*το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από τον ιστότοπο της Λέσβου, «Στο Νησί»

Με αφορμή το Σαββατιάτικο μου χρονογράφημα για την παγκόσμια ημέρα των προσφύγων με τίτλο «Ουστ βρωμιάρηδες… Ουστ πρόσφιγγες» έσπευσαν ουκ ολίγοι να σκίσουν τα ρούχα τους υπερασπιζόμενοι το ομόδοξο και το ομοεθνές των τότε προσφύγων και των τότε ντόπιων. Σε σχέση με τους «ισλαμιστές» σύγχρονους «βρωμιάρηδες».

Μου πρότειναν να σβηστούν τα υβριστικά σχόλια μεταξύ των οποίων και αυτά σύμφωνα με τα οποία το χρονογράφημα ήταν καθοδηγούμενο και αποτέλεσμα αμοιβής από διεθνή συνωμοτικά κέντρα.

Απάντησα πως όχι. Ο ιστορικός του μέλλοντος έχει πολύ δουλειά να κάνει. Και κάποιοι, από τον καναπέ τους σχολιάζοντας τρώγοντας κεράσια με τα σώβρακα, ξεχνούν ή μάλλον δεν ξέρουν ότι αφήνουν το αποτύπωμα τους στην ιστορία.

Πάμε λοιπόν, ξανά από την αρχή με την ελπίδα πως κάτι κάποιοι έστω την τελευταία στιγμή μπορούν να καταλάβουν.

Το επιχείρημα το ακούμε ξανά και ξανά στις μέρες μας, το διαβάζουμε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Για τη «λαίλαπα», την «εισβολή», τους «βρωμιάρηδες». «Άλλο οι Μικρασιάτες πρόσφυγες, άλλο οι σημερινοί. Τότε ήρθαν στη χώρα μας Έλληνες και χριστιανοί ορθόδοξοι».

Κι όμως… όσο κι αν χτυπιούνται η αλήθεια είναι μια και καταγεγραμμένη. Οι ομοεθνείς και ομόδοξοι πρόσφυγες από τα παράλια της Μικράς Ασίας, πριν από 98 χρόνια αντιμετωπίσθηκαν με την ίδια εχθρότητα από όσους τάσσονταν και τότε υπέρ του «καθαρού» Ελληνικού έθνους.

Τον περασμένο Φλεβάρη, έγινε γνωστή η απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου των Σερρών με την οποία εκφραζόταν «η κάθετη αντίρρηση του σε κάθε απόφαση εγκατάστασης επιπλέον προσφύγων και μεταναστών στον Δήμο Σερρών». Κάποιοι την πρόβαλαν, ως πρότυπο στάσης. Πλην όμως δεν ήταν η πρώτη φορά που μια τέτοια στάση εκφράζονταν.

Διαβάζουμε τον εκ Θεσσαλονίκη ανταποκριτή της αθηναϊκής εφημερίδας ΣΚΡΙΠ στις 7/11/1924:

«Ο εντόπιος πληθυσμός του Κιούπκιοϊ της περιφέρειας Παγγαίου διατελεί εν εξεγέρσει συνεπεία εγκαταστάσεως εκατόν είκοσιν οικογενειών προσφύγων εις τα κτήματα εντοπίων ολίγον εντεύθεν της Τσεριπλιάνης. Η εχθρότης αύτη των εντοπίων προς τους πρόσφυγας εξεδηλώθη χθες κατά τρόπον λυπηρότατον. Την πρωίαν της χθες αι 120 οικογένειαι προσφύγων, αι μένουσαι υπό σκηνάς, ευρέθησαν περικυκλωμένοι υπό ομάδος του λαού του Κιούπκιοϊ. Οι πολιορκηταί ένοπλοι επετέθησαν, επηκολούθησε δε αιματηρά συμπλοκή εντοπίων και προσφύγων. Οι εντόπιοι διεσκορπίσισαν τους πρόσφυγας και έκαυσαν τα σκηνάς των. Υπάρχουν πεντήκοντα περίπου τραυματίαι και εννέα νεκροί πρόσφυγες άπαντες»

Το Κιούπκιοϊ είναι η σημερινή Πρώτη Σερρών, η γενέτειρα της οικογένειας Καραμανλή. Είχαν περάσει λίγο περισσότερα από δέκα χρόνια από την διάλυση της οθωμανικής αυτοκρατορίας και την ένωση της περιοχής με το ελληνικό κράτος. Κι όμως οι «εντόπιοι» δεν ήθελαν επ’ ουδενί να μοιραστούν τη γή τους με τους εκπατρισμένους Έλληνες, που κατόρθωσαν να σωθούν από τις εκκαθαρίσεις των Τούρκων και να αποβιβαστούν στα ελληνικά εδάφη. Δεν πείσθηκαν ούτε από την ίδια γλώσσα που μιλούσαν οι πρόσφυγες, ούτε από τις ίδιες εικόνες που προσκυνούσαν. Ήταν απλώς οι «ξένοι» που απειλούσαν τις περιουσίες και την γαλήνη τους. Οι «βρωμιάρηδες». Αυτοί ήταν τότε οι σημερινοί κατά τα άλλα «ομοεθνείς¨και «ομόδοξους» Έλληνες της Μικρασίας.

Κι η φιλομοναρχική και αντιβενιζελική εφημερίδα «Βραδυνή» εντυπωσίαζε με το αντιπροσφυγικό μίσος της, παρουσιάζοντας τους πρόσφυγες ως Αφγανούς που μετέτρεψαν την Αθήνα σε «Αφγανιστανούπολη».

Για τους παππούδες και τις γιαγιάδες μας πρόσφυγες του 1922 λένε!

 

Σήμερα οι απόγονοι εκείνων των μισαλλόδοξων ομοεθνών μας, μαζί ενδεχόμενα και με απόγονους των τότε προσφύγων, στρέφονται ενάντια στους σύγχρονους «ξένους», τους ταλαίπωρους εκπατρισμένους υπό την απειλή του πολέμου, της βίας, της πείνας και της ανέχειας.

Τους καταγράφει η ιστορία. Κι αυτούς, και τα δήθεν επιχειρήματα κατά των ξένων. Επιχειρήματα που δεν είναι τίποτα άλλο από κραυγές, ανιστόρητες κραυγές και ύβρεις.