Ο Τζούλιους Νυερέρε, σοσιαλιστής, παναφρικανιστής, πρωθυπουργός της Ταγκανίκας, όσο αυτή υπήρξε, και κατόπιν πρόεδρος της Τανζανίας, ήταν ένας ακόμη από τους μεγάλους ηγέτες που ανέδειξε ο αντι-αποικιοκρατικός αγώνας στην Αφρική. Υπό αυτές τις ιδιότητες και αυτές τις αρχές, απευθύνθηκε με δύο εκτεταμένα κείμενα προς τις ισχυρές δυτικές δυνάμεις, που και δύο βρίσκονται στο αμερικάνικο περιοδικό Foreign Affairs. Την 1η Απριλίου του 1966, έγραψε το πρώτο, με θέμα την ροδεσιανή κρίση – μόλις είχε κλείσει χρόνο η Μονομερής Ανακήρυξη Ανεξαρτησίας της ρατσιστικής κυβέρνησης εκεί- και, το δεύτερο έντεκα χρόνια αργότερα, την 1η Ιουλίου του 1977, με θέμα την κατάσταση στη Νότιο Αφρική, όταν πια οι ΗΠΑ είχαν μπει βαθιά στο παιγνίδι της κερδοφορίας, στην υπό Απαρτχάιντ χώρα. Σήμερα, δημοσιεύουμε εδώ το πρώτο κείμενο του 1966, στα ελληνικά, και σύντομα θα δημοσιεύσουμε και το δεύτερο, πιστεύοντας ότι συνδέονται με την τρέχουσα επικαιρότητα της Αφρικής και ερμηνεύουν τη στάση και πολλών σημερινών αφρικανικών ηγεσιών.

Για την πλήρη κατανόησή τους, ας μας επιτραπεί ένας μικρός πρόλογος.

H Αλγερία, η Ζιμπάμπουε – τότε Ροδεσία-, η Κένυα και η Νότιος Αφρική, που περιελάμβανε και τη σημερινή Ναμίμπια ως το 1990, ήταν διαφορετικής μορφής αποικίες, γιατί είχαν εκτενώς εποικιστεί: η παρουσία των λευκών δεν περιοριζόταν στο εμπόριο σκλάβων και την καταλήστευση πόρων. Υπήρξε κανονικός εποικισμός. Η  εγκατάσταση χιλιάδων Ευρωπαίων εποίκων, που ασχολήθηκαν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία σε έκταση τσιφλικά, εκδιώκοντας ή ανταγωνιζόμενοι τον ντόπιο αγροτικό πληθυσμό, καταλαμβάνοντας με τη βία τεράστιες εκτάσεις και χρησιμοποιώντας, σαν δούλους ή πολύ φτηνά εργατικά χέρια αναλόγως της χρονικής περιόδου, τον αυτόχθονα πληθυσμό, συνοδεύτηκε από τη δημιουργία οικισμών των λευκών σε συγκεκριμένα εδάφη, τα πιο εύφορα. Στη Νότιο Αφρική αυτό ξεκινά από τα τέλη του 18ου αιώνα, στην Αλγερία από τη δεκαετία του 1830 και στον 20ο αιώνα στη Νότια Ροδεσία και την Κένυα. Η ανάγκη επιβίωσης του λευκού κατακτητή – παραγωγού, οδήγησε τους αποικιοκράτες νομοθέτες να δημιουργήσουν τύπους και τρόπους διαχωρισμού, προβλέποντας διαφορετική πρόσβαση στα μέσα παραγωγής, με την ευρεία έννοια, για τους εποίκους και διαφορετική για τους ιθαγενείς, καταδικάζοντας τους ντόπιους πληθυσμούς στην ανέχεια και προσφέροντας στο λευκό πληθυσμό την αμέριστη υποστήριξή τους για τον περαιτέρω πλουτισμό.

Τη δεκαετία του 1920, η Βρετανία της επέτρεψε να αυτοδιοικείται, με το Σύνταγμα της Αποικίας της Νοτίου Ροδεσίας, από πρωθυπουργό, κυβέρνηση, βουλή, υπό τον όρο ότι παρέμενε υπό το Στέμμα, η εξωτερική της πολιτική ταυτίζονταν με τη βρετανική και υπήρχε συνεννόηση «για θέματα ιθαγενών».

Ο τεράστιος πλούτος της χώρας, κυρίως ορυκτός, την έφερε στην αφρικανική οικονομική πρωτοκαθεδρία. Για τις ανάγκες της εκμετάλλευσής του, οι λευκοί έποικοι έφεραν και άλλους λευκούς εποίκους, ως ειδικευμένα και καλοπληρωμένα εργατικά χέρια. Η πάγια στάση των αποικιοκρατών ήταν – και συνεχίζει να είναι, όπως δείχνουν οι ομιλίες των ηγετών των εξεγερμένων κρατών στο Σαχέλ σήμερα – πως ότι παράγεται στις αποικίες μεταποιείται στις «μητέρες χώρες», ώστε να στηρίζεται η βιομηχανία τους. Η ανάπτυξη της Ροδεσίας, όμως, στηρίχθηκε στην απόφαση των λευκών της να προχωρήσουν και σε εκβιομηχάνιση και να αρχίσουν αυτόνομα και εξαγωγές προς τις διεθνείς αγορές, βλαπτικά προς τη «μητέρα χώρα».

Όταν, μετά το Β΄Παγκόσμιο, η Αφρική άρχισε να απαιτεί την απελευθέρωσή της, και η τραυματισμένη Βρετανική αυτοκρατορία άλλαξε πολιτική, δίνοντας ανεξαρτησία σε όποιες  αποικίες μπορούσαν να έχουν πλειοψηφική διακυβέρνηση – δηλ., και με συμμετοχή των αυτοχθόνων-, οι έποικοι της Ροδεσίας αντέδρασαν. Πρωθυπουργός εκλέχθηκε, το 1964, ο Ιαν Σμιθ, σκληροπυρηνικός στις θέσεις του, που απέρριψε όλες τις βρετανικές θέσεις. Για να βρει διεθνή στήριξη, απευθύνθηκε στην Πορτογαλία και το δικτάτορά της, Αντόνιο Σαλαζάρ, που έπνιγε στο αίμα, με το ΝΑΤΟικό στρατό, κάθε προσπάθεια απελευθέρωσης των πορτογαλικών κτήσεων. Όταν, μάλιστα, η Βρετανία είπε πως ναι μεν δεν συμφωνεί, αλλά δεν πρόκειται να καταφύγει και στη βία κατά της κυβέρνησης Σμιθ, ήταν σαν να λαμβάνει το πράσινο φως για την (υποτίθεται παράνομη) ανεξαρτητοποίηση της χώρας.

Στις 11 Νοεμβρίου 1965 η κυβέρνηση Σμιθ προέβη στην διαβόητη Μονομερή Διακήρυξη Ανεξαρτησίας, αναγνωρίζοντας ωστόσο ως βασίλισσά της την Ελισάβετ. Η Αγγλία μίλησε για «εξέγερση κατά του Στέμματος», πάντως, και δήλωσε ότι «θα πάρει άμεσα μέτρα», αλλά κράτησε εκεί τον τοποτηρητή της ως το 1970. Ο ΟΗΕ χαρακτήρισε «παράνομη και ρατσιστική κυβέρνηση μειοψηφίας» την κυβέρνηση Σμιθ και επέβαλε κυρώσεις, κατ αρχήν στο πετρέλαιο και τα όπλα και κατόπιν σε όλα τα εξορυκτικά και αγροτοκτηνοτροφικά προϊόντα. Τις κυρώσεις αυτές θεωρητικώς όφειλαν να ακολουθήσουν όλα τα κράτη – μέλη του οργανισμού. Ήταν η περίοδος του Ψυχρού Πολέμου και των αφρικανικών εξεγέρσεων, όμως. Δεν ήταν μόνο η Πορτογαλία που συμπαραστεκόταν στην ρατσιστική κυβέρνηση, «βαφτίζοντας» τα ροδεσιανά προϊόντα ως προϊόντα της γειτονικής Μοζαμβίκης – αποικίας τους – και εξοπλίζοντάς τους, ούτε μόνον η – ανεμενόμενη- ρατσιστική Νότιος Αφρική. Ήταν και η Δυτική Γερμανία και η Ελβετία που έσπαγαν το εμπάργκο και δεν ανήκαν στον ΟΗΕ, όπως και η Ιαπωνία και το Ιράν του Σάχη, που ανήκαν.  Ήταν εμφανές ότι οι ΗΠΑ ουσιαστικά στήριζαν το καθεστώς Σμιθ. Κι έγινε ακόμη πιο φανερό λίγα χρόνια μετά το πρώτο κείμενο του Νυερέρε, όταν το 1971 έδωσαν το δικαίωμα στις αμερικάνικες εταιρίες να σπάνε το εμπάργκο του ΟΗΕ, να επενδύουν εκεί και να εισάγουν χρώμιο και νικέλιο από τη Ροδεσία αν και, λεκτικώς «δεν θα αναγνώριζε την μονομερή διακήρυξη ανεξαρτησίας».

