην εξασφάλιση του κοινωνικού αγαθού της στέγασης. Χρειάζονται όμως και πολιτικές στην κατεύθυνση της απο-εμπορευματοποιησης και κοινωνικονικοποίησης της κατοικίας.

5. Το παραδοσιακό μοντέλο της μικρής ιδιοκτησίας και της γενικευμένης ιδιοκατοίκησης, που αποτελούσαν το θεμέλιο της στεγαστικής ασφάλειας στην Ελλάδα για πολλές δεκαετίες, πλήττεται ευθέως. Τα πραγματικά εισοδήματα συρρικνώνονται, ο στεγαστικός δανεισμός μειώνεται συνεχώς και τα επιτόκια αυξάνονται. Οι πόροι που παλαιότερα χρησιμοποιούσε η οικογένεια για να εξασφαλίσει κατοικία στα νεότερα μέλη της έχουν εξανεμιστεί με αποτέλεσμα οι νεότερες γενιές είτε να μένουν εγκλωβισμένες στη γονεϊκή κατοικία είτε να καταφεύγουν στην όλο και πιο απρόσιτη ενοικίαση. Ταυτόχρονα, πολλά υπερχρεωμένα νοικοκυριά χάνουν τα σπίτια τους προς όφελος διεθνών κερδοσκοπικών οργανισμών, και έτσι εξωθούνται και αυτά στον ήδη κορεσμένο τομέα του ενοικίου.

6. Οι χαμένοι/ες σε αυτή τη διαδικασία είμαστε εμείς, οι ενοικιαστ(ρι)ες. Οι ενοικιαστές και οι ενοικιάστριες αποτελούμε περίπου το ¼ του πληθυσμού, και στα αστικά κέντρα όπως η Θεσσαλονίκη, το ⅓. Σήμερα βρισκόμαστε σε δεινή κατάσταση, αφού οι τιμές των ενοικίων αυξάνονται με καλπάζοντα ρυθμό, κατά μέσο όρο 7% ετησίως από το 2016 και μετά, με συνολική αύξηση πάνω από 70% μέχρι το 2024, ενώ τα πραγματικά εισοδήματα μένουν στάσιμα και πλήττονται από τη γενικευμένη αύξηση του κόστους ζωής.

7. Οι ενοικιαστες και οι ενοικιάστριες είμαστε το τμήμα του πληθυσμού που βιώνει την εντονότερη στεγαστική επισφάλεια. Η πλειοψηφία των νοικοκυριών ενοικιαστ(ρι)ών δαπανούμε μεγάλο ποσοστό του εισοδήματός μας σε στεγαστικά κόστη. Αυξήσεις της τάξης του 50% ή και 100% μετά τη λήξη του συμβολαίου αποτελούν πλέον τον κανόνα. Οι ενοικιαστ(ρι)ες αναγκαζόμαστε να περικόψουμε άλλες βασικές μας ανάγκες για να αντεπεξέλθουμε στα έξοδα στέγασης. Επίσης εξαναγκαζόμαστε σε συνεχείς μετακινήσεις σε αναζήτηση προσιτής κατοικίας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται: απώλεια των κοινωνικών δεσμών μας και του δικτύου υποστήριξής μας, αλλαγή σχολικού περιβάλλοντος για τα παιδιά μας, κτλ. Ταυτόχρονα, το στεγαστικό απόθεμα παλιώνει και δε συντηρείται επαρκώς, ενώ η χαμηλή ενεργειακή απόδοση του επιβαρύνει ακόμα περισσότερο όσους/ες βρισκόμαστε στο ενοίκιο. Οι ενοικιαστ(ρι)ες καλούμαστε να πληρώσουμε όλο και πιο υψηλά μισθώματα για όλο και πιο ακατάλληλα σπίτια.

8. Η αγορά του ενοικίου αποτελεί σήμερα ζούγκλα. Εκμισθωτές και μεσίτες είναι ελεύθεροι, με ανεξέλεγκτες, καταχρηστικές και συχνά παράνομες πρακτικές, να μεγιστοποιούν το κέρδος τους εις βάρος των πιο αδύναμων. Η κατάσταση αυτή έχει φέρει σε απόγνωση τα νοικοκυριά.

9. Το κράτος όχι μόνο δεν παίρνει μέτρα για την καταπολέμηση της στεγαστικής κρίσης, αλλα υποδαυλίζει την κερδοσκοπία. Η Ελλάδα παραμένει η μοναδική χώρα της ΕΕ με μηδενικό απόθεμα κοινωνικής κατοικίας. Μέτρα που στόχο έχουν τόνωση της ιδιοκατοίκησης, όπως το “Σπίτι μου”, όχι μόνο αποκλείουν το μεγάλο τμήμα της κοινωνίας που δεν έχει πρόσβαση σε τραπεζικό δανεισμό, αλλά και παραδόξως επιδεινώνουν τη στεγαστική κρίση, αυξάνοντας τη ζήτηση στην κτηματαγορά και μαζί και τις τιμές.

10. Η Ελλάδα δεν αντιμετωπίζει κρίση κατοικίας, αλλά κρίση στέγασης. Υπάρχουν επαρκείς κατοικίες, αλλά το μοντέλο χρήσης και διάθεσης τους αποτυγχάνει να καλύψει τις στεγαστικές ανάγκες του πληθυσμού. Ένα τεράστιο μέρος του αποθέματος παραμένει κενό, αλλά μόνο μικρό μέρος του αξιοποιείται, κι αυτό όταν υπάρχει υψηλό περιθώριο κέρδους ως τουριστικά καταλύματα ή κατοικίες για κοινωνικές ομάδες με υψηλά εισοδήματα. Η ανέγερση νεόδμητων πολυτελών κατοικιών, που αποτελεί σήμερα το μεγαλύτερο μέρος της οικοδομικής δραστηριότητας, όχι μόνο δεν λύνει το πρόβλημα προσφοράς στέγης, αλλά το οξύνει, συμπαρασύροντας προς τα πάνω τις τιμές σε μεγάλες οικιστικές περιοχές».