Τι ωραίο που είναι να σου λένε τι να κάνεις! Υπάρχει μια ηδονή στην υποταγή σε έναν στοργικό πατέρα, που μας ταλαιπωρεί διότι μας αγαπά, που είναι σκληρός διότι θέλει το καλό μας. Μπορεί να είναι αυστηρός, αρκεί να είναι όμως τίμιος, ένας οικογενειάρχης που ξέρει να συνεφέρει το σκόρπιο σπιτικό μας. Αυτή είναι η φαντασίωση του λαουτζίκου, την ώρα που τον καβαλάει ο κάθε τυχάρπαστος.
Συναντά κανείς διάχυτη την πεποίθηση πως για να βγούμε από την κρίση χρειάζεται κάποιος που να μας πάρει από το χεράκι και να μας πει τι να κάνουμε. Εγώ μπορεί να σκίζω τα ρούχα μου πως όποιος έρθει να μου πιάσει ξαφνικά το χεράκι δεν θέλει το καλό μου, πως όποιος αναλάβει να διαχειριστεί τις τύχες μας, αργά ή γρήγορα θα εργάζεται για το προσωπικό του συμφέρον. Έτσι είναι το σκαρί του ανθρώπου, σκατόψυχο, η ιστορία του συνδικαλισμού είναι η πιο χαρακτηριστική περίπτωση μιας θέσης που παραδίδεται σε κάποιον για να εκπροσωπεί άλλους και με τον καιρό φροντίζει την πάρτη του. Όσο όμως και να σκίζω τα ρούχα μου εγώ, και πολλοί άλλοι, η τεράστια γοητεία μιας τέτοιας φαντασίωσης έγκειται ακριβώς στη νοσταλγική επιστροφή στη βρεφική αμεριμνησία. Πώς αλλιώς να εξηγήσει κανείς την ανοχή απέναντι σε πολιτικούς που είναι διαπιστωμένοι αγύρτες, που θρασύτατα ομολογούν τις ευθύνες τους του παρελθόντος, κι όμως δεν παύουν να παριστάνουν και τις αυθεντίες που θα μας οδηγήσουν στο μέλλον;
Την απάντηση την έχει δώσει ο Ετιέν ντε λα Μποεσί, στην Πραγματεία περί εθελοδουλείας: ο άνθρωπος δεν χάνει την ελευθερία του, κερδίζει τη σκλαβιά του. Δίνει τα πάντα προκειμένου να απαλλαγεί από το βάρος της ευθύνης. Προς μεγάλη του ανακούφιση, ολοένα και περισσότερο οι επιλογές φεύγουν από τα χέρια των λαών και μεταφέρονται στα χέρια τεχνοκρατών. Μια που η τεχνική έχει σήμερα αντικαταστήσει εν πολλοίς τις παλιές ουτοπίες, η ελπίδα είναι ότι τα προβλήματά μας θα τα λύσει η πρόσδεση στην ευφυΐα ενός ικανού μηχανήματος. Κάπως έτσι φαντάζεται ο κόσμος αυτόν τον απρόσωπο τεχνοκράτη που δεν θα έχει συμφέροντα, αλλά θα κοιτάζει μηχανικά να δίνει λύσεις για το καλό όλων. Θα αναλάβει χωρίς φόβο και πάθος να μας βοηθήσει να αντιμετωπίσουμε τα ελαττώματά μας, θα μας μαλώσει και θα μας συμμαζέψει.
Καθώς η τεχνική γίνεται η νέα ουτοπία, αναλαμβάνει μαζί να συμβολίσει και όλη τη μαγική της δύναμη. Και ο βασικός της ρόλος είναι βεβαίως να απαλλάξει τον άνθρωπο από την ελευθερία του. Ο Ε.Ρ. Ντόντς έγραψε ένα βιβλίο για το παράλογο στην αρχαία Ελλάδα, βιβλίο που παρεμπιπτόντως ήταν αγαπημένο ανάγνωσμα του Σεφέρη. Στο σημείο που μιλά για την αστρολογία (με συγχωρείτε για την επίθεση οι αστρολογούντες, αλλά εμείς οι αιγόκεροι έχουμε κάτι τέτοια ξεσπάσματα) εξηγεί ότι η άνοδός της στη μετακλασική Αθήνα σχετίζεται με το ότι «ο άνθρωπος είχε βρεθεί πρόσωπο με πρόσωπο με την πνευματική του ελευθερία και τώρα της έστρεψε τα νώτα και όρμησε να ξεφύγει από αυτό το φρικτό ενδεχόμενο: καλύτερα η άκαμπτη αιτιοκρατία του αστρολογικού πεπρωμένου, παρά το τρομακτικό βάρος της καθημερινής ευθύνης». Δεν θέλω να παραστήσω τον ψυχολόγο, προσπαθώντας να εξηγήσω πώς και γιατί οι άνθρωποι ζαρώνουν μπροστά στην ιδέα μιας ζωής ελεύθερης, στην οποία θα είναι υπεύθυνοι και υπόλογοι για όσα πράττουν. Μπορώ να πω ωστόσο ότι καταστολή υπάρχει, αλλά δεν αρκεί για να εξηγήσει την προθυμία με την οποία οι υπήκοοι λατρεύουν τους άρχοντές τους. Αυτό το περίφημο 99% που ανέχεται την τυραννία του 1% δεν ερμηνεύεται παρά μόνο αν αντιληφθούμε ότι στην πραγματικότητα δεν ανέχεται απλώς αλλά θαυμάζει το 1%. Οι ρώσοι μηδενιστές κατάφεραν τον Μάρτιο του 1881, μετά από αρκετές αποτυχημένες απόπειρες, να δολοφονήσουν τον τσάρο. Διαπίστωσαν με έκπληξη ότι ο εξαθλιωμένος ρωσικός λαός όχι μόνο δεν άδραξε την ευκαιρία για να εξεγερθεί, αλλά έκλαψε τον πατερούλη του με μαύρο δάκρυ.
