Μέσα στον ορυμαγδό των εξελίξεων των τελευταίων ημερών η δυσκολία είναι να ξεχωρίσει κανείς το καινούργιο από το αναπάντεχο, ποιες από τις εξελίξεις έχουν μια σημασία που ξεπερνά τα αναμενόμενα. Όσον αφορά το θρίλερ για τη διαδοχή του Παπανδρέου, το πώς και πότε έχει πια μικρή σημασία. Κι αυτός ο πρωθυπουργός θα φύγει σύντομα ντροπιασμένος και εξευτελισμένος, ακριβώς όπως και ο προκάτοχός του. Αυτό σκεφτόμουν όταν έβλεπα στην τηλεόραση χαμογελαστό τον Κ. Καραμανλή να αναλαμβάνει καθήκοντα το 2004, αυτό θα σκέφτομαι και σε λίγο, όταν ο Σαμαράς θα πανηγυρίζει την εκλογή του. Τον περιμένει κι αυτόν ο κύκλος των ψεύτικων υποσχέσεων, του εξευτελισμού και της σιωπής. Ο Παπανδρέου είναι τώρα στο δεύτερο στάδιο: του εξευτελισμού. Αυτόν τον κύκλο υπενθυμίζει η φράση του Σκιπίωνα, που βλέποντας το τέλος των εχθρών του δάκρυσε, λέει, γιατί θυμήθηκε τον ομηρικό στίχο πως θα έρθει η μέρα που και η δική του πόλη θα καταστραφεί. Ο ίδιος μύλος θα αλέσει και τον Γιωργάκη – αν όχι αύριο, τότε μεθαύριο, η διαφορά είναι μικρή. Και φυσικά οι παληκαρισμοί ενός διεθνώς τσαλαπατημένου πρωθυπουργού δεν τον αποκαθιστούν στα μάτια μας, τον κάνουν ακόμη πιο θλιβερό. Μπαίνει κι αυτός στη σωρεία των ηγετών που θέλουν να κυβερνούν από την εντατική, από τον τάφο, από το ψυχιατρείο, πάντως θέλουν να κυβερνούν. Αυτό που έχει μεγαλύτερη και πιο μόνιμη σημασία είναι τα συμφέροντα (που τα βρίσκουμε συνεχώς μπροστά μας) και οι νοοτροπίες (που τις βρίσκουμε συνεχώς δίπλα μας).
Απ’ αυτή την άποψη, η βραχύβια ιδέα του δημοψηφίσματος έφερε δύο ζητήματα στην επιφάνεια: καθώς ακούγαμε τόσους πολιτικούς να επαναλαμβάνουν ότι ο λαός δεν μπορεί να αποφασίζει για τόσο σοβαρά θέματα, έλεγα μέσα μου πως διαφωνώ με το συμπέρασμά τους, αλλά ταυτοχρόνως συμφωνώ με τη διαπίστωσή τους: λαός είναι αυτό το γκαβό κοπάδι που εδώ και τόσον καιρό μού φορτώνει στο σβέρκο τα δύο μεγάλα κόμματα, που εκλέγει τον συρφετό των σκερβελέδων που χθες χειροκροτούσαν τον Παπανδρέου, μετά από όσα είχαν γίνει και ειπωθεί. Πιστεύω στη δημοκρατία, συνεπώς και στα δημοψηφίσματα, όχι επειδή θεωρώ τον λαό σοφό, αλλά επειδή θέλω ο λαός να είναι ελεύθερος να κάνει λάθη, όπως λάθος θεωρώ ότι κάνει τόσον καιρό επιλέγοντας αυτούς τους πολιτικούς, και κυρίως αυτή την πολιτική. Κοντός ψαλμός αλληλούια λοιπόν, ο Παπανδρέου έχει σκοντάψει και παραπατάει, αν δεν πέσει τώρα θα πέσει σε λίγο. Το ουσιώδες ερώτημα παραμένει πάντοτε πόσοι ψηφοφόροι θα βρεθούν πάλι για να μου φορτώσουν κάποιον παρόμοιο στη θέση του.
Η δεύτερη αποκάλυψη και η πιο δυσάρεστη έκπληξη των ημερών ήταν το ξεμασκάρεμα της Αριστεράς, που πρόλαβε να εκτεθεί κατά τον χειρότερο τρόπο στις λίγες ώρες που κράτησε η κουβέντα για το δημοψήφισμα. Ένα δημοψήφισμα για τη δανειακή σύμβαση (σαν αυτό που οι εταίροι μας μας απαγόρευσαν να κάνουμε, όταν τράβηξαν το αυτάκι του υπερήφανου πατριώτη πρωθυπουργού μας) θα μπορούσε να οδηγήσει σε ουσιώδη αλλαγή πολιτικής. Αντιθέτως οι εκλογές θα φέρουν μεν αύξηση των ποσοστών της κοινοβουλευτικής αριστεράς, αλλά κατά πάσα πιθανότητα θα βρεθούν και πάλι τα κουρέλια με τα οποία θα ραφτεί η μνημονιακή κουρελού, δεν θα εκλεγεί επαναστατική κυβέρνηση. Συνεπώς, όταν το ΚΚΕ, ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ δηλώνουν πως τους ξινίζει το δημοψήφισμα, προκρίνουν ωμά το κομματικό τους συμφέρον, το συμφέρον του μαγαζιού τους, έναντι της αλλαγής πολιτικής. Κι αν λέει κανείς ότι με το δημοψήφισμα «δεν φαίνεται για ποιον λόγο ψηφίζει κανείς ναι ή όχι», έχουμε να κάνουμε με το ίδιο επιχείρημα μεταμφιεσμένο: το θέμα είναι να καταγράψουν αν είμαστε μαζί τους, όχι να υπάρξει αποτελεσματική αντίσταση στην ασκούμενη πολιτική. Αν σε αυτή την εικόνα προσθέσουμε και την αποκαρδιωτική πρόσφατη εικόνα των ΚΝΑΤ να δέρνονται με κουκουλοφόρους (πάρ’ τον έναν και βάρα τον άλλον, δηλαδή) με επίδικο τον ανταγωνισμό για το ποιος θα έχει το πρώτο τραπέζι στην πίστα της διαμαρτυρίας, καταλαβαίνουμε ότι μπροστά στη δόξα της ομάδας τους όλοι αυτοί, την πορεία της συλλογικής διεκδίκησης την έχουν γραμμένη στα παλιά τους παπούτσια.
Οι δηλώσεις της Εύας Καϊλή και η πολιτική οξυδέρκεια του Δημήτρη Ρέππα προορίζονται για να ξεχαστούν πολύ σύντομα. Αυτή τη στιγμή είναι ο μοχλός των εξελίξεων για να περάσουμε στο επόμενο βήμα. Αργά ή γρήγορα όμως θα βρεθούμε αντιμέτωποι με δύο ερωτήματα βαθύτερα και πιο μόνιμα: α) πόσος κόσμος θα εξακολουθήσει να συγκινείται από την εμποροπανήγυρη των κομμάτων εξουσίας και β) αν θα μπορέσει η Αριστερά να πάψει να λειτουργεί σαν κακέκτυπο των άλλων, αν θα μπορέσει αντί για την αύξηση της κομματικής της πελατείας να διεκδικήσει πραγματική αλλαγή.