Στο στόχαστρο τις διαδηλώσεις έχει βάλει εδώ και αρκετό καιρό η κυβέρνηση με το νομοσχέδιο περιορισμού και απαγόρευσής τους να έρχεται στο προσκήνιο και πάλι. Σύμφωνα με ρεπορτάζ της εφημερίδας «Έθνος της Κυριακής», στη τελική μορφή του νομοσχεδίου, προβλέπεται, μεταξύ άλλων, ακόμα και περιορισμός των δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων «εάν πιθανολογείται ότι η διεξαγωγή τους θα διαταράξει δυσανάλογα την κοινωνικοοικονομική ζωή της συγκεκριμένης περιοχής». Στα κριτήρια που θα λαμβάνονται υπόψη για μια τέτοια απόφαση θα περιλαμβάνεται και ο αριθμός των συμμετεχόντων.
Παράλληλα θα είναι υποχρεωτική η γνωστοποίηση της συγκέντρωσης από τον οργανωτή, όπως και να ορίζεται αυτός, στην Αστυνομία μέσω διαδικτυακής πλατφόρμας. Μάλιστα με αυτόν τον τρόπο επιχειρείται η κατάφωρη ποινικοποίηση της διαδήλωσης, εφόσον ο νόμος θα είναι ιδιαίτερα αυστηρός απέναντι στον οργανωτή, ο οποίος θα ευθύνεται για την αποζημίωση όσων υπέστησαν βλάβη της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας και της ιδιοκτησίας τους. Ωστόσο εάν ο οργανωτής, έχει λάβει όλα τα μέτρα για την ομαλή διεξαγωγή της συνάθροισης, τότε θα απαλάσσεται από την ευθύνη.
Συγκεκριμένα ορίζεται ότι «από την ευθύνη αυτή απαλλάσσεται εάν είχε γνωστοποιήσει εγκαίρως τη διεξαγωγή της συνάθροισης και αποδεικνύει ότι είχε λάβει όλα τα αναγκαία και πρόσφορα μέτρα για την πρόληψη και αποτροπή της ζημιάς». Ο οργανωτής βάσει του νόμου, δηλαδή, θα πρέπει να είναι σε θέση να προβλέψει εάν μια συγκέντρωση, πιθανόν χιλιάδων ανθρώπων, θα καταλήξει σε επεισόδια ή «θα διαταράξει δυσανάλογα την κοινωνικοοικονομική ζωή της συγκεκριμένης περιοχής».
Παρόλα αυτά, η κυβέρνηση κάνει και «δώρο» δύο εξαιρέσεις, καθώς το σχέδιο νόμου προβλέπει ότι «Δεν απαιτείται γνωστοποίηση για τις δημόσιες συναθροίσεις που πραγματοποιούνται για τον εορτασμό της Πρωτομαγιάς και της επετείου της 17ης Νοεμβρίου».
Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι με το εν λόγω νομοσχέδιο, επιχειρεί να διασφαλίσει την άσκηση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι, διασφαλίζοντας ισόρροπα την ακώλυτη άσκηση του συγκεκριμένου δικαιώματος των πολιτών και τη δημόσια ασφάλεια και τη μη υπέρμετρη διαταραχή της κοινωνικοοικονομικής ζωής μιας ορισμένης περιοχής.
Ζητείται «οργανωτής»
Ο «οργανωτής» της κάθε πορείας, θα είναι υποχρεωμένος να γνωστοποιήσει είτε στην ΕΛ.ΑΣ. είτε στο Λιμενικό τον τόπο και τον χρόνο της διαδήλωσης, εγγράφως ή μέσω Διαδικτύου.
Το πλαίσιο στο οποίο θα πρέπει να δηλωθούν τα χαρακτηριστικά της διαδήλωσης είναι ασφυκτικά στενό, καθώς ο οργανωτής, σε περίπτωση που υπάρχει τέτοιος, εκτός από το να δηλώσει τα στοιχεία ταυτότητας και επικοινωνίας του, θα πρέπει να προσδιορίσει ακόμα και τον χρόνο έναρξης και λήξης της συνάθροισης, τον σκοπό, καθώς και την προτεινόμενη διαδρομή.
