Παστούν, Τατζίκοι, Χαζάροι, Ουζμπέκοι, Αϊμάκοι, Τουρκμένοι, Βαλούχοι: ονόματα φυλών του Αφγανιστάν, που ηχούν αλλόκοτα στ’ αυτιά μας, δείχνοντάς μας, ακόμα και με την απλή παράθεσή τους, πόσα δεν ξέρουμε για τη χώρα αυτή. Πολύ περισσότερο που δεν περπατάμε στα χωράφια της λαογραφίας – σαν να μη γνωρίζει κανείς, λ.χ., για τα Αναστενάρια, την περιφορά του Επιταφίου ή τον νεοελληνικό κεφαλόδεσμο. Οι φυλές έχουν καθοριστική σημασία για να κατανοήσουμε τις κοινωνικές, στρατιωτικές και πολιτικές συμμαχίες και συγκρούσεις στο Αφγανιστάν.
του Στρατή Μπουρνάζου
Πάντως, για τις φυλές και την αφγανική ιστορία θα βρούμε έγκυρες μελέτες, σε αρκετές ευρωπαϊκές γλώσσες. Εκεί που τα πράγματα γίνονται πιο δύσκολα είναι για το σήμερα. Το ζήτημα δεν είναι η έλλειψη πληροφοριών, αλλά η μονομέρειά τους. Και το πρόβλημα είναι διπλό. Αφενός, αφορά το περιεχόμενο: θα βρούμε αναλύσεις γεωστρατηγικής, για τις σχέσεις των ΗΠΑ με τους μουτζαχεντίν, το κόστος της επέμβασης και τους λόγους της αποτυχίας της, την κρίση της αμερικανικής κυριαρχίας, αλλά πολύ λιγότερες για την καθημερινή ζωή, την κοινωνία και την πολιτική στο Αφγανιστάν. Αφετέρου, αφορά την ταυτότητα των συντακτών: είναι κυρίως Δυτικοί, πρώην στρατιωτικοί, αναλυτές, σύμβουλοι, διπλωμάτες, δημοσιογράφοι. Ας κάνουμε μια αναλογία: πόσα μπορούμε να καταλάβουμε για την Ελλάδα του Εμφυλίου με βασική πηγή τις αναλύσεις Βρετανών και Αμερικανών στρατιωτικών, δημοσιογράφων και επισκεπτών (που πολλοί δεν ήξεραν ελληνικά), όσο οξυδερκείς κι αν είναι;
Η αντίθεση στους Ταλιμπάν δεν σημαίνει συμπάθεια για το προηγούμενο καθεστώς – και τούμπαλιν
Υπάρχει, πιστεύω, ένα δίπολο που μπορεί να μας βοηθήσει να μη χαθούμε πολιτικά στον αφγανικό λαβύρινθο: η αντιπαράθεσή μας στους Ταλιμπάν δεν πρέπει να μας οδηγεί σε συμπάθεια για την στρατιωτική επέμβαση και για το καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε από αυτή• και, αντίστροφα, η αντιπαράθεσή μας στην αμερικανική και συμμαχική επέμβαση δεν πρέπει να μάς οδηγεί σε συμπάθεια για τους Ταλιμπάν [1].
Κατά τη γνώμη μου, το κουμπί έγκειται στο «εξ αντανακλάσεως». Τι εννοώ; Ένας αριστερός εξαιρετικά δύσκολα θα ταχθεί, αυτοτελώς, υπέρ μιας τόσο αντιδραστικής και μισαλλόδοξης κίνησης όπως οι Ταλιμπάν• θα μπορούσε όμως –κι εδώ έγκειται το πρόβλημα– να τους δικαιολογήσει, ακόμα και να τους δικαιώσει, καθώς η επικράτησή τους σηματοδοτεί την ταπεινωτική φυγή των Αμερικανών και την ήττα του ιμπεριαλισμού. Επίσης, δύσκολα ένας αριστερός θα υποστήριζε, αυτοτελώς, τη στρατιωτική επέμβαση και κατοχή ή τις κυβερνήσεις Καρζάι-Γάνι• θα μπορούσε όμως –και εδώ έγκειται το πρόβλημα– να τις δικαιολογήσει και να τις δικαιώσει ως αντίπαλο δέος ή αναγκαίο κακό έναντι των Ταλιμπάν.