Τζούλιους Νιερέρε, Κείμενο πρώτο, 1966: H Ροδεσία στο πλαίσιο της νότιας Αφρικής*

»»Ο βαθύς και άγριος θυμός της Αφρικής για το ζήτημα της Νότιας Ροδεσίας έχει  γίνει, πια, ευρέως αντιληπτός. Δεν είναι, ωστόσο, επαρκώς κατανοητοί οι λόγοι. Εξ αυτού, η δεδομένη αμοιβαία καχυποψία μεταξύ των ελεύθερων αφρικανικών κρατών και των κρατών της Δύσης κινδυνεύει να χειροτερέψει πολύ.

Πριν από τις 11 Νοεμβρίου 1965, τα αφρικανικά κράτη, ατομικά και συλλογικά, είχαν εκφράσει συχνά τη μεγάλη ανησυχία τους για τη θέση της Νότιας Ροδεσίας. Αλλά μόνο μετά τη Μονομερή Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας από το καθεστώς Σμιθ,  η ανησυχία αυτή εξελίχθηκε σε ανυπόμονη οργή. Ο καταλύτης, ήταν η εξέγερση κατά της βρετανικής κυριαρχίας. Όχι γιατί η Αφρική επιθυμούσε η Νότια Ροδεσία να παραμείνει αποικία. Τα αιτήματα της Αφρικής που προηγήθηκαν, καλούσαν σε δράση για τον τερματισμό της αποικιοκρατίας. Ούτε γιατί αποκάλυπτε κάποια βαθιά ριζωμένη αντίρρηση προς την παρανομία, στον αντιαποικιακό αγώνα. Είναι γεγονός ότι η Αφρική προτιμά να χρησιμοποιεί συνταγματικές, νόμιμες και ειρηνικές μεθόδους στις εκστρατείες για εθνική ελευθερία. Αλλά αν αυτά αποτύχουν, τότε γίνονται δεκτές και άλλες μέθοδοι. Λόγου χάριν, η εξόριστη κυβέρνηση της Αλγερίας αναγνωρίστηκε από πολλά αφρικανικά κράτη πολύ πριν η Γαλλία παραχωρήσει στη χώρα την ανεξαρτησία της. Σήμερα, μια εξόριστη κυβέρνηση, με επικεφαλής τον Χόλντεν Ρομπέρτο, αναγνωρίζεται από τον Οργανισμό Αφρικανικής Ενότητας ως η νόμιμη αρχή στην Αγκόλα, παρά το γεγονός ότι νομικά η Πορτογαλία εξακολουθεί να κατέχει την περιοχή. Για τη Νότια Ροδεσία, η αντίρρηση της Αφρικής είναι σε αυτή τη συγκεκριμένη εξουσία, και όχι γενικώς κατά της παρανομίας. Θα ήταν υποκριτικό να παριστάνουμε το αντίθετο.

Η εχθρότητα που προκλήθηκε από τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας του Σμιθ βασίζεται στις λογικές ερμηνείες του σκοπού της και των αποτελεσμάτων της, σε σχέση με τους συνολικούς δίκαιους στόχους της Αφρικής. Κι αυτό γιατί, αυτή η εξέγερση Σμιθ δεν είναι μια λαϊκή εξέγερση. Αντιθέτως, αντιπροσωπεύει την προσπάθεια να ενισχυθεί και να συνεχιστεί η κατοχή στην Αφρική, με θέσεις και δόγματα εχθρικά προς την ελευθερία το μέλλον της, σε ολόκληρη την ήπειρο. Αντιπροσωπεύει την προώθηση των δυνάμεων του ρατσισμού, του φασισμού και, βεβαίως, της αποικιοκρατίας στη νότια Αφρική.

Για τα ήδη ανεξάρτητα κράτη της Αφρικής, δεν πρόκειται για μια εξέλιξη που μπορούν να την βλέπουν με ολύμπιο ηρεμία. Είμαστε στα έσχατα της σύγκρουσης με αυτές τις δυνάμεις, και το μέλλον μας απαιτεί να ηττηθούν πλήρως. Σταδιακά και οδυνηρά, η αποικιοκρατία και ο ρατσισμός έχουν εκδιωχθεί από τη βόρεια και κεντρική Αφρική. Αλλά, όσο παραμένουν στην ήπειρο, κανένας από εμάς δεν μπορεί πραγματικά να είναι ελεύθερος να ζήσει με ειρήνη και αξιοπρέπεια, ή να μπορέσει να επικεντρωθεί στην οικονομική ανάπτυξη, που αποτελεί σημαντικό στόχο της πολιτικής μας επανάστασης. Η διακήρυξη Ανεξαρτησίας του Σμιθ αντιπροσωπεύει μια αντεπίθεση από αυτές τις [ρατσιστικές και φασιστικές] δυνάμεις, και σε αυτό το πλαίσιο η Αφρική αντέδρασε και απαιτεί την ήττα της.

Δεν είναι δύσκολο να το καταλάβει κανείς. Ας πούμε, οι Συμμαχικές δυνάμεις θα μπορούσαν να συνάψουν ειρήνη με τον Χίτλερ μετά την απελευθέρωση της Γαλλίας, του Βελγίου και της Ολλανδίας. Δεν ήταν πρόθυμοι για κάτι τέτοιο. Κι ακόμη λιγότερο πρόθυμοι να υποστηρίξουν οποιονδήποτε συμβιβασμό που θα άφηνε τους συμπατριώτες τους υπό τον έλεγχο ενός ναζιστικού καθεστώτος – ακόμη και αν είχε αποκλειστεί η απόλυτη φρίκη της φυλετικής εξόντωσης- ήταν οι Εβραίοι εκτός Γερμανίας. Και τα κράτη και οι λαοί που αντιμετωπίζονταν ως φυλετικά κατώτεροι συνειδητοποίησαν ότι ο πόλεμος έπρεπε να συνεχιστεί μέχρι το πολιτικό τέλος του ναζισμού στην Ευρώπη.

Οι παραλληλισμοί είναι ακριβείς, σε μεγάλο βαθμό. Τα διάφορα κινήματα ελευθερίας στην Αφρική δεν ήταν παρά οι διάφοροι κλάδοι της ίδιας διαδικασίας απελευθέρωσης. Όταν ο Δρ. Νκρουμά είπε, το 1957, ότι η ανεξαρτησία της Γκάνας θα παρέμενε ανολοκλήρωτη, έως ότου απελευθερωθεί ολόκληρη η Αφρική, είπε μια αλήθεια που εξακολουθεί να ισχύει για όλους μας. Ο αγώνας οφείλει να συνεχιστεί μέχρι την τελική νίκη. Η αποικιοκρατία πρέπει να εξαλειφθεί στην Αφρική, ώστε οποιοδήποτε μετα-αποικιακό ανεξάρτητο κράτος να νοιώσει ασφαλές. Και κανένας πολίτης της Αφρικής —λευκός ή μαύρος— δεν μπορεί να ζήσει την πολυτέλεια του αυτοσεβασμού του, όταν οι άλλοι Αφρικανοί πολίτες υφίστανται διακρίσεις και ταπείνωση, απλώς γιατί γεννήθηκαν οι εαυτοί τους.

Κι όμως, σήμερα, οι πορτογαλικές αποικίες της Αγκόλας και της Μοζαμβίκης, μαζί με τη Νότια Αφρική, τη ΝοτιοΔυτική Αφρική και τη Νότια Ροδεσία, αποτελούν σχεδόν το ένα έβδομο της γης της Αφρικής. Περίπου το 12% του πληθυσμού της Αφρικής ζει σε αυτές. Και κάθε ένα από αυτά τα εδάφη διέπεται από τις αρχές της φυλετικής ανισότητας και της κυριαρχίας των μειονοτήτων, αν και με διαφορετικούς τρόπους.

