Η «Αδέσποτη πόλη» είναι το πέμπτο βιβλίο της Δέσποινας Μάντζαρη και κατατάσσεται κι αυτό στην παρεξηγημένη κατηγορία του παιδικού βιβλίου. Αν και η συγγραφέας είχε αναφερθεί και σε προηγούμενους τίτλους της αποσπασματικά στη σχέση ανθρώπων και ζώων, το καινούργιο της βιβλίο καταπιάνεται αποκλειστικά με το συγκεκριμένο ζήτημα. Το βιβλίο είναι αφιερωμένο στην Ανθή που σώζει ζωές, στη Μαυρούλα που χάθηκε και στον Γκόμπι που σώθηκε.
Οι βασικοί ήρωες της ιστορίας ανήκουν στη φυλή των Τρίφλινγκ (ελληνιστί των ασήμαντων), υπάρχουν όμως και οι φυλές των Τούπεκ, των φτερωτών Τίντλι, των Σελίν και των Ροντ. Η σχέση των Τρίφλινγκ με τις άλλες φυλές διακρίνεται από έναν κοινότοπο πλουραλισμό και έχουν τις συμπάθειες και τις αντιπάθειές τους. Κάθε φυλή όμως δίνει τον δικό της αγώνα επιβίωσης μέσα στον κόσμο των γιγάντων, οι οποίοι εκτός από γίγαντες είναι και μάγοι: ελέγχουν τον άνεμο και τη φωτιά, έχουν εξημερώσει τους δράκους και, το χειρότερο ίσως όλων, εάν θέλουν μπορούν να κάνουν μάγια στους Τρίφλινγκ.
Ο κόσμος της Αδέσποτης πόλης δεν προέκυψε εκ του μηδενός: έχει τη δική του κοσμογονία και τη δική του ιστορία της Πτώσης, η οποία πηγαίνει πολύ πίσω στον χρόνο και εξηγεί πώς προέκυψαν οι κοσμικές ανισορροπίες. Αυτό για τους νεαρούς φίλους μας συνεπάγεται ότι, παρά την ανεμελιά τους, το σήμερα ενέχει δυσκολίες. Καθημερινά αντιμετωπίζουν κινδύνους και τόσο οι δικές τους προσωπικές εμπειρίες όσο και οι αφηγήσεις των μεγαλυτέρων τούς υποχρεώνουν να βρίσκονται σε διαρκή εγρήγορση. Ο Χάκα, με την γκρίζα μυρωδιά και τα γαλάζια χαμογελαστά μάτια, ελλοχεύει παντού και ο ερχομός του, κάποιες φορές αναπάντεχος και άλλες λυτρωτικός, αποτελεί τη σκοτεινή και μάταια πτυχή της πλάσης. Για της παραγκούπολης τους κολασμένους, όμως, ζωή σημαίνει επιβίωση και όποιος Τρίφλινγκ δεν θέλει να πεινάσει είναι εκ των πραγμάτων αναγκασμένος να πάρει τα ρίσκα του. Σε μια από αυτές τις αναγκαστικές εξορμήσεις η παρέα μας θα χάσει ένα μέλος της και η περιπέτεια της ανέλπιδης αναζήτησής του ξεκινάει.
Η περιπέτεια της συντροφιάς θα αποδειχτεί εμπειρία ζωής: θα γνωρίσουν την αγριότητα της ζωής στον δρόμο, την ασύστολη βία του περιθωρίου και θα αποκτήσουν το βίωμα της προσωπικής απώλειας. Θα μάθουν επίσης ότι η φυλή δεν είναι απαραιτήτως ενωτικό χαρακτηριστικό και ότι οι έννοιες του εχθρού και του φίλου είναι μάλλον σχετικές. Θα γνωρίσουν όμως και το πρόσωπο της αλληλεγγύης και θα διαπιστώσουν πως, κάποιες φορές -νομοτελειακά ή τυχαία, λίγη σημασία έχει-, η καλοσύνη επιστρέφει σ’ εκείνον που την έδωσε χωρίς να περιμένει ανταπόδοση. Ένας σπουδαίος Γάλλος κάποτε είπε πως «ελευθερία δεν είναι αυτό που κάνεις, αλλά αυτό που κάνεις μετά απ’ αυτό που σου κάνουν» και σε αυτή τη βάση οι ήρωες της ιστορίας μας θα βρουν τη δική τους υπαρξιακή ελευθερία. Παρά τις δυσχέρειες που αντιμετωπίζουν, οι ασήμαντοι Τρίφλινγκ αποδεικνύονται υπέρ το δέον θαρραλέοι και δίνοντας κουράγιο ο ένας στον άλλον καταφέρνουν να συνεχίσουν το ταξίδι τους μέχρι τέλους. Ο τρόπος με τον οποίο ολοκληρώθηκε η αποστολή τους μπορεί να μην ήταν αυτός που επιθυμούσαν (ή ήταν;) λέγεται όμως πως κάποιες φορές το ταξίδι είναι σημαντικότερο από τον προορισμό.
