«Μέσα σε τρεις δεκαετίες πολέμου, οι γυναίκες σηκώνουν στις πλάτες τους τα μεγαλύτερα βάρη». Σε μια εγκαταλελειμμένη βιοτεχνία υφασμάτων, η 24χρονη street-artist Shamsia Hassani, ζωγραφίζει έξι φιγούρες τυλιγμένες σε γαλάζιες μπούργκες, που αναδύονται από το έδαφος σαν φαντάσματα. H απεικόνιση των γυναικών στις πραγματικές συνθήκες της ζωής τους αποτελεί σπάνιο θέαμα για το Αφγανισταν…
Η Shamsia κατάγεται από την Κανταχάρ -την πόλη-βάση της κυβέρνησης των Ταλιμπάν έως το 2001. Μεγάλωσε σαν πρόσφυγας στο γειτονικό Ιράν και είναι από τους ελάχιστους street-artists της χώρας της. «Ο κόσμος είναι τόσο απασχολημένος με το να βρει φαγητό για να ταΐσει την οικογένειά του, που η τέχνη μπαίνει σε δεύτερη μοίρα. Μπορούμε να εντάξουμε την τέχνη στον πολιτισμό μας, αλλά όχι στα ξαφνικά και όχι μόνοι μας. Για έναν τόπο που έχει ζήσει τόσο πολύ πόλεμο και πόνο, θα χρειαστεί χρόνος». Διδάχτηκε γκράφιτι σε ένα εργαστήρι στην Καμπούλ, πριν δύο χρόνια. Μαζί και ο 25χρονος Qasem Foushanji, φίλος και σύντροφός της στις τοιχογραφίες, ο οποίος -μεταξύ άλλων- έχει ζωγραφίσει μία τεράστια κόκκινη καρδιά «περιτριγυρισμένη» από κόκκαλα, μαζί με τις λέξεις «ο ευεργετικός θυμός» γραμμένες στα αγγλικά. Και οι δύο θεωρούν ότι οι καλλιτέχνες δρόμου αντιμετωπίζονται σαν «τρελοί και περίεργοι» και είναι στιγματισμένοι από την υπέρ-συντηρητική κοινωνία του Αφγανιστάν, γι’ αυτό αποφεύγουν τους κεντρικούς δρόμους και τις αγορές όπου «θα τρελαίνονταν να ζωγραφίσουν»… προτιμούν σημεία απόμερα, κρυμμένα από την κοινή θέα. Συχνά τους θεωρούν υπερβολικά επηρεασμένους από τη Δύση. Οι ίδιοι θεωρούν ότι χρησιμοποιούν μεν εργαλεία του δυτικού πολιτισμού – για να διηγηθούν, όμως, μια αφγανική ιστορία. Η Hassani θέλει να διδάξει γκράφιτι στο παν/μιο της Καμπούλ, ενώ, ο Qasem ποτέ δεν θα έλεγε «… ότι δεν είμαι Αφγανός. Αυτή η διαλυμένη χώρα είναι δική μου. Θα τελειοποιηθώ στο αντικείμενό μου και θα προσπαθήσω να το εντάξω στην κοινωνία μου».