Η Πορτογαλία προσποιείται ότι οι αφρικανικές αποικίες της είναι όντως μέρος της Ευρώπης και ότι δεν υποθάλπει τις φυλετικές διακρίσεις. Αντ’ αυτού υποστηρίζει ότι έχει ξεκινήσει τη διαδικασία να μετατρέψει σε Ευρωπαίους τζέντλμεν τους Αφρικανούς κατοίκους αυτών των περιοχών, και μιλά περήφανα για την πολιτική ισότητας προς τους ασιμιλάδο*. Ομως, οι Αφρικανοί δεν είναι Ευρωπαίοι, δεν θα μπορούσαν να γίνουν Ευρωπαίοι και δεν θέλουν να γίνουν Ευρωπαίοι. Αντίθετα: απαιτούν το δικαίωμα να είναι Αφρικανοί στην Αφρική και να καθορίζουν το δικό τους πολιτιστικό, οικονομικό και πολιτικό μέλλον. Αυτό το δικαίωμα ακριβώς που τους αρνείται η Πορτογαλία. Οι κάτοικοι των αποικιών της επιτρέπεται να είναι “Αφρικανοί”, αλλά σε αυτή την περίπτωση υπόκεινται σε ειδικούς νόμους, πληρώνουν ειδικούς φόρους και εισφορές εργασίας, και αποκλείεται η συμμετοχή τους στις λειτουργίες της δικής τους διακυβέρνησης.

Στη Νότιο Αφρική δεν προσποιούνται, καν, πια, ότι οι πολίτες διαφορετικών φυλών είναι ίσοι ενώπιον του νόμου ή ως προς τα κοινωνικά και οικονομικά δικαιώματα και υποχρεώσεις. Η έννοια του «ξεχωριστού αλλά ίσου» που ηττήθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1954, έχει ηττηθεί και στη Νότια Αφρική. Αλλά εκεί, στην Αφρική, είναι η «ισότιμη» πτυχή που έχει εγκαταλειφθεί. Παρέχοντας ξεχωριστές εγκαταστάσεις για άτομα διαφορετικής φυλής***, τα δικαστήρια αποφάνθηκαν ότι τα ξεχωριστά σχολεία, οι κατοικίες, οι αίθουσες αναμονής, και ούτω καθεξής, δεν χρειάζεται να είναι ομοίων προδιαγραφών. Αρκεί να είναι χωριστά. Οι Αφρικανοί επιτρέπεται να αντιμετωπίζονται – και αντιμετωπίζονται – ως κατώτερο ανθρώπινο είδος. Ούτε ένας νομικός ή πολιτικός περιορισμός δεν εμποδίζει σήμερα την κυβέρνηση της λευκής μειονότητας στη Δημοκρατία της Νοτίου Αφρικής να επιβάλει τη σκληρή, μεροληπτική θέλησή της πάνω την αφρικανική πλειοψηφία. Το να είσαι Αφρικανός σημαίνει να εκλιπαρείς να σου δώσουν άδεια να ζήσεις στην ίδια σου τη χώρα — αλλιώς να την εγκαταλείψεις. Είναι να χρειάζεσαι άδεια για να εργαστείς σε ένα συγκεκριμένο μέρος ή μια συγκεκριμένη εργασία, είναι να κουβαλάς μέρα και νύχτα, κάθε στιγμή, μια κάρτα, και να επιτρέπεται ανά πάσα στιγμή να σε συλλάβουν αυθαιρέτως. Και, είναι να μην έχεις κανένα απολύτως νόμιμο μέσο για να συμμετάσχεις στον καθορισμό των μισθολογικών σου δεδομένων και των συνθηκών απασχόλησης, στην επιλογή του τόπου που θα ζήσεις ή επί των συνθηκών διαβίωσης — κι ας μη μιλήσουμε για συμμετοχή στη διακυβέρνηση της ίδιας σου της χώρας. Το να είσαι Αφρικανός στη Νότια Αφρική σημαίνει να σου επιτρέπεται να πεις “Ναι, Μπάας” απεριορίστως — και, κατά προτίμηση, ακόμη και αυτό να το πεις στα Αφρικάανς***. Είναι να σου επιτρέπεται να εξευτελιστείς από οποιοδήποτε άντρα, γυναίκα ή παιδί έχει λευκό δέρμα, διότι ακριβώς έχει λευκό δέρμα, κι αυτό αρκεί.

Αυτού του είδους τις συνθήκες και συμπεριφορές είναι αποφασισμένη να πολεμήσει η Ελεύθερη Αφρική. Και είναι αδιαμφισβήτητο ότι το αίτημα για την εξάλειψη της αποικιοκρατίας και της [λευκής] φυλετικής κυριαρχίας στις χώρες του αφρικανικού νότου, στηρίζεται σε όλες τις βασικές αρχές της ανθρωπότητας. Κάθε αρχή της εθνικής και ατομικής ελευθερίας, κάθε αρχή της ανθρώπινης ισότητας, της δικαιοσύνης και της ανθρωπιάς, καθιστά επιτακτική την ανάγκη να τερματιστεί η κυριαρχία των μειονοτήτων. Γιατί είναι αυτές οι ίδιες οι μειονότητες οι δικαστές, ένορκοι, εισαγγελείς και νομοθέτες. Και το επίμαχο ερώτημα, τώρα, είναι εάν η Νότια Ροδεσία θα διοικείται, στο άμεσο μέλλον, στην ίδια αυτή βάση της ανισότητας ή εάν η υπάρχουσα, επί του παρόντος πολύ ελαφρώς τροποποιημένη, εκδοχή της φυλετικής κυριαρχίας θα αντικατασταθεί από βήματα προς την ανθρώπινη δικαιοσύνη και ισότητα .

II

Η Αφρική είναι αποφασισμένη πως ο αγώνας δεν πρόκειται να σταματήσει πριν απελευθερωθεί ολόκληρη η νότια Αφρική, αλλά αναγνωρίζει ότι η στρατηγική και η τακτική του αγώνα ποικίλλουν, ανάλογα με τις ιδιαίτερες συνθήκες των τριών αυτών διαφορετικών περιοχών (τεσσάρων, εάν η ΝοτιοΔυτική Αφρική μετρηθεί χωριστά) . Το τέρας της ανελευθερίας στη νότια Αφρική έχει τρία κεφάλια, και παρόλο που το καθένα δυναμώνει και τρέφεται από την ύπαρξη των άλλων, η αλήθεια είναι πως το καθένα έχει τις δικές του ευπάθειες, στην αποφασιστική επίθεση από τις παγκόσμιες δυνάμεις της ελευθερίας.

Το καλύτερα θωρακισμένο, και από πολλές απόψεις το πιο τραγικό, από τα τρία κεφάλια στη νότια Αφρική είναι η ίδια η Δημοκρατία της Νότιας Αφρικής. Εκεί, ο φυλετισμός (racialism) έχει γίνει μια αυτοδικαιούμενη θρησκεία επιβίωσης, η οποία απαιτεί ολοένα κα μεγαλύτερη βαναυσότητα, για να προστατεύσει τους πιστούς της από το μίσος που έχουν προκαλέσει. Τα δόγματα της ανωτερότητάς τους, είναι ενσωματωμένα στη λευκή κοινότητα, από τη στιγμή της γέννησής του κάθε μέλους της. Η διδασκαλία της κατωτερότητας κυριαρχεί στις ζωές των μη λευκών από τη δική τους γέννηση. Και είναι πολύ μεγάλος ο κίνδυνος να πείσουν όλους τους Νοτιοαφρικανούς —αν δεν το έχουν ήδη κάνει— ότι στον κόσμο δεν υπάρχουν ανθρώπινα όντα, υπάρχουν μόνον λευκοί και μη λευκοί. Εάν το πετύχουν αυτό, θα έρθει μια μέρα που θα πάρουν φρικτό μάθημα, θα καταλάβουν πως οι λευκοί αποτελούν λιγότερο από το ένα πέμπτο του πληθυσμού της Νότιας Αφρικής και είναι οι αριθμοί που παρέχουν τη δύναμη. Ωστόσο, επειδή αυτή η θρησκεία του φυλετισμού είναι ήδη υπεύθυνη για τόση ανθρώπινη ταπείνωση και δυστυχία, μόνο ένα θαύμα θα μπορούσε να προσφέρει πραγματική ελπίδα για την ειρηνική ανατροπή της και την ανάπτυξη της επί του πρακτέου αδελφοσύνης. Κι αυτό γιατί, ήδη, έχει θρέψει το μίσος και τον δικαιολογημένο φόβο. Φαίνεται, πια, αναπόφευκτο, αργά ή γρήγορα, μια συντριπτική εσωτερική έκρηξη να επέλθει στη Νότια Αφρική και θα θέσει ένα τέλος σε ολόκληρο το σημερινό οικοδόμημα του απαρτχάιντ. Μόνο να ευχόμαστε να μην αντικατασταθεί από μια απλή ανατροπή της φυλετικής κυριαρχίας, γιατί αυτή θα ήταν η λογική των δογμάτων που διαδίδονται τώρα από την κυβέρνηση της Νότιας Αφρικής.

