«Είναι ιστορική στιγμή, για πολλούς λόγους, όχι μόνο για τη Νέα Υόρκη, και νομίζω πως θα πρέπει να το χαρούμε. Eιδικά οι άνθρωποι οι οποίοι τρέξανε εδώ και πολύ καιρό για να συμβεί αυτό. Γιατί δεν είναι νίκη προσωπική αυτή μόνο του Μαμντάνι, ο οποίος προφανώς είναι άκρως χαρισματικός με μία εκπληκτική καμπάνια» τόνισε αρχικά και συνέχισε λέγοντας ότι η καμπάνια του «έχει κινηματικά χαρακτηριστικά».
«Καταρχήν αυτό που σκέφτομαι είναι ότι δεν έχει ξεπηδήσει από το πουθενά. Υπάρχουν συνέχειες εδώ. Το συγκρίνω με αυτό που είχε συμβεί κάποια χρόνια πριν με το κίνημα, την κινητοποίηση, γύρω από τον Μπέρνι Σάντερς. Εδώ σε μικρότερη κλίμακα, μια που μιλάμε για επίπεδο πόλης. Μιλάμε για περίπου 100.000 πλέον εθελοντές, μεταξύ των οποίων άνθρωποι που γνωρίζω προσωπικά, που ξέρω ότι δεν είχαν καμία ανάμειξη με την πολιτική μέχρι τώρα. Χτύπησαν εκατομμύρια πόρτες, σε μία καμπάνια που πάει πολύ πέρα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα οποία βέβαια χρησιμοποιήθηκαν σε πολύ μεγάλο βαθμό και με πολύ μεγάλη επιτυχία. Θα είναι αντικείμενο μελέτης για πολλά χρόνια αυτή η καμπάνια. Και με προσωπική οικονομική συμβολή από πάρα πολύ κόσμο επίσης. Όλη αυτή η καμπάνια βασίστηκε σε χρηματικά ποσά και δωρεές μικρότερες των 100 δολαρίων, σε μία πόλη η οποια είναι η πρωτεύουσα του καπιταλισμού κι ενώ, όπως είπε χαρακηριστικά και ο Μαμντάνι, κάποιοι εκατομμυριούχοι είχαν ξοδέψει περισσότερα χρήματα προκειμένου να τον βγάλουν εκτός κούρσας, από τα ποσά που σκοπεύει να τους φορολογήσει».
Απαντώντας σε ερώτηση για το πώς εξηγείται αυτό και το αν και το αν η εκλογή Μαμντάνι αποτελεί παράδειγμα, ανέφερε ότι:
«Νομίζω είναι σε μεγάλο βαθμό, ο φόβος για το τι μπορεί να ακολουθήσει, για το ότι μπορεί να δημιουργηθεί ένα τσουνάμι αντιδράσεων. Πριν μερικές μέρες, με τις πορείες υπό το σύνθημα “No Kings”, εκατομμύρια κόσμου βγήκαν στους δρόμους. Στο Σικάγο, ο δήμαρχος, Μπράντον Τζόνσον, μίλησε για γενική απεργία. Γενική απεργία σε όλη τη χώρα, όχι μόνο στην πόλη του Σικάγο. Έχουμε τέτοιου είδους αντιδράσεις σε τοπικό επίπεδο, οι οποίες είναι πλέον συστηματικές και επεκτείνονται απέναντι στο φαινόμενο Τραμπ, απέναντι στην οικονομική βία που ασκείται πάνω στον κόσμο εδώ και δεκαετίες, ενάντια στην καταστολή, ενάντια στον ρατσισμό. Η Νέα Υόρκη είναι πάρα πολύ καλό παράδειγμα για όλο αυτό. Οπότε, ναι, ο φόβος εδώ είναι όχι για τα οικονομικά μέτρα που έχει εξαγγείλει, τα οποία θα τα έλεγα μάλλον μετριοπαθή».
Σχολιάζοντας τις επίθεσεις κατά του Μαμντάνι από την πλευρά των Ρεπουμπλικάνων, όπως το ότι «είναι κομμουνιστής», όπως ανέφερε ο Τραμπ, σχολιασε ότι «η λέξη σοσιαλιστής πλέον δεν αποτελεί και μεγάλο κίνδυνο. Δηλαδή πλέον έχει μπει λίγο στο mainstream, στον κοινό λόγο με έναν τρόπο, και δεν αποτελεί τόσο φόβητρο. Ενώ το κομμουνιστής ακόμα είναι στίγμα, οπότε έχουμε λίγο δρόμο ακόμα».
«Nομίζω ότι θα είναι σημείο καμπής» τόνισε. «Bέβαια σε αυτή τη χώρα, με όλα όσα συνέβησαν μια δεκαετία πριν, ο φόβος είναι υπαρκτός για υπαναχωρήσεις κτλ. Αλλά νομίζω υπάρχει μια εγρήγορση και από τα κάτω, την οποία την βλέπουμε ενδεικτικά κάθε φορά, που εμφανίζεται ο ICE σε διάφορες πόλεις».
