Κοντεύουν να τελειώσουν οι λέξεις για να περιγράψεις το αδιανόητο, νιώθω μερικές φορές σαν να ματαιοπονώ, σκέφτομαι πως όποιος κατάλαβε κατάλαβε, όποιος αμφιβάλλει ακόμα μάλλον δεν θέλει να καταλάβει, η αντίφαση ανάμεσα στα λόγια της εξουσίας και στη γύρω μας ζωή γίνεται όλο και πιο κραυγαλέα και οι λέξεις σώνονται, δεν είναι ώρα για λόγια είναι ώρα για έργα αντίστασης και αλληλεγγύης, κι έτσι ξαναγυρίζω στην ποίηση, στη μεγάλη ποίηση του Μπέρτολντ Μπρεχτ, που είναι σαν να γράφτηκε χθες:
 
Οι εργάτες φωνάζουν για ψωμί.
Οι έμποροι φωνάζουν γι’ αγορές.
Οι άνεργοι πεινούσαν. Τώρα
πεινάνε κι όσοι εργάζονται.
Τα χέρια που ήταν σταυρωμένα, σαλεύουν πάλι:
Φτιάχνουν οβίδες.
 
Αυτοί που αρπάνε το φαΐ απ’ το τραπέζι
κηρύχνουν τη λιτότητα.
Αυτοί που παίρνουν όλα τα δοσίματα
ζητάν θυσίες.
Οι χορτάτοι μιλάν στους πεινασμένους
για τις μεγάλες εποχές που θα ’ρθουν.
Αυτοί που τη χώρα σέρνουνε στην άβυσσο
λεν πως η τέχνη να κυβερνάς το λαό
είναι πάρα πολύ δύσκολη
για τους ανθρώπους του λαού.
 
 
Απόσπασμα από το «Γερμανικό Εγχειρίδιο Πολέμου», 1939 (Μπέρτολντ Μπρεχτ, «Ποιήματα», Μετάφραση Μάριου Πλωρίτη, Εκδόσεις Θεμέλιο 1977)
 
 
Ολόκληρο το ποίημα εδώ.
Μελοποιημένο από τον Θάνο Μικρούτσικο εδώ.