Αλλά, αν δεν υπάρχει ελπίδα ειρηνικής αλλαγής εκ των έσω, η αλήθεια είναι πως Δημοκρατία της Νότιας Αφρικής είναι ένα βιομηχανικό κράτος, αναπόσπαστα εμπλεκόμενο στο διεθνές εμπόριο. Είναι επίσης αλήθεια ότι οι πολιτικές της κυβέρνησης της Νότιας Αφρικής αποδοκιμάζονται ρητά σχεδόν από κάθε έθνος και πολιτικό οργανισμό στον κόσμο. Αυτή η αποδοκιμασία, όμως, παραμένει μόνο λεκτική, δεν γίνεται πράξη. Κάτι που οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στους διεθνείς οικονομικούς δεσμούς του καπιταλιστικού κόσμου (και συνεπώς της διεθνούς επιχειρηματικής εμπλοκής στο απαρτχάιντ). Η απροθυμία για ανάληψη οικονομικής δράσης [κατά του απαρτχάιντ] οφείλεται και στο γεγονός ότι η Νότια Αφρική είναι ένα νομικά συγκροτημένο, διεθνώς αναγνωρισμένο, κυρίαρχο έθνος. Οι φόβοι για τις συνέπειες της εξωτερικής παρέμβασης —μέσω των Ηνωμένων Εθνών ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο— ανάγκασαν τα δημοκρατικά και ακόμη και τα αντιαποικιακά έθνη της Δύσης να αποφύγουν, για λόγους νομιμότητας, οποιαδήποτε σκόπιμη δράση θα αποσκοπούσε στην ανατροπή του απαρτχάιντ. Λένε ότι, όσο κατακριτέες και αν είναι αυτές, δεν πρέπει να υπάρχει εξωτερική παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις ενός κυρίαρχου κράτους. Η νομιμότητα υπερέχει έναντι της ηθικής. Κατά συνέπεια, η μόνη προοπτική για τη Νότια Αφρική είναι η μακρά, μακροχρόνια δυστυχία, η βία και η πικρία. Γιατί, ο αγώνας θα συνεχιστεί μέχρι να θριαμβεύσει η υπόθεση της ελευθερίας.

Η αντιμετώπιση σε σχέση με την Αγκόλα, τη Μοζαμβίκη και την Πορτογαλική Γουινέα είναι διαφορετική. Πρόκειται, ή θα έπρεπε να θεωρείται ότι πρόκειται, για μια κλασική αποικιακή κατάσταση.Το πρόβλημα είναι ότι η Πορτογαλία αρνείται να ζήσει στον εικοστό αιώνα. Επιμένει να πιστεύει ότι η αποικιοκρατία μπορεί να διατηρηθεί, ακόμη και από τα φτωχότερα και πιο καθυστερημένα κράτη της Ευρώπης. Το ερώτημα λοιπόν είναι πώς να αφυπνιστεί η Πορτογαλία και να δει την σύγχρονη πολιτική κατάσταση.

Οι Ευρωπαίοι και οι Αμερικανοί σύμμαχοι της Πορτογαλίας θα μπορούσαν, φυσικά, να έχουν μεγάλη επιρροή πάνω της—ιδίως εάν ήταν διατεθειμένοι να της αρνηθούν το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει τη στρατιωτική τους δύναμη για την άμυνά της, αφού χρησιμοποιεί τα δικά τους όπλα και πυρομαχικά για την καταστολή της τωρινής εξέγερσης στις αποικίες. Θα μπορούσαν ακόμη και να τη βοηθήσουν να κάνει τη μετάβαση στον εικοστό αιώνα, χτίζοντας την οικονομία της, στην ίδια τη χώρα. Σε κάθε περίπτωση, αν οι ελεύθερες χώρες της Δύσης δεν προσπαθήσουν ή δεν τα καταφέρουν, η Αφρική οφείλει να συνεχίσει αυτή τη μάχη μόνη της ή με ποιους συμμάχους μπορεί να βρει. Η αδυναμία μας, όμως, σημαίνει ότι θα έχουμε μόνο έναν τρόπο να αγωνιστούμε: στηρίζοντας τον ανταρτοπόλεμο έως ότου, μέσα από τη δυστυχία και την καταστροφή, η Πορτογαλία ξυπνήσει και δει την πραγματικότητα στην οποία βρίσκεται.

III

Μέχρι την 11η Νοεμβρίου 1965, υπήρχε ελπίδα η Νότια Ροδεσία να αποφύγει αυτόν τον φρικτό δρόμο προς την ελευθερία. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η de facto κυβέρνηση ήταν μια φυλετιστική, ρατσιστικά συγκροτημένη, κυβέρνηση μειοψηφίας. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως το απαρτχάιντ, με όποια άλλα ονόματα, περιόριζε την ελευθερία των Αφρικανών να επιλέγουν τον τόπο διαμονής και εργασίας τους, και οι πλήρως διαχωρισμένες εκπαιδευτικές, υγειονομικές και άλλες δημόσιες υπηρεσίες, εξασφάλιζαν ότι οι Αφρικανοί θα παρέμεναν στην ταπεινή τους θέση. Αλλά η ζωτική διαφορά ήταν ότι η Νότια Ροδεσία ήταν, νομικά, βρετανική αποικία. Η παράδοση της εξουσίας από τη Βρετανία στη μειονότητα των εποίκων ήταν μια τραγική πραγματικότητα, αλλά σταμάτησε ακριβώς πριν την νομική μεταβίβαση. Αυτό σήμαινε ότι, αν και αντιμετώπιζε δυσκολίες εφαρμογής, η Βρετανία ήταν η υπεύθυνη για το μέλλον της Νότιας Ροδεσίας. Και η Αφρική αφέθηκε, αποδεχόμενη ότι η δεδηλωμένη πολιτική της Βρετανίας, σε σχέση με όλες τις αποικίες της, ήταν να τις οδηγήσει σε δημοκρατική ανεξαρτησία υπό συνθήκες που προστατεύουν τους λαούς από την καταπίεση, από όπου και αν προέρχεται.

Η νομική ευθύνη και ισχύς της Βρετανίας σήμαιναν, επομένως, ότι η Αφρική σταδιακά ανέμενε συνταγματική πρόοδο προς τη δημοκρατία ή την κυριαρχία της πλειοψηφίας. Απαιτούνταν μόνο, όπως φαινόταν, να συνειδητοποιήσει η Βρετανία τη σοβαρότητα μιας κατάστασης στην οποία η Νότια Ροδεσία υπήρχε ως προπύργιο της Νότιας Αφρικής, αλλά λειτουργούσε υπό το όνομα και την ευθύνη του βρετανικού στέμματος. Μετά από αυτό, η Αφρική περίμενε ότι η Βρετανία θα έπαιρνε επιτέλους μέτρα για να αντιμετωπίσει τους λευκούς αποίκους που καταχρώνταν την εξουσία.

Με άλλα λόγια, αυτό που απαιτεί η Αφρική από τη Βρετανία στη Νότια Ροδεσία είναι η μετάβαση από την κυριαρχία της λευκής μειονότητας στην κυριαρχία της πλειοψηφίας, και, μόνο με αυτή την προϋπόθεση, ανεξαρτησία. Αυτή ήταν η θέση των εθνικών δυνάμεων στην αποικία, αυτή υπήρξε η θέση όλων των αφρικανών ηγετών. Το θέμα δεν αφορούσε το χρονοδιάγραμμα της μετάβασης – πόσο καιρό θα διαρκέσει ή πόσα βήματα οφείλονται- ήταν θέμα Αρχής.