Χρειάζεται να κάνουμε, άλλη μια φορά, τη διάκριση ανάμεσα στην ανάλυση και την τοποθέτηση. Παράδειγμα πρώτο: το καθεστώς που ακολούθησε την επέμβαση διασπάθισε ένα πακτωλό χρημάτων που παρείχαν αφειδώς οι ιδανικοί διαφθορείς των Αφγανών, οι κατοχικές δυνάμεις. Για τον λόγο αυτό, έχασε πολύ σύντομα το όποιο λαϊκό έρεισμα απέκτησε στην αρχή, τη στιγμή της χειραφέτησης από τον ζόφο των Ταλιμπάν, και υποτάχθηκε στις αμερικανικές πολεμικές επιχειρήσεις που εξολόθρευαν χιλιάδες άμαχους. Όλα αυτά, που τα τονίζει κάθε σοβαρή ανάλυση, εξέθρεψαν τους Ταλιμπάν και εξηγούν γιατί το καθεστώς κατέρρευσε σαν τραπουλόχαρτο (μπορείς να αγοράσεις τα πάντα, εκτός από το ηθικό ενός λαού και ενός στρατού, όπως γράφτηκε). Είναι άλλο όμως να αντιλαμβάνεσαι και να χρησιμοποιείς ερμηνευτικά τα παραπάνω, και άλλο να επιχαίρεις πολιτικά για την επικράτηση των Ταλιμπάν.
Παράδειγμα δεύτερο: έχει σημασία αν οι Ταλιμπάν θα ακολουθήσουν μια ρεαλπολιτίκ, πώς θα πολιτευθούν γεωπολιτικά και έναντι της τρομοκρατίας ή το ότι επιτρέπουν, όπως μόλις μάθαμε, τη φοίτηση των γυναικών στο πανεπιστήμιο. Ωστόσο εξακολουθεί να μου προξενεί ανατριχίλα ότι η «ήπια γραμμή» σημαίνει τα εξής για τις Αφγανές φοιτήτριες: θα είναι υποχρεωμένες να φορούν μαύρη αμπάγια (την μακριά παραδοσιακή φορεσιά) και νικάμπ (το μαύρο μαντίλι που καλύπτει όλο το πρόσωπο, εκτός τα μάτια)• οι αίθουσες θα διαχωρίζονται σε αρρένων και θηλέων• οι φοιτήτριες θα πρέπει να βγαίνουν πριν τους φοιτητές και να μη συγχρωτίζονται μαζί τους, ενώ θα διδάσκονται μόνο από γυναίκες ή ηλικιωμένους άνδρες εγνωσμένης ηθικής…
Σκέφτομαι τον αντίλογο: άμα ζεις στο Αφγανιστάν όλα αυτά δεν είναι αφηρημένη συζήτηση• πρέπει να διαλέξεις, με κριτήριο την καθημερινότητα, την αξιοπρέπεια, την επιβίωση, την ίδια τη ζωή σου. Και αν είσαι γυναίκα, ιδίως της μεσαίας τάξης και ζεις σε πόλη, βιώνεις σήμερα μια ραγδαία επιδείνωση (στην εκπαίδευση, τον τρόπο που ντύνεσαι, τους καταναγκασμούς, τον φόβο) και ένα τρόμο για το μέλλον. Πράγματι. Εμείς όμως, ακριβώς επειδή δεν ζούμε εκεί, έχουμε την πολυτέλεια να μην επιλέξουμε. Και έχει αξία να αναδεικνύουμε τις φωνές και τις κινήσεις στο ίδιο το Αφγανιστάν, όσο μοναχικές κι αν είναι, που αντιστέκονται αναζητώντας έναν αυτόνομο δρόμο. «Μοναδική λύση είναι μια μη θρησκευτική και δημοκρατική κυβέρνηση», διαβάζω στη συνέντευξη της Μάριαμ Ράουι, αγωνίστριας της Επαναστατικής Οργάνωσης Γυναικών του Αφγανιστάν (RAWA). Η γυναίκα αυτή μιλάει με σφοδρότητα και κατά των Ταλιμπάν και εναντίον της «φθαρμένης και διεφθαρμένης» κυβέρνησης Καρζάι, της υποκρισίας της Δύσης και ιδίως των ΗΠΑ που διέφθειραν έναν ολόκληρο λαό», στο όνομα τάχα των δικαιωμάτων των γυναικών και της δημοκρατίας [2].