Ο Ντε λα Μποεσί παρατηρεί τον τρόπο με τον οποίο οι βασιλείς της Αιγύπτου παρουσιάζονταν πάντοτε με τη συνοδεία ενός μαγικού αντικειμένου, μιας γάτας, ενός κλαδιού, ενός αναμμένου δαυλού. Περιγράφει μετά πώς ο Βεσπασιανός θεράπευε λένε τους τυφλούς στον δρόμο προς τη Ρώμη. Αυτό το λατρευτικό δέος του λαού προς τον δυνάστη του είναι παράγοντας που δεν πρέπει να μας διαφύγει. Το μαγικό αντικείμενο μπορεί σήμερα να είναι απλώς το φλασάκι που περιέχει τον εθνικό προϋπολογισμό, αλλά υπάρχει ένα στοιχείο που παραμένει αναλλοίωτο: ο θαυμασμός των μαζών για τον αφέντη τους. Η μαγική, υπερφυσική γοητεία που ασκεί το ίδιο το γεγονός της απόστασης. Ο Ηγήσανδρος μας πληροφορεί πως ο Διονύσιος είχε τους κόλακές του, οι οποίοι έγλειφαν το σάλιο του όταν έφτυνε, και τον εμετό του τον έβρισκαν «μέλιτος γλυκύτερον», πιο γλυκό κι απ’ το μέλι. Έχω δει πολλές φορές θεατές σε θεατρικές παραστάσεις να σηκώνονται για να υποβάλουν τα σέβη τους στους επισήμους, τους πολιτικούς που κάθονται στην πρώτη σειρά. «Μέλιτος γλυκύτερον»… Και, για να μην πάμε τόσο μακριά, ας μην ξεχνάμε τώρα που ζούμε την εποχή των γιαουρτωμάτων ότι μέχρι χτες κάποιοι γέμιζαν τις πλατείες και τους δρόμους προεκλογικά, κρατώντας κομματικά σημαιάκια. Ήταν πολλοί και ήταν ενθουσιώδεις. Μπορεί τώρα να έχουν κρύψει τα σημαιάκια τους, αλλά πάντα κάτι μένει απ’ αυτές τις παλιές αγάπες. Και αυτό που μένει, φοβάμαι, είναι η ψυχική στάση απέναντι στην εξουσία. Η μόδα της εκτόξευσης των γιαουρτιών, που ομολογώ πως παρακολουθώ με μεγάλη ικανοποίηση, έχει ένα όριο. Σύντομα θα βρεθούμε προ των ευθυνών μας και θα χρειαστεί όλοι οι γιαουρτιστές να αποφασίσουν αν εννοούσαν ότι θέλουν να πάρουν την τύχη τους στα χέρια τους ή αν θέλουν έναν άλλον σωτήρα, τάχατες άφθαρτο και φρέσκο (ή ντεμί άφθαρτο και καθόλου φρέσκο, σαν τον Βγενόπουλο και τον Μαρκεζίνη). Εκεί οι δρόμοι μας θα χωρίσουν και θα χρειαστεί να αποφασίσουμε αν έχουμε το θάρρος να αναλάβουμε τις ευθύνες μας. Να κάνουμε λάθη, αλλά τουλάχιστον να κάνουμε τα δικά μας λάθη, να μην πληρώνουμε κερατιάτικα αλλωνών. Διότι, όπως λέει το παλιό ρητό, «κι ο βασιλιάς κι ο ζητιάνος στον κώλο τους κάθονται».