Σε αυτό το πλαίσιο η Αφρική εξετάζει τη μονομερή διακήρυξη της Ανεξαρτησίας από την κυβέρνηση της μειοψηφίας στη Νότια Ροδεσία. Είναι λόγω αυτών των εύλογων και δικαιολογημένων προσδοκιών που η κίνηση του Σμιθ έχει τέτοια σημασία. Το Καθεστώς που έχουν επιβάλλει οι έποικοι δείχνει, ουσιαστικά, ότι η ίδια η ύπαρξη νομικών περιορισμών επί της [λευκή] μειονότητας είναι αφόρητη. Και αφού η Βρετανία αρνήθηκε να δώσει ανεξαρτησία [στους λευκούς] χωρίς να ζητήσει διαβεβαιώσεις για τη μελλοντική εξέλιξη προς την κυριαρχία της πλειοψηφίας, επέλεξαν να ανεξαρτητοποιηθούν. Έτσι, ο ηγέτης τους είχε το θράσος να παραφράσει το μεγαλύτερο έγγραφο ελευθερίας όλων των εποχών—την Αμερικανική Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας!

Ο κ. Ίαν Σμιθ δικαιολόγησε την κατάληψη της εξουσίας και τις ρήσεις του, ισχυριζόμενος ότι η κίνησή του ήταν «αντι-αποικιακή» και ότι η κυβέρνησή του είναι ο «υπερασπιστής των προτύπων του πολιτισμού»—καθόλου φυλετική. Υποστήριξε ότι, αφού οι χώρες στα βόρεια, με κυβερνήσεις μαύρης πλειοψηφίας, κέρδισαν ανεξαρτησία, δεν είναι λογικό η Νότια Ροδεσία να παραμείνει αποικία μετά από 43 χρόνια «υπεύθυνης αυτο-διακυβέρνησης».

Τα δεδομένα δεν συμφωνούν με τον κ. Σμιθ. Τα δεδομένα δείχνουν ότι η Νότια Ροδεσία κυβερνήθηκε υπεύθυνα μόνο σε ό,τι αφορά τη λευκή κοινότητα και ότι κάθε πτυχή αυτής της κοινωνίας βασίζεται σε φυλετικές διακρίσεις εις βάρος της αφρικανικής κοινότητας. Τα δεδομένα αποδεικνύουν, για άλλη μια φορά, ότι κάθε εκλεγμένη κυβέρνηση ανταποκρίνεται μόνο στις επιθυμίες του εκλογικού σώματος. Ακόμα κι αν οι υπουργοί του επιθυμούσαν να λάβουν υπόψη τα συμφέροντα των μη ψηφοφόρων, είναι ουσιαστικά ανίκανοι να προχωρήσουν σε οποιαδήποτε αληθινή αλλαγή.

Γράφοντας πρόσφατα στο Punch, ο κ. Σμιθ ανέφερε: «Το κοινοβούλιο μας είναι ανοιχτό σε όλες τις φυλές, οι δημόσιες υπηρεσίες μας προσφέρουν ανώτερες θέσεις με όρους ισοτιμίας σε όλες τις φυλές, το πανεπιστήμιό μας ανοίγει τις πόρτες του σε όλες τις φυλές και οι κατάλογοι των ψηφοφόρων μας είναι ανοιχτοί σε όλες τις φυλές. Η αξιοκρατία είναι και πρέπει να είναι το μόνο κριτήριο…».

Το γεγονός είναι ότι από τις 65 έδρες της Βουλής, οι 50 εκλέγονται από την ψηφοφορία Α’ και οι 15 από τη Β’. Για να ψηφίσει καποιος στην A’ είναι απαραίτητο να έχει εισόδημα 792 βρετανικών λιρών ετησίως ή εισόδημα 330 λιρών ετησίως και ταυτόχρονα τετραετή δευτεροβάθμια εκπαίδευση (ή ορισμένους άλλους ενδιάμεσους συνδυασμούς) . Για  τη “Β” οι αριθμοί είναι χαμηλότεροι. εισόδημα 264 λίρες ετησίως ή συνδυασμός ηλικίας άνω των 30 ετών με εισόδημα 132 λιρών ετησίως συν ολοκλήρωση της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Κατά συνέπεια, από τα 94.080 άτομα στην Α’, οι 89.278 ήταν λευκοί. Οι Αφρικανοί κυριάρχησαν στη λίστα Β’ με περισσότερους από 10.000 ψηφοφόρους, έναντι 1.000 μη Αφρικανών, αλλά αυτά τα στοιχεία δεν είναι ακτιβώς αποκαλυπτικά, καθώς οι εθνικές οργανώσεις [των Αφρικανών] ζήτησαν μποϊκοτάζ των εκλογών. Τα στοιχεία πληθυσμού δείχνουν ότι στη Νότια Ροδεσία υπάρχουν σχεδόν τέσσερα εκατομμύρια Αφρικανοί και λιγότεροι από 250.000 άνθρωποι ευρωπαϊκής καταγωγής.

Η κυβέρνηση της Νότιας Ροδεσίας είναι έτσι σταθερά στα χέρια των λευκών ψηφοφόρων και είναι πιθανό να παραμείνει έτσι. Οι θέσεις Β’ δεν επαρκούν καν για να ασκήσουν βέτο στις αλλαγές στο σύνταγμα. Ούτε υπάρχουν Αφρικανοί σε ανώτερες θέσεις στο δημόσιο, βέβαια – και αν υπήρχαν, η υπάρχουσα νομοθεσία θα τους ανάγκαζε να ζουν στις καθορισμένες «αφρικανικές περιοχές» των πόλεων ανεξάρτητα από το εισόδημά τους.

Πίσω από όλο αυτό το προπέτασμα καπνού «ευθύνης» και «αξιοκρατίας» κρύβεται ο πλήρης διαχωρισμός και η απόλυτη ανισότητα στη παροχή εκπαίδευσης.

Η φοίτηση στο σχολείο για παιδιά μη Αφρικανών είναι υποχρεωτική μεταξύ επτά και 15 ετών. Το 1963 υπήρχαν 19.898 παιδιά ευρωπαίων στα σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης από τις 53.000 συνολικές εγγραφές στα σχολεία των Ευρωπαίων. Μόνο 7.045 Αφρικανοί μαθητές φοιτούσαν σε σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης εκείνη τη χρονιά, και μόνο 81 από αυτούς ήταν στο πτυχίο VI, με το οποίο μπορεί να επιχειρηθεί η είσοδος στο Πανεπιστήμιο. Από πάνω, όταν διατίθενται περίπου δέκα φορές περισσότερα χρήματα για κάθε Ευρωπαίο μαθητή από ό,τι για κάθε Αφρικανό μαθητή, είναι δύσκολο να υποστηριχθεί ότι αυτές οι διαφορές στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση οφείλονται σε διαφορές στην έμφυτη ικανότητα. Απλώς, για την αφρικανική κοινότητα δεν υπάρχουν οι εκπαιδευτικές ευκαιρίες με τον τρόπο που υπάρχουν για τους λευκούς. Μετά τα πρώτα πέντε σχολικά χρόνια, οι θέσεις των Αφρικανών παιδιών, για τον 6ο χρόνο, μειώνονται στο 50%. Από αυτούς που καταφέρουν να ξεπεράσουν αυτό το εμπόδιο, μόνο το 25% γίνεται δεκτό σε σχολείο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, τρία χρόνια αργότερα.

Δεν αρνούμαι ότι υπάρχουν δυσκολίες στην επίτευξη της εκπαιδευτικής επέκτασης που απαιτείται σήμερα στην Αφρική. Τα προβλήματα της Τανζανίας το δείχνουν ξεκάθαρα. Αλλά όταν στις ευκαιρίες εκπαίδευσης γίνονται τέτοιες φυλετικές διακρίσεις, είναι ανέντιμο να μιλάμε για ισότητα ευκαιριών σε όποιους τομείς εξαρτώνται από μορφωτικό ή εισοδηματικό προσόν. Ούτε είναι ρεαλιστικό να περιμένουμε από τους ψηφοφόρους (δηλαδή ανθρώπους στα ανώτερα εισοδηματικά κλιμάκια, που κρατάνε τις ευκαιρίες εκπαίδευσης για τα δικά τους παιδιά) να καταρρίψουν τις φυλετικές διακρίσεις, με τις οποίες συντηρούν την προνομιακή τους θέση.

