Να δούμε τι κάνουν και οι «Κουτόφραγκοι» εκδότες με το internet
Να δούμε τι κάνουν και οι «Κουτόφραγκοι» εκδότες με το internet
Της Σόνιας Χαϊμαντά
Τρεις εφημερίδες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον πλανήτη «συμφιλιώθηκαν» τελικά με την ιδέα ότι το να χρεώνουν τους επισκέπτες των ιστοσελίδων τους είναι ο μοναδικός τρόπος για να επιβιώσουν. Ωστόσο, διαφέρουν ριζικά οι προσεγγίσεις τους για το πώς θα πρέπει να χρεώνουν το περιεχόμενό τους, όπως επισήμαναν οι εκδότες των «New York Times», των «Times» του Λονδίνου και των «Financial Times» κατά τη διάρκεια της Παγκόσμιας Συνόδου για τα ΜΜΕ που διοργάνωσε το ειδησεογραφικό πρακτορείο Reuters την περασμένη εβδομάδα.
Το αναμενόμενο με ενδιαφέρον λανσάρισμα του συστήματος online πληρωμών των «New York Times» στις αρχές του νέου έτους θα αποτελέσει την πιο «φρέσκια» προσπάθεια να πειστούν οι αναγνώστες να πληρώνουν για κάτι που έχουν συνηθίσει να απολαμβάνουν δωρεάν.
Η προσπάθεια αυτή θα έρθει να πλαισιώσει τις αντίστοιχες των «Times» του Λονδίνου, οι οποίοι έχουν κάνει τις δικές τους δοκιμές στο θέμα της χρέωσης του περιεχομένου τους με ανάμεικτα αποτελέσματα.
«Παράγουμε πολύτιμο και σημαντικό περιεχόμενο και προσπαθούμε να διασφαλίσουμε ότι αμειβόμαστε δίκαια γι’ αυτό», δήλωσε στο Reuters ο Τσέις Κάρεϋ, εκτελεστικός διευθυντής της News Corp, μητρικού ομίλου των λονδρέζικων Times.
Τόσο ο Κάρεϋ όσο και άλλα υψηλόβαθμα στελέχη οργανισμών ΜΜΕ που μίλησαν στην σύνοδο του Reuters προσπαθούν να αναδιαμορφώσουν την τιμολογιακή τους πολιτική και τα «μπουκέτα» των προϊόντων τους, έτσι ώστε να μην αποθαρρύνουν τους διαφημιστές, οι οποίοι ανησυχούν για ενδεχόμενη πτώση των αναγνωστών που έχουν συνηθίσει στη δωρεάν πρόσβαση.
Η News Corp ελέγχει επίσης την αμερικανική «Wall Street Journal», η οποία παραμένει μια από τις ελάχιστες εφημερίδες που μπορούν να καυχηθούν για την εμπορική επιτυχία των online υπηρεσιών τους την τελευταία δεκαετία.
Ωστόσο, η στρατηγική τους, η οποία λειτούργησε με επιτυχία για μια οικονομική εφημερίδα, δεν απέδωσε ανάλογους καρπούς στο πιο πρόσφατο εγχείρημα της News Corp να αρχίσει να χρεώνει τους online αναγνώστες των «Times» του Λονδίνου.
Η News Corp έθεσε όλη την ειδησεογραφία στο διαδικτυακό τόπο των «Times» του Λονδίνου πίσω από μια ενιαία τιμολογιακή πολιτική, χρεώνοντας μια στερλίνα (περίπου 0,8 ευρώ) για μια ημέρα πρόσβασης και 2 στερλίνες (περίπου 1,6 ευρώ) για μια εβδομάδα πρόσβασης. Ως συνέπεια, η επισκεψιμότητα του διαδικτυακού τόπου των Times έπεσε κατά 90%!
«Η επιτυχία της στρατηγικής θα μετρηθεί σε βάθος χρόνων, όχι μέσα σε ένα τρίμηνο», δήλωσε ο κ. Κάρεϋ ενώ πρόσθεσε: «Τα ΜΜΕ θέλουν πάντα να κρίνουν σε ορίζοντα τριμήνου».
Οι «New York Times», από την άλλη πλευρά σχεδιάζουν να ανακοινώσουν ήδη από τον Ιανουάριο τις τιμές για το δικό τους μοντέλο, βάσει του οποίου θα χρεώνουν τους αναγνώστες αφότου θα έχουν ήδη επισκεφθεί έναν περιορισμένο αριθμό ιστοσελίδων στο διαδικτυακό τους τόπο, NYTimes.com.
Ο Άρθουρ Σουλτσμπέργκερ Τζούνιορ, εκδότης των «New York Times», έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στις ριζικές διαφορές με τις οποίες προσεγγίζουν τη χρέωση του online αναγνωστικού τους κοινού οι τρεις εφημερίδες.