Η αδέσποτη πόλη είναι μια χαρακτηριστικά ελληνική πόλη και έχει όλες τις ελληνικές… ιδιαιτερότητες. Αυτές είναι κατά βάση αρνητικ(οτατ)ές, οι οποίες όμως αντισταθμίζονται από κάποιες θετικές παρεμβάσεις που κρατάνε ζωντανή την ελπίδα ενός καλύτερου αύριο. Ενώ στις περισσότερες χώρες της Δύσης το ζήτημα των αδέσποτων έχει λυθεί διά ροπάλου, τουτέστιν, με την περισυλλογή και τη θανάτωση των ζώων (μια λύση πρακτική μεν, ηθικώς χρεοκοπημένη δε), στην Ελλάδα βιώνουμε ένα ιδιαίτερο καθεστώς αλληλεπίδρασης με αυτά τα πλάσματα, το οποίο διακατέχεται από τον φόβο και τον εξαναγκασμό και είναι βασισμένο σε μια σαφή σχέση ισχύος. Ως εκ τούτου, εάν θέλουμε να εξετάσουμε σοβαρά το θέμα των αδέσποτων, αυτή η πραγματικότητα μας υποχρεώνει να ξεφύγουμε από τη στενή οπτική γωνία της φιλοζωίας και να προσεγγίσουμε το ζήτημα σε όλο του το εύρος.
Τα αδέσποτα ζώα είναι η χειρότερη έκφανση του τραγικού λάθους που συνέβη πριν από 10.000 χρόνια: της εξημέρωσης. Είναι μια αποκλειστική ευθύνη του ανθρώπου που διαρκώς την αρνείται. Αφού δημιούργησε ένα πλάσμα απόλυτα εξαρτημένο από τον ίδιο, στη συνέχεια αποποιήθηκε τις κηδεμονικές υποχρεώσεις του απέναντί του και το άφησε στη μοίρα του. Αν κάποια στιγμή αναγνωρίσουμε τη βαρύτητα αυτού του λάθους, αν παραδεχτούμε την πρόκληση αυτής της πραγματικής κοσμικής ανισορροπίας, ίσως τότε καταφέρουμε ν’ αντιληφθούμε τις περιπλανώμενες ψυχές των δρόμων όχι ως παρείσακτα ζώντα αντικείμενα αλλά ως ευάλωτους συμπολίτες μας· όχι ως α-δέσποτες φύσει υποτακτικές οντότητες αλλά ως μια κοινωνική ομάδα με τις δικές της ανάγκες. Σε αυτή την ουτοπική μελλοντική Ζωόπολη, όπου η δομική σχέση εξουσίας και υποταγής με τα ζώα θα αντικατασταθεί από θετικές σχέσεις συνύπαρξης, η «Ανθή» δεν θα χρειάζεται να δίνει μάχες εκ των προτέρων χαμένες και η «Μαυρούλα» δεν θα χάνεται αφήνοντάς μας ν’ αναρωτιόμαστε «γιατί».
Ο μετρημένος ανθρωπομορφισμός των ζώων και οι διάσπαρτες ηθολογικές αναφορές μέσα στην Αδέσποτη πόλη πλαισιώνουν αξιόλογα το εν λόγω ζήτημα μ’ έναν τρόπο ολιστικό και ιδιαίτερα ρεαλιστικό. Επιπλέον, στο βιβλίο γίνεται χρήση του πολύτιμου εργαλείου της «οπτικής των ζώων» (και μάλιστα χωρίς να έχουμε αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, δείγμα των συγγραφικών ικανοτήτων της συγγραφέως), η οποία εμπεριστατωμένα είναι ο καλύτερος τρόπος για την αφύπνιση του συναισθήματος της συμπόνιας. Εν κατακλείδι, στην Αδέσποτη πόλη η Δέσποινα Μάντζαρη περνάει τα κατάλληλα μηνύματα με πανέμορφο τρόπο και καταφέρνει να προσεγγίσει ουσιωδώς ένα ζήτημα που είναι τόσο απλό αλλά και τόσο πολύπλοκο την ίδια στιγμή.