Η Καμπούλ είναι δίπλα μας
Για τους Έλληνες αριστερούς και αριστερές, η Καμπούλ δεν είναι μακριά. Όχι μόνο επειδή ο διεθνισμός πρέπει να αποτελεί συστατικό της ματιάς και της στάσης μας, αλλά και για έναν λόγο, που αλλάζει εντελώς τα πράγματα σε σχέση με όταν κινητοποιούμαστε λ.χ. για το Χονγκ Κονγκ, τη Νότια Κορέα ή το Black lives matter στις ΗΠΑ. Τη διαφορά την κάνουν οι Αφγανοί στην Ελλάδα: οι 40.000 που βρίσκονται εδώ [3] και εκείνοι που ενδεχομένως θα έρθουν.
Τα πράγματα είναι ξεκάθαρα: αν θεωρείς μαύρη σελίδα την επικράτηση των Ταλιμπάν, τότε αυτονοήτως δεν ξαποστέλνεις πίσω όσους βρίσκονται εδώ και ταυτόχρονα στέκεσαι αλληλέγγυος σε όσους και όσες θα έρθουν. Αν συμφωνούμε καταρχήν σε αυτό, πρέπει να συζητήσουμε συγκεκριμένα φόβους, ζητήματα συνόρων, δυνατοτήτων, υποδομών – συμφωνώντας και διαφωνώντας. Αυτό που βρίσκω αδιανόητο είναι ο συνδυασμός αφηρημένης μακρόθεν συμπόνοιας στην Καμπούλ και εφηρμοσμένου αγριανθρωπισμού οίκαδε: να οδυρόμαστε για τη συμφορά που έτυχε στους Αφγανούς και ταυτόχρονα να οχυρωνόμαστε ώστε να μη δεχτούμε κανέναν από όσους, λόγω ακριβώς αυτής της συμφοράς, θα φτάσουν ώς εδώ.
Η αντίθεση στους Ταλιμπάν, λοιπόν, δεν συνεπάγεται δηλώσεις και έκφραση «ανησυχίας» αλλά έχει συγκεκριμένα διά ταύτα, για όσους Αφγανούς ζουν στη χώρα μας και για όσους έρθουν. Μερικά βασικά:
* Να σταματήσουν οι απελάσεις. Στις αρχές Αυγούστου, ενώ ήταν θέμα ημερών η πτώση της Καμπούλ, η Ελλάδα μαζί με την Αυστρία, το Βέλγιο, τη Γερμανία, την Ολλανδία, τη Δανία, απευθύνθηκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητώντας τη συνέχιση των «επιστροφών», καθώς η διακοπή τους θα έδινε λάθος μήνυμα. Οι τρεις τελευταίες χώρες υπαναχώρησαν ρητά, λίγες μέρες μετά, και εν γένει οι επιστροφές έχουν παγώσει. Δεν έχουμε όμως καμιά σιγουριά για το μέλλον, ειδικά με κυβερνήσεις, όπως η ελληνική, που παίζουν γερά το χαρτί του αντιμεταναστευτικού/αντιπροσφυγικού.
