«Η αριστερά αποκόπηκε πλήρως από την εργατική τάξη». Δεν το λέει θυμωμένα, ούτε με κάποια δόση κριτικής έστω. Κάνει μια απλή διαπίστωση, μετράει τι συνέβη και που βρίσκεται ο πολιτικός του χώρος. Αυτή τη φορά ψήφισε δεξιά – όταν ρωτάω αν έχει ξαναψηφίσει δεξιά μου λέει, ναι, άλλη μια φορά, το Brexit Party στις ευρωεκλογές. Και μία στις τελευταίες εθνικές εκλογές, τον Μπόρις. Σκεφτόταν και να μη ψηφίσει κανέναν, δεν του άρεσε κανείς, «κανένας δεν άξιζε την ψήφο μου», μου λέει. Αλλά, ψήφισε για το Brexit. «Στην δική μου περιφέρεια, εκεί που ψηφίζω, η μόνη Μπρέξιτ πρόταση ήταν από τους συντηρητικούς». Δεν υπήρχε αριστερή πρόταση. «Η αριστερά αποκόπηκε πλήρως από την εργατική τάξη». Και, «ήθελα να μετρήσει επιτέλους η ψήφος μου, να συμβεί το Brexit!».

Τζέημς Λητς, 55 ετών, με δική του εταιρία μάρκετινγκ, δουλειές σε Βρετανία και λοιπή Ευρώπη. Παιδιόθεν αριστερός και οπαδός της ξανθιάς μπύρας. Είμαστε στο Καντμπερυ, 10 χιλιόμετρα από τους Λευκούς Βράχους του Ντόβερ, στην παμπ «Τα Όπλα της Πόλης», City Arms. Χωρίς ίντερνετ, χωρίς wi-fi ή έστω πρόσβαση στο δικό μας, εδώ, στην παλιά, μεσαιωνική πόλη με τα στενά και τους χοντρούς τοίχους, την πόλη των «Ιστοριών του Καντερμπερυ» και των φοιτητών. Χωρίς ίντερνετ και μόνο εγώ υποφέρω. Οι συζητήσεις ανάβουν και κανένας δε νοιάζεται αν έχει μήνυμα.

Ο Τζέημς έχει έρθει με τη γυναίκα του, τη Σου, ένα αληθινό αγγλικό ρόδο. Ο ίδιος είναι μισός Εγγλέζος μισός Ολλανδός. Και φιλοευρωπαϊστής. Και brexiteer. Και τσακωμένος με τη μισή οικογένεια, λόγω Brexit. Έχουν τριάμισι χρόνια να μιλήσουν με τον αδελφό του, που ως και στο facebook τον εχει μπλοκάρει γιατί ψήφισε Brexit. Ούτε ανίψια ούτε τίποτε. Το Brexit διαλύει και οικογένειες. «Είμαστε μια διχασμένη κοινωνία. Έχουμε κοπεί στα δυο».

Ζητώ να μου εξηγήσει το «φιλοευρωπαίος». Δεν είμασταν ποτέ, μου λέει, αποφασισμένοι να γίνουμε ΕΕ. Είτε ήταν το νόμισμα που δεν αλλάζαμε, είτε η Σέγκεν που δεν μπήκαμε, δεν ήταν κάτι που θα έκανε ποτέ η Μ. Βρετανία με όλη της την καρδιά. «Θα προτιμούσα να είμασταν ένα πλήρες, αποφασισμένο μέλος, αλλά αυτό δε θα γινόταν ποτέ, οπότε ας είμαστε ένας καλός γείτονας». Είναι μια άποψη που δεν έχω ξανακούσει. Εκείνο που έχω ξανακούσει είναι η απόφασή του να κάνει τα πάντα για να τον ακούσει καθαρά η κεντρική εξουσία. «Είμαι σε αυτή την ηλικία και είναι η πρώτη φορά που είχα δικαίωμα να πω τι σκέφτομαι για την ΕΕ. Τρελό δεν είναι;». Μπα, άλλους δε μας ρωτούν καθόλου…