«Παρακαλώ, μη μας συγκρίνετε με τους Times του Λονδίνου… Εμείς κάνουμε διαφορετικά πράγματα… Το να μας συγκρίνετε είναι λάθος», δήλωσε, προσθέτοντας ότι «εμείς θέλουμε να είμαστε μέρος του ψηφιακού οικοσυστήματος».
Αυτή θα είναι η δεύτερη μείζων προσπάθεια από πλευράς «New York Times» να πείσουν τους αναγνώστες να πληρώνουν, λαμβάνοντας υπόψη και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο κλάδος των Εκδόσεων.
«Θα κάνουμε δοκιμές, θα μάθουμε και θα προσαρμοστούμε», δήλωσε ο κ. Σουλτσμπέργκερ.
Ο κλάδος των Εκδόσεων σε ΗΠΑ και Βρετανία έχει πληγεί από μια άνευ προηγουμένου κάμψη της διαφημιστικής δαπάνης, η οποία έχει εξωθήσει πολλές εφημερίδες στη χρεοκοπία με αποτέλεσμα να χαθούν χιλιάδες θέσεις εργασίας.
Οι έντυπες εκδόσεις ανταγωνίζονται επίσης εταιρείες παροχής δωρεάν ψηφιακής ενημέρωσης και ψυχαγωγίας υπό την πίεση της ραγδαίας υποχώρησης των κυκλοφοριών τους.
Οι New York Times πειραματίστηκαν με μια στρατηγική χρεώσεων το 2005, αλλά την τερμάτισαν το 2007, στην προσπάθειά τους να αντλήσουν έσοδα από τη χρέωση πρόσβασης στο πακέτο TimesSelect, το οποίο περιλάμβανε τους βραβευμένους αρθρογράφους τους, όπως οι Μωρήν Ντάουντ και Φρανκ Ριτς.
Η διευθύνουσα σύμβουλος των «New York Times», Τζάνετ Ρόμπινσον, χαρακτήρισε το TimesSelect επιτυχία, αλλά δήλωσε πως τερμάτισε την υπηρεσία προκειμένου να αυξήσει την επισκεψιμότητα των ιστοσελίδων της εφημερίδας.
Οι «New York Times» αφιέρωσαν το 2010 στην αξιολόγηση του προτεινόμενου μοντέλου χρέωσης, αντλώντας ιδέες από τους κλάδους των τηλεπικοινωνιών, της καλωδιακής τηλεόρασης, ακόμα και την εταιρεία αδυνατίσματος WeightWatchers, η οποία χρεώνει τους χρήστες του διαδικτυακού της τόπου για να τους παρέχει σε βάθος διατροφικές συμβουλές.
Η κ. Ρόμπινσον δεν έδωσε λεπτομέρειες για το τιμολογιακό μοντέλο που θα ακολουθήσουν από τις αρχές του νέου έτους οι «New York Times», αλλά κατέστησε σαφές ότι θα έχει διαφορές σε σχέση με το αντίστοιχο των «FT», από το οποίο άντλησαν έμπνευση.
Η βρετανική εφημερίδα χρεώνει ήδη από το 2001 για να παρέχει πρόσβαση στις ιστοσελίδες της.
Παρ’όλο που οι FT αρχικά κατέστησαν συνδρομητικό όλο τους το περιεχόμενο, από το 2007 υιοθέτησαν ένα νέο μοντέλο, υπό το οποίο επέτρεπαν στους αναγνώστες να διαβάζουν δωρεάν έναν περιορισμένο αριθμό δημοσιευμάτων, με τη χρέωση της πρόσβασης να ξεκινά πέραν του ορίου αυτού.
Τώρα, τα ψηφιακά έσοδα των FT –στα οποία περιλαμβάνονται τόσο οι συνδρομές όσο και οι διαφημίσεις- αντιπροσωπεύουν το 20% των συνολικών τους εσόδων.
Μιλώντας κατά τη διάρκεια της συνόδου του Reuters για τα ΜΜΕ, ο διευθύνων σύμβουλος των FT, Τζον Ρίντινγκ, δήλωσε πως οι ψηφιακές συνδρομές της εφημερίδας είναι σταθερές και ισχυρές. Αυτές οι συνδρομές βοήθησαν τους FT να συλλέξουν πολύτιμα δεδομένα από τους πελάτες τους, πρόσθεσε.
«Μπορούμε να καταλάβουμε από πού μας έρχονται οι επισκέψεις σε επίπεδο περιφέρειας… Αυτό αυξάνει την αποτελεσματικότητα της διαφήμισής μας», δήλωσε ο κ. Ρίντινγκ. Είναι ακριβώς αυτή η «αποτελεσματικότητα» που έχει επιτρέψει στους FT να χρεώνουν 10% ακριβότερα τις online διαφημίσεις τους.
