Οι αριθμοί είναι καταλυτικοί. Περίπου 586.000 στρέμματα έχουν καεί στον Δήμο Μαντουδίου. Και δεν πρόκειται για ένα δάσος αναψυχής, αλλά για ένα δάσος ζωής, όπου οι άνθρωποι εργάζονταν μέσα στο δάσος ως ρητινοκαλλιεργητές, μελισσοκόμοι και ασχολούμενοι με τον οικολογικό τουρισμό. Αναφέρουμε ενδεικτικά ότι οι μελισσοκόμοι της περιοχής έβγαζαν 10.000 τόνους μέλι πριν την καταστροφή. Αυτή τη στιγμή περί τους 1000 κατοίκους της περιοχής έχουν μείνει άνεργοι μετά τις πυρκαγιές, ενώ πάνω από 300 σπίτια έχουν υποστεί σοβαρές ζημιές με τα 80 να είναι πλήρως κατεστραμμένα και μάλλον κατεδαφιστέα. Έχουν άλλωστε διαλυθεί και οι τουριστικές εγκαταστάσεις, όπως το περίφημο κάμπινγκ στην Αγία Άννα. Χάθηκαν επίσης 3000 πρόβατα, τα οποία έπεσαν από τα 12.000 στα 9000. Πρόκειται για τα αποτελέσματα της κυβερνητικής πολιτικής να γίνονται μόνο εκκενώσεις, χωρίς να υπάρχει μέριμνα για τη δασοπυρόσβεση. Ενώ μόλις έχουν αρχίσει οι σχεδιασμοί για τα αντιπλημμυρικά έργα, υπάρχουν ήδη τάσεις φυγής από τα χωριά, λ.χ. από βιοτέχνες που δεν έχουν τις πρώτες ύλες για τη βιοτεχνία τους, αλλά και από τους πιο νεαρούς, καθώς και από τους Αθηναίους που εγκαταλείπουν τη Βόρεια Εύβοια.

Η μεγάλη έγνοια των κατοίκων της περιοχής είναι το αν θα γίνει από τις ανάδοχες εταιρίες μαζική τεχνητή αναδάσωση, η οποία είναι ανεπιθύμητη. Βεβαίως, στη φυσική αναδάσωση, που οπωσδήποτε θα συμβεί, αν δεν υπάρξουν παραβιάσεις, όπως συνέβη και μετά την πυρκαγιά του 1977, θα μπορούσαν να προστεθούν φυτεύσεις, όχι από πεύκα, αλλά αναλόγως του υψομέτρου και από καρυδιές, καστανιές, δρυς και άλλα δέντρα πιο δύσφλεκτα από τα πεύκα, που είναι ως γνωστόν εξαιρετικά εύφλεκτα. Αυτά τα δέντρα θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως αντιπυρικές ζώνες περιμετρικά των οικισμών, πάντα με τρόπο ώστε να γίνεται σεβαστό το Σύνταγμα περί χρήσης γης.

Και ενώ υπάρχουν σκέψεις για λύσεις όπως drones παρακολούθησης για να αποφεύγονται οι εμπρησμοί, καθώς και για δεξαμενές πυρόσβεσης, η μεγάλη ανησυχία έγκειται στο ποιος θα είναι ακριβώς ο ρόλος των ανάδοχων εταιριών. Εκφράσεις, όπως το «πιστοποιημένα δενδρύλλια», που χρησιμοποιήθηκαν από την κυβέρνηση, προκαλούν προβληματισμό καθώς παραπέμπουν σε τεχνικές εταιριών τύπου BayerMonsanto. Ο κίνδυνος είναι εκεί που υπήρχαν πριν δάση να έχουμε μετά την τεχνητή αναδάσωση «φυτείες», οι οποίες θα είναι απολύτως εξαρτημένες από τις εταιρίες για τη συντήρησή τους. Αλλά σε κάθε περίπτωση, όποιες και να είναι οι ανάδοχες εταιρίες, οι οποίες θα παρέμβουν σε μια τεχνητή αναδάσωση της Βόρειας Εύβοιας, όπως λ.χ. η ΤΕΡΝΑ ή ο ΑΚΤΩΡ, οπωσδήποτε θα εξυπηρετήσουν τα δικά τους συμφέροντα εις βάρος των τοπικών κοινωνιών.

Και δεν είναι μόνο ότι ένα αποτυχημένο κράτος (failed state) εκχωρεί τις δικές του αρμοδιότητες σε ιδιώτες, ομολογώντας θεμελιώδεις αδυναμίες. Είναι κυρίως ότι με τις ανάδοχες εταιρίες θα αλλάξει τόσο το οικολογικό όσο και το κοινωνικό «τοπίο»: Ο κυρίαρχος εντόπιος λαός, ο οποίος ζούσε από την αρμονική σχέση με το δάσος και αντιστεκόταν στη δυναμική παρέμβαση των εταιριών για ενεργειακή και άλλη εκμετάλλευση της περιοχής, ωθείται βίαια από την κυβέρνηση να γίνει δουλοπάροικος των εταιριών στον τόπο του, ζώντας από τις εργασίες που θα προσφέρει η εκμετάλλευση από τις ανάδοχες εταιρίες. Πρόκειται για μια διάσταση της τεχνοφεουδαρχίας που θα άξιζε να μπει στα εγχειρίδια μελέτης της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης δίπλα στις περιφράξεις των δημοσίων χώρων που οδήγησαν στην προλεταριοποίηση τους Άγγλους χωρικούς, οι οποίοι οικοδόμησαν τον πρώιμο αγγλικό καπιταλισμό.

Τις ίδιες μέρες που ο πρωθυπουργός προσερχόταν με άβολο και άκομψο τρόπο να τιμήσει τη μνήμη του Μίκη Θεοδωράκη, άνθρωποι στερούνται τη φύση, τον τόπο και τον τρόπο διαβίωσής τους για να παραδοθούν στην εκμετάλλευση από τις ανάδοχες εταιρίες των ολιγαρχών, με αποτέλεσμα να έχουμε και πάλι δύο Ελλάδες: μία της ληστρικής εκμετάλλευσης χωρίς όρια και μία της βίαιης προλεταριοποίησης.

Η Μαρία Απατζίδη είναι Βουλεύτρια με το ΜέΡΑ25