Χρονικό: Οι αντιδράσεις των πολιτών και το όργιο αστυνομικής βίας
Στις 6 Δεκεμβρίου του 2008, ο δεκαπεντάχρονος Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος έπεσε νεκρός από τις σφαίρες του ειδικού φρουρού Επαμεινώνδα Κορκονέα. Ο αστυνομικός, όπως αποδείχτηκε στο ακροατήριο, σήκωσε το όπλο του και πυροβόλησε σε ευθεία μια παρέα παιδιών στα Εξάρχεια, πετυχαίνοντας τον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο στο στήθος.
Η δολοφονία του Αλέξανδρου επιχειρήθηκε αρχικά να παρουσιαστεί διαφορετικά από την αστυνομία. Οι πρώτες πληροφορίες έκαναν λόγο για συμπλοκή μεταξύ αστυνομίας και περίπου 30 αναρχικών. Ο Κορκονέας και ο συνάδελφός του Βασίλης Σαραλιώτης αρχικά ισχυρίστηκαν ότι βρέθηκαν αμυνόμενοι και ότι ο Κορκονέας πυροβόλησε δύο φορές στον αέρα και μία στον έδαφος. Από τη βαλλιστική και την ιατροδικαστική έκθεση φάνηκε ότι η βολή του Κορκονέα ήταν ευθεία, στόχευσε τον Αλέξανδρο, εξοστρακίστηκε στο έδαφος δίπλα του και τον πέτυχε στην καρδιά, προκαλώντας ακαριαία τον θάνατό του. Παρά τις αρχικές προσπάθειες να υποβαθμιστεί το θέμα, τα κοινωνικά δίκτυα κάλυψαν το κενό που άφησαν τα συστημικά ΜΜΕ, μεταδίδοντας αναλυτικές πληροφορίες και ντοκουμέντα από το περιστατικό.
Η δολοφονία του διαδόθηκε σαν αστραπή σε ολόκληρη την χώρα, πυροδοτώντας ένα κύμα διαδηλώσεων από το ίδιο βράδυ. Την επόμενη μέρα ξεκίνησαν οι καταλήψεις σε γυμνάσια και λύκεια, αρχικά σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη και αργότερα σχεδόν σε όλη την χώρα. Κλειστές έμειναν την 7η Δεκεμβρίου και πολλές πανεπιστημιακές σχολές, αφού στα περισσότερα ΑΕΙ και ΤΕΙ αποφασίστηκαν καταλήψεις.
Από την πλευρά της κυβέρνησης, ο τότε υπουργός Εσωτερικών Προκόπης Παυλόπουλος υπέβαλε την παραίτησή του για λόγους ευθιξίας, η οποία όμως δεν έγινε δεκτή από τον τότε πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή. Ο υπουργός Παιδείας Ευριπίδης Στυλιανίδης κήρυξε την 7η Δεκεμβρίου ημέρα πένθους.
Η είδηση της δολοφονίας του Γρηγορόπουλου δημιούργησε ένα πρωτοφανές κίνημα διαμαρτυρίας, που εκφράστηκε σε όλη τη χώρα με διαδηλώσεις μαθητών ακόμα και στα πιο απομακρυσμένα χωριά της Ελλάδας. Στους δρόμους την επόμενη ημέρα κατέβηκαν επίσης οι δάσκαλοι και οι καθηγητές, που κήρυξαν 24ωρες απεργίες.
Την 7η Δεκεμβρίου οι αντιδράσεις ήταν κυρίως μαθητικές και φοιτητικές. Από το βράδυ της 6ης Δεκεμβρίου πολλά αστυνομικά τμήματα δέχτηκαν επιθέσεις με πέτρες και ξύλα, αλλά ο κύριος όγκος των διαδηλώσεων επιδόθηκε σε συμβολικές κινήσεις διαμαρτυρίας, με μαθητές να ξαπλώνουν γυμνοί σαν πτώματα στα σκαλοπάτια της ΓΑΔΑ και να κάνουν προσφορά λουλουδιών στους αστυνομικούς.
Εκτός της Ελλάδας, διαδηλώσεις κατά της αστυνομικής καταστολής οργανώθηκαν επίσης στη Λευκωσία, την Πάφο, στο Λονδίνο στο Βερολίνο, στη Μπολόνια, στη Βενετία, στη Νέα Υόρκη, σε πόλεις της Αυστραλίας και στην Κωνσταντινούπολη.