Η πρόσφατη ιστορία στη Νότια Ροδεσία υποστηρίζει αυτές τις αρνητικές εξελίξεις. Από το 1957 και μετά, υπήρξε μια σταθερή εκλογική κίνηση προς τα πολιτικά κόμματα και τις ομάδες που εξεδήλωναν αγριότερα την πρόθεσή τους να αντισταθούν στη φυλετική ενσωμάτωση. Το Ροδεσιανό Μέτωπο, το κόμμα του σημερινού καθεστώτος Σμιθ, εξελέγη όταν αντιτάχθηκε στην πρόταση του Ηνωμένου Ομοσπονδιακού Κόμματος για τροποποίηση του νόμου περί κατανομής γης (νόμου που, μεταξύ άλλων, διατηρεί το 37% της έκτασης της χώρας σε ευρωπαϊκή ιδιοκτησία). Στο μανιφέστο του, το Ροδεσιανό Μέτωπο δήλωνε ότι θα επιδίωκε να τροποποιήσει το σύνταγμα, γιατί μπορεί, όπως ήταν, και να επέφερε «πρόωρη αφρικανική κυριαρχία». Το μανιφέστο αναγνώριζε επίσης το δικαίωμα της κυβέρνησης να «παρέχει διαφορετικά προνόμια στις διάφορες [φυλετικές] ομάδες».

Από τότε, οι διαδοχικές κυβερνήσεις του Ροδεσιανού Μετώπου έχουν πράγματι επικεντρωθεί σε πολιτικά ζητήματα, και ιδιαίτερα στο ζήτημα της ανεξαρτησίας. Σε αυτή την πορεία, απέκτησαν και χρησιμοποίησαν όλες τις εξουσίες ενός αστυνομικού κράτους. Όλα τα αφρικανικά εθνικά κόμματα έχουν απαγορευτεί και οι ηγέτες τους φυλακίστηκαν ή κρατήθηκαν. Οι συγκεντρώσεις και συναντήσεις έχουν απαγορευτεί, οι διαδηλώσεις διαλύονται με αστυνομική βία. Η λογοκρισία του Τύπου έχει επιβληθεί σε όλα τα δημόσια μέσα και οι αυστηρότερες ποινές επιβάλλονται σε όποιον αρνείται να υποκλιθεί στις εντολές αυτής της παράνομης, μειονοτικής κυβέρνησης. Το καθεστώς, στην πραγματικότητα, κινήθηκε με συνέπεια στο μονοπάτι που χάραξε για τον εαυτό του – το μονοπάτι που οδηγεί άμεσα και σε σύντομο χρονικό διάστημα στην επιβολή στη Νότια Ροδεσία μιας ασύστολης πολιτικής απαρτχάιντ, όπως αυτή εφαρμόζεται στη Νότια Αφρική.

Πολλές από αυτές τις εξελίξεις, και σίγουρα το υπόβαθρο για αυτές, είχαν γίνει πριν από το Μονομερή Ανακήρυξη της Ανεξαρτησίας (Unilateral Declaration of Independence, U.D.I.). Η ανεξαρτησία αντιπροσώπευε απλώς ένα λογικό περαιτέρω στάδιο. Έπρεπε να συμβεί—νομικά ή μη—ή έπρεπε να υπάρξει αλλαγή κατεύθυνσης. Επομένως, αυτό που σημαίνει ανεξαρτησία υπό το σημερινό μειονοτικό καθεστώς είναι ότι έχουμε διαβεί το Ρουβίκωνα. Εάν διατηρηθεί αυτή η ανεξαρτησία, χάνεται η ελπίδα μιας ειρηνικής (έστω και σταδιακής) προόδου προς την κυριαρχία της πλειοψηφίας. Επομένως, η μόνη ελπίδα που απομένει τώρα είναι να ηττηθεί η εξέγερση [του Σμιθ και των λευκών] από τη νόμιμη δύναμη και να υπάρξει μια νέα αρχή στον δρόμο προς την ειρηνική πρόοδο.

IV

Είναι τεράστια η σημασία του. Μια επιτυχημένη διακήρυξη ανεξαρτησίας από την κυβέρνηση μειοψηφίας της Νότιας Ροδεσίας αντιπροσωπεύει την επέκταση του ρατσισμού και του φασισμού στην Αφρική, και αποτελεί ένα βήμα προς τα πίσω στην προσπάθεια για την αφρικανική ελευθερία. Είναι σαν μια από τις νότιες πολιτείες των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής τώρα, εν έτει 1966, να κατόρθωνε να διευρύνει και να ενισχύσει τον ρατσιστικό διαχωρισμό και τις φυλετικές διακρίσεις εντός της περιοχής δικαιοδοσίας της. Είναι εύκολο να φανταστεί κανείς την αντίδραση των ομοσπονδιακών αρχών και των οργανώσεων για τα πολιτικά δικαιώματα. Θα ήξεραν ότι το μέλλον τους διακυβευόταν, και ότι θα έπρεπε να δώσουν τη μάχη, με την ίδια βεβαιότητα που το ήξεραν στο Φορτ Σάμπτερ**** το 1861. Έτσι είναι τα πράγματα στην Αφρική.

Όμως ο παραλληλισμός δεν σταματά εκεί. Όπως θα συνέβαινε στην Αμερική, έτσι και στην Αφρική, η επιτυχία της μειονότητας της Νότιας Ροδεσίας θα ενίσχυε τις δυνάμεις της αντίδρασης και στα άλλα μέρη της ηπείρου. Η Νότια Αφρική και η Πορτογαλία επιθυμούν να πετύχει η εξέγερση του Σμιθ. Το ενδιαφέρον τους δεν οφείλεται μόνο σε ιδεολογική συμπάθεια, αλλά είναι και γεωγραφικό. Ο χάρτης της Αφρικής δείχνει τους λόγους τους για τους οποίους θέλουν η λευκή κυριαρχία να εδραιωθεί με ασφάλεια στη Νότια Ροδεσία—όπως ακριβώς δείχνει γιατί με ιδιαίτερο ενδιαφέρον χώρες όπως η Ζάμπια και η Μπετσουαναλάνδη, επιζητούν να αποτύχει.

Ωστόσο, παρόλο που η Νότια Αφρική και η Πορτογαλία θέλουν να εδραιωθεί σταθερά η κυριαρχία των λευκών στη Νότια Ροδεσία, νοιώθουν αμηχανία έναντι της παρανομίας της παρούσας κατάστασης. Δεν έχουν την πολυτέλεια να επέμβουν ενεργά στο πλευρό της Ροδεσίας, αν και μέχρι να βεβαιωθούν ότι η εξέγερση θα πετύχει. Διότι υποστηρίζοντας το παράνομο καθεστώς στοιχηματίζουν στην επιτυχία του το δικό τους μέλλον.

Η ισχυρότερη άμυνα της Νότιας Αφρικής έναντι της διεθνούς κριτικής των πολιτικών της είναι η νομιμότητα της κυβέρνησής της, η αναγνωρισμένη κυριαρχία του κράτους και το δόγμα ότι οι εσωτερικές υποθέσεις οποιουδήποτε έθνους είναι έξω από την αρμοδιότητα των Ηνωμένων Εθνών ή οποιουδήποτε άλλου διεθνούς επίσημου φορέα. Αν υποστηρίζει ανοιχτά μια εξέγερση ενάντια στη νόμιμη εξουσία άλλου κράτους, τότε είναι απείρως πιο δύσκολο γι’ αυτήν να αντισταθεί στη διεθνή επέμβαση στις δικές της εσωτερικές υποθέσεις. Κατά συνέπεια, η κυβέρνηση Φέρβερντ***** ισχυρίζεται ότι στέκεται ουδέτερη στη σύγκρουση μεταξύ της κυρίαρχης αρχής (Βρετανία) και της de facto αρχής (το καθεστώς Smith) στη Νότια Ροδεσία.

