Με 15 ψήφους υπέρ έναντι 10 κατά, η Ολομέλεια του ΣτΕ απέρριψε την αίτηση της «Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Συλλόγων Προσωπικού Επιχειρήσεων Ραδιοφωνίας - Τηλεόρασης» (ΠΟΣΠΕΡΤ)- Σύννομες οι απολύσεις των 2.915 εργαζομένων της
«Συνταγματικό, νόμιμο και μη αντίθετο στην ευρωπαϊκή νομοθεσία» έκρινε το κλείσιμο της ΕΡΤ, τη 12η Ιουνίου του 2013, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας με την υπ' αριθμ. 1901/2014 απόφασή της.
Με βάση την απόφαση του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου που δημοσιεύτηκε δύο ημέρες πριν από τις ευρωεκλογές, «η ΕΡΤ εξαιρείται από την εφαρμογή τόσο της οδηγίας για τις ομαδικές απολύσεις όσο και του νόμου 1387/1983».
Ειδικότερα, η Ολομέλεια του ΣτΕ απέρριψε την αίτηση της «Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Συλλόγων Προσωπικού Επιχειρήσεων Ραδιοφωνίας – Τηλεόρασης» (ΠΟΣΠΕΡΤ) και του πρόεδρου της, Παναγιώτη Καλφαγιάννη.
Το σκεπτικό της απόφασης
Η πολυσέλιδη απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ, με πρόεδρο τον Σωτήρη Ρίζο και εισηγητή το σύμβουλο Επικρατείας Κωνσταντίνο Κουσούλη, κάνει μια μακροσκελή αναδρομή από το 1930 στην ιστορική πορεία της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, η οποία με την πάροδο των ετών επεκτάθηκε και στην τηλεόραση.
Ακόμη, αναφέρεται ότι από τον Ιούλιο του 2011, σύμφωνα με το πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής της Ελλάδος, οι σταθμοί δημόσιας τηλεόρασης περιελήφθησαν στον σχεδιασμό κατάργησης, συγχώνευσης ή εξυγίανσης «μη απαραίτητων δημοσίων φορέων».
Επίσης, οι σύμβουλοι Επικρατείας αποφάνθηκαν ότι από τις Συνταγματικές επιταγές (άρθρο 15) «δεν προκύπτει ότι επιβάλλεται η λειτουργία δημόσιου φορέα ραδιοτηλεοράσης».
Σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση, ο νομοθέτης «έχει την ευχέρεια, συνεκτιμώντας την οικονομική δυνατότητα του κράτους σε κάθε συγκεκριμένη χρονική περίοδο, να επιλέξει αν, με κριτήριο την αποτελεσματική εφαρμογή των συνταγματικών επιταγών για τη ραδιοτηλεόραση, είναι αναγκαίο και δυνατόν να ιδρυθεί δημόσιος φορέας ραδιοτηλεόρασης».
Προσθέτουν οι δικαστές ότι «σε περίπτωση κατά την οποία επιλεγεί η ίδρυση δημόσιου φορέα ραδιοτηλεόρασης, σύμφωνα με το Σύνταγμα αυτός επιβάλλεται να έχει πλουραλιστική δομή, να οργανώνεται με τρόπο που αποτρέπει κυβερνητικές και κομματικές επιρροές και λειτουργεί αυστηρά με βάση της αρχές της αντικειμενικότητας, της αμεροληψίας και της πολυφωνίας».
Η Ολομέλεια υπογραμμίζει ότι η κατάργηση της ΕΡΤ έγινε, πέραν των δημοσιονομικών λόγων, με σκοπό να ιδρυθεί νέος φορέας δημόσιας τηλεόρασης, σύμφωνα με τον νόμο 4173/2013, ενώ μέχρι τη λειτουργία του νέου φορέα, άρχισε να λειτουργεί μεταβατικός φορέας δημόσιας τηλεόρασης.
Παράλληλα, η Ολομέλεια του ΣτΕ έκρινε ότι η κατάργηση της ΕΡΤ «δεν παραβιάζει το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ» και ειδικά όταν καταργήθηκε για να ιδρυθεί νέος φορέας δημόσιας ραδιοτηλεόρασης. Ούτε προσκρούει η κατάργηση αυτή στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στην Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρωτόκολλο 29 σχετικά με το σύστημα δημόσιας ραδιοτηλεόρασης στα κράτη μέλη).
Το ΣτΕ ομόφωνα έκρινε ότι τόσο ο νόμος για τις ομαδικές απολύσεις (Ν. 1387/19830), όσο και η ευρωπαϊκή οδηγία 75/129/ΕΟΚ που αφορά και πάλι τις ομαδικές απολύσεις, δεν καταλαμβάνει εργαζόμενους «που απασχολούνται σε οργανισμούς δημοσίου δικαίου που ασκούν δημόσια εξουσία».
Κατά συνέπεια, τονίζεται στην απόφαση της Ολομέλειας, οι νομοθετικές διατάξεις (Ευρωπαϊκές και εθνικές) «περί ελέγχου των ομαδικών απολύσεων δεν εφαρμόζονται στο προσωπικό που απασχολείται σε επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ, που ασκούν δημόσια εξουσία εξυπηρετώντας δημόσιο σκοπό».
Τι ισχυρίστηκαν οι μειοψηφούντες
Αντίθετα, δέκα σύμβουλοι Επικρατείας μειοψήφησαν υποστηρίζοντας ότι η κατάργηση της ΕΡΤ και των θυγατρικών της προσκρούει στο άρθρο 15 του Συντάγματος.
Η μειοψηφία των 10, μεταξύ των άλλων, αναφέρει ότι «ο νομοθέτης δεν επιτρέπεται να καταργήσει το φορέα της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης και δη επ' αόριστον».
Μάλιστα, προσθέτουν οι δέκα, «η υποχρέωση αυτή του νομοθέτη, συναπτόμενη και με την τήρηση της αρχής της συνεχούς λειτουργίας της δημόσιας υπηρεσίας, καθίσταται ακόμη εντονότερη στην προκειμένη περίπτωση, λόγω του ότι οι ιδιωτικοί φορείς ραδιοτηλεόρασης λειτουργούν παρανόμως μέχρι σήμερα με την ανοχή της Πολιτείας».