Από το βράδυ της 7ης Δεκεμβρίου, το πλήθος των αγανακτισμένων άρχισε να συμπληρώνεται από ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας. Το πρωί της 8ης Δεκεμβρίου τα κόμματα της Αριστεράς, αριστερές οργανώσεις και φοιτητικοί σύλλογοι κάλεσαν τον κόσμο σε προπύλαια και στην Ομόνοια. Η πορεία πέρασε από το κάτω μέρος της πλατείας Συντάγματος και ολοκληρώθηκε στον Εθνικό Κήπο.
Μετά το πέρασμα της πορείας ξεκίνησαν γενικευμένες συγκρούσεις και καταστροφές σε καταστήματα, τράπεζες και ξενοδοχεία, οι οποίες επεκτάθηκαν το βράδυ σε πολλές περιοχές του κέντρου αλλά και στην Θεσσαλονίκη και σε άλλες πόλεις της περιφέρειας. Η γενίκευση των ταραχών δημιούργησε φήμες για επιβολή του άρθρου 48 του Συντάγματος για κήρυξη της χώρας σε κατάσταση εθνικής ανάγκης, την οποία διέψευσε το βράδυ ο κυβερνητικός εκπρόσωπος μετά από έκτακτη κυβερνητική επιτροπή. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παρέμεινε στο φρουρούμενο προεδρικό μέγαρο για λόγους ασφαλείας μετά τα αλλεπάλληλα χτυπήματα της ιδιωτικής του κατοικίας στην Αθήνα.
Η Τρίτη 9 Δεκεμβρίου ήταν ημέρα της κηδείας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, η οποία πραγματοποιήθηκε στο κοιμητήριο Παλαιού Φαλήρου, όπου παρευρέθηκαν χιλιάδες κόσμου. Μετά την κηδεία σημειώθηκαν επεισόδια πετροπόλεμου στην ευρύτερη περιοχή, κατά τα οποία τα ΜΑΤ έκαναν χρήση δακρυγόνων. Αστυνομικοί της Ομάδας Ζ πυροβόλησαν πολλές φορές στον αέρα. Οι συγκρούσεις και τα επεισόδια συνεχίστηκαν το ίδιο βράδυ σε πολλές πόλεις εκτός της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, στην Πάτρα, τη Λάρισα, την Κοζάνη, τη Μυτιλήνη, καθώς και στην Κρήτη.
Μέσα στο γενικότερο χάος και δημοσιογράφοι έπεσαν θύματα βίας από κουκουλοφόρους διαδηλωτές, αλλά και από αστυνομικούς. Αντιδράσεις προκάλεσαν φωτογραφίες και βίντεο που δημοσιεύθηκαν με αστυνομικούς να προτάσσουν τα όπλα τους και ακόμη και να τα χρησιμοποιούν ρίχνοντας βολές στον αέρα, ενέργειες που είχαν ως αποτέλεσμα τον σχηματισμό δικογραφίας έναντι τουλάχιστον δύο αστυνομικών.
Ερωτηματικά διατυπώθηκαν για την ταυτότητα των κουκουλοφόρων που παρεισφρέουν στις διαδηλώσεις και προκαλούν φθορές, μετά από φωτογραφικό ντοκουμέντο που διακινήθηκε στο Διαδίκτυο. Σε ρεπορτάζ της εφημερίδας Τα Νέα στις 11/10/2008, δημοσιοποιήθηκαν φωτογραφίες που απεικονίζουν κουκουλοφόρους και άντρες με πολιτικά που κρατούν σιδηρολοστούς και άλλα επικίνδυνα αντικείμενα εντός του αστυνομικού κλοιού στο κέντρο της Αθήνας. Το ρεπορτάζ βασίστηκε και στη μαρτυρία του Θεοδώρου Μαργαρίτη, μέλους της πολιτικής γραμματείας του τότε Συνασπισμού (ΣΥΡΙΖΑ), σύμφωνα με την οποία κατά τη συγκέντρωση της ΓΣΕΕ παρατήρησε ομάδα 5 ανθρώπων με κουκούλες και πέτρες στα χέρια, οι οποίοι όταν τους ζητήθηκαν ταυτότητες ετράπησαν σε φυγή. Το αρχηγείο της αστυνομίας διέψευσε την παρουσία κουκουλοφόρων αστυνομικών στις διαδηλώσεις, καθώς κάτι τέτοιο το απαγορεύει ο κανονισμός. Αναγνώρισε την παρουσία ανδρών με πολιτικά με στόχο τη διενέργεια συλλήψεων και διέταξε έρευνα για τους κουκουλοφόρους.