Αυτή η επίσημη ουδετερότητα είναι τώρα δυνατή, επειδή οι οικονομικές κυρώσεις είναι εθελοντικές πράξεις κάθε ξεχωριστού έθνους – κράτους. Με την άρνησή της να συμμετάσχει σε αυτές τις κυρώσεις, η Νότια Αφρική δεν παραβιάζει καμία διεθνή δέσμευση, δεν παραβιάζει ούτε το εσωτερικό ούτε το διεθνές δίκαιο. Αυτή η κατάσταση θα άλλαζε εάν τα Ηνωμένα Έθνη εφάρμοζαν το έβδομο κεφάλαιο της Χάρτας (ακόμη και μόνο το άρθρο 41), το οποίο καθιστά υποχρεωτικό να ασκήσουν κυρώσεις όλα τα μέλη του ΟΗΕ. Τότε, η Νότια Αφρική θα έπρεπε είτε να συνεργαστεί, είτε να βρεθεί αντιμέτωπη με τη διεθνή δράση που τόσο ενδιαφέρεται να αποφύγει. Δηλαδή, είτε θα έπρεπε να σταματήσει τις συναλλαγές με τη Νότια Ροδεσία και να είναι έτοιμη να απαντήσει για τον τελικό προορισμό των εμπορευμάτων που εισάγει, ή θα βρίσκονταν και αυτή σε καθεστώς κυρώσεων.

Η σημερινή κυβέρνηση της Νότιας Αφρικής γνωρίζει πολύ καλά τις επιπτώσεις της παρούσας θέσης της. Αυτές ευθύνονται για την αποτυχία παροχής της απρόσκοπτης υποστήριξης που ήθελε να προσφέρει, στο «ανεξάρτητο» καθεστώς Σμιθ. Ωστόσο, είναι σαφές ότι η λευκή κοινή γνώμη στη Νότια Αφρική είναι πρόθυμη να κάνει αρκετά από τα πράγματα που φοβάται να κάνει η κυβέρνηση – και ξέρει ότι η κυβέρνηση δεν θα παρέμβει [αν τα κάνει]. Η επιτυχία της καμπάνιας «Πετρέλαιο για τη Ροδεσία» εξαρτάται από τη δημοσιότητα, και έγινε επομένως γνωστή και εκτός της νότιας Αφρικής. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μέσω ιδιωτικών επιχειρηματικών συμφωνιών με εταιρείες και πολίτες της Νότιας Αφρικής, η αιχμή των διεθνών κυρώσεων κατά της Νότιας Ροδεσίας αμβλύνεται και θα συνεχίσει να αμβλύνεται. Έτσι, η Νότια Αφρική είναι σε θέση, χωρίς να διακινδυνεύσει τη θέση της, να βοηθά το λευκό καθεστώς της Νότια Ροδεσία να επιβιώσει.

Η Πορτογαλία, επίσης, περιορίζεται από την παράνομη [για τη διεθνή κοινότητα] κατάσταση της Νότιας Ροδεσίας. Η ίδια η Πορτογαλία, άλλωστε, στηρίζεται σε νομικιστικα τεχνάσματα για να αποτρέψει την άσκηση πιέσεων από τη Δύση κατά της κατοχής της, στη Μοζαμβίκη, την Αγκόλα και την Πορτογαλική Γουινέα. Επομένως, έχει δυσκολίες στο να υπερασπιστεί και να βοηθήσει μια εξέγερση στην επικράτεια ενός σημαντικού Ευρωπαίου συμμάχου [της Βρετανίας].

Και πάλι, είναι πολύ πιθανό, το κατ’ ελάχιστο να παρέχει μυστικά βοήθεια στη Ροδεσία. Όπως είπε ο σερ Εντγκαρ Ουάιτχεντ, πρώην πρωθυπουργός της Νότιας Ροδεσίας, στο Σπεκτέητορ της 28ης Ιανουαρίου, «η Μοζαμβίκη δεν θα μπορούσε να επιβιώσει εάν μια αφρικανική εθνικιστική κυβέρνηση αναλάμβανε τη Ροδεσία, και θα καταστρεφόταν εντελώς αν η οικονομία της Ροδεσίας κατέρρεε». Ο σερ Εντγκαρ συνέχισε αναφέροντας το διυλιστήριο πετρελαίου στο Λουρέντσου Μαρκες, και την αθόρυβη βοήθεια που μπορεί να προσφέρει στο καθεστώς Σμιθ, παρ’ οτι δεν υπήρχε αργό πετρέλαιο για το διυλιστήριο Ουμτάλι******. Και πάλι, αυτή η θέση υπάρχει γιατί δεν έχει συμφωνηθεί διεθνώς ως «παρανομία» στις οικονομικές συναλλαγές με τη Νότια Ροδεσία. Η κατάσταση θα άλλαζε εάν εφαρμοζόταν το 7ο κεφάλαιο της Χάρτας των Ηνωμένων Εθνών, γιατί τότε η Πορτογαλία (ακόμη περισσότερο και από τη Νότια Αφρική) θα αναγκαζόταν, από τις δικές της ανάγκες, να σταματήσει να παρέχει ενεργό υποστήριξη στο καθεστώς Σμιθ.

Επομένως, η Νότια Αφρική και η Πορτογαλία δεν είναι σε θέση να υποστηρίξουν ανοιχτά τον Σμιθ, επειδή εξαρτώνται από την επίφαση νομιμότητας, ώστε να υπερασπιστούν τις δικές τους θέσεις. Εξ αυτού, υπάρχει μια αδυναμία στο ρατσιστικό μέτωπο της νότιας Αφρικής, που θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν οι δυνάμεις της δικαιοσύνης. Και είναι, όντως, αυτό το ίδιο ζήτημα της νομιμότητας που καθιστά επιτακτική ανάγκη για τη Βρετανία, και τη Δύση γενικά, να νικήσουν το Σμιθ και τη λευκή κυριαρχία στη Νότια Ροδεσία, να χρησιμοποιήσουν ακριβώς αυτή την αδυναμία.

Οι δυτικές κυβερνήσεις έχουν επανειλημμένα δηλώσει την εχθρότητά τους προς το απαρτχάιντ και την προσήλωσή τους στις αρχές της φυλετικής ισότητας. Είναι συχνές οι προφορικές τους δηλώσεις συμπάθειας προς τις δυνάμεις που αντιτίθενται στις πολιτικές της Νότιας Αφρικής. Παράλληλα, όμως, δικαιολογούν την ανικανότητα να παρουσιάσουν έργα που θα υποστηρίξουν αυτά τα λόγια, μιλώντας για τα κυριαρχικά δικαιώματα του κράτους της Νότιας Αφρικής. Η Αφρική δείχνει μεγάλο σκεπτικισμό σε σχέση με αυτό το επιχείρημα, γιατί πιστεύει ότι απλώς συγκαλύπτει την απροθυμία της Δύσης να παρέμβει στο πλευρό της δικαιοσύνης, όταν θίγονται τα προνόμια των λευκών. Όμως, στην περίπτωση της Νότιας Ροδεσίας, η νομιμότητα είναι με το μέρος της παρέμβασης. Τι πρόκειται να κάνει η Δύση; Θα δικαιώσει τις αφρικανικές υποψίες ή θα μας εκπλήξει;

Μέχρι στιγμής η Δύση έχει επιδείξει τις προθέσεις της, αυξάνοντας σταδιακά τις εθελοντικές οικονομικές κυρώσεις. Αρνήθηκε όμως, έστω να θέσει το ζήτημα της  υποστήριξης της Νοτίου Αφρικής και της Πορτογαλίας προς τον Σμιθ, και να καταστήσει τις κυρώσεις υποχρεωτικές για όλα τα μέλη των Ηνωμένων Εθνών. Και έχουν επανειλημμένα γίνει δηλώσεις ότι δεν θα χρησιμοποιηθεί βία παρά μόνο σε περίπτωση παραβίασης του νόμου και της τάξης — η οποία προφανώς δεν καλύπτει την παράνομη κατάληψη της εξουσίας! Το τι θα συμβεί εάν οι οικονομικές κυρώσεις δεν καταφέρουν να καταρρίψουν το καθεστώς Σμιθ, παραμένει ασαφές. Επομένως, η θέση είναι η αυτή: παρά τη νομιμότητα και παρά τις διαβεβαιώσεις περί της πίστης στην ανθρώπινη ισότητα, η κυριαρχία μιας λευκής μειονότητας επί των μαύρων είναι αποδεκτή από τη Δύση.

V

Η καχυποψία για την ειλικρίνεια της Δύσης μπορεί να εξαλειφθεί μόνο με την ήττα του καθεστώτος Σμιθ, ώστε να γίνει μια νέα αρχή στην πορεία προς την κυριαρχία της πλειοψηφίας, πριν από την ανεξαρτησία. Δεν θα αρκούσε να παραιτηθεί ο Σμιθ και να δημιουργηθεί νομικά μια διαφορετική «πιο φιλελεύθερη», ανεξάρτητη κυβέρνηση, με λευκή κυριαρχία. Εάν η Βρετανία και οι σύμμαχοί της, με την υποστήριξη της Αφρικής, νικήσουν τον Σμιθ, τότε το ελάχιστο που πρέπει να γίνει είναι είναι η αποκατάσταση αποτελεσματικής βρετανικής εξουσίας, με προσωρινή κυβέρνηση επιφορτισμένη να οδηγήσει την αποικία στην κυριαρχία της πλειοψηφίας.