Ο Τζιμ Μπούτσερ, καθηγητής Γεωγραφίας στο τοπικό πανεπιστήμιο, σύντροφος παλιός, με αγώνες, είναι ο φίλος που με έφερε στην παμπ. Αντιπρόσωπος στο σωματείο, χρόνια στην άκρα αριστερά, «γεωγράφος σαν τον Κροπότκιν», που τον πειράζω και χαίρεται. «Σαν αριστερός, της άκρας αριστεράς, δεν το βλέπω σαν δεξιό Brexit. Το βλέπω σαν σκέτο μπρέξιτ, χωρίς επίθετα. Δεν εμπιστεύομαι τον Μπόρις Τζόνσον ούτε καν σε ένα συντεταγμένο Brexit. Αλλά, η αληθινή ερώτηση ήταν, ποιος αποφασίζει για μας. Αν έχουμε λόγο στη ζωή μας και τον τόπο μας». Και αυτή η ερώτηση ήταν που δίχασε την βρετανική κοινωνία. «Δεν ήταν θέμα Brexit για μας, πια, ήταν θέμα Δημοκρατίας. Όσο κι αν δίχασε, ήταν κάτι που είχε τεράστια σημασία για το μέλλον μας. Γι’ αυτό η πλευρά του Brexit πήρε από παντού. Το στήριξαν όλοι όσοι θέλουν να έχουν φωνή και θεωρούν ότι ήταν θέμα Δημοκρατίας».

Δεν ήταν θέμα μόνο Δημοκρατίας. Η Παμ έχει βγει κι εκείνη έξω να καπνίσει. «Μέχρι χτες ήμουν φιλελεύθερη δημοκράτης, εδώ και τρία χρόνια μου λένε ότι είμαι δεξιά, αμόρφωτη και ρατσίστρια..», λέει με γέλιο και παράπονο μαζί, μετά τις συστάσεις και ενώ ξεκινάμε να συζητάμε το θέμα της ημέρας. «Και ποιος είναι το κατεστημένο, πια; ποιόν έχω απέναντι; νοιώθω πως τώρα πια ο Τύπος είναι το κατεστημένο, τον τύπο έχω απέναντι, να μου λέει ποια είμαι και ποια δεν είμαι, ποια πρέπει να είμαι, τι πρέπει να πιστεύω». Ο τόνος ανεβαίνει. «Όλοι κοιτάνε να επιβάλλουν το ηθικό τους μήνυμα. Τώρα τη λογοκρισία μας την επιβάλει η αριστερά».

Για την Παμ, όλα έχουν μπερδευτεί τα τελευταία τριάμισι χρόνια. Και δεν βλέπει σύντομα άκρη. «Ήμουν πάντα εκτός κομμάτων, είμαι ένας μετριοπαθής δημοκράτης άνθρωπος, αλλά τα τελευταία τρία χρόνια νοιώθω ότι με εξοστρακίζουν. Δεν τολμάω να πω τι πιστεύω, στην ουσία πρέπει να κρύβω τι ψήφισα». Δεν το κρύβει, αλλά είναι πάρα πολλοί οι συνάδελφοί της, εκπαιδευτικοί, που το κρύβουν. «Όλοι κάνανε ότι είναι κατά του Brexit». Κι ας μην ήταν. Τα έσκιαζε η φοβέρα; ναι, το Brexit διάλυσε οικογένειες, το στίγμα χάλασε φιλίες.

Και ο Τζιμ βλέπει τα τραύματα στον κοινωνικό ιστό, αλλά δεν τα θεωρεί μόνιμα, παρ’ όλα αυτά. «Σου λέω, κάνουμε μια νέα αρχή, μια πολύ σημαντική αρχή. Ύστερα, αν πας πίσω δέκα, είκοσι χρόνια, θα δεις ότι όσοι υπερασπίζονταν με κάθε τρόπο την παραμονή στην ΕΕ τελευταία, τότε ήταν οι αυστηρότεροι κριτικοί και σκεπτικιστές. Ειμασταν πάρα πολλοί στην αριστερά που επιθυμούσαμε ένα αριστερό Brexit.». Η Σου επεμβαίνει: «Το διαίρει και βασίλευε είναι που εξουδετέρωσε την αριστερά και δεν υπήρξε αριστερό Brexit».