Όσο περισσότερες εφημερίδες αρχίσουν να χρεώνουν το online περιεχόμενό τους, τόσο το καλύτερο, τόνισε ο κ. Ρίντινγκ. «Πάντα πιστεύαμε ότι η ποιότητα στη δημοσιογραφία είναι κάτι για το οποίο αξίζει να πληρώσεις…»
Το αναμενόμενο με ενδιαφέρον λανσάρισμα του συστήματος online πληρωμών των «New York Times» στις αρχές του νέου έτους θα αποτελέσει την πιο «φρέσκια» προσπάθεια να πειστούν οι αναγνώστες να πληρώνουν για κάτι που έχουν συνηθίσει να απολαμβάνουν δωρεάν.
Η προσπάθεια αυτή θα έρθει να πλαισιώσει τις αντίστοιχες των «Times» του Λονδίνου, οι οποίοι έχουν κάνει τις δικές τους δοκιμές στο θέμα της χρέωσης του περιεχομένου τους με ανάμεικτα αποτελέσματα.
«Παράγουμε πολύτιμο και σημαντικό περιεχόμενο και προσπαθούμε να διασφαλίσουμε ότι αμειβόμαστε δίκαια γι’ αυτό», δήλωσε στο Reuters ο Τσέις Κάρεϋ, εκτελεστικός διευθυντής της News Corp, μητρικού ομίλου των λονδρέζικων Times.
Τόσο ο Κάρεϋ όσο και άλλα υψηλόβαθμα στελέχη οργανισμών ΜΜΕ που μίλησαν στην σύνοδο του Reuters προσπαθούν να αναδιαμορφώσουν την τιμολογιακή τους πολιτική και τα «μπουκέτα» των προϊόντων τους, έτσι ώστε να μην αποθαρρύνουν τους διαφημιστές, οι οποίοι ανησυχούν για ενδεχόμενη πτώση των αναγνωστών που έχουν συνηθίσει στη δωρεάν πρόσβαση.
Η News Corp ελέγχει επίσης την αμερικανική «Wall Street Journal», η οποία παραμένει μια από τις ελάχιστες εφημερίδες που μπορούν να καυχηθούν για την εμπορική επιτυχία των online υπηρεσιών τους την τελευταία δεκαετία.
Ωστόσο, η στρατηγική τους, η οποία λειτούργησε με επιτυχία για μια οικονομική εφημερίδα, δεν απέδωσε ανάλογους καρπούς στο πιο πρόσφατο εγχείρημα της News Corp να αρχίσει να χρεώνει τους online αναγνώστες των «Times» του Λονδίνου.
Η News Corp έθεσε όλη την ειδησεογραφία στο διαδικτυακό τόπο των «Times» του Λονδίνου πίσω από μια ενιαία τιμολογιακή πολιτική, χρεώνοντας μια στερλίνα (περίπου 0,8 ευρώ) για μια ημέρα πρόσβασης και 2 στερλίνες (περίπου 1,6 ευρώ) για μια εβδομάδα πρόσβασης. Ως συνέπεια, η επισκεψιμότητα του διαδικτυακού τόπου των Times έπεσε κατά 90%!
«Η επιτυχία της στρατηγικής θα μετρηθεί σε βάθος χρόνων, όχι μέσα σε ένα τρίμηνο», δήλωσε ο κ. Κάρεϋ ενώ πρόσθεσε: «Τα ΜΜΕ θέλουν πάντα να κρίνουν σε ορίζοντα τριμήνου».
Οι «New York Times», από την άλλη πλευρά σχεδιάζουν να ανακοινώσουν ήδη από τον Ιανουάριο τις τιμές για το δικό τους μοντέλο, βάσει του οποίου θα χρεώνουν τους αναγνώστες αφότου θα έχουν ήδη επισκεφθεί έναν περιορισμένο αριθμό ιστοσελίδων στο διαδικτυακό τους τόπο, NYTimes.com.
Ο Άρθουρ Σουλτσμπέργκερ Τζούνιορ, εκδότης των «New York Times», έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στις ριζικές διαφορές με τις οποίες προσεγγίζουν τη χρέωση του online αναγνωστικού τους κοινού οι τρεις εφημερίδες.
«Παρακαλώ, μη μας συγκρίνετε με τους Times του Λονδίνου… Εμείς κάνουμε διαφορετικά πράγματα… Το να μας συγκρίνετε είναι λάθος», δήλωσε, προσθέτοντας ότι «εμείς θέλουμε να είμαστε μέρος του ψηφιακού οικοσυστήματος».