Αυτό θα απαιτήσει αναπόφευκτα την παρουσία Βρετανών διοικητών και δυνάμεων. Είναι απολύτως παράλογο, μετά την εμπειρία τόσο στη Νότιο Αφρική, όσο και στην ίδια τη Νότια Ροδεσία, να περιμένει κανείς από την Αφρική να εμπιστευτεί τους λευκούς της Ροδεσίας (ακόμη και υπό κατ’ όνομα βρετανική κυριαρχία) με την μετάβαση στην κυριαρχία της πλειοψηφίας.

Είναι σημαντικό, επίσης, η Βρετανία να κάνει δημόσια δήλωση των προθέσεών της για τη Νότια Ροδεσία. Πρέπει να καταστεί σαφές ότι θα υπάρξει μια ταχεία κίνηση (έστω και σταδιακή) για την κυριαρχία της πλειοψηφίας, με εγγυήσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα, και μετά -αλλά μόνο μετά- η ανεξαρτησία της αποικίας. Είναι απολύτως απαραίτητη αυτή η δημόσια δήλωση. Η απουσία της έχει ήδη προκαλέσει μεγάλες διπλωματικές δυσκολίες μεταξύ Βρετανίας και Αφρικής, γιατί αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο μιας απλής επιστροφής στο προ- μονομερούς ανακήρυξης της ανεξαρτησίας status quo στη Ροδεσία.

Είναι γεγονός πως μια τέτοια δήλωση θα βρει απέναντί της τη Νότιο Αφρική και την Πορτογαλία, και ότι οι λευκοί της Ροδεσίας θα είναι απολύτως εχθρικοί. Αλλά αυτό είναι το ζήτημα της παρούσας κρίσης: Τι θα γίνει η Νότια Ροδεσία; ένα έθνος ίσων πολιτών ή ένα προπύργιο του λευκού ρατσισμού; Οι φόβοι των μειονοτήτων της Νότιας Ροδεσίας έχουν απαντηθεί από τις πολλές διαβεβαιώσεις της Βρετανίας για με τη μεταβατική περίοδο μετά το τέλος της εξέγερσης. Ήρθε πια ο καιρός να εξετάσουμε τους φόβους της αφρικανικής πλειοψηφίας, τόσο εντός της χώρας όσο και σε όλη την ήπειρο. Είναι καιρός, με άλλα λόγια, η Βρετανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής να δείξουν σαφώς εάν όντως πιστεύουν στις αρχές που ισχυρίζονται ότι υποστηρίζουν ή εάν οι πολιτικές τους λαμβάνουν υπόψιν μόνο το σεβασμό των προνομίων της φάρας τους.

Με τη μονομερή διακήρυξη της ανεξαρτησίας της, η Νότια Ροδεσία υποστήριξε ανοιχτά τον ρατσισμό στην Αφρική. Η υπόλοιπη Αφρική δεν μπορεί, για χάρη του μέλλοντός της, να συναινέσει σε αυτό. Αλλά, όπως δείξανε οι συνθήκες, η στάση της Νότιας Ροδεσίας είναι, επίσης, μια πρόκληση για τη Βρετανία και όλη τη Δύση. Οι μελλοντικές τους σχέσεις με την Αφρική, και η μελλοντική στάση της Αφρικής απέναντί ​​τους, εξαρτώνται από την αποτελεσματική απάντηση σε αυτή την πρόκληση.

Επί του παρόντος, ο κόσμος είναι πρόθυμος να τους στηρίξει στην αντιμετώπιση αυτής της πρόκλησης. Να που για μια φορά δεν δημιουργείται θέμα με τις επιπλοκές του Ψυχρού Πολέμου ή της «διεθνούς κομμουνιστικής απειλής». Αλλά εάν η Δύση αποτύχει να καταρρίψει τον Σμιθ, ή, αφού τον νικήσει, αποτύχει να δημιουργήσει συνθήκες που θα οδηγήσουν στην κυριαρχία της πλειοψηφίας πριν την ανεξαρτησία, τότε οφείλει να αναλάβει η Αφρική. Και τότε δεν θα τίθεται θέμα μετάβασης στην πλειοψηφία. Επίσης, η οικονομική και στρατιωτική αδυναμία της Αφρικής σημαίνει ότι θα πρέπει να βρει συμμάχους. Αξίζει να αναλογιστούμε εάν, σε αυτή την περίπτωση, θα εξακολουθεί μην γίνεται μέρος της εξίσωσης ο Ψυχρός Πόλεμος και και πως ο λόγος περί “κομμουνιστικού κινδύνου” θα είναι ανόητος και παραπλανητικός..

Είναι ζωτικής σημασίας να αναγνωριστεί αυτή η καθ’ όλα λογική ανησυχία της Αφρικής. Κάθε κυρίαρχο αφρικανικό έθνος έπρεπε να ξεπεράσει την εξουσία του φυλετισμού για να γίνει ανεξάρτητο. Είναι, για εμάς, η απόλυτη φρίκη. Δεν πρόκειται ποτέ να του παραδοθούμε ή να του επιτρέψουμε να συνεχίσει χωρίς αμφισβήτηση στην αφρικανική ήπειρο. Αφορά σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό το ίδιο το μέλλον μας.

Αλλά και οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Βρετανία και όλες οι άλλες χώρες του κόσμου εμπλέκονται στο θέμα του φυλετισμού. Ο Σμιθ πέταξε την πρόκληση στον κόσμο, και ιδιαίτερα στις δυτικές δυνάμεις. Την πέταξε για λογαριασμό ολόκληρης της νότιας Αφρικής. Η Ελεύθερη Αφρική περιμένει τώρα, με κάποια ανυπομονησία, να δει αν η Δύση σκοπεύει πραγματικά να σταθεί στο πλευρό της ανθρώπινης ισότητας και της ανθρώπινης ελευθερίας.««.-

 

 

*ως νότια Αφρική, με μικρό “ν” αναφέρεται η περιοχή που περιλαμβάνει τις σημερινές Ζάμπια (πρώην βρετανική αποικία), Ζιμπάμπουε (τότε Ροδεσία, βρετανική αποικία που “ξεσηκώθηκε”), Αγκόλα και Μοζαμβίκη (πορτογαλικές αποικίες πριν ελευθερωθούν), Μποτσουάνα (τότε Μπετσουαναλάνδη, βρετανικό προτεκτοράτο), Ναμίμπια (τότε ΝοτιοΔυτική Αφρική, αρχικά γερμανική αποικία και κατόπιν ενταγμένη στη Νότιο Αφρική) και Νότιο Αφρική. Με “ν” κεφαλαίο αναφέρεται το κράτος της Νοτίου Αφρικής.

**Ασιμιλάδο, ενταγμένοι, λέγονταν όσοι ιθαγενείς χρησιμοποιούσε η Πορτογαλία στις αποικίες της, για να μπορεί να τις κυβερνά.

*** Το Απαρτχάιντ δεν αφορούσε μόνο στο διαχωρισμό λευκών και ιθαγενών, αλλά και στο διαχωρισμό των διαφορετικών φυλών ιθαγενών, ώστε να μειώνεται οποιαδήποτε δυνατότητα αντίστασης. Τα Αφρικάανς είναι η γλώσσα των λευκών της Νοτίου Αφρική;.

****Η μάχη- έναρξη του αμερικανικού εμφυλίου, που οδήγησε και στην απεμπόλιση της σκλαβιάς.

***** Ο αρχιτέκτονας του απαρτχάιντ, τον οποίο δολοφόνησε ο Έλληνας κομμουνιστής Δημήτρης Τσαφέντας.

*****Σπάζοντας ακριβώς το εμπάργκο του ΟΗΕ στη Ροδεσία απόκτησε τη “μαγιά” για την περιουσία της η οικογένεια Βαρδινογιάννη.

 

Την απόδοση του κειμένου του Τζούλιους Νυερέρε στα ελληνικά έκανε η υπογράφουσα.