Στην αίθουσα προστίθενται ο σταντ απ κωμικός Φράνσις Φόστερ κι ο καθηγητής κωμωδίας στο πανεπιστήμιο του Κεντ, Όλιβερ Νταμπλ. Ομιλητές της μέρας, στις λαϊκές διαλέξεις που οργανώνονται εδώ – μια ώρα ομιλία δέκα λεπτά να ξαναγεμίσουν τα ποτήρια, και πάλι από την αρχή. Σημερινό θέμα, πως άλλαξε η κωμωδία, ειδικά το σταντ απ, στη Βρετανία, λόγω Brexit. Ο Φράνσις μιλάει για τον τρόπο που άλλαξε η κωμική του ρουτίνα λόγω Brexit. Για την αυτολογοκρισία. Δύο φορές αναφέρεται στην εφημερίδα Guardian και δύο φορές το κοινό σκάει στα γέλια, ειρωνικά, ίσως περιφρονητικά. Ήταν η εφημερίδα των περισσότερων για πάρα πολλά χρόνια. Όχι πια – δεν πρόδωσε μόνο τον Ασάνζ, νοιώθουν.

Το Brexit έκανε την βρετανική κωμωδία, ειδικά το σταντ απ, να πάψει να τα βάζει με το κατεστημένο (the establishment) και τους από πάνω, και να χτυπά μόνο τους από κάτω. «Καταντήσαμε κωμικοί που δίνουν διαλέξεις για την πολιτική ορθότητα».

Η βρετανική παράδοση, το ίσο μοίρασμα από κωμικές γροθιές, με τις πιο γερές προς το κατεστημένο, αλλά και μπόλικη σκληρή κριτική της εργατικής και μεσαίας τάξης, που ξεκίνησε και ρίζωσε τη δεκαετία του ’80, έχει χαθεί. Ίσως γιατί τώρα πια έχει χαθεί το ξεκάθαρο του καθεστώτος. «Ποιοι είναι το καθεστώς; Πόσο καθεστώς είναι αυτοί, κι οι εφημερίδες [να τος πάλι ο Guardian], που σου λένε τι πρέπει να πιστεύεις; οι δημοσιογράφοι που σου λένε τι είναι το σωστό και τι όχι; που οι περισσότεροι προέρχονται από την ανώτερη τάξη;».

Ο κόσμος έγινε άσπρο μαύρο, έγινε Λονδίνο και υπόλοιπη Βρετανία. «Οι συνάδελφοι από το Λονδίνο, που στήριξαν την ρουτίνα τους στον ευτελισμό των μπρέξιτερς δεν καταλάβαιναν γιατί όταν πήγαιναν στην επαρχία δε γελούσε κανείς, ο κόσμος ήταν παγωμένος και αμήχανος». Στην επαρχία εν έχουν κατακτήσει ακόμη τα social media κάθε κοινωνική έκφανση, λέει. Ο online κόσμος στο Λονδίνο καθορίζει την ατζέντα, όμως. Και σε περιβάλλοντα που θέσει θεωρούνται «προοδευτικά». Και, το μόνο που αποδεικνύεται είναι ότι και σε αυτά, το μόνο που έφεραν ήταν μεγαλύτερη και περισσότερη αυτολογοκρισία. «Θέλω να δουλεύω σαν κωμικός. Κι αυτοί που μας κλείνουν για τα μαγαζιά, θέλουν να μην έχουν παράπονα. Και για να μην έχουν παράπονα, απαιτούν να μην είμαστε δηκτικοί, να στρογγυλεύουμε τα πάντα. Αν δεν το κάνουμε, θα μείνουμε άνεργοι. Άρα όλα τα σοβαρά κι σημαντικά μένουν απέξω, γιατί αυτά φέρνουν τις αντιδράσεις.».

Και καμιά φορά και όσα θεωρείς ότι δε φέρνουν αντιδράσεις, φέρνουν, γιατί τη βάρεσε σε κάποιον στο κοινό. Λέει την ιστορία ενός φίλου του κωμικού, με ψυχολογικά προβλήματα, τα οποία εξομολογείται στη σκηνή – η ρουτίνα του στηρίζεται σε αυτά, οπότε θεωρούσε ότι μπορεί να γίνει ακραίος, αφού μιλά για τον εαυτό του. Ξεκινάει λέγοντας ότι πήγε στον ψυχίατρο, και του εξομολογήθηκε ότι δύο είναι τα μεγάλα του προβλήματα: σκέφτεται διαρκώς την αυτοκτονία, και είναι πολύ αναβλητικός. «Ας αρχίσουμε από την αναβλητικότητα», του λέει ο γιατρός. «Τι λες γιατρέ; χάρη σε αυτήν συνεχίζω να ζω!», απαντά ο κωμικός. Ωραιότατο! Κι όμως, μια κυρία από το κοινό αντέδρασε βίαια, γιατί θεώρησε ότι «δεν πρέπει να γίνονται αστεία με αυτά»… Με τι λοιπόν, να γίνονται αστεία;