Αυτή θα είναι η δεύτερη μείζων προσπάθεια από πλευράς «New York Times» να πείσουν τους αναγνώστες να πληρώνουν, λαμβάνοντας υπόψη και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο κλάδος των Εκδόσεων.
«Θα κάνουμε δοκιμές, θα μάθουμε και θα προσαρμοστούμε», δήλωσε ο κ. Σουλτσμπέργκερ.
Ο κλάδος των Εκδόσεων σε ΗΠΑ και Βρετανία έχει πληγεί από μια άνευ προηγουμένου κάμψη της διαφημιστικής δαπάνης, η οποία έχει εξωθήσει πολλές εφημερίδες στη χρεοκοπία με αποτέλεσμα να χαθούν χιλιάδες θέσεις εργασίας.
Οι έντυπες εκδόσεις ανταγωνίζονται επίσης εταιρείες παροχής δωρεάν ψηφιακής ενημέρωσης και ψυχαγωγίας υπό την πίεση της ραγδαίας υποχώρησης των κυκλοφοριών τους.
Οι New York Times πειραματίστηκαν με μια στρατηγική χρεώσεων το 2005, αλλά την τερμάτισαν το 2007, στην προσπάθειά τους να αντλήσουν έσοδα από τη χρέωση πρόσβασης στο πακέτο TimesSelect, το οποίο περιλάμβανε τους βραβευμένους αρθρογράφους τους, όπως οι Μωρήν Ντάουντ και Φρανκ Ριτς.
Η διευθύνουσα σύμβουλος των «New York Times», Τζάνετ Ρόμπινσον, χαρακτήρισε το TimesSelect επιτυχία, αλλά δήλωσε πως τερμάτισε την υπηρεσία προκειμένου να αυξήσει την επισκεψιμότητα των ιστοσελίδων της εφημερίδας.
Οι «New York Times» αφιέρωσαν το 2010 στην αξιολόγηση του προτεινόμενου μοντέλου χρέωσης, αντλώντας ιδέες από τους κλάδους των τηλεπικοινωνιών, της καλωδιακής τηλεόρασης, ακόμα και την εταιρεία αδυνατίσματος WeightWatchers, η οποία χρεώνει τους χρήστες του διαδικτυακού της τόπου για να τους παρέχει σε βάθος διατροφικές συμβουλές.
Η κ. Ρόμπινσον δεν έδωσε λεπτομέρειες για το τιμολογιακό μοντέλο που θα ακολουθήσουν από τις αρχές του νέου έτους οι «New York Times», αλλά κατέστησε σαφές ότι θα έχει διαφορές σε σχέση με το αντίστοιχο των «FT», από το οποίο άντλησαν έμπνευση.
Η βρετανική εφημερίδα χρεώνει ήδη από το 2001 για να παρέχει πρόσβαση στις ιστοσελίδες της.
Παρ’όλο που οι FT αρχικά κατέστησαν συνδρομητικό όλο τους το περιεχόμενο, από το 2007 υιοθέτησαν ένα νέο μοντέλο, υπό το οποίο επέτρεπαν στους αναγνώστες να διαβάζουν δωρεάν έναν περιορισμένο αριθμό δημοσιευμάτων, με τη χρέωση της πρόσβασης να ξεκινά πέραν του ορίου αυτού.
Τώρα, τα ψηφιακά έσοδα των FT –στα οποία περιλαμβάνονται τόσο οι συνδρομές όσο και οι διαφημίσεις- αντιπροσωπεύουν το 20% των συνολικών τους εσόδων.
Μιλώντας κατά τη διάρκεια της συνόδου του Reuters για τα ΜΜΕ, ο διευθύνων σύμβουλος των FT, Τζον Ρίντινγκ, δήλωσε πως οι ψηφιακές συνδρομές της εφημερίδας είναι σταθερές και ισχυρές. Αυτές οι συνδρομές βοήθησαν τους FT να συλλέξουν πολύτιμα δεδομένα από τους πελάτες τους, πρόσθεσε.
«Μπορούμε να καταλάβουμε από πού μας έρχονται οι επισκέψεις σε επίπεδο περιφέρειας… Αυτό αυξάνει την αποτελεσματικότητα της διαφήμισής μας», δήλωσε ο κ. Ρίντινγκ. Είναι ακριβώς αυτή η «αποτελεσματικότητα» που έχει επιτρέψει στους FT να χρεώνουν 10% ακριβότερα τις online διαφημίσεις τους.
Όσο περισσότερες εφημερίδες αρχίσουν να χρεώνουν το online περιεχόμενό τους, τόσο το καλύτερο, τόνισε ο κ. Ρίντινγκ. «Πάντα πιστεύαμε ότι η ποιότητα στη δημοσιογραφία είναι κάτι για το οποίο αξίζει να πληρώσεις…»