Αναφορικά με τις «υποχρεώσεις» του υπευθύνου για την πορεία, το σχέδιο νόμου, ορίζει ότι, «ο οργανωτής συνεργάζεται με την αρμόδια αστυνομική ή λιμενική Αρχή και ιδίως με τον αστυνομικό ή λιμενικό διαμεσολαβητή και θα συμμορφώνεται στις υποδείξεις τους παρέχοντας τη συνδρομή του στην προσπάθεια για την τήρηση της τάξης και την ομαλή πραγματοποίηση της συνάθροισης. Ενημερώνει τους μετέχοντες στη συνάθροιση για την υποχρέωσή τους να μη φέρουν και χρησιμοποιούν αντικείμενα πρόσφορα για την άσκηση βίας και ζητά την παρέμβαση της αρμόδιας αστυνομικής ή λιμενικής Αρχής για την απομάκρυνση ατόμων που φέρουν τέτοια αντικείμενα».Επίσης επιχειρείται και η στοχοποίηση ακόμα και της περιφρούρησης της εκάστοτε συνάθροισης εφόσον το νομοσχέδιο απαιτεί από τον οργανωτή να «ορίζει επαρκή αριθμό ατόμων, τα οποία παρέχουν συνδρομή στην περιφρούρηση της συνάθροισης».
Αν ωστόσο η συγκέντρωση δεν έχει οργανωτή το νομοσχέδιο ορίζει «αυθόρμητη συνάθροιση που δεν έχει γνωστοποιηθεί δύναται να επιτραπεί εφόσον δεν διαφαίνονται κίνδυνοι διασάλευσης της δημόσιας ασφάλειας ή σοβαρής διατάραξης της κοινωνικοοικονομικής ζωής. Στην περίπτωση αυτή, η αρμόδια αστυνομική ή λιμενική Αρχή καλεί τους συμμετέχοντες να ορίσουν οργανωτή, εφόσον οι υφιστάμενες συνθήκες το επιτρέπουν, ενώ δύναται να επιβάλει περιορισμούς. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, η αστυνομική ή λιμενική Αρχή δύναται να προβεί στη διάλυση της ανωτέρω συνάθροισης».
Ουσιαστικά ο νόμος θα δίνει το δικαίωμα στην αστυνομία να προβαίνει σε διάλυση της συγκέντρωσης, με ο,τι συνεπάγεται αυτό, αν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που δεν ορίζονται με σαφήνεια στο άρθρο του σχεδίου νόμου. Εφόσον λοιπόν δεν υπάρξει οποιαδήποτε τροποποίηση και το νομοσχέδιο ψηφιστεί ως έχει, η αστυνομία θα θέτει τους δικούς της όρους αυτοβούλως, ακόμα και αν διεξάγεται μια καταφανώς ειρηνική συγκέντρωση, πορεία ή παράσταση διαμαρτυρίας.
Περιπτώσεις «εκτάκτου ανάγκης»
Το νομοσχέδιο πρόκειται να περιορίσει ακόμα περισσότερο το δικαίωμα του συνέρχεσθαι, καθώς θα περιλαμβάνει και προβλέψεις για περιπτώσεις «εκτάκτου ανάγκης». Δηλαδή θα ορίζεται το πότε μια πορεία που βρίσκεται σε εξέλιξη θα πρέπει να διαλυθεί από την αστυνομία. Αυτές οι περιπτώσεις θα περιλαμβάνουν συνθήκες στις οποίες μια πορεία θα πραγματοποιείται παρά την έκδοση απόφασης απαγόρευσης, όταν οι συμμετέχοντες δεν συμμορφώνονται προς τους περιορισμούς που επιβλήθηκαν ή τέλος όταν μια πορεία λαμβάνει χώρα, χωρίς να έχει γνωστοποιηθεί αλλά και όταν ξεσπούν επεισόδια.
Ειδικότερα σε σχέση με την «έκτακτη ανάγκη» σε μια πορεία, στο νομοσχέδιο αναφέρεται ότι «η διάλυση δύναται να διαταχθεί όταν μετατρέπεται σε βίαιη με τη διάπραξη σοβαρών αξιόποινων πράξεων, όπως επιθέσεων κατά προσώπων, εμπρησμών, φθορών δημόσιας ή ιδιωτικής περιουσίας, βιαιοπραγιών κατά της αστυνομικής δύναμης και ιδίως σε περιπτώσεις που χρησιμοποιούνται αυτοσχέδιοι εκρηκτικοί και εμπρηστικοί μηχανισμοί, φωτοβολίδες, αιχμηρά αντικείμενα ή από τη συνέχισή της προκαλείται άμεσος κίνδυνος κατά της ζωής ή σωματικής βλάβης».