* Όχι «αποσυμφόρηση», αλλά ένταξη. Αν το πρώτο καθήκον είναι να μην «επιστραφεί» ούτε ένας Αφγανός ή Αφγανή, το αμέσως επόμενο είναι όσοι και όσες μένουν εδώ να μην ζουν σε συνθήκες αβίωτες, με προορισμό την «αποσυμφόρηση», αλλά με μέριμνα για την ένταξη.
* Ασφαλείς δίοδοι και μέριμνα για όσους έρθουν. Αν μιλήσουμε για την έννοια της προσφυγιάς, για ανθρώπους που φεύγουν από την πατρίδα τους επειδή οι συνθήκες διαβίωσης, η ελευθερία και η ζωή τους απειλούνται, το Αφγανιστάν του 2021 (αλλά και παλιότερων ετών) αποτελεί κατεξοχήν παράδειγμα. Κι αυτό δεν αφορά μόνο τις γυναίκες λόγω του φύλου τους, αλλά και άλλους και άλλες λόγω των θρησκευτικών πεποιθήσεων, της εθνοτικής καταγωγής, του σεξουαλικού προσανατολισμού, των πολιτικών τους απόψεων. Καθένας που φεύγει από την πατρίδα του για τέτοιους λόγους δικαιούται να ζητήσει και να λάβει προστασία, όπως υπαγορεύει όχι μόνο η ανθρωπιά, αλλά και το διεθνές δίκαιο. Αυτό απαιτεί πολλά (σχεδιασμό, ασφαλείς διόδους, ευρωπαϊκή συνεργασία), στον αντίποδα της λογικής των φρακτών, της αποτροπής, του «βίου αβίωτου».
Ας μην ξεχνάμε ότι από τις αρχές Ιουνίου η Ελλάδα θεωρεί πλέον την Τουρκία «ασφαλή χώρα» για τους Αφγανούς (και τους Σύρους, τους Σομαλούς, τους Πακιστανούς, τους Μπαγκλαντεσιανούς). Μάλιστα, η σχετική πρόβλεψη ενσωματώθηκε στον «αντιμεταναστευτικό» νόμο που ψηφίστηκε στις 5 Σεπτεμβρίου, δηλαδή μετά την επικράτηση των Ταλιμπάν. Το γιατί η Τουρκία δεν είναι ασφαλής χώρα έχει τεκμηριωθεί από πολλές οργανώσεις, με νομικά και πραγματολογικά στοιχεία [4]. Προσθέτω απλώς ότι στις 15 Αυγούστου, τη μέρα που οι Ταλιμπάν αποκτούσαν τον πλήρη έλεγχο της Καμπούλ, η Τουρκία απέλασε 460 Αφγανούς στην πατρίδα τους [5].
Ο χαρακτηρισμός της Τουρκίας ως ασφαλούς χώρας είναι κλειδί και πρέπει επιτακτικά να αναιρεθεί. Από τη μια ανοίγει την πόρτα για απελάσεις, μόλις «ηρεμήσουν» τα πράγματα. Αφετέρου, επιτρέπει στην Ελλάδα να αρνηθεί να εξετάσει αιτήματα ασύλου Αφγανών. Έτσι, με δεδομένη την άρνηση της Τουρκίας, από τον Μάρτιο του 2020, να δεχθεί την επιστροφή πολιτών τρίτων χωρών από την Ελλάδα, πολλοί Αφγανοί αιτούντες άσυλο θα βρεθούν σε μια κατάσταση νομικού και πραγματικού limbo, χωρίς πρόσβαση στη υγεία, στη στέγη και την εκπαίδευση [6].
Περιμένοντας τους «βαρβάρους»
Τα κράτη-μέλη της ΕΕ προετοιμάζονται πυρετωδώς για την επόμενη μέρα. Όχι όμως για την αλληλεγγύη, αλλά για την αποτροπή. Και η ελληνική κυβέρνηση πρωτοστατεί σε αυτό.