Αναφέρθηκε και στις υπόλοιπες νίκες των Δημοκρατικών, σε εκλογικές αναμετρήσεις το βράδυ της 4ης Νοεμβρίου, σημειώνοντας ότι «τώρα βέβαια θα φανεί προς ποια κατεύθυνση θα πάει το Δημοκρατικό Κόμμα. Το αν θα σπρώξει όλο αυτό και το Δημοκρατικό Κόμμα, το οποίο εδώ και πολλά χρόνια ουσιαστικά έχει απολύτως συγκλίνει με το κόμμα των Ρεπουμπλικάνων, ειδικά σε επίπεδο οικονομικών πολιτικών, έχουν κάνει εδώ και χρόνια τις μεγαλύτερες περιστολές στο κράτος Πρόνοιας».
Συνέχισε εξηγώντας πως «ο Μαμντάνι είχε την στήριξη των πιο προοδευτικών, σοσιαλιστών, δημοκρατικών όπως του Σάντερς, της Κορτέζ, των πιο γνωστών προσώπων αυτής της τάσης. Από την άλλη, σημειώνεται μια τεράστια άνοδος των δημοκρατικών σοσιαλιστών, που δεν είναι κόμμα, είναι κίνηση. Όπως είπα και πριν, ο χαρακτηρισμός σοσιαλιστής πλέον δεν αποτελεί την πιο βρώμικη λέξη, έχει κανονικοποιηθεί με έναν τρόπο».
«Αυτό που περιμένουμε νομίζω να δούμε τώρα είναι σε ποιο βαθμό και σε ποια κατεύθυνση θα μπορέσει να σπρώξει τους Δημοκρατικούς, από τους οποίους δεν περιμένουμε βέβαια καμία ιδιαίτερη ριζοσπαστικοποίηση. Ακόμη παλεύουν να βρουν άνθρωπο ο οποίος θα βγει μπροστά για να τους αντιπροσωπεύσει και να τρέξει στις επόμενες εκλογές. Η Κάμαλα Χάρις δήλωσε ότι πάλι θα τρέξει στις εκλογές. Είναι απαράδεκτο. Είναι σαφές ότι δεν έχουν κάνει καμία αυτοκριτική» πρόσθεσε.
«Υπάρχει πολύ μεγάλη αμηχανία στην ηγεσία των Δημοκρατικών, λόγω της πρόσδεσης στα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα» ανέφερε. «Να μην ξεχνάμε ότι ο Μαμντάνι έτρεξε με μια βαθιά αντισιωνιστική ατζέντα» υπενθύμισε επίσης η κ.Λαλάκη, ενώ αναφέρθηκε εκτενώς στη μάχη στο εσωτερικό των Δημοκρατικών για την κατεύθυνση που θα ακολουθήσει το κόμμα.
«Αυτό που ίσως θα πρέπει να λάβουμε υπ όψιν, ως απάντηση ίσως και στους πιο διστακτικούς και επιφυλακτικούς απέναντι σε όλο αυτό τον ενθουσιασμό, είναι ότι το πολιτικό παιχνίδι είναι πολύ ανοιχτό» εκτίμησε. «Δηλαδή αυτή τη στιγμή έχουμε τη διστακτική στήριξη της κυβερνήτριας της Νέας Υόρκης και την έστω και αργοπορημένη στήριξη του Χακίμ Τζέφρις, ο οποίος είναι αντιπρόσωπος των Δημοκρατικών. Σύντομα όλοι αυτοί θα τρέξουν για επανεκλογή. Σίγουρα θα προσπαθήσουν να επενδύσουν στη δημοτικότητα του Μαμντάνι και γνωρίζουν πολύ καλά ότι αν δεν τον στηρίξουν, πιθανώς να μην εκλεγούν».
Τέλος, εκτίμησε πως «υπάρχει μία ριζοσπαστικοποίηση, διάφορα κύματα της οποίας βλέπουμε εδώ και χρόνια. Θα μπορούσαμε να πάμε πίσω στο αντιπολεμικό κίνημα στις αρχές του αιώνα, μετά στο Occupy Wall Street… Υπάρχει μια βάση έστω της πολιτικής σκέψης, αλλά και μία μία τάση προς συλλογικές προσπάθειες και κινήσεις, σε μία πόλη και σε μία χώρα που είναι το κέντρο του φιλελευθερισμού και του ατομικισμού. Η καμπάνια η ίδια έχει χαρακτηριστικά κινημάτων που είδαμε για παράδειγμα τη δεκαετία του 1950, πόρτα πόρτα, παράλληλα με τη χρήση των νέων μέσων κτλ. Η ελπίδα η δική μου και πολλών νομίζω είναι το ότι ακόμα και αν ο Μαμντάνι δεν καταφέρει να πραγματοποιήσει όλους τους στόχους που έχει βάλει, νομίζω πρόκειται για μία κίνηση που συμβαίνει όχι μόνο στη Νέα Υόρκη αλλά και σε άλλες πόλεις, σε άλλες Πολιτείες της χώρας. Και εκεί νομίζω μπορεί κανείς να εναποθέσει τις ελπίδες του».