Ο Ρίτσαρντ Ντούι, Ιρλανδός την καταγωγή, μικροκαταστηματάρχης, είναι ο μόνος, στη συγκεκριμένη παμπ ,υπέρ της παραμονής στην ΕΕ. Μπορεί οι παμπ να χωρίστηκαν, αλλά αυτός δεν ξέκοψε με τους φίλους του ποτέ, κι ας ψήφισαν από την άλλη. Το στέκι, στέκι. Γιατί, μου λέει, καταλαβαίνει. «Είμαι αριστερός, αλλά καταλαβαίνω πάρα πολύ καλά ειδικά τους αριστερούς μου φίλους που ήθελαν το Brexit. Στην αριστερά δουλειά μας δεν είναι να ξεπλένουμε τους πλούσιους και το βαθύ κράτος, κι αυτό κατάντησε να κάνει η βρετανική αριστερά με το Brexit. Όπως στις ΗΠΑ σκέψου το, που προτίμησαν τη Χίλαρυ από το Μπέρνυ στις προηγούμενες εκλογές, και άμα τόλμαγες να πεις ότι είναι γεράκι, σου έτριβαν στα μούτρα τον Τραμπ ή ότι είναι γυναίκα. Αντί να μιλάνε για την δημόσια δωρεάν υγεία… Και τώρα πάλι με τα ίδια όπλα χτυπάνε το Μπέρνυ. Άσε που κανένας δεν τα βάζει με τα παιδιά όλων αυτών, του Τραμπ, του Μπάιντεν, της Κλίντον. Η αριστερά τους αφήνει κυριολεκτικά να ξεφεύγουν παρά τα εγκλήματα [to literally get away with murder]». Τι περιμένει; «Τώρα που τελειώνουμε με το Brexit , η αριστερά να ξαναγίνει αριστερά και να τα βάλει με το σύστημα. Δουλειά μας είναι να τους κάνουμε όλους να νοιώθουν άβολα. Όχι να κάνουμε κοινωνιολογία ούτε να μένουμε κλεισμένοι στη φούσκα των media».

Από το χάνι που με φιλοξενεί ως το σταθμό των λεωφορείων, παίρνω ταξί. Ο Ιαν, ο οδηγός, θα έρθει διακοπές στην Κρήτη το καλοκαίρι. Έχει ξυπνήσει από τις πέντε το πρωί. Πιάνει δουλειά στις 6:30 κάθε πρωί, είμαι η πρώτη κούρσα της μέρας, αλλά, του αρέσει να κοιτάει τα social media και να πίνει έναν ήσυχο καφέ σπίτι του, πριν ξεκινήσει η μέρα. Συνήθως κοιμάται νωρίς. «Σήμερα όμως, δε θα κοιμηθώ καθόλου! Σήμερα είναι πολύ μεγάλη μέρα!». Είναι ευτυχισμένος για το Brexit. «Να φύγουμε, κανένα καλό δεν είδαμε από την ΕΕ, κι οι Αμερικάνοι περιμένουν να μας δώσουν χείρα βοηθείας! Από κει είναι που περιμένουμε. Αυτή η Ευρώπη θα δαλυθεί!». Βαριά λαϊκή προφορά, έχει εγγόνια στα 50 – ακούω την ιστορία δεκάδων απλών, λαϊκών ανθρώπων, τις ιδέες τους, όσο μιλάει. Φτάνουμε στα σταθμό και με βοηθάει με την τσάντα, ενθουσιασμένος πια, μιας και βρήκε ευήκοον ους. «Και άκου να σου πω, αγάπη μου, να φύγετε κι εσείς! Να σηκωθείτε να φύγετε από αυτή την ΕΕ. Γιατί τώρα, που όλοι θα δείτε πως το κάνουμε εμείς, και τι προβλήματα μας βάλανε και πως τα ξεπεράσαμε, θα ξέρετε πως γίνεται!».