Ήδη από την επαύριο της νίκης των Ταλιμπάν, οι οθόνες μας πλημμύρισαν από εικόνες πολεμικής ετοιμότητας, με υπουργούς που κούναγαν τον φράχτη στον Έβρο, σε ένα μείγμα μισανθρωπίας και γελοιότητας. Τις επόμενες μέρες διαβάσαμε για «άκρως απόρρητη έκθεση» που επιδόθηκε στον πρωθυπουργό, σύμφωνα με την οποία έως και 2.000.000 Αφγανοί θα φτάσουν στα ελληνικά σύνορα μέχρι τα Χριστούγεννα [7].
Τέτοιου τύπου διαρροές, χωρίς καμιά τεκμηρίωση, είναι τραγελαφικές, την ίδια στιγμή που εκτιμήσεις του ΟΗΕ κάνουν λόγο για μέχρι 500.000 Αφγανούς που θα εγκαταλείψουν τη χώρα εντός του 2021, ενώ άλλες αναλύσεις αμφιβάλλουν σοβαρά για το αν θα έχουμε μαζικές μετακινήσεις προς τη Δύση [8]. Δεν ξέρω ποια εκδοχή είναι χειρότερη: ότι το Μαξίμου εξέτασε σοβαρά αυτό το σενάριο ή ότι το διοχέτευσε για λόγους εντυπώσεων… Είμαι ωστόσο βέβαιος ότι η έκθεση αποτελεί αξιόλογη πηγή μελέτης, όχι όμως για τις ενδεχόμενες προσφυγικές ροές, αλλά για τη δημιουργία του φαινομένου που στην κοινωνιολογία ονομάζεται «ηθικός πανικός».
Επικοινωνία και πολιτική πάνε χέρι χέρι. Στις 5 Σεπτεμβρίου ψηφίστηκε, μόνο από τους βουλευτές της ΝΔ, ο νόμος για την «αυστηροποίηση των διαδικασιών απελάσεων και επιστροφών πολιτών τρίτων χωρών», με βασικούς άξονες (παραθέτω από την ομιλία του Ν. Μηταράκη στη Βουλή, στο σάιτ του υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου): «την ενίσχυση των απελάσεων, τη δημιουργία κλειστών/ελεγχόμενων δομών τον έλεγχο των ΜΚΟ [όπου, προσθέτω, και η ποινικοποίηση της διάσωσης στη θάλασσα], τον περιορισμό της διάρκειας και του ύψους των επιδομάτων». Η κυβέρνηση, προωθώντας απελάσεις και επαναπροωθήσεις, κραδαίνει ως τρόπαιο την αποσυμφόρηση των νησιών, την οχύρωση των συνόρων και τις μηδενικές ροές. Καθώς η γενική της εικόνα της έχει αρχίζει να θαμπώνει, είμαι βέβαιος ότι θα συνεχίσει στο ίδιο ταμπλό, με βασικό σύνθημα: Δεν θα αφήσουμε να επαναληφθεί το 2015. Επικοινωνιακά και δημαγωγικά είναι «σιγουράκι», ωστόσο συνθλίβει τις ζωές «των άλλων» και αποσταθεροποιεί την κοινωνική συνοχή.
Υστερόγραφο για μια δήλωση της Προέδρου της Δημοκρατίας
Δύο μέρες μετά την πτώση της Καμπούλ, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας έγραψε στο facebook:
«Αυτές τις μέρες που ο τρόμος κυριαρχεί στο Αφγανιστάν, ο νους και η καρδιά μας βρίσκεται κοντά στις γυναίκες της χώρας, αυτές που είναι στο στόχαστρο των Ταλιμπάν μόνο και μόνο επειδή θέλησαν να εκμεταλλευτούν την εύθραυστη ελευθερία τους, να σπουδάσουν, να εργαστούν, να πετάξουν τη μπούρκα. Τις γυναίκες που υφίστανται τη βία και το μίσος των φανατικών ισλαμιστών ενάντια στην ίδια τη ζωή, ενάντια σε ό,τι κάνει τη ζωή άξια να βιωθεί: την αρμονική συνύπαρξη ανδρών και γυναικών, τη μόρφωση και την εργασία, την επικοινωνία και την τέχνη. Οι απελπισμένες φωνές αυτών των γυναικών ζητούν στήριξη και ελπίδα, ένα χέρι σωτηρίας που θα απομακρύνει τις ίδιες και τα παιδιά τους από τον ζόφο, από το σκοτάδι που θα τις μεταμορφώσει σε σκιές, αν δεν τις αφανίσει ολοκληρωτικά. Φωνές που ηχούν σήμερα στα αυτιά μας σαν τύψη και είναι χρέος μας να μην τις αγνοήσουμε» (η έμφαση, δική μου).
Τολμηρή δήλωση, και είναι ωραίο και σημαντικό ότι την έκανε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, και όχι κάποιος ακτιβιστής ή ακτιβίστρια. Ταυτόχρονα, μοιάζει με δίκοπο μαχαίρι: αν οι πράξεις της ελληνικής πολιτείας δεν συμβαδίζουν, τότε κινδυνεύει να ηχεί κούφια, αναδεικνύοντας εκκωφαντικά το χάσμα λόγων και πραγματικότητας.
Με λίγα λόγια, το «χέρι σωτηρίας» που πρέπει να προσφέρουμε στις γυναίκες αυτές σίγουρα δεν είναι το χέρι των υπουργών που ταρακούναγαν τον φράκτη στον Έβρο. Και ναι, «είναι χρέος μας να μην τις αγνοήσουμε». Αλλά αν οχυρωνόμαστε για να εμποδίσουμε και να αποτρέψουμε όσες από τις γυναίκες αυτές καταφέρουν να φτάσουν έως εδώ, τότε βάζουμε κι εμείς το χέρι μας «για να βουλιάξουν στον ζόφο» και να αφανιστούν. Και αυτό θα είναι στίγμα ες αεί.
[1] Προφανώς μια στοιχειώδης ανάλυση πρέπει να πηγαίνει πίσω τουλάχιστον στη σοβιετική επέμβαση του 1979. Δεν το κάνω, καθώς περιορίζομαι στην προσπάθεια να θέσω ένα πλαίσιο για την πολιτική μας στάση.
[2] Μάριαμ Ράουι (ψευδώνυμο), «Μοναδική λύση είναι κοσμική και δημοκρατική κυβέρνηση», επιμ. Γεωργία Ντούσια, Η Εποχή, 5.9.2021.
[3] Για 40.000 (20.000 πρόσφυγες και 20.000 που αιτούνται άσυλο) έκανε λόγο ο αρμόδιος υπουργός Νότης Μηταράκης, σε συνέντευξη στον ΣΚΑΪ, 18.8.2021.
[4] Βλ. τη συνέντευξη τύπου που οργάνωσε το Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες (ΕΣΠ) στις 14.7.2021. Επίσης, τη δήλωση 40 MKO που δραστηριοποιούνται στην χώρο, 14.7.2021
[5] Βλ. καταγγελίες της Afghanistan Migrants Advice and Support Organization-AMASO
[6] Βλ. την κοινή ανακοίνωση 21 οργανώσεων, 30.8.2021.
[7] «Προσφυγικό. Έκθεση-βόμβα στο Μαξίμου. Έως 2.000.000 Αφγανοί στα ελληνικά σύνορα», Το Βήμα (online), 1.9.2021.
[8] Ενδεικτικά, Aziz A. Hakimi, «The truth is most Afghans don’t head west to Europe», openDemocracy, 20.8.2021. Γενικότερα, δεν φεύγεις από τη χώρα σου πατώντας ένα κουμπί μόλις αλλάζει το καθεστώς· είναι μια σύνθετη διαδικασία που συνδυάζει αποφάσεις, προοπτικές, συναισθήματα και πραγματικές δυνατότητες.