Η υπόθεση της άρσης της ασυλίας της βουλεύτριας του ΜέΡΑ25, κατ’εντολή συνδικαλιστικού οργάνου αστυνομικών, έχει προκαλέσει έντονες αντιδράσεις από την πλευρά της αντιπολίτευσης, με ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ και το κόμμα της να την χαρακτηρίζουν πρωτοφανή και να χρησιμοποιούν ιδιαίτερα βαριές εκφράσεις. Μιλώντας στην Oλομέλεια, κατέθεσε πλήθος δηλώσεων και δημοσιευμάτων για τον τρόπο δράσης αστυνομικών με μεταμφίεση, για αστυνομικούς που έφεραν κουκούλες κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων, δηλώσεις για προβοκάτσιες.
«Ακόμη και ένας φοιτητής της Νομικής Σχολής, που ξέρει τα στοιχειώδη νομικά, μπορεί να καταλάβει ότι εδώ μιλάμε για μία προδήλως αβάσιμη και προσχηματική έγκλιση και αυτό διότι όπως πολύ σωστά είπατε, όταν έκανα τη συγκεκριμένη δήλωση, δεν καταφέρθηκα κατά συγκεκριμένου προσώπου, όπως απαιτείται, για να στοιχειοθετείται το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμισης, άρα αυτή τη στιγμή η συγκεκριμένη Ένωση Αξιωματικών, η οποία με μήνυσε, στερείται ακόμη και της ενεργητικής νομιμοποίησης για να το κάνει» σημειώνει η κ.Αδαμοπούλου στο ραδιόφωνο του TPP.
Aκούστε τη συνέντευξη μετά το 16ο λεπτό:
Προσθέτει ότι «απ’ αυτό και μόνο καταλαβαίνουμε ότι πρόκειται για μία άκρως προσχηματική μήνυση, για μία σπέκουλα, η οποία σκοπό έχει την φίμωσή μου, την πολιτική εξόντωση, τη στοχοποίησή μου όχι μόνο τη δική μου αλλά και του ΜέΡΑ25 και της ευρύτερης Αριστεράς, διότι καταγγέλλουμε τα κακώς κείμενα αυτής της κυβέρνησης. Και θα πρέπει να φιμωθεί ο λόγος μας».
Εκτίμησε στη συνέχεια ότι από τη μία πλευρά ποινικοποιείται η πολιτική ζωή κι από την άλλη κατά κάποιον τρόπο νομιμοποιείται η αστυνομική αυθαιρεσία. ενώ στάθηεκ ιδιαίτερα στο πρόβλημα της «κομματικής γραμμής» στις ψηφοφορίες:
«Ποινικοποιείται η πολιτική ζωή. Ποινικοποιείται ο δημόσιος λόγος των βουλευτών, οπότε η συνεπακόλουθη συνέπεια είναι ότι μ’ αυτό τον τρόπο ουσιαστικά είναι σαν να νομιμοποιείται κατά κάποιο τρόπο αστυνομική αυθαιρεσία. Σαν να νομιμοποιείται η διαιώνιση αυτής της αστυνομικής αυθαιρεσίας. Κοιτάξτε να δείτε, αυτό το οποίο θέλω προσωπικά να καταγγείλω είναι ότι για μένα η μεγαλύτερη θεσμική κατοχύρωση και προστασία του βουλευτή σε τέτοιες περιπτώσεις, είναι και η πάταξη ενός άλλου φαινομένου. Η λογική της κομματικής γραμμής. Διότι το Σύνταγμα αυτό το οποίο προστάζει, είναι ο βουλευτής να ψηφίζει και να αποφασίζει κατά συνείδηση και όχι ακολουθώντας κομματικές γραμμές οι οποίες εξυπηρετούν καθαρά μία ψηφοθηρική λογική. Αν δεν υπήρχε αυτή η λογική τότε μπορεί να ήτανε και άλλο το χθεσινό αποτέλεσμα. Λοιπόν και αυτή η λογική επομένως προστατεύει με κάποιο τρόπο αυτό που είπατε, παρέχει ένα καπέλο προστασίας εν πάση περιπτώσει στην αστυνομική βία, στην αστυνομική αυθαιρεσία, αλλά πάνω απ’ όλα για μένα είναι η έλλειψη ελέγχου και η έλλειψη κυρώσεων. Είναι κάτι το οποίο το παρατηρούμε γενικά στην πολιτική ζωή του τόπου. Δεν αφορά μόνο το αστυνομικό σώμα. Αφορά τον εκάστοτε θεσμικό παράγοντα ο οποίος παραβιάζει τα καθήκοντά του»
Σχετικά με την αναφορά της σε «μπαχαλάκηδες αστυνομικούς που πετούν μολότοφ», υποστήριξε ότι «όπως αποδείχθηκε και από το υλικό το οποίο κατέθεσα χθες στα πρακτικά, η δήλωσή μου είναι σε συνέχεια δηλώσεων, στις οποίες έχουν προβεί χρόνια τώρα πολιτικά πρόσωπα, πρώην αρχηγοί της Αστυνομίας, πρώην υπουργοί Προστασίας του Πολίτη… Ανάμεσα στα πρόσωπα αυτά συμπεριλαμβάνεται και ο νυν υπουργός Προστασίας του Πολίτη, ο κύριος Χρυσοχοΐδης. Σε καμία περίπτωση η δήλωσή μου δεν είχε να στιγματίσει και να καταγγείλει σκοπό ολόκληρο το σώμα της Αστυνομίας. Όπως είχα ξεκαθαρίσει και αφού έλαβα γνώση αυτής της μήνυσης το καλοκαίρι, επίορκοι υπάρχουν σε όλους τους επαγγελματικούς χώρους. Και μάλιστα όπως τόνισα και χθες, οι οποιοιδήποτε παρακρατικοί και προβοκατόρικοι μηχανισμοί λειτουργούν μέσα στους κόλπους της αστυνομίας, δεν λειτουργούν αυτόβουλα αλλά προφανώς με την ανοχή και τις υποδείξεις των ανωτέρων τους».
Τα επιχειρήματα που χρησιμοποίησε η πλειοψηφία της Νέας Δημοκρατίας είναι ότι η Βουλή αποφασίζει μόνο για το αν πρόκειται για το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης και όχι επί της κατηγορίας. «Η Ολομέλεια θα αποφασίσει εάν το αδίκημα της κυρίας Αδαμόπουλου είναι το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφημίσεως, άρα μπορεί με βάση το άρθρο 83 να χορηγηθεί άδεια από το Σώμα για να ασκηθεί ποινική δίωξη», είπε ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ΝΔ, Γιάννης Μπούγας και επέμεινε: «Η Βουλή δεν παρεμβαίνει για να ελέγξει αν είναι νόμιμη η κατηγορία ή όχι. Αυτό το κάνει ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου. Διότι με αυτήν την αντίληψη καταλαβαίνετε ότι υποκαθιστά η Βουλή την εισαγγελική εξουσία». Επικαλέστηκε δε, το άρθρο 61 παράγραφος 2 του Κανονισμού, που λέει ότι ο βουλευτής, μπορεί να ψηφίσει και να πει οτιδήποτε κρίνει, ό,τι πρέπει να πει για την υποστήριξη των απόψεών του και για την προβολή των θέσεων του κόμματός του, δεν δικαιούται όμως να υποπέσει στο αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης – και αυτό «είναι κάτι που δεν δικαιούται να το κάνει ούτε κατηγορούμενος κατά την ιερή στιγμή της απολογίας».
Απαντώντας σε αυτό η Αγγελική Αδαμοπούλου αντέτεινε ότι «αυτό κατ’ αρχάς δεν αποτελεί σοβαρή, ούτε πολιτική ούτε νομική απάντηση. Διότι είναι το ίδιο το Σύνταγμα στο άρθρο 61, το οποίο έχει βρει τη λύση γι’ αυτό το οποίο έγινε. Επρόκειτο για μία γνώμη, για μία κρίση, για μία τοποθέτηση, στο πλαίσιο άσκησης των κοινοβουλευτικών καθηκόντων. Αυτή η δήλωση εκ μέρους της Νέας Δημοκρατίας, δείχνει ουσιαστικά ότι δε λαμβάνει υπ’ όψη της ούτε το σύνταγμα, ούτε τις θεσμικές εγγυήσεις του συντάγματος. Τι θα πει “βρείτε τα στα δικαστήρια”. Είναι σα να είπε πολύ απλά, ότι κάθε φορά που έρχονται μηνύσεις για συκοφαντική δυσφήμιση, θα πρέπει να πηγαίνουν αυτές στο δικαστήριο, άρα να καταργείται ο ρόλος της Βουλής, η παρέμβαση της Βουλής, σε σχέση με την άρση ή μη ασυλίας των βουλευτών. Αντίθετα λοιπόν, το τσουβάλιασμα έγινε εκ μέρους της Νέας Δημοκρατίας, η οποία θεωρεί ότι μ’ αυτό τον τρόπο, κάθε φορά που θα έρχονται τέτοιες μηνύσεις, θα πρέπει να πηγαίνουν κατ’ ευθείαν στα δικαστήρια. Είναι το απεριόριστο δικαίωμα όπως πολύ εύστοχα επεσήμανε ο κος Καστανίδης στην τοποθέτησή του. Είναι το απεριόριστο δικαίωμα λόγου του βουλευτή που κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα».
Παράλληλα, άνέφερε επανειλημμένα ότι « σε καμία περίπτωση η δήλωσή μου δεν είχε να στιγματίσει και να καταγγείλει σκοπό ολόκληρο το σώμα της αστυνομίας», θυμίζοντας ότι:
«Ταυτόχρονα μ’ αυτή τη δήλωση που είχα κάνει τότε, είχα προσωπικά και εκ μέρους του ΜέΡΑ 25 προτείνει στον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη, γιατί η αντιπολίτευση που ασκούμε δεν είναι μόνο καταγγελτική και δεν πρέπει να είναι, είναι κυρίως δημιουργική, να πάρει μία νομοθετική πρωτοβουλία, προκειμένου να επέλθει μία εξυγίανση μέσα στο Σώμα, προκειμένου οι αστυνομικοί οι οποίοι έχουν να επιτελέσουν ένα πάρα πολύ δύσκολο έργο, το οποίο θέτει σε κίνδυνο ακόμη και τη ζωή τους πολλές φορές, προκειμένου η αστυνομία να είναι κατάλληλα καταρτισμένη, κατάλληλα εκπαιδευμένη, να μην υπάρχουν αυτά τα φαινόμενα, να υπάρξει ένας εκσυγχρονισμός κατ’ εφαρμογή και σε εναρμόνιση με τις ευρωπαϊκές πρακτικές,. Γιατί πολλά φαινόμενα από αυτά που παρατηρούμε στην Αστυνομία, στην Ευρώπη, κατά κάποιο τρόπο έχουν ρυθμιστεί κατάλληλα. Άρα λοιπόν θα’ πρεπε όλα αυτά να αποτελέσουν αντικείμενο νομοθετικής πρωτοβουλίας και επεξεργασίας πάνω απ’ όλα, για να μπορούν και οι ίδιοι αστυνομικοί πρώτα απ’ όλα και πάνω απ’ όλα να διευκολύνονται κατά την τέλεση των καθηκόντων τους, πάνω απ’ όλα να διευκολύνεται το έργο τους, γιατί είμαι σίγουρη και συμβαίνει αυτό ότι υπάρχουν και πάρα πολλοί αστυνομικοί οι οποίοι οι ίδιοι καταγγέλλουν τα φαινόμενα παθογένειας και οι οποίοι οι ίδιοι αιτούνται και διεκδικούν αλλαγές μέσα στο νομοθετικό σώμα και βεβαίως τα δικαιώματά τους. Άρα πάνω απ’ όλα αυτό που λέτε είναι θέμα ανάληψης κάποιας νομοθετικής πρωτοβουλίας».
Εξήγησε στη συνέχεια ότι «πρέπει να υπάρχει και ένα τέτοιο θεσμικό πλαίσιο, ώστε κάθε φορά που παρατηρούμε τέτοια φαινόμενα και αναφέρομαι και στα φαινόμενα αστυνομικής βίας, που τα βλέπουμε και τώρα εν όψει της διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας. Όταν παρατηρούμε φαινόμενα ανεξέλεγκτης βίας κατά πολιτών για παράδειγμα, θα πρέπει να ακολουθούν και οι κατάλληλες κυρώσεις. Γιατί οι περισσότερες ΕΔΕ που διατάσσονται καταλήγουν στις καλένδες. Άρα λοιπόν όταν ο υπάλληλος δεν έχει το φόβο της τιμωρίας, αλλά αντίθετα έχει ένα προστατευτικό πλαίσιο ασυλίας και ατιμωρησίας, είναι λογικό να διαιωνίζονται αυτά τα φαινόμενα».
Κλείνοντας, εκτίμησε ότι «η δική μου πολιτική στοχοποίηση έχει να κάνει και με το γεγονός ότι είμαι μία νεοεκλεγείσα βουλευτής η οποία δεν έχει τη δυναμική, μία αντίστοιχη και ανάλογη δυναμική που έχουν άλλα πολιτικά πρόσωπα» προσθέτοντας ότι «είναι πραγματικά θλιβερό το γεγονός ότι βγήκε εκπρόσωπος συνδικαλιστικού οργάνου εν πάση περιπτώσει της αστυνομίας και πριν καν αποφασιστεί το θέμα μου, είπε ότι εδώ κάναμε άρση της ασυλίας της κας Κασιμάτη και της κας Αδαμοπούλου. Δηλαδή καταλαβαίνουμε τι πολιτική δύναμη εν πάση περιπτώσει έχουν